ΤΟ «ΕΛΛΑΔΕΞ» [EMI /Columbia] του Γιάννη Λογοθέτη (ΛοΓό) είναι ένας υποτιμημένος δίσκος, που περιέχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια από την εποχή της πρώιμης μεταπολίτευσης – κυκλοφόρησε, δε, επίσημα στις 15 Δεκεμβρίου 1975 και αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 50 χρόνια, από την εμφάνισή του στα δισκάδικα. Υπάρχει λοιπόν η αφορμή, για να πούμε όσα ακολουθούν.
Κατ’ αρχάς ένα από τα πλέον βασικά, που δεν είναι συνηθισμένο στη δισκογραφία. Το άλμπουμ υπογράφει ο Γιάννης Λογοθέτης, ο οποίος είναι βασικά ο στιχουργός του δίσκου (και άλμπουμ που να τα υπογράφουν στιχουργοί δεν συναντάμε συχνά). Από τα δώδεκα τραγούδια του «Ελλαδέξ» μόνο το τελευταίο, το κλασικό «Κοκοράκι» (Ζοζέφ Κορίνθιος-Νίκος Φατσέας), με τους Αδελφούς Κατσάμπα, δεν έχει δικά του λόγια. Επίσης ο Λογοθέτης έχει γράψει μουσική σε πέντε τραγούδια του δίσκου. Σε άλλα πέντε έχει γράψει μουσική ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου, ενώ υπάρχει κι ένα τραγούδι με μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου. Ερμηνευτές στον δίσκο είναι ο Δημήτρης Πουλικάκος, η Ιωάννα Κιουρκτσόγλου, ο Χρήστος Λεττονός, ο Σάμης Παυλής, οι Αδελφοί Κατσάμπα και ο ίδιος ο Λογοθέτης. Τα περισσότερα τραγούδια κινούνται σε «ξένους» ρυθμούς (υπάρχει τζαζ, ροκ, λάτιν κ.λπ.), ενώ στα λίγα κομμάτια που ακούγεται μπουζούκι παίζει ο κορυφαίος Κώστας Παπαδόπουλος.
«Κατά την δικτατορία, όπου κάτω από τη στέγη του αλλοπρόσαλλου συνθήματος “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” συνέβησαν τα πιο αντιχριστιανικά πράγματα, το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις βιομηχανίας. Αρκεί να ήταν οι ξένοι ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα»
Αν το όνομα του ΛοΓό είναι το ένα που κυριαρχεί στο «Ελλαδέξ», το άλλο που είναι εξίσου κυρίαρχο είναι εκείνο του Κιουρκτσόγλου. Το λέω αυτό, γιατί ο Κιουρκτσόγλου δεν έχει συνθέσει απλώς μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου, μα και γιατί έχει κάνει τις ενορχηστρώσεις, που είναι, τουλάχιστον, το 50% της αξίας του «Ελλαδέξ».
Ο Κιουρκτσόγλου δεν ήταν/είναι τυχαίος. Υπήρξε μέλος στα σίξτις των Loubogg ίσως του καλύτερου ελληνικού garage punk συγκροτήματος (δικό του ήταν το θρυλικό τραγούδι τους “She is cool” από το 1966 και άλλα διάφορα), ενώ επίσης δικό του ήταν και το πασίγνωστο «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε» (1970) των Πελόμα Μποκιού (το «κιού» του ονόματός τους ήταν η συλλαβή από το δικό του επώνυμο), αναμφισβήτητα μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού ροκ.
Περαιτέρω η συμβολή του Κιουρκτσόγλου υπήρξε σημαντική στις ενορχηστρώσεις των «Μικροαστικών» (1973) του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ενώ ήδη είχε αρχίσει να γράφεται και το ξεχωριστό κεφάλαιο της συνεργασίας του με τον Θέμη Ανδρεάδη και τον Γιάννη Λογοθέτη – λέω για τα άλμπουμ «Γελοιογραφίες» (1973), «Κάτι Άλλο μου Θυμίζει» (1974) και «Τραγούδια με Νόημα» (1975) (σ’ αυτό δεν τραγουδούσε ο Ανδρεάδης, αλλά δεν έχει σημασία), στα οποία άλμπουμ ο Κιουρκτσόγλου εμφανιζόταν άλλοτε ως συνθέτης, άλλοτε ως ενορχηστρωτής και άλλοτε ως και τα δυο μαζί.
Οι δίσκοι εκείνοι είχαν βγάλει μεγάλες επιτυχίες («Καθένας με την τρέλλα του», «Καλέ κυρά Μαρία», «Χορευτής εκ Παρισίων», για να αναφέρω μόνο τρεις, μία από κάθε LP), που τις τραγούδησαν όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, εκεί προς το τέλος της δικτατορίας και στην αρχή της μεταπολίτευσης – και ο ρόλος, σ’ αυτές, των Λογοθέτη-Κιουρκτσόγλου ήταν το ίδιο σημαντικός με εκείνον των ερμηνευτών. Με τέτοια εχέγγυα θα έμπαινε μπροστά το «Ελλαδέξ».
Πριν περάσω στα τραγούδια του δίσκου, πρέπει να ειπωθούν μερικά λόγια για τον τίτλο και για το εξώφυλλο. Κατ’ αρχάς τι σημαίνει «Ελλαδέξ»; Είναι το «νέο» απορρυπαντικό, που «λευκαίνει καλύτερα», όπως διαβάζουμε στο cover. Είναι, με άλλα λόγια, αυτό το κουτί που βλέπουμε, και το οποίο ήταν κατασκευασμένο από τον Δημήτρη Θ. Αρβανίτη (που είχε και τη γενικότερη επιμέλεια του εξωφύλλου). Φυσικά η έμπνευση είχε τη βάση της στα ανάλογα εμπορικά απορρυπαντικά της εποχής (OMO, Roll και κυρίως το Πλυντηρέξ), με το κουτί να έχει μιαν αδιαφιλονίκητη pop art αισθητική. Όμως, γιατί «Ελλαδέξ»; Αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο...
Εκείνο που πρέπει, από την αρχή, να σημειωθεί είναι πως η πατρότητα της λέξης «Ελλαδέξ» ανήκει στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1900-1971)! Υπάρχει κάποιος αφορισμός του από παλιά, που τον βρίσκεις στο ίντερνετ και που λέει το εξής: «Είμαστε οι τελευταίοι που μιλάμε ελληνικά, σε λίγο αυτόν τον τόπο δεν θα τον λένε Ελλάδα, θα τον λένε Ελλαδέξ». Πότε το είπε αυτό ο Σεφέρης δεν είναι γνωστό σ’ εμένα, αλλά σίγουρα το είπε θέλοντας να εκφράσει την (υπερβολική ίσως) απαισιοδοξία του για την πορεία της ελληνικής γλώσσας, και βασικά να εκφράσει την αντίθεσή του έναντι της λεγόμενης «ξενομανίας» και κατ’ επέκτασιν της καταναλωτικής κοινωνίας (παρότι αυτή θα βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα). Δηλαδή ό,τι όλα μετατρέπονται σε προϊόντα, που πουλιούνται και αγοράζονται. Ακόμη και η ίδια η χώρα τελικά.
Οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί, στο μεταίχμιο από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση, όταν η Ελλάδα είχε αρχίσει να παραδίδεται στη λαίλαπα του τουρισμού, απασχολούσαν σοβαρά ένα τμήμα της διανόησης, που επιχειρούσε να εκφραστεί αντισυστημικά, κρούοντας, αν θέλετε, τον κώδωνα του κινδύνου. Έτσι, δεν ήταν μόνον ο Σεφέρης με το «Ελλαδέξ» του, ήταν και ο συγγραφέας-ποιητής Γιώργος Ιωάννου (1927-1985), ο οποίος είχε γράψει ανάμεσα σε άλλα, το 1974 (στο ξεκίνημα της μεταπολίτευσης) στον τόμο «Χρονικό ’74» του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου Ώρα:
«Κατά την δικτατορία, όπου κάτω από τη στέγη του αλλοπρόσαλλου συνθήματος “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” συνέβησαν τα πιο αντιχριστιανικά πράγματα, το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις βιομηχανίας. Αρκεί να ήταν οι ξένοι ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα».
Και ήταν βεβαίως ο θεολόγος (ακόμη τότε) Χρήστος Γιανναράς (1935-2024), που εξέφραζε ανάλογους προβληματισμούς σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του, στα «Επίκαιρα» (άνοιξη ’73) στην Σούλα Αλεξανδροπούλου («είδα την Σούλα και τον Δεσποτίδη», όπως τραγουδούσε το 1994 ο Διονύσης Σαββόπουλος), η οποία συνέντευξη πλασαριζόταν με τον τίτλο «Ελληνισμός χωρίς ταυτότητα» (ένας τίτλος, που, για το 1973, αποκτούσε και άλλα «αντί-» χαρακτηριστικά). Όπως έλεγε, τότε, ο Γιανναράς:
«Τα αντικειμενικά δεδομένα τα ξέρουμε όλοι και δεν ωφελεί να το παραβλέψουμε, είναι πολύ απαισιόδοξα. Η υστερία του εξευρωπαϊσμού, της οικονομικής προτεραιότητας, της εκβιομηχάνισης (σ.σ. υπήρχε, τότε, τέτοια στην Ελλάδα), των τουριστικών αξιοποιήσεων έχει πάρει τέτοιες τρομακτικές διαστάσεις, που διερωτάται κανείς αν μπορούμε ακόμη να μιλάμε για πολιτιστική ταυτότητα και αυτοσυνειδησία του Νέου Ελληνισμού. Θυμάμαι τον Σεφέρη που έλεγε ότι σε λίγα χρόνια αυτόν τον τόπο δεν θα τον λένε πια Ελλάδα, αλλά Ελλαδέξ (σ.σ. μια λέξη την οποία ο Γιανναράς χρησιμοποιούσε και τα πιο πρόσφατα χρόνια, για τους ίδιους πάνω-κάτω λόγους)».
Δεν ξέρω αν ο Γιάννης Λογοθέτης είχε διαβάσει τότε (το 1973) τη συνέντευξη του Γιανναρά στα «Επίκαιρα» (κάτι πολύ πιθανό – τα «Επίκαιρα» τα διάβαζε τότε όλη η Ελλάδα), ξέρω όμως πως το 1975 η κατάσταση εξακολουθούσε να παραμένει ασυνάρτητη, με τον κόσμο να βιώνει μία αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα, την οποία (πραγματικότητα), ο τραγουδοποιός και γελοιογράφος βασικά ΛοΓό, θα την αποτύπωνε σε μερικούς καταπληκτικούς στίχους, που θα μελοποιούνταν από τον Κιουρκτσόγλου. Λέω για το «Άδικοι κόποι», ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά τραγούδια εκείνης της εποχής (αν και ευρύτερα άγνωστο), το οποίο θα απέδιδε η Ιωάννα Κιουρκτσόγλου. Οι στίχοι του ΛοΓό είχαν ως εξής:
Διαδηλώσεις, μακριές δηλώσεις / πανό, αφίσες, στραβές και ίσες / Τηλεοράσεις και παρελάσεις / ένσημα, ΙΚΑ, «Εν τούτω νίκα» / Αν δεν μιλήσεις είναι μια λύσις / αν βρίσεις όμως, ο αστυνόμος
Εφημερίδες με προσωπίδες / άσπρα γραφεία, αρθρογραφία / Στα καφενεία λογοτεχνία / μπράντι και ουίσκι, και ξένοι δίσκοι / Στην επαρχία τάβλι, λαχεία / κι οι παιδοτόποι άδικοι κόποι
Κλίκες και κάστες, κι οι μετανάστες / με χέρια άδεια, όλο σημάδια / Οι αρουραίοι είναι ωραίοι / στους υπονόμους, με δίχως νόμους
Για τους στίχους τι να πεις και τι να αναλύσεις; Μιλάνε από μόνοι τους. Το τραγούδι είναι ροκ μπαλάντα, με άψογη ενορχήστρωση από τον Κιουρκτσόγλου, στην οποία κυριαρχούν το μέλοτρον του Renato Favilli, το πνευστό τμήμα (Τοτός Πατερέλης τρομπέτα, Τάσος Πουλημένος σαξόφωνο, Γιώργος Αρχοντίδης τρομπόνι), μαζί βεβαίως με την ηλεκτρική κιθάρα από τον ίδιο τον συνθέτη (τα ονόματα, που δεν αναφέρονται στον δίσκο, θα μου τα έδινε ο ίδιος ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου). Κορυφαίο τραγούδι απ’ όποια πλευρά και να το δεις...
Άδικοι κόποι
Υπήρχαν κι άλλα κομμάτια στο «Ελλαδέξ» με ανάλογο περιεχόμενο, αλλά προς πιο ευτράπελη κατεύθυνση, κι ένα τέτοιο ήταν ο... «Ελληνέξ», με μουσική του Λογοθέτη αυτή τη φορά. Εδώ ο Έλληνας παρουσιάζεται σαν μια ακατανόητη καρικατούρα, που δεν ξέρει προς τα πού να στραφεί, υιοθετώντας νόθες συμπεριφορές, με τον Κιουρκτσόγλου να χρησιμοποιεί moog synthesizer στην αρχή (και σε ρόλο τούμπας). Όπως θα μου έλεγε ο ίδιος:
«Το 1974 συνεταιρικά με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη αγοράσαμε ένα Moog. Εκείνη την εποχή δεν ήταν ακόμα σε πλήρη ανάπτυξη η παραγωγή synthesizers με συγκεκριμένους ήχους, τα ονομαζόμενα samples. To Moog ήταν ακόμα μια επανάσταση οπότε έπρεπε με τα δεκάδες κουμπιά του να κατασκευάζει ήχους ο μουσικός. Το Μoog “δοξάστηκε” στα χέρια κορυφαίων όπως ο Keith Emerson και o Rick Wakeman».
Τον «Ελληνέξ» είχε τραγουδήσει πολύ ωραία και η Βάσια Ζήλου στον δίσκο τού ΛοΓό «ΛοΓοκρισίες» [CBS] το 1977, αλλά η εκτέλεση με τον Λεττονό από το «Ελλαδέξ» είναι η πρώτη:
Τον λένε Μήτσο, τον λένε Λάκη / χορεύει σέικ, χορεύει συρτάκι / πλένει τα ρούχα του με Ελλαδέξ / και κολυμπάει μες στα κόμπλεξ
Ακούει Μπέλλου, όταν μεθάει / την Κυριακή στο Ηρώδειο πάει / και φιγουράρει σαν μανεκέν / με τσιγαράκι αμερικέν
Ελληνέξ
Ακόμη πιο σκληρός (πάντα μέσα από μια χιουμοριστική φόρμα) εμφανίζεται ο Λογοθέτης και στο τραγούδι «Πελοπίδα, Πελοπίδα» (σε μουσική και στίχους δικά του). Ο Πελοπίδας είναι χαφιές, είναι ο «συνεργάτης» που τα έχει κάνει πλακάκια με τις αρχές, «καρφώνοντας» τα «μιάσματα» και πλουτίζοντας διαχρονικά. Μερικοί από τους στίχους, τους οποίους τραγουδούσε η Κιουρκτσόγλου, πήγαιναν κάπως έτσι:
Πελοπίδα, Πελοπίδα / έβαλα γυαλιά και είδα / να πατάς επί πτωμάτων / Πελοπίδα τέλος πάντων / Πάρε το επίθετό σου / το καπέλο, το παλτό σου / κι οτιδήποτε έχεις άλλο / και α στο διάλο
Πελοπίδα, Πελοπίδα / άναψα φακό και είδα / να καρφώνεις του ανθρώπους / με πολύ ωραίους τρόπους / Πάρε το πικάπ, το ράδιο / το κεφάλι σου το άδειο / πάρε και τον παπαγάλο / και α στο διάλο / πάρε και το ξυπνητήρι / και α σιχτίρι
Θες από τη λογοκρισία, θες από αυτολογοκρισία το τελευταίο δίστιχο, που το διαβάζουμε στο βιβλίο του Γιάννη Λογοθέτη «Τα Τραγούδια του ΛοΓό» [OPPORtUNA, 2019], δεν θα αποτυπωνόταν στο βινύλιο.
Πελοπίδα, Πελοπίδα
Στο «Ελλαδέξ» υπήρχαν επίσης δύο τραγούδια με έμμεσες, μα και με ευθείες αναφορές στη στρατιωτική δικτατορία, τους πραξικοπηματίες και τους υποστηρικτές τους, αμφότερα σε μουσικές του Κιουρκτσόγλου και με ερμηνείες από τον Λεττονό. Το ένα ήταν «Ο στρατηγός» και το άλλο «Η δίκη» (που έπαιρνε αφορμή από τη δίκη των πρωταιτίων της χούντας, το καλοκαίρι του ’75). «Ο στρατηγός» με τα latin και brazilian ηχοχρώματά του ήταν χάρμα.
Στην εποχή μας τέτοια κτήνη / είναι απίθανο να βρεις / μα στην καρδιά μου έχουν μείνει / αυτοί οι τρεις
Ο στρατηγός
Δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του «Ελλαδέξ» θα τα έλεγε ο Δημήτρης Πουλικάκος. Το ελληνικό ροκ έχει παραδώσει σώμα και πνεύμα το 1975, και μια σκωπτική διέξοδος για τον Πουλικάκο, να εμφανιστεί δηλαδή ως ένας σατιρικός τραγουδιστής, δεν ήταν, σίγουρα, έξω από τα ενδιαφέροντά του. Το έπραξε. Ειδικά το «Πολύ ωραίο στυλ», σε μουσική Γιάννη Κιουρκτσόγλου, είναι από τα τραγούδια «εμβλήματα» της πρώιμης μεταπολίτευσης. Το άλλο ήταν το «Στα γενέθλιά μου», σε μουσική του Λογοθέτη με το πολύ προχωρημένο πιπεράτο δίστιχο «Πάρε μου μια πίπα δώρο γλυκιά μου / για τα γενέθλιά μου».
Υπήρχε και μια διαφήμιση τότε στην τιβί πολύ ανατρεπτική, για τις πίπες καπνίσματος Magic Life, που πιθανώς να επηρέασε το τραγούδι. Αν και μπορεί να συνέβη το ανάποδο... το τραγούδι να επηρέασε τη διαφήμιση. Δεν έχει και τόσο σημασία. Μικρές επαναστάσεις, σε μιαν εποχή όπου ακόμη... όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Το αποκαλώ, λοιπόν, «προχωρημένο» το «Στα γενέθλιά μου», γιατί σόκιν υπονοούμενα σε τραγούδια και παρλάτες θα ακούγονταν, κατά κόρον, αργότερα, στα περισσότερο απενοχοποιημένα 80s, από τον Χάρρυ Κλυνν, τον Τζίμη Πανούση και άλλους στην πορεία.
Το «Πολύ ωραίο στυλ» είναι ένα από τα αληθινά σημαντικά τραγούδια του «Ελλαδέξ», ένα κομμάτι μπροστά από την εποχή του και σαν θεματολογία, και σαν ερμηνεία από τον Πουλικάκο (ο οποίος ραπάρει κιόλας κατά μίαν έννοια), και βεβαίως σαν μουσική-ενορχήστρωση. Όπως θα μου έλεγε ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου:
«Το θεωρώ ίσως και το καλύτερο, σε ενορχήστρωση-εκτέλεση, κομμάτι ανάμεσα στις περίπου 200 ενορχηστρώσεις που έκανα από το 1970 έως το 1982. Αυτό το κομμάτι ευτύχησε να έχει α. το υπέροχο σόλο στο πιάνο του Δημήτρη Πολύτιμου (γνωστού από τους M.G.C. και την μακρά συνεργασία του με τον Δημήτρη Πουλικάκο που τραγουδάει το τραγούδι), β. το ανσάμπλ των πνευστών με τους Τοτό Πατερέλη τρομπέτα, Τάσο Πουλημένο σαξόφωνο και Γιώργο Αρχοντίδη τρομπόνι, οι οποίοι έχουν παίξει δύο φορές ο καθένας – σύνολο 6 πνευστά σε μια εξαιρετική ηχογράφηση του Γιάννη Τριφύλλη, αλλά (ας μου επιτραπεί) και μια τέλεια ενορχήστρωση. Επίσης στην εισαγωγή παίζω εγώ Moog synthesizer, ενώ ο Τάκης Μαρινάκης (το ΜΑ των ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ), που έφυγε από τη ζωή το 2023 είναι στα ντραμς και ο Κώστας Ντόβας στο μπάσο».
Όχι απλώς «τέλεια» είναι η ενορχήστρωση, αλλά και κάτι παραπάνω. Ένα αθάνατο κομμάτι, που θα κοβόταν και σε 45άρι το 1976, με πίσω πλευρά το «Στα γενέθλιά μου» και που θα γινόταν μέχρι και τίτλος επιθεώρησης το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, όταν ακουγόταν παντού στη χώρα. Λέω για την «Πολύ Ωραίον Στυλ! Βεβαίως, Βεβαίως!» των Νίκου Αθερινού-Γιώργου Λαζαρίδη, σε σκηνοθεσία Μανώλη Καστρινού, που θα ανέβαινε στο Δελφινάριον από τον θίασο των Ντίνου Ηλιόπουλου-Σταύρου Παράβα, με την Νόρα Βαλσάμη μεταξύ των πρωταγωνιστριών, την Καίτη Μπελίντα στο τραγούδι κ.ά. Fifty years...
Πολύ Ωραίον Στυλ! Βεβαίως, Βεβαίως!