«Όταν ανεβαίνεις στη σκηνή για να τραγουδήσεις, είσαι γυμνός. Το μόνο που σου δίνει μια αίσθηση οικειότητας είναι η φωνή σου. Γι’ αυτό φοβάμαι τόσο κάθε φορά πριν ανοίξω το στόμα μου. Δεν έχει σημασία αν τραγουδάω για έναν βασιλιά ή για τον Πάπα. Αρκεί που κάποιος στέκεται εκεί, μπροστά μου. Υποφέρω από την έκθεση, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό».
Η ηττοπάθεια, η απαισιοδοξία αλλά και η ματαιότητα δεν του είναι γνώριμες. Ο Αντρέα Μποτσέλι των αμέτρητων επιτυχιών, βραβεύσεων, πωλήσεων, εμφανίσεων και των γενναιόδωρων φιλανθρωπιών γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1958 και μεγάλωσε σε μια οικογένεια που ζούσε πουλώντας αγροτικά μηχανήματα και καλλιεργώντας κάποια λίγα αμπέλια στην περιοχή της Τοσκάνης. Οι γιατροί είχαν συμβουλεύσει τους γονείς του, τον Αλεσάντρο και την Έντι Μποτσέλι, να προχωρήσουν σε έκτρωση, καθώς είχαν προβλέψει ότι το παιδί θα γεννιόταν με αναπηρία. Εκείνοι αρνήθηκαν και ήδη από τη γέννα ήταν προφανές ότι ο Αντρέα παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα οράσεως. Τελικά, διαγνώστηκε με συγγενές γλαύκωμα, με το οποίο έζησε επί 12 χρόνια. Σε εκείνη την ηλικία, κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στον οποίο ο Αντρέα έπαιζε τερματοφύλακας, ένα δυνατό σουτ τον χτύπησε στο πρόσωπο, κάνοντας σμπαράλια τα ήδη ευαίσθητα μάτια του. Οι γιατροί έδωσαν αγώνα με μια αιμορραγία που του αφαιρούσε ώρα με την ώρα την όραση, αλλά οι προσπάθειές τους ήταν ανεπιτυχείς, έτσι ο μικρός τυφλώθηκε.
Από εκείνη την ημέρα και μετά οι εικόνες μετατράπηκαν για εκείνον σε έναν αδυσώπητο αγώνα με τη μνήμη. Ακόμα και σήμερα παραδέχεται πως στο μυαλό του υπάρχουν μόνο όσα έργα τέχνης, τοπία, ανθρώπινα χαρακτηριστικά και γεγονότα κατάφερε να «απαθανατίσει» η μνήμη ενός πιτσιρικά που στην εφηβεία βυθίστηκε στο σκοτάδι. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου αρέσει καθόλου να μιλώ και γενικά να εξηγώ. Το τραγούδι είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορώ να εκφραστώ πλήρως» λέει. «Αισθάνομαι ότι η τέχνη είναι μια αινιγματική, κωδικοποιημένη γλώσσα, αλλά μόλις αποκρυπτογραφηθεί, είναι μια γλώσσα πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική από την καθομιλουμένη. Όποιος έχει σταθεί απέναντι από την Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου, νιώθει ένα συναίσθημα που προέρχεται από μια πολύ ισχυρή επικοινωνία που καμία σχέση δεν έχει με τη γλώσσα».
Eίναι εκείνος που αποδείχτηκε ο καλύτερος μαθητής στο crossover, εκείνος που καταφέρνει ακόμα να μεταδίδει την ψευδαίσθηση ότι η κλασική μουσική μπορεί να ανήκει στα στάδια, εκείνος που σε πείθει ότι αρκεί το ειλικρινές συναίσθημα για να εκφράσεις με την ίδια δύναμη το δράμα της «Τόσκα» αλλά και τον ποπ ερωτισμό ενός ντουέτου με τη Σελίν Ντιόν.
Προτού ο κόσμος σκοτεινιάσει για τον χαρισματικό πιτσιρικά, η μουσική χρωμάτιζε τη ζωή του. Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στα έξι και σύντομα πρόσθεσε στο παιδικό του δωμάτιο φλάουτο, σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, κιθάρα, ακόμα και ντραμς. Η νταντά του, Οριάνα, ήταν εκείνη που, χαρίζοντάς του έναν δίσκο του διεθνούς αστέρα του μελοδράματος, Φράνκο Κορέλι, τον ιντρίγκαρε να ακολουθήσει καριέρα τενόρου και τον έπεισε πως μπορεί με τη φωνή να περιγράφει ό,τι του στερούσε σταδιακά η όραση. Έναν χρόνο και χιλιάδες ακροάσεις δίσκων μετά ο μικρός μπορούσε να αναγνωρίζει με το αυτί τις διάσημες οπερατικές φωνές της εποχής καλύτερα από τις λεπτομέρειες στις εικόνες.
«Μερικοί από μας γεννιούνται με μια αδυναμία στη μουσική. Ως μωρό, η μουσική με γιάτρευε απ’ ό,τι νόμιζα ότι είχα. Αν ήμουν ανήσυχος, με ηρεμούσε. Αν φώναζα, σταματούσα αυτομάτως να κλαίω. Ήταν η θεραπεία μου. Γι’ αυτό και πάντα ήξερα ότι η μοίρα μου ήταν να τραγουδώ. Απλώς δεν ήξερα αν θα πετύχαινα. Όμως τραγουδούσα παντού: στο σχολείο, στα πάρτι, στην εκκλησία, στους καλεσμένους των γονιών μου. Συνήθως δυσανασχετούσα που όλοι πάντα μου ζητούσαν να τους τραγουδήσω, ενώ εγώ ποθούσα να παίξω ποδόσφαιρο με τους φίλους μου».
Την πρώτη του συναυλία την έδωσε σε ένα μικρό, διπλανό χωριό, ενώ μια γερή δόση αυτοπεποίθησης πήρε στα 14, όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό τραγουδιού, όπου πήγε έχοντας προετοιμάσει το «O sole mio». Το 1980, τελειώνοντας το σχολείο, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και συγχρόνως έπαιζε σε πιάνο μπαρ. «Είμαι απίστευτα ανταγωνιστικός από τη φύση μου. Γι’ αυτό δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, πριν γίνω τραγουδιστής, ήμουν δικηγόρος» έχει πει, δικαιολογώντας το πτυχίο Νομικής που βρίσκεται κάπου στο σπίτι του, πλάι στα φωτογραφικά στιγμιότυπα μιας μεγαλειώδους καριέρας.
Για να φτάσει σήμερα, στα 61 του χρόνια, να θεωρείται ένας ροκ σταρ του crossover, ο Μποτσέλι χρειάστηκε να δώσει πολλές εξετάσεις: πήρε μαθήματα φωνητικής από το ίνδαλμά του Φράνκο Κορέλι, το 1992 έγραψε και έστειλε demo στον Zucchero και τελικά κατάφερε να τον συνοδεύσει στην πανευρωπαϊκή περιοδεία του, επιδίωξε συνάντηση με τον Παβαρότι και τελικά πήρε μέρος στο ετήσιο φιλανθρωπικό του γκαλά στη Μόντενα (1994), διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, αναζήτησε ιδανικές παρτενέρ για να μοιράσει συναίσθημα απ’ άκρη σε άκρη στον πλανήτη.
Κακά τα ψέματα, όσο κι αν έχει πασχίσει να πάρει τη σκυτάλη από το μεγαθήριο του ιταλικού λυρικού τραγουδιού, Λουτσιάνο Παβαρότι, ο Αντρέα Μποτσέλι δεν έχει το εκτόπισμα ούτε και το ταλέντο του ‒ αν και ο πληθωρικός Λουτσιάνο δεν έχει τσιγκουνευτεί τις φιλοφρονήσεις. Είναι ξεκάθαρο πως με το οπερατικό ρεπερτόριο δεν αναμετρήθηκε ποτέ σοβαρά, γι’ αυτό και ο κόσμος της σκληροπυρηνικής κλασικής δεν τον συμπεριέλαβε ποτέ στην αυλή του. Είναι, όμως, εκείνος που αποδείχτηκε ο καλύτερος μαθητής στο crossover, εκείνος που καταφέρνει ακόμα να μεταδίδει την ψευδαίσθηση ότι η κλασική μουσική μπορεί να ανήκει στα στάδια, εκείνος που σε πείθει ότι αρκεί το ειλικρινές συναίσθημα για να εκφράσεις με την ίδια δύναμη το δράμα της «Τόσκα», του «Αντρέα Σενιέ», της «Κάρμεν», των «Παλιάτσων» αλλά και τον ποπ ερωτισμό ενός ντουέτου με τη Σελίν Ντιόν ή τη Σάρα Μπράιτμαν.
Γνήσιο τέκνο της ιταλικής σχολής που θέλει τη ζυγαριά να γέρνει προς το συναίσθημα, τον έρωτα, τον πόθο για τις γυναίκες (δύο γάμοι και τρία παιδιά ως τώρα), το ποδόσφαιρο (υποστηρίζει φανατικά την Ίντερ), το καλό κρασί (πώς να απαρνηθεί την οικογενειακή κληρονομιά;), την αγάπη για την πατρίδα και τις ρίζες και με μια σαφή αδυναμία στον Πουτσίνι. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ιταλία, πνιγμένος από την ιταλική νοοτροπία και τον πολιτισμό» λέει και ξαναλέει.
Πώς ερμηνεύει ο τενόρος την πίστη στην πατρίδα; Με τον γνωστό, παλιό τρόπο, ανακυκλώνοντας και αποτινάσσοντας στερεότυπα: απολαμβάνει την αποθέωση εντός των τειχών περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, εξαντλεί τη γενναιοδωρία του όταν πρόκειται να προσφέρει οτιδήποτε στους συμπατριώτες του (όπως το υπαίθριο θέατρο Teatro del Silenzio, στο οποίο εμφανίζεται ανελλιπώς κάθε Ιούλιο), κλείνεται στο ιερό καταφύγιό του στην Τοσκάνη ακόμα κι αν έχει σπίτια σε όλο τον κόσμο («Δεν μου αρέσει να ταξιδεύω. Ζω στο ομορφότερο μέρος στον κόσμο. Μου αρέσει να μένω σπίτι, κάνοντας τα ίδια πράγματα. Αλλά το πεπρωμένο μου αποφάσισε διαφορετικά»), εναντιώνεται σε όσους προβάλλουν τους Ιταλούς ως «macho» («“Macho” ουσιαστικά σημαίνει ηλίθιος και ένας πραγματικός Ιταλός είναι έξυπνος και κομψός. Καθόλου macho» λέει), έχει στον τοίχο κάθε σπιτιού του μία τουλάχιστον φωτογραφία με τον Πάπα.
Τις ώρες της δικής του περίσκεψης μαγεύεται από την απεραντοσύνη της σκέψης του Ιμάνουελ Καντ, ταυτίζεται με τον Σοπενάουερ όταν λέει πως οι άντρες μπορούν να καούν από έρωτα, ανεξάρτητα από το πόσο έξυπνοι ή καλλιεργημένοι είναι, γράφει βιβλία, μερικά από τα οποία είναι διαθέσιμα σε γραφή Μπράιγ, κάθεται στο αγαπημένο του πιάνο, όπου είναι χαραγμένα τα ονόματα των τριών παιδιών του, του Amos, του Matteo και της Virginia, και τραγουδά το λατρεμένο του «Nessun dorma» από την «Τουραντότ», διηγείται ιστορίες για τα αγαπημένα του αντικείμενα, όπως ένα ζευγάρι γάντια του μποξ με την υπογραφή του φίλου και ινδάλματός του, Μοχάμεντ Άλι, που δεσπόζουν στο σαλόνι του, μέσα σε μια γυάλινη προθήκη.
«Από μικρός τον θαύμαζα. Σηκωνόμουν μέσα στη νύχτα για να παρακολουθήσω τους αγώνες του. Ήταν για μένα σύμβολο και υπόδειγμα ανθρώπου, αθλητή, αγωνιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη νύχτα που μου χάρισε τα γάντια τραγουδούσα στο Φοίνιξ. Όταν ανέβηκα στη σκηνή, ανακοίνωσα ότι κάπου μέσα στο ακροατήριο καθόταν ένα πολύ σπουδαίο πρόσωπο. Εκείνος, στην πρώτη θέση, απολάμβανε το κοινό που, όρθιο, τον αποθέωνε. Εννοείται πως είχα τα γάντια στα καμαρίνια. Για να τον τιμήσω, στο τελευταίο τραγούδι τα φόρεσα».
«Να είστε αισιόδοξοι, να μη χάνετε την ελπίδα γιατί αυτή μόνο φωτίζει τις ζωές μας» δηλώνει. Κι αν μη τι άλλο εκείνος ξέρει όσο λίγοι τι στην πραγματικότητα μπορεί να φωτίσει μια ζωή.
σχόλια