«Το ιερόν αφαιρέθηκε, έμεινε μόνο το τέρας». Κάπως έτσι χαιρέτισε η Ζιλιέτ Μπινός την καταδικαστική απόφαση σε φυλάκιση με αναστολή για τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, μια είδηση που συνέπεσε χρονικά με τη συνέντευξη Τύπου της κριτικής επιτροπής του 78ου Φεστιβάλ Καννών, που παραδοσιακά δεν συνηθίζει να αποφεύγει τις «τζιζ» ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Επιπρόσθετα, ακούγεται σαν πληρωμένη απάντηση, όχι της προέδρου του κορυφαίου κινηματογραφικού θεσμού, αλλά της φίλης Ζιλιέτ και συναδέλφου Μπινός, σε έναν αστικό μύθο που κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια. Λέγεται πως ο Ντεπαρντιέ είχε ερωτηθεί ποιες θεωρεί τις ωραιότερες και χαρισματικότερες συμπρωταγωνίστριές του, ξεχωρίζοντας αμέσως την αγία τριάδα Ντενέβ - Ατζανί - Ιπέρ. «Και η Ζιλιέτ Μπινός;», πρόσθεσε ο δημοσιογράφος. «Α, ποτέ δεν κατάλαβα προς τι ο ντόρος και τα τόσα βραβεία, ούτε όμορφη είναι, ούτε λάμψη έχει, ούτε τίποτε», είπε, ποιος ξέρει σε ποια πνευματική ή φυσική κατάσταση. Και όταν κάποιος άλλος τόλμησε να ζητήσει το σχόλιο της Μπινός επί του θέματος, εκείνη είχε πει πως φυσικά και στεναχωρέθηκε, και απορημένη τον ρώτησε στο σούπερ μάρκετ της περιοχής που μένει, καθότι γείτονες με το πρώην ιερό τέρας, για ποιο λόγο είπε τέτοια κουβέντα. Και τότε ο πολύς Ζεράρ έπεσε στην αγκαλιά της, της ζήτησε σχεδόν κλαίγοντας συγγνώμη, γιατι ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι έλεγε. Η εκδίκηση είναι βαριά λέξη, πάντως το κάρμα θέλει το σωστό timing…
Οι καιροί υποδεικνύουν σοβαρότερες εμφανίσεις, ίσως και να φοβούνται κάποια άγνωστη που θα ζήλευε την πρόσκαιρη δόξα της πρώην του Κάνιε, αλλά η τελετή έναρξης, με εξαίρεση τον Ταραντίνο και την πανηγυρική, φωνακλάδικη ανακήρυξή του στον ρόλο του αφέτη με το πιστόλι/μικρόφωνο, ήταν όντως πολιτικοποιημένη και άκρως χολιγουντιανή.
Ο καθένας λαμβάνει την ερώτηση που του αξίζει, απ’ ό,τι φαίνεται: ενώ η Μπινός τοποθετήθηκε λακωνικά και περιεκτικά για το #metoo, συγκινήθηκε αποτίνοντας φόρο τιμής στη Φατίμα Χασούνα που αναμενόταν στο Φεστιβάλ αλλά δολοφονήθηκε μαζί με την οικογένειά της στη Γάζα, και παραδόξως απέφυγε να αποκαλύψει γιατί δεν συντάχθηκε με την καταδικαστική επιστολή εκατοντάδων κινηματογραφιστών για τον πόλεμο στη Γάζα, η Χάλι Μπέρι, μέλος της κριτικής επιτροπής, κάτοχος Όσκαρ και Emmy, αν και αιωνίως με την ούγια της σέξι σταρ, κλήθηκε να σχολιάσει τους νέους κανονισμούς για την ένδυση στις πρεμιέρες στο κόκκινο χαλί. Οι τεράστιες ουρές στα φορέματα που απαγορεύτηκαν τη βρήκαν απροετοίμαστη, καθώς είχε κάτι τέτοιο στον νου της και αναγκάστηκε να κόψει το «τρένο». Όσο για το γυμνό, και μάλιστα σε ένα φεστιβάλ που έχει φτιάξει όνομα, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του, με τις γυμνόστηθες στάρλετ και την αλλεργία του στον ενδυματολογικό πουριτανισμό, η Μπέρι, επίσης διάσημη για την ενδυματολογική τόλμη της όποτε χρειαζόταν (ακόμη κι όταν δεν ήταν απαραίτητο, όπως στο «Swordfish»), συμφώνησε με το παραπανίσιο ύφασμα. Οι καιροί υποδεικνύουν σοβαρότερες εμφανίσεις, ίσως και να φοβούνται κάποια άγνωστη που θα ζήλευε την πρόσκαιρη δόξα της πρώην του Κάνιε, αλλά η τελετή έναρξης, με εξαίρεση τον Ταραντίνο και την πανηγυρική, φωνακλάδικη ανακήρυξή του στον ρόλο του αφέτη με το πιστόλι/μικρόφωνο, ήταν όντως πολιτικοποιημένη και άκρως χολιγουντιανή.

Εκτός από τον νικητή του Χρυσού Φοίνικα για το «Pulp Fiction», ο οποίος μοίραζε το σήμα της ειρήνης προς πάσα κατεύθυνση, και λίγες ημέρες πριν καταφθάσουν ο Τομ Κρουζ, ο Ρόμπερτ Πάτινσον, η Κρίστεν Στιούαρτ και η Σκάρλετ Τζοχάνσον, το κλου της βραδιάς ήταν το τιμητικό βραβείο για τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, με ενδιάμεση στάση ένα υπέροχο μουσικό αφιέρωμα στον Ντέιβιντ Λιντς, που ξεκίνησε από τον ξέφρενο χορό του Σέιλορ με τη Λούλα στην «Ατίθαση Καρδιά» και ολοκληρώθηκε με τραγούδι της Μιλέν Φαρμέρ. Πέρυσι ο Λούκας και ο Κόπολα θύμισαν την ορμή των ’70s σε ένα κοινό που προσκαλεί αθρόα, φιλοξενεί ακομπλεξάριστα και αποθέωνει πιο εγκάρδια τους μύθους από ό,τι τα Όσκαρ, με το άγχος για τον χρόνο και την ανταγωνιστικότητα στις πεντάδες τους. Φέτος, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο απέδωσε τα εύσημα στον άνθρωπο που ουσιαστικά του έφτιαξε την καριέρα, επιλέγοντάς τον ως το προτελευταίο παιδί στην οντισιόν του «This Boy’s Life». Το πρότυπό του, ο Μπομπ των μεγάλων σκηνοθετών και της ογκώδους φιλμογραφίας, πολυπράγμων και πρότυπο για όλους τους συναδέλφους του, δεν χαρίστηκε στον ακατανόμαστο, χαρακτηρίζοντας τον Ντόναλντ Τραμπ ως φιλισταίο Πρόεδρο, πριν επισημάνει πως οι πραγματικοί καλλιτέχνες είναι οι φυσικοί εχθροί κάθε φασίστα.

Σε κάθε του εμφάνιση σε αμερικανικά τηλεοπτικά show, ο Ντε Νίρο κατακεραυνώνει την κυβέρνηση, συχνά με βρισιές στα ίσα, προφανώς θεωρώντας πως δεν υπάρχει χώρος για λεπτότητες σε καιρούς πολέμου. Εδώ συντονίστηκε με το soirée και την περίσταση, βγάζοντας έναν λόγο έξυπνο, που υπενθύμισε το DNA της τέχνης αντί να κάνει ευθεία αντιπολίτευση. Και επειδή γνωρίζει το σινεμά όσο λίγοι, δεν θα μπορούσε να παραβλέψει το οικονομικό της υπόθεσης. Οι Κάννες, όπως έχει ήδη γράψει ο «Hollywood Reporter», έχουν ήδη κουραστεί με την κουβέντα για τους δασμούς – κι ακόμη είμαστε στην αρχή. Το πρόβλημα, βλέπετε, δεν είναι μόνο στις αμερικανικές παραγωγές που θα επιβαρυνθούν αν προτιμήσουν να κάνουν γυρίσματα σε ξένες χώρες (ο Τομ Κρουζ δεν θέλησε να απαντήσει σε σχετική ερώτηση το Σαββατοκύριακο, αλλά σίγουρα κάποιος θα φέρει το θέμα στο τραπέζι της συνέντευξης Τύπου της «Επικίνδυνης Αποστολής», που γυρίστηκε οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ΗΠΑ) αλλά και σε όσους θα προσπαθήσουν να πουλήσουν τις ταινίες τους σε Αμερικανούς διανομείς, γιατί ελάχιστοι από αυτούς θα ρισκάρουν να βγάλουν σε αίθουσες υπερτιμολογημένα κινηματογραφικά προϊόντα με υπότιτλους.

Όπως, για παράδειγμα, την ταινία έναρξης του 78ου Φεστιβάλ, το «Partir un Jour», ντεμπούτο της Αμελί Μπονέν. Η ιστορία μιας σεφ που ξεχώρισε σε σχετικό τηλεοπτικό talent show και επιστρέφει στο χωριό, στους γονείς που τη χρειάζονται στην ταβέρνα τους, στα φιλαράκια της νεότητάς της και στις συνήθειες που άφησε για την καριέρα και το Παρίσι, είναι μια γλυκόπικρη παραβολή της καρδιάς έναντι της φιλοδοξίας, κάτι σαν το «Sweet Home Alabama» (το φιλμ) σε ύφος ανεξάρτητου σινεμά, με γαλλική διάλεκτο και τα τραγούδια της πολυπλατινένιας πρωταγωνίστριας, Ζιλιέτ Αρμανέ – δίπλα της η υπέροχη Ντομινίκ Μπλαν. Μια απλώς συμπαθής ταινία, σίγουρα καλύτερη από πολύπλοκες αποτυχίες την πρώτη μέρα των Καννών, όπως το «Ζαν Ντι Μπαρί», αλλά εκτός Εξαγώνου θα παρασύρει ελάχιστους στην jukebox χαρμολύπη της.