«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου

«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου Facebook Twitter
Βλέποντας την ταινία υπό το πρίσμα της συνθήκης στην οποία διαβιούμε το 2020, σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα από τη νοσταλγία, ακόμα κι αν ήσουν τότε βρέφος, ακόμα κι αν δεν είχες γεννηθεί.
0



ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ που η κουβέντα σε μια παρέα χαλαρώνει μόνο όταν ξεμπερδεύει με τα επείγοντα περιστατικά της επικαιρότητας και οδηγείται ανέμελα σε αιώνια ερωτήματα περί αγαπημένου δίσκου, συγκροτήματος, καλλιτέχνη, βιβλίου, ταινίας κλπ. Όλοι είναι πρόθυμοι να συμμετέχουν –συχνά με πάθος και ξαφνική λάμψη στο βλέμμα– κάθε τόσο σ' ένα τέτοιο παιχνίδι αυτοεπιβεβαίωσης, παρότι το παίζουν τακτικά από την εφηβεία σε ποικίλες συντροφιές. Λίστες που ανανεώνονται (ή και όχι) μέσα στα χρόνια, προσωπικές αδυναμίες και εμμονές, και κάθε φορά είναι σα να ξανασυστήνεσαι στους άλλους αλλά και στον εαυτό σου.


Τυπικό ερώτημα σ' αυτό το παιχνίδι είναι και το «ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;». Κι επειδή με τις ξένες αγαπημένες ταινίες του καθενός και της καθεμιάς ανοίγει υπερβολικά και χάνεται η συζήτηση, πάντα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον (και ίσως λέει και πιο πολλά για τις προσωπικές αντιλήψεις και ευαισθησίες μας) όταν η συζήτηση περιορίζεται στις ελληνικές. Και όταν λέμε «αγαπημένη» εννοούμε αυτό ακριβώς, χωρίς ντροπές και ακαδημαϊκές ανασφάλειες: με ποια ή με ποιες ελληνικές ταινίες συνδεθήκαμε συναισθηματικά, και όχι ποια θεωρούμε ότι είναι η πιο «σημαντική» στην ιστορία.

Ως «ψυχολογική κομεντί» είχα δει να περιγράφεται κάποτε από το κρατικό κανάλι που την πρόβαλλε, όρος που μοιάζει αδόκιμος αλλά και ακριβής συγχρόνως.


Πάντα υπάρχουν ανακατατάξεις και αναθεωρήσεις σ΄ αυτή τη λίστα, για μένα τουλάχιστον, όσον αφορά τις υψηλές θέσεις. Πάντα όμως επίσης μου έρχεται στο μυαλό και μια ταινία για την οποία σίγουρα δεν θα έλεγα ότι είναι η αγαπημένη μου (σπανίως μπορώ να καταλήξω σε μία και μοναδική έτσι κι αλλιώς, απλά κουβέντα να γίνεται), είναι όμως σα να βρίσκεται κάπου μόνη της και συγχρόνως σα να συνδέει διάφορες εποχές και τάσεις του ελληνικού σινεμά.

Στο μυαλό μου επίσης, θα μπορούσε ιδανικά να λειτουργεί ως κάποιου τύπου υπόδειγμα για ένα σύγχρονο δημοφιλές ελληνικό σινεμά με οικείους χαρακτήρες, γνώριμες παθολογίες και οικουμενικές καταστάσεις, κάτι που μοιάζει να λείπει όλο και περισσότερο.

«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου Facebook Twitter
Ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσσιος.


Πρόκειται για το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου που είχα δει για πρώτη φορά τότε που βγήκε στα σινεμά (το 1986), δυο-τρεις φορές μετά στην τηλεόραση, και πάλι ξανά χθες στο πλαίσιο αφιερώματος συνδρομητικού καναλιού στον σκηνοθέτη. Η εντύπωσή μου δεν άλλαξε. Ήδη από την πρώτη φορά, η υπόθεση του έργου θύμιζε έντονα κάτι, σα να το' χεις ξαναδεί, σαν προμνησία, γεγονός φυσιολογικό μάλλον αφού η βασική ιδέα έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς σε διάφορες ξένες ταινίες.

Η δύναμη της φύσης που ήταν τότε ο Γιώργος Κιμούλης υποδύεται τον Γιώργο, έναν ανερμάτιστο και αυτοκαταστροφικό (νάρκισσο και ψώνιο στην πραγματικότητα) νεαρό ηθοποιό που πιστεύει ότι τα δικά του γκομενικά και επαγγελματικά προβλήματα είναι πολύ πιο ξεχωριστά και δραματικά από των υπολοίπων, και κάθε τόσο επιχειρεί εκ του ασφαλούς και ως κραυγή για βοήθεια («δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα» είναι η μόνιμη επωδός του), διάφορες αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας.

Στην άκρη της νύχτας βρίσκεται πάντα ο κολλητός του φίλος, ο Κώστας (Κώστας Αρζόγλου, ο οποίος στην ταινία δηλώνει 28 χρονών, ήταν όμως σαραντάρης παρά ένα στην πραγματικότητα) για να τον σώσει, μέχρι που κι αυτός μοιάζει έτοιμος να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Τότε εμφανίζεται ως από μηχανής θεός ή ως άγγελος-εξολοθρευτής ένας συμπαθής αλλά κάπως μυστηριώδης τύπος ο οποίος πείθει τον Γιώργο ότι ανήκει σε μια εταιρεία που εκτελεί συμβόλαια θανάτου για υποψήφιους αυτόχειρες που δεν έχουν το κουράγιο να τελειώσουν μόνοι τους τη δουλειά.

Αυτόν τον καταλυτικό «μεσάζοντα» τον υποδύεται σ' αυτήν την τελευταία ταινία που γύρισε ποτέ ο Παύλος Τάσσιος, ο αείμνηστος ηθοποιός Φάνης Χηνάς, ο οποίος ήταν ο πρωταγωνιστής και στην πρώτη από τις ταινίες που χάραξαν τον προσωπικό δρόμο του σκηνοθέτη μετά από τη θητεία του στον Φίνο, το συγκλονιστικό και ανελέητο «Ναι μεν, αλλά» του 1972.

Συγκριτικά όμως με το αβάσταχτο φορτίο και την δυσοίωνη ατμόσφαιρα εκείνης της ταινίας, το «Νοκ Άουτ» είναι μια ανάλαφρα υπαρξιακή, ρομαντική κωμωδία με φόντο μια σχεδόν ιδεώδη, αιωνίως φοιτητική ζωή στην Αθήνα (στα Εξάρχεια βασικά) των 80's με τα μπαράκια, τις ταβέρνες, τα νυχτερινά beach party και τα μποέμικα νεοκλασικά.

«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου Facebook Twitter
«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου Facebook Twitter
«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου Facebook Twitter
Η δύναμη της φύσης που ήταν τότε ο Γιώργος Κιμούλης υποδύεται τον Γιώργο, έναν ανερμάτιστο και αυτοκαταστροφικό νεαρό ηθοποιό που πιστεύει ότι τα δικά του γκομενικά και επαγγελματικά προβλήματα είναι πολύ πιο ξεχωριστά και δραματικά από των υπολοίπων.
«Δεν αντέχω άλλο αυτή την ξεφτίλα»: Ξαναβλέποντας το «Νοκ Άουτ» του Παύλου Τάσσιου Facebook Twitter


Βλέποντας την ταινία υπό το πρίσμα της συνθήκης στην οποία διαβιούμε το 2020, σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα από τη νοσταλγία, ακόμα κι αν ήσουν τότε βρέφος, ακόμα κι αν δεν είχες γεννηθεί. Ακόμα κι αν βγάζεις σπυριά με κάποια από τα τραγούδια (Παύλος Σιδηρόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Μηλιώκας, Βλάσης Μπονάτσος) που ακούγονται στο σάουντρακ. Αταίριαστα δεν είναι πάντως.


Ως «ψυχολογική κομεντί» είχα δει να περιγράφεται κάποτε από το κρατικό κανάλι που την πρόβαλλε, όρος που μοιάζει αδόκιμος αλλά και ακριβής συγχρόνως. Κομεντί σίγουρα, αν κριτήριο είναι το χάπι εντ (ο Γιώργος επιλέγει τη ζωή και τη χαρά και την προσπάθεια, πιάνοντας καταρχάς δουλειά ως γκαρσόνι σε εξαρχειώτικη ταβέρνα), το οποίο όμως ενόχλησε κάποιους «κύκλους» στην πρώτη προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου η ταινία επικρίθηκε ως ιδεολογικά ύποπτη και «συμβιβαστική», παρότι πήρε όλα σχεδόν τα μεγάλα βραβεία.


Βλέποντάς την ξανά χθες, παρατήρησα για πρώτη φορά και το υστερόγραφο που είχε προσθέσει στο τέλος της ταινίας ο δημιουργός της, μετά από εκείνη την επεισοδιακή πρεμιέρα:

«Ήθελα να σου πω και κάτι ακόμα Γιώργο... Μερικοί «κριτικοί» με κατηγορούν που σ' έκανα γκαρσόνι... Δεν καταλαβαίνουν ότι αναγκάστηκες να το «παίξεις»... Δεν βλέπουν ότι κινδύνευες να πεθάνεις... Και με κατηγορούν που σου λέω: «κουράγιο»... Αυτοί όμως δουλεύουν σε άλλες εταιρείες Γιώργο... Μη τους ακούς...».

 

Η ταινία υπάρχει ολόκληρη στο dailymotion

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Μια σφαίρα στην καρδιά»: Πώς γυρίστηκε η μοναδική διεθνής ταινία της Τζένης Καρέζη

Οθόνες / «Μια σφαίρα στην καρδιά»: Πώς γυρίστηκε η μοναδική διεθνής ταινία της Τζένης Καρέζη

Ο Κώστας Φέρρης, βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Μια σφαίρα στην καρδιά» του Zαν-Ντανιέλ Πολέ, τη μοναδική διεθνή συμμετοχή της Τζένης Καρέζη που αποκαταστάθηκε και θα προβληθεί στα θερινά σινεμά, θυμάται άγνωστες ιστορίες από τα γυρίσματα.
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΦΕΡΡΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Made in Vain»: Γιατί ένας άνθρωπος θέλει να γίνει bodybuilder;

Οθόνες / «Made in Vain»: Γιατί ένας άνθρωπος θέλει να γίνει bodybuilder;

Ένα αποκαλυπτικό ελληνικό ντοκιμαντέρ που αποτυπώνει την ωμή αλήθεια για το άθλημα του bodybuilding –έναν κόσμο όπου δοκιμάζονται τα όρια σώματος και πνεύματος– έρχεται στις αίθουσες την Πέμπτη 29 Μαΐου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Είναι η «Κιούκα» η «ελληνική ταινία της χρονιάς»;

The Review / Τι είναι αυτό που κάνει την ταινία «Κιούκα» να συζητιέται τόσο;

O Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με τη Βένα Γεωργακοπούλου για την ταινία «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού» του 31χρονου Κωστή Χαραμουντάνη. Πώς καταφέρνει το όραμα ενός millennial σκηνοθέτη να ξεχωρίζει στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά — και γιατί αξίζει την προσοχή μας;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ρίτσαρντ Γκιρ: Η αβάσταχτη γοητεία της σεμνότητας 

Οθόνες / Ρίτσαρντ Γκιρ: Η αβάσταχτη γοητεία της σεμνότητας 

Με αφορμή την έξοδο του «Oh, Canada» στις εγχώριες αίθουσες, ανατρέχουμε στο σύνολο της καριέρας ενός σταρ που οι περισσότεροι θεωρούμε δεδομένο, ίσως επειδή όσα κάνει στην οθόνη φαντάζουν τόσο ανεπιτήδευτα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Κάν’ το όπως ο Γκοντάρ

Ανταπόκριση από τις Κάννες / Κάν’ το όπως ο Γκοντάρ

Ως άλλος Αμερικανός στο Παρίσι του ’60, ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με τη φετινή του συμμετοχή, το ασπρόμαυρο «Nouvelle Vague», αποτίνει φόρο τιμής στον θρυλικό auteur του γαλλικού Νέου Κύματος, υπενθυμίζοντάς μας την τέχνη (και το θράσος) της νεότητας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Στις σχολικές γιορτές ο Θοδωρής Σελέκος ζήλευε τα φτερά αγγέλου που είχε ο φίλος του ο Παναγιώτης

Οθόνες / Στις σχολικές γιορτές ο Θοδωρής Σελέκος ζήλευε τα φτερά αγγέλου που είχε ο φίλος του ο Παναγιώτης

Ο Θοδωρής Σελέκος μεγάλωσε στο Νέο Ηράκλειο και ασχολείται με τον κινηματογράφο . Στα πρώτα του βήματα ήταν μέρος της κολεκτίβας ATH KIDS. Έχει σκηνοθετήσει βιντεοκλίπ για καλλιτέχνες όπως ο Ethismos, ο Saske, οι Sworr και διαφημιστικά για brands όπως η Muerte Inc. Παλιότερα άκουγε περισσότερη hip-hop μουσική. Τώρα ακούει jazz και soul. Η πρώτη ταινία μικρού μήκους του ονομάζεται «Can you water a garden with tears?». Του αρέσει η ησυχία και οι αργές ταινίες.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΚΟΥΛΑΚΗ
Χολιγουντιανή απόβαση στην Κρουαζέτ, μια πολιτική διαμαρτυρία αλλά και «ψαλίδι» στο γυμνό

Κάννες 2025 / Χολιγουντιανή απόβαση στην Κρουαζέτ, μια πολιτική διαμαρτυρία αλλά και «ψαλίδι» στο γυμνό

Στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Καννών, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο εξαπέλυσε για ακόμη μία φορά σφοδρή κριτική κατά της αμερικανικής πολιτικής, μια μικρή γαλλική ταινία εγκαινίασε το φεστιβάλ, ενώ οι λαμπερές σταρ υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τις ημίγυμνες εμφανίσεις τους στο κόκκινο χαλί.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιος είναι τελοσπάντων αυτός ο Λεός Καράξ;

Οθόνες / Λεός Καράξ: Ποιος είναι ο σκηνοθέτης του Holy Motors;

«Δεν είμαι εγώ», δηλώνει ο ασυμβίβαστος Γάλλος δημιουργός στον τίτλο της φιλμικής του αυτοβιογραφίας, εντείνοντας το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του και προσθέτοντας ακόμη μία ψηφίδα σε ένα συναρπαστικό καλλιτεχνικό work in progress.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Ένκε Φεζολλάρι

Μυθολογίες / «Όποτε θέλω να κλάψω, βλέπω το The Hours»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Ένκε Φεζολλάρι

Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα ήρθε με το Persona του Μπέργκμαν. Όταν είδε το Happy Together του Wong Kar-Wai, ήθελε να ουρλιάξει. Τα παθιασμένα συναισθήματα έχουν τον πρώτο λόγο στην κινηματογραφική λίστα του ηθοποιού και σκηνοθέτη.
«Becoming Led Zeppelin»: Το χρονικό του βαρύτερου ροκ συγκροτήματος όλων των εποχών

Pulp Fiction / Led Zeppelin: Ένα ντοκιμαντέρ για το «βαρύτερο» ροκ συγκρότημα όλων των εποχών

Το ντοκιμαντέρ «Becoming Led Zeppelin» του Μπέρναρντ ΜακΜάχον παρουσιάζει την ιστορία του θρυλικού hard rock συγκροτήματος, φωτίζοντας το background των μελών του και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην ίδρυσή του, φτάνοντας μέχρι και την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους και την απαρχή της απόλυτης δόξας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
movies

Οθόνες / Η Σταχτοπούτα αλλιώς και 5 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Το διάσημο παραμύθι γίνεται ταινία τρόμου, εφηβικά δράματα και η καινούργια σκηνοθετική δουλειά του διεθνούς φήμης Έλληνα διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ – Τι παίζει από σήμερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
THE LIFO TEAM
Φαίδων Παπαμιχαήλ: «Παντού με περνούν για ξένο, δεν έχω πλέον μητρική γλώσσα»

Pulp Fiction / «Παντού με περνούν για ξένο, δεν έχω πλέον μητρική γλώσσα»

Με αφορμή τη νέα του ταινία, ο σημαντικός διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης Φαίδων Παπαμιχαήλ αφηγείται στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο τη συναρπαστική διαδρομή της ζωής του από τα πρώτα του βήματα μέχρι τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ