ΦΩΤΙΕΣ ΤΩΡΑ

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης»

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Tαξίμι, 1955
9

Γενί Τσαρσί - Αγά Χαμάμ, 6 Σεπτεμβρίου απόγευμα, 1955

«… Όταν έγινε ό,τι έγινε ήμουν 9 χρονών. Θυμάμαι λίγα, που εμένα μου φαίνονται κάποτε πολλά, κάποτε στενοχωριέμαι που δεν τα θυμάμαι όλα. Πολλά, γιατί είναι η κλωστή που μας έφερε μέχρι εδώ, μέχρι την απέλασή μας το 1964. Λίγα, γιατί ξεθώριασαν ονόματα και άνθρωποι και συγγενείς και μέρη που πηγαίναμε και φαγητά και γεγονότα.

Από το Τύνελ μέχρι το Ταξίμι, βρίσκονταν τα πιο καλά, τα πιο ωραία μαγαζιά της Πόλης εκείνη την εποχή. Το Vakko με τα πιο όμορφα υφάσματα που είχες δει ποτέ και με είδη ρουχισμού, το Μπαϊλάν στο Μπέιογλου, το πιο μπερικετλίδικο ζαχαροπλαστείο, το Χατζιμπεκίρ που είχε τα πιο ονομαστά λουκούμια, γεμιστά με καϊμάκι μέσα, το Ιντζί με τα προφιτερόλ, αυτό ήταν σε κάποιο στενό που τώρα πια δεν θυμάμαι, το Crystal με κρυστάλλινα είδη, ένα ανθοπωλείο που δεν θυμάμαι πώς το λένε πια. Είχε τους πιο όμορφους λαλέδες (σ.σ.: τουλίπες) και τις πιο μεγάλες ορχιδέες. Δεν ξανάδα ποτέ τέτοιες. Έλληνες, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Τούρκοι έμποροι, οι καλύτεροι του εμπορίου είχαν μαγαζιά εκεί.

Όλα τα άλλα τα θυμάμαι θολά, μέχρι την ώρα που ακούσαμε τις κραυγές του όχλου που πλησίαζε και πλέον κατέφθανε στον δικό μας δρόμο. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να με τραβάει από το μπαλκόνι και σηκωτή να με βάζει μέσα. Είχα πεταχτεί έξω να δω τι συμβαίνει. Όλοι μας. Τους βλέπαμε από τα μπαλκόνια.

Εμείς μέναμε στο Αγά Χαμάμ, κοντά στο ελληνικό προξενείο. Εκείνο το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου είχαμε πάει επίσκεψη στη θεία μου, που έμενε στο Γενί Τσαρσί, απέναντι από τη βρύση που ήταν γνωστή ως Χαμιντιέ Τσεσμεσί. Εκεί ήταν το σπίτι τους, ένα αρχοντικό δίπατο. Ήταν παντρεμένη με τον γνωστό –εκείνη την εποχή– Ιταλό αρχιτέκτονα Ballati, που είχε φτιάξει ένα τεράστιο οίκημα. Στο ισόγειο ήταν τα γραφεία, τον πρώτο όροφο τον νοικιάζανε και στον δεύτερο έμενε το ζευγάρι. Στην πίσω πλευρά βρισκόταν το εργοτάξιό του. Την είσοδο καπάκωνε μία τεράστια σκαλιστή ξύλινη πόρτα. Πάνω της ήταν καρφωμένα δύο μεγάλα χέρια μπρούτζινα για να χτυπάς. Μ’ άρεσε να χτυπάω την πόρτα μ’ αυτά και τότε δεν έφτανα καν μέχρι εκεί για να το κάνω, έπρεπε κάποιος να με σηκώσει.

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Αριστερά: Η μητέρα μου στα 7 της χρόνια "μονίμως, μ' έναν φιόγκο στο κεφάλι". Επάνω: Η θεία Αναστασία

Ο κόσμος ήταν ωραίος, ανυποψίαστος τότε. Ντυνόταν ωραία, είχε σύστημα σε ό,τι έκανε από το πρωί έως το βράδυ, δούλευε πολύ, αλλά διασκέδαζε, βοηθούσε, τον ενδιέφερε να φτιάξει μαγαζιά, να κινήσει το εμπόριο, να προκόψει. Οι γυναίκες ήταν αλλιώς. Ούτε σεμνότυφες, ούτε ελαφρές. Είχε αρχίσει να σιάχνεται η εικόνα μιας ωραίας δυνατής ντάμας που ήξερε απ' όλα: από το σπίτι κι από τη ζωή. Αυτό ενοχλούσε κάπως, αλλά κάποιες Τουρκάλες είχαν ήδη αρχίσει να ξεπατικώνουν αυτό το μοντέλο. Έψαχναν ωραία φορέματα, έσιαχναν τα μαλλιά τους ευρωπαϊκά.  

Δεν θυμάμαι καθαρά, αλλά εκείνη η μέρα είχε ταραχή από το πρωί, από την προηγούμενη. Η τανσιόν (σ.σ.: πίεση) του μπαμπά ήταν ανεβασμένη από το πρωί, το λέγανε στη σάλα και θυμάμαι το όνομα του Μεντερές να ακούγεται πολλές φορές στους ψιθύρους των μεγάλων. Θυμάμαι, επίσης, την ονομασία Κιμπρίς Τιρκτούρ Τζεμιγετί  (σ.σ.: πρόκειται για την τουρκική οργάνωση Κibris Türktür Cemiyeti, που σημαίνει η «Κύπρος είναι τουρκική», μία από τις οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στις ‘αυθόρμητες’ εκδηλώσεις του όχλου εναντίον ξένων στην Πόλη το ‘55). Αυτά τα θυμάμαι γιατί στο σπίτι μας μέχρι τότε δεν συζητούσαν για πολιτικά, δεν ήταν φανατισμένοι οι άνθρωποι. Τότε δεν ήξερα τι ήταν αυτό και το λέγανε συνέχεια. Ξεκινήσαμε για το κεντιανό μας τσάι στο Γενί Τσαρσί, χωρίς φόβο και με τις ορμήνιες του μπαμπά να προσέχουμε πάρα πολύ.

 

Όπως κατεβαίναμε αριστερά στο Γενί Τσαρσί, υπήρχε ο Τσεσμές. Λίγο παρακάτω, στα αριστερά του Τσεσμέ ο μπαμπάς μου είχε εργαστήριο με λέβητες, καλοριφέρ και σωληνώσεις για όλες τις οικοδομές της Πόλης. Μέσα σ’ αυτό το εργαστήριο υπήρχαν οι πρώτες φιάλες οξυγόνου στην Πόλη, για τις οξυγονοκολλήσεις. Τέτοιες υπήρχαν και στο εργοτάξιο του θείου.

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Köprü, 1948. Με θέα τον Βόσπορο.

Και στο αρχοντικό και στο εργαστήριο, υπήρχαν δύο Τούρκοι καπουτζήδες (σ.σ.: θυρωροί), πολύ καλά παιδιά που δούλευαν εκεί, έμεναν μέσα και ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη των κτιρίων. Ο Μεχμέτ, που αν θυμάμαι καλά ήταν Κούρδος, και ο Σαλίχ. Και οι δύο οπλοφορούσαν.

Όλα τα άλλα τα θυμάμαι θολά, μέχρι την ώρα που ακούσαμε τις κραυγές του όχλου που πλησίαζε και πλέον κατέφθανε στον δικό μας δρόμο. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να με τραβάει από το μπαλκόνι και σηκωτή να με βάζει μέσα. Είχα πεταχτεί έξω να δω τι συμβαίνει. Όλοι μας. Τους βλέπαμε από τα μπαλκόνια. Ταξίμι, Μπέιογλου (σ.σ.: Πέρα), Γαλατά Σαράι, Τύνελ ήταν γεμάτα από πλήθος που είχαν φέρει από τα βάθη της Ανατολής. Όλες οι γυναίκες υπάκουσαν στο να μη πλησιάσουν στα τζάμια και όλα έκλεισαν βιαστικά, παντζούρια και φύλλα μπαλκονόπορτας.

Οι κραυγές είχαν δυναμώσει, εκείνο το κομμάτι του όχλου ήταν πια κάτω από το σπίτι μας και ωρυόταν να μάθει σε ποιον ανήκει το οίκημα. Απειλούν ότι θα το σπάσουν, αν δεν πάρουν απάντηση από τον καπουτζή. Ακούγαμε τη φωνή του, πολύ ήρεμη, να τους λέει: «Δεν πειράζετε τίποτα εδώ. Εδώ δεν μένουν ξένοι, μένουν και εργάζονται Τούρκοι. Όποιος τολμήσει να περάσει θα περάσει από πάνω μου».

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Ο όχλος σε πλήρη δράση.

Δεν τον πιστεύουν. Έξω από το σπίτι υπήρχε μια ωραία ταμπέλα με χρυσά καλλιγραφικά γράμματα που έγραφε με λατινικά ψηφία την ιδιότητα του θείου, «Αρχιτέκτων Balladi». Ο Μεχμέτ επαναλαμβάνει τα ίδια και τραβάει περίστροφο. Ανοίγει λίγο την πόρτα και αφήνει να φανεί η μία φιάλη οξυγόνου που είχε καταφθάσει για τις δουλειές στο εργοτάξιο και δεν είχε προλάβει, είχε πει, να τακτοποιήσει προς τα μέσα. Η φωνή του εξακολουθούσε να είναι ήρεμη, αλλά πιο δυνατή.

“Hoşgeldiniz, sonra! Olürüz, ölürler” (μτφ: «Καλώς ήρθατε, λοιπόν. Πεθαίνουν αυτοί, πεθαίνουμε κι εμείς»). Είχε γυρίσει το όπλο προς τη φιάλη και σημάδευε. Λίγο αργότερα είχε πει στον μπαμπά μου ότι είχε προλάβει να δει τι έκαναν στο Πέρα και ήταν το μόνο που σκέφτηκε σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά. Γι’ αυτό άφησε τη μια μπουκάλα έξω.

Δεν βγήκαμε από το σπίτι εκείνο το βράδυ. Με χίλιες προφυλάξεις, επιστρέψαμε στο Αγά Χαμάμ το επόμενο μεσημέρι. Θυμάμαι τη μητέρα μου να βγάζει το μαντίλι που συνήθως φορούσε στον λαιμό και να βάζει ένα πεσκίρι (σ.σ.: πετσετάκι) για να της συγκρατεί τον ίδρωτα που έτρεχε ποτάμι.

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Επάνω: Η μητέρα μου, σε κάποια γιορτή. Και να σκεφτείς, ότι μικρή ήταν αγοροκόριτσο. Δεξιά: Η μητέρα μου, Ελένη, ο πατέρας μου, Θεόδωρος και ο παππούς Κωνσταντίνος
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter

Απ’ όπου περάσαμε για να γυρίσουμε στο Αγά Χαμάμ, σπασμένα μαγαζιά και ζημιωμένες εκκλησίες. Είχανε βγάλει τα τόπια με τα υφάσματα στον δρόμο και τα σκίζανε με τα μαχαίρια, παντού πολύχρωμα κομματάκια πανιά, μικρά μικρά πάνω σε κρύσταλλα και εμπόρευμα από τα μαγαζιά που σπάσανε. Λόφοι ολάκεροι από καταστροφή. Σε όλο τον δρόμο από το Τύνελ μέχρι το Ταξίμι υπήρχαν εκκλησίες: δεξιά του δρόμου η καθολική Σάντα Μαρία, ο Σαν Αντόνιο και αριστερά η Εκκλησία της Παναγίας και, στο Ταξίμι πια, η Αγία Τριάδα. Την είχαν πειράξει. Μαθαίναμε ότι μπήκανε στα νεκροταφεία και έκαναν ασχήμιες που δεν βάζει ο νους. Ότι πειράξανε γυναίκες, άντρες και παιδιά.

Πρώτη φορά ένιωσα να μας μισούν, χωρίς να καταλαβαίνω ποιοι, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί. Οι άνθρωποι αγαπιούνταν μεταξύ τους εκεί, Τούρκος, Έλληνας, δεν είχε διαφορά. Υπήρχε προκοπή και αγάπη για το ωραίο. Γινόταν ζήτημα γιατί ένα παιδί έτρωγε κάτι και δεν έτρωγε και το διπλανό. Γιατί ο φιόγκος στα μαλλιά ήταν από εκείνη την κορδέλα κι όχι από την άλλη. Ο παππούς μου, ο Κωνσταντίνος, ήταν γευσιγνώστης κρασιών και κονιάκ και έμπορος μπαχαρικών. Ήταν από τους λίγους που εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε με παϊτόνι (σ.σ.: άμαξα με άλογο) και είχε συναλλαγές με το Κάιρο. Υπήρχε άνεση, αλλά όχι επιδειξιμανία. Δεν ξιπάζονταν οι άνθρωποι, αλλά ζούσαν καλά. Και ήθελαν κι ο διπλανός, ο γείτονας, ο υπάλληλος, ο φίλος να ζει καλά. Όλο αυτό πήρε να αλλάζει εκείνη τη μέρα. Το πόσο μακριά θα πήγαινε η αλλαγή εγώ το έζησα, λίγα χρόνια μετά, με την απέλαση (το 1964). Αφήσαμε τα πάντα εκεί, τίποτα δεν ήταν το ίδιο, τίποτα δεν διορθώθηκε μέχρι σήμερα, νομίζω.

«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Ταξίμι, 1954, Θεόδωρος Βουτσάνης, ο πατέρας μου. Το να πεις ότι ήταν από τους πρώτους που έφερε λέβητες και σωληνώσεις στις οικοδομές της Πόλης εκείνη την εποχή, σήμερα ίσως να μη λέει τίποτα.
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
"Η νονά μου, η Έλλη, αδελφή του πατέρα μου. Ίσως από τις πιο κομψές γυναίκες της πόλης εκείνη την εποχή, αυτό που λέγανε τότε "θεωρητικές".
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
"Οι γυναίκες ήταν αλλιώς. Ούτε σεμνότυφες, ούτε ελαφρές. Είχε αρχίσει να σιάχνεται η εικόνα μιας ωραίας δυνατής ντάμας που ήξερε απ' όλα: από το σπίτι κι από τη ζωή".
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Σε κάποιο πάρκο του Γαλατά Σαράι. " Έχουν περάσει τόσα χρόνια..."
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Η μητέρα μου στα τα 15 της, στην πίσω αυλή του σχολείου της, στο St. Pulcherie.
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
"Μαζί με τη νονά Έλλη, για πρώτη φορά σε φωτογραφείο του Γαλατασαράι".
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Οικογενειακώς, στο Εμίνονου
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
"Κοίτα εδώ και δες πόσο μοιάζουμε. Όπου και να τη δείξεις και να πεις ότι είσαι εσύ θα σε πιστέψουν". Η μητέρα μου στην Πρίγκηπο στα 17 της.
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Η μητέρα μου στα 15 της στην Πρίγκηπο. Περίπου δυο χρόνια πριν την απέλαση του 1964.
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Στο προαύλιο του σχολείου της, στα 17. Λεμονιές, σχοινιά γυμναστικής, καλόγριες...
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
Μαζί με τη μητέρα της, το 1958 στο Σίλε
«Όσα έζησα στο πογκρόμ της Πόλης» Facebook Twitter
"Απ’ όπου περάσαμε για να γυρίσουμε στο Αγά Χαμάμ, σπασμένα μαγαζιά και ζημιωμένες εκκλησίες. Είχανε βγάλει τα τόπια με τα υφάσματα στον δρόμο και τα σκίζανε με τα μαχαίρια, παντού πολύχρωμα κομματάκια πανιά, μικρά μικρά πάνω σε κρύσταλλα και εμπόρευμα από τα μαγαζιά που σπάσανε. Λόφοι ολάκεροι από καταστροφή".

* Η αφήγηση ανήκει στη μητέρα μου Μαρία-Κλάρα-Αναστασία-Ιωσηφίνα Γαλανοπούλου. Την άκουγα συχνά να αναφέρεται αποσπασματικά και πάντα συνοφρυωμένη, σαν να 'γινε χθες, σ' εκείνη τη μέρα. Το χρονικό εκείνης της μέρας, ίσως το λιγότερο πικρό απ' όσα έγιναν τότε, μου το αφηγήθηκε προχθές, ακόμη με θλίψη και ακόμη με σεμνότητα ανθρώπου που διστάζει να μοιραστεί ένα μικρό κομμάτι μιας τεράστιας, οδυνηρής ιστορίας. Γεννήθηκε στο Γαλατά Σαράι και στην Ελλάδα βρέθηκε το 1964, με την απέλαση που έμεινε γνωστή ως «20 δολάρια, 20 κιλά», καθώς οι απελαθέντες είχαν στη διάθεσή τους λίγες ώρες για να αφήσουν πάντα, ενώ μπορούσαν να πάρουν μαζί τους πράγματα βάρους 20 κιλών και λίρες αξίας 20 δολαρίων. 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 22.3.2016

9

ΦΩΤΙΕΣ ΤΩΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936

Αρχαιολογία & Ιστορία / Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936

Η συγγραφέας, δημοσιογράφος και φεμινίστρια Λιλίκα Νάκου επισκέφθηκε το –υπό κρατική διαχείριση– πορνείο των Βούρλων τον Φλεβάρη του 1936, συνομίλησε με τις «γυναίκες της αμαρτίας» και μετέφερε τις εντυπώσεις της.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Μέλι, Ρόδια, Aμβροσία: Τι έτρωγαν τελικά στον Όλυμπο οι Θεοί;

Αρχαιολογία & Ιστορία / Μέλι, Ρόδια, Aμβροσία: Τι έτρωγαν τελικά στον Όλυμπο οι Θεοί;

Τόσο οι γραπτές πηγές όσο και η εικονογραφία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αποκαλύπτουν ότι οι θεοί και οι ήρωες ήταν μάλλον εκλεκτικότεροι των θνητών ως προς τη διατροφή τους. Και τα φαγητά τους έκρυβαν κίνητρα πέρα από την πείνα...
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Ματίας Ρουστ: Μια ατέλειωτη ιστορία των ’80s

Αρχαιολογία & Ιστορία / Ματίας Ρουστ: Μια ατέλειωτη ιστορία των ’80s

Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1987 ο 18χρονος Γερμανός προσγειώνεται με ένα Cessna στην Κόκκινη Πλατεία για να αποδείξει ότι «αν κάποιος σαν εμένα μπορεί να περάσει σώος και αβλαβής στην άλλη πλευρά, τότε δεν υπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, και ίσως να μπορούμε να τα βρούμε όλοι μεταξύ μας».
ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ
Η Μεγαλόχαρη ως αστυνομικό λαγωνικό 

Αρχαιολογία & Ιστορία / Τα «αντιλωποδυτικά θαύματα» της Παναγίας

Μια δημοσιογραφική έρευνα που έκανε το 1933 ο αστυνομικός ρεπόρτερ Ευστάθιος Θωμόπουλος κατέγραψε τους άθλους της Παναγίας· από την Κρήτη μέχρι τη Ροδόπη, οι πιστοί «έβλεπαν» τη δράση της, ένιωθαν ευγνώμονες και τη μαρτυρούσαν.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Γιατί έθαβαν βρέφη μέσα σε αγγεία στο Βαθύ της Αστυπάλαιας;

Ιστορία μιας πόλης / Γιατί έθαβαν βρέφη μέσα σε αγγεία στο Βαθύ της Αστυπάλαιας;

Τι το ιδιαίτερο συμβαίνει στο Βαθύ της Αστυπάλαιας και τι συνεχίζει να αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή; Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον Ανδρέα Βλαχόπουλο.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
«ΒΙΑΣ»: Τα αρχαιολογικά τοπία ως ζωντανά οικοσυστήματα

Αρχαιολογία & Ιστορία / Καμπανούλες στους Δελφούς, Πέρδικες στο Σούνιο. Ό,τι φυτρώνει και ζει στους αρχαιολογικούς χώρους

Μια πρωτοποριακή επιστημονική προσέγγιση του πολιτιστικού τοπίου αποκαλύπτει έναν άγνωστο κόσμο χιλιάδων ζώων και φυτών σε είκοσι εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους της χώρας. 
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Ο αρχαιολόγος πίσω από το νέο μουσείο της Επιδαύρου

Οι Αθηναίοι / Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Ο αρχαιολόγος πίσω από το νέο μουσείο της Επιδαύρου

Από τις ανασκαφές στην Επίδαυρο και τη Νάξο, ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας αφηγείται μια ζωή αφιερωμένη στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και όπως λέει, το πιο πολύτιμο εύρημα δεν ήταν αρχαιολογικό – ήταν η γυναίκα του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Δεσποτόπουλος και το αθηναϊκό όνειρο του μοντερνισμού

Ιστορία μιας πόλης / Ο Δεσποτόπουλος και το αθηναϊκό όνειρο του μοντερνισμού

Από το Ωδείο Αθηνών έως τη Σουηδία της εξορίας, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας, αλλά και ένας διανοούμενος που οραματίστηκε μια πιο δημοκρατική, λειτουργική και πολιτισμένη πόλη. Ποια είναι η παρακαταθήκη του στη σύγχρονη Ελλάδα; Η Αγιάτη Μπενάρδου μιλά με τον Λουκά Μπαρτατίλα.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Τι σήμαινε να είσαι ψυχικά ασθενής στην αρχαία Αθήνα;

Ιστορία μιας πόλης / Τι σήμαινε να είσαι ψυχικά ασθενής στην αρχαία Αθήνα;

Πώς κατανοούσαν οι αρχαίοι Έλληνες την ψυχική ασθένεια; Ήταν θεϊκή τιμωρία, παθολογία του σώματος ή ένα υπαρξιακό βάρος που αποτυπωνόταν στη λογοτεχνία και στο θέατρο; Η Αγιάτη Μπενάρδου συνομιλεί με τον Γιώργο Καζαντζίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, για τον τρόπο με τον οποίο η αρχαιοελληνική κοινωνία εξηγούσε, απεικόνιζε και αντιμετώπιζε τις ψυχικές διαταραχές.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
«Army of Lovers», όπως «Στρατός Εραστών»

Οθόνες / «Army of Lovers»: Μια ταινία για τα ζευγάρια εραστών του Ιερού Λόχου

Ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος εξηγεί πώς αποφάσισε να θίξει ένα θέμα που για αιώνες θεωρείται ταμπού: τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ αντρών στην Αρχαία Ελλάδα, ακόμη και στο πεδίο της μάχης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ