MAΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

Έτσι, για καιρό, όταν, ξύπνιος τη νύχτα, ξαναθυμόμουν το Κομπραί, δεν έβλεπα παρά μόνο ένα κομμάτι φωτεινής επιφάνειας να ξεχωρίζει μεσ' από αξεδιάλυτα σκοτάδια, σαν αυτά που η αναλαμπή πυροτεχνημάτων ή κάποια ηλεκτρική προβολή τα φωτίζει και τα κομματιάζει σ΄ ένα κτήριο, ενώ τα άλλα τμήματα μένουν πνιγμένα στη νύχτα: το μικρό σαλόνι, η τραπεζαρία, η αρχή της σκοτεινής αλέας απ' όπου θα 'ρχόταν ο κύριος Σουάν, ο ασυναίσθητος αίτιος για τις θλίψεις μου, ο προθάλαμος που περνούσα τραβώντας για το πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, τόσο σκληρή να την ανέβω, και, στην κορφή, η κρεβατοκάμαρά μου με το μικρό διάδρομο, με την τζαμωτή πόρτα για την είσοδο της μαμάς΄ με δυο λόγια, αυτό που έβλεπα ήταν, κοιταγμένο πάντα την ίδια ώρα, απομονωμένο απ' ό, τι θα μπορούσε να υπάρχει ολόγυρα, ξεχωρίζοντας μόνο του πάνω στο σκοτάδι, το σκηνικό το αυστηρά απαραίτητο για το δράμα του νυχτερινού γδυσίματός μου για τον ύπνο΄ λες και το Κομπραί το αποτελούσαν μόνο δυό πατώματα, που τα ένωνε μια στενή σκάλα, λες κι ήταν πάντα εφτά η ώρα το βράδυ. Είν'αλήθεια πως θα μπορούσα ν' απαντήσω σ' όποιον με ρωτούσε πως το Κομπραί περιλάμβανε κι άλλα πολλά και πως υπήρχε και σε άλλες ώρες. Αλλά καθώς ό, τι θα θυμόμουν θα μου το πρόσφερε μόνο η συνειδητή μνήμη, η μνήμη που την καθοδηγεί η νόηση, και καθώς οι πληροφορίες που μας δίνει για το παρελθόν δεν περισώζουν τίποτ'απ'αυτό, δεν θα είχα ποτέ τη διάθεση να σκεφτώ το υπόλοιπο αυτό τμήμα του Κομπραί. Όλο αυτό ήταν στην πραγματικότητα νεκρό για μένα.
Νεκρό για πάντα; Ίσως. Υπάρχει πολύ τυχαίο σ' όλ'αυτά. Και ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δε μας επιτρέπει να περιμένουμε για καιρό την εύνοια του πρώτου. Βρίσκω πολύ λογική την κελτική δοξασία πως οι ψυχές αυτών που χάσαμε βρίσκονται δέσμιες σε κάποιο κατώτερο πλάσμα, σ' ένα ζώο, ένα φυτό, ένα πράγμα άψυχο, χαμένες πραγματικά για μας ως τη μέρα- και για πολλούς δεν έρχεται ποτέ-που τυχαίνει να περάσουμε πλάι στο δέντρο, ν 'αποκτήσουμε το αντικείμενο που είναι η φυλακή τους. Τότε σκιρτούν, μας καλούν, και μόλις τις αναγνωρίσουμε, τα μάγια λύνονται. Τις λευτερώσαμε, νίκησαν το θάνατο και επιστρέφουν να ζήσουν μαζί μας. Έτσι συμβαίνει και με το παρελθόν μας. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να το ανακαλέσουμε, όλες οι προσπάθειες της νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω απ' την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο (στην αίσθηση που θα μας έδινε το υλικό αυτό αντικείμενο) που δεν υποπτευόμαστε. Το αντικείμενο αυτό, από την τύχη εξαρτάται αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε ή αν δεν θα το συναντήσουμε. Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε πια τίποτε για μένα απ' το Κομπραί, παρά μόνο η σκηνή και το δράμα της ώρας που έπρεπε να πλαγιάσω, όταν, μια χειμωνιάτικη μέρα, μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πως κρύωνα, πρότεινε να μου δώσει, μόλο που δεν το συνήθιζα, λίγο τσάι. Στην αρχή αρνήθηκα κι ύστερα, δεν ξέρω γιατί, άλλαξα γνώμη. Έστειλε να φέρουν ένα απ' αυτά τα κοντόχοντρα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν και φαίνονται σαν να έχουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος από την πληχτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μουλιάσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ακίνδυνες τις καταστροφές της, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με μια πολύτιμη ουσία : ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, θνητό. Από πού μπορούσε να μου έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πως ήταν συνυφασμένη με τη γεύση του τσαγιού και του γλυκού, αλλά και πως την ξεπερνούσε απεριόριστα, πως δε μπορούσε να είναι της ίδιας φύσης. Από πού ερχόταν; Τι σήμαινε; Που θα τη συλλάβω; Πίνω μια δεύτερη γουλιά και δεν βρίσκω σ' αυτήν τίποτα περισσότερο από την πρώτη, πίνω μια τρίτη και μου προσφέρει κάτι λιγότερο από τη δεύτερη. Είναι καιρός να σταματήσω, η ενέργεια του ποτού φαίνεται να μειώνεται. Είναι φανερό πως η αλήθεια που γυρεύω δεν βρίσκεται σ' αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν την γνωρίζει, και μπορεί μόνο να την επαναλαμβάνει ασταμάτητα, με ολοένα λιγότερη δύναμη, αυτή την ίδια μαρτυρία που δεν είμαι σε θέση να ερμηνεύσω και που θέλω τουλάχιστον να μπορέσω να ξαναζητήσω και να ξαναβρώ ανέπαφη, στη διάθεσή μου, σε λίγο, για ένα αποφασιστικό ξεκαθάρισμα. Ακουμπώ το φλιτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη μου πρέπει να βρει την αλήθεια. Αλλά πώς; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά που η σκέψη νιώθει πως την ξεπερνά ο ίδιος ο εαυτός της΄ όταν αυτός, ο ερευνητής, είναι ταυτόχρονα κι όλη η σκοτεινή χώρα που πρέπει να ερευνήσει κι όπου όλα του τα εφόδια δεν τον βοηθούν σε τίποτα. Να ερευνήσει; Όχι μόνο: να δημιουργήσει. Βρίσκεται απέναντι σε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα και που μόνον αυτός μπορεί να πραγματοποιήσει, κι ύστερα να το φέρει μέσα στο δικό του φως.
Κι αρχίζω πάλι ν' αναρωτιέμαι ποια μπορούσε να' ναι αυτή η άγνωστη κατάσταση, που δεν την έφερνε καμιά λογική απόδειξη , αλλά το αυταπόδεικτο της ευτυχίας της, της πραγματικότητας της, που μπροστά της οι άλλες πραγματικότητες εξανεμίζονταν. Θέλω να προσπαθήσω να την κάνω να ξαναφανεί. Πάω πίσω με τη σκέψη στη στιγμή που πήρα την πρώτη κουταλιά τσάι. Ξαναβρίσκω την ίδια κατάσταση, χωρίς περισσότερη ενάργεια. Απαιτώ από τη σκέψη μου μεγαλύτερη προσπάθεια, να ξαναφέρει για μιαν ακόμη φορά την αίσθηση που χάνεται. Και, για να μη σπάσει τίποτα την ορμή με την οποία θα προσπαθήσει να την ξανασυλλάβει, απομακρύνω κάθε εμπόδιο, κάθε σκέψη ξένη, προστατεύω τα αυτιά μου και την προσοχή μου από τους θορύβους της γειτονικής κάμαρας. Όμως, καθώς νιώθω τη σκέψη μου να κουράζεται χωρίς αποτέλεσμα, την πιέζω, αντίθετα, να δεχτεί τον περισπασμό που της αρνιόμουν, να σκεφτεί κάτι άλλο, ν' ανακτήσει δυνάμεις πριν από μιαν υπέρτατη προσπάθεια. Ύστερα για δεύτερη φορά δημιουργώ ένα κενό μπροστά της, ξανατοποθετώ απέναντί της τη γεύση της ακόμα πρόσφατης πρώτης γουλιάς και νιώθω να σκιρτά μέσα μου κάτι που μετακινείται, που θα θελε ν' ανυψωθεί, κάτι που ξέφυγε, λες απ΄την άγκυρά του, σε μεγάλο βάθος΄ δεν ξέρω τι είναι, ανεβαίνει όμως αργά΄ αισθάνομαι την αντίσταση κι ακούω το σάλαγο απ΄τις αποστάσεις που διασχίζει. Σίγουρα αυτό που δονείται έτσι στο βάθος του είναι μου πρέπει να 'ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση που, δεμένη μ' αυτή τη γεύση, προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Αγωνίζεται όμως πολύ μακριά, πολύ συγκεχυμένα΄ μόλις που διακρίνω την ουδέτερη αντανάκλαση, όπου μπερδεύεται το άπιαστο στροβίλισμα των χρωμάτων που αναταράχτηκαν΄ δεν μπορώ όμως ν' αναγνωρίσω τη μορφή, να της ζητήσω, αφού είναι ο μόνος δυνατός διερμηνέας, να μου μεταφράσει τη μαρτυρία της σύγχρονής της, της αχώριστης συντρόφου της, της γεύσης, να της ζητήσω να μου πει για ποια ειδική περίσταση, για ποια περασμένη εποχή πρόκειται. Θα φτάσει άραγε ως τη επιφάνεια της καθαρής μου συνείδησης, αυτή η ανάμνηση, η στιγμή απ' τα παλιά, που η έλξη μιας στιγμής απαράλλακτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω. Τώρα δεν νιώθω πια τίποτα, έχει σταματήσει, έχει ίσως βουλιάξει ξανά΄ ποιος ξέρει αν θ' αναδυθεί πάλι ποτέ απ΄τη νύχτα της; Πρέπει να ξαναπροσπαθήσω, δέκα φορές απ την αρχή, να σκύψω επάνω της. Κι όπως πάντα, η νωθρότητα που μας εκτρέπει από κάθε δύσκολη προσπάθεια, από κάθε έργο σημαντικό, με συμβούλεψε να τα εγκαταλείψω όλα, να πιω το τσάι μου και να σκεφτώ μόνο τις σημερινές μου σκοτούρες, τις αυριανές μου επιθυμίες, που αφήνονται να τις αναμασώ χωρίς κόπο. Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (τη μέρα εκείνη δεν έβγαινα πριν απ' την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου' χε θυμίσει τίποτα πριν να τη γευτώ΄ ίσως γιατί, έχοντας δεί συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς όμως να τις δοκιμάσω, πάνω στα ράφια των ζαχαροπλαστείων, η εικόνα τους είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες του Κομπραί για να δεθεί μ' άλλες πιο πρόσφατες΄ ίσως γιατί, απ' αυτές τις αναμνήσεις τις εγκαταλειμμένες τόσον καιρό έξω απ' τη μνήμη, δεν επιζούσε τίποτα, όλα είχαν διαλυθεί΄ οι μορφές- κι αυτή ακόμα του μικρού κοχυλιού της ζαχαροπλαστικής, τόσο στρουμπουλά αισθησιακού κάτω απ΄τις αυστηρές κι ευλαβικές πτυχές του- είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες, είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση. Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές , αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ'όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης. Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση του κομματιού της μαντλέν βουτηγμένο στο φλαμούρι που μου'δινε η θεία μου (μόλο που δεν ήξερα ακόμα τότε και μπόρεσα μόνο πολύ αργότερα ν' ανακαλύψω γιατί η ανάμνηση αυτή μ' έκανε τόσο ευτυχισμένο), αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σαν σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι που'βλεπε στον κήπο και το χαν χτίσει για τους γονείς μου στο πίσω του μέρος και μαζί με το σπίτι, την πόλη, απ΄το πρωί ως το βράδυ και μ' οποιοδήποτε καιρό, την Πλατεία όπου μ' έστελναν πριν απ' το γεύμα, τους δρόμους όπου πήγαινα να κάνω θελήματα, τα εξοχικά δρομάκια που παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Και σαν το παιχνίδι που διασκεδάζει τους Ιάπωνες, όταν μουσκεύουν σε μια κούπα πορσελάνης γεμάτη νερό μικρά κομμάτια χαρτί, αξεχώριστα ως τότε, μα που μόλις βραχούν, τεντώνονται, στρίβουν, χρωματίζονται, διαφοροποιούνται, γίνονται λουλούδια, σπίτια, πρόσωπα στέρεα και που τ'αναγνωρίζεις, έτσι και τώρα όλα τα λουλούδια του κήπου μας και του πάρκου του κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα της Βιβόν, κι οι καλοί άνθρωποι του χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, ολ΄αυτά που παίρνουν μορφή και υλική υπόσταση, βγήκαν, πόλη και κήποι, απ ' το φλιτζάνι μου με το τσάι.

 

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, μετάφραση: Παύλος Α. Ζάννας, επιμέλεια: Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία

Μουσική: Ένα μικρό μέρος από τη σονάτα για βιολί του César-Auguste-Jean-Guillaume-Hubert Franck με τον Krystian Zimerman (πιάνο), και την Kaja Danczowska (βιολί)