«Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου: Jouez bouzouki!

«Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου: Jouez bouzouki! Facebook Twitter
Ο Μολιέρος παίρνει στα χέρια του το είδος και το εκτοξεύει σε νέα ύψη: φαντάζεται μια κοινωνική και προσωπική κόλαση, όπου η κωμωδία εντείνει την οξύτητα των τραγικών αποχρώσεων και, ακόμα χειρότερα, η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ.
1

Αν τα κατάφερνε, τότε θα άνοιγαν όλες οι πόρτες. Αν τα κατάφερνε, θα κέρδιζε αστραπιαία τον σεβασμό των εκλεκτών της αυλής. Αν τα κατάφερνε, δεν θα ήταν πια χωριάτης. Για τον σκοπό αυτόν δεν φείδεται χρημάτων. Έχει μεγάλη περιουσία άλλωστε.

Καταβάλλει το απαραίτητο αντίτιμο και παντρεύεται τη νεαρή Ανζελίκ ντε Σοτενβίλ. Η ευγενική καταγωγή της, πολύτιμο αφροδισιακό για τον διψασμένο αναρριχητή της κοινωνικής πυραμίδας. Τώρα πια ο Ζορζ Νταντέν αποχαιρετά την αγροτική ζωή και όλες τις χωριατοπούλες που τον γλυκοκοίταζαν κι ετοιμάζεται να εκτοξευτεί σ' ένα μέλλον χρυσαφένιας ευδαιμονίας και ατέρμονου στροβιλισμού στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας – στο πλευρό της ακριβοαποκτηθείσας συζύγου του.


Η άχαρη πιρουέτα του, όμως, μένει μετέωρη. Τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως υπολόγιζε. Ο κύριος και η κυρία Ντε Σοτενβίλ αρνούνται στον γαμπρό τους αυτό που περισσότερο απ' όλα λαχταρά: την αποδοχή τους. Όχι μόνο δεν τον αγαπούν, όχι μόνο δεν τον σέβονται, αλλά, αντιθέτως, τον προσβάλλουν σε κάθε ευκαιρία.

Όταν ο Νταντέν κάνει το λάθος να την αποκαλέσει «πεθερά μου», η κυρία Ντε Σοτενβίλ τον επιπλήττει σφόδρα: «Τι να είπω; Μα, είμεθα ίσα κι όμοια; Μάθετε, παρακαλώ, ότι δεν μπορείτε να αποκαλείτε τοιουτοτρόπως ένα πρόσωπο της ιδικής μου τάξεως». Όσο κι αν στερούνται πραγματικής (δηλαδή οικονομικής) ισχύος, οι Σοτενβίλ επιβάλλονται στον Νταντέν, εγκαλώντας τον στην τάξη (του). Το παιχνίδι των τύπων και των επίσημων προσφωνήσεων –πάνω στο οποίο στηρίζεται η επίδειξη και η διατήρηση της εξουσίας τους– είναι άγνωστο στον πλούσιο χωριάτη, που πασχίζει ματαίως να κατακτήσει υψηλότερο στάτους, σκαρφαλώνοντας άγαρμπα στο πλάι τους.

Λίγο «jouez bouzouki», λίγο «ντα νταντιρλά νταντά», ευχάριστα μουσικά διαλείμματα με παλιά αγαπημένα γαλλικά τραγούδια και τους ηθοποιούς να επιδεικνύουν τις χορευτικές τους ικανότητες, όλα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποφύγουμε το «κανονικό» στήσιμο και να γίνουμε «μοντέρνοι»


Όσο πιο πολύ τον ταπεινώνουν, τόσο περισσότερο το πάθος του για αναγνώριση φουντώνει.* Σ' αυτόν το λυσσαλέο αγώνα, ακόμα και η προδοσία της συζύγου γίνεται όπλο εναντίον των γονιών της: αν ο Νταντέν μπορέσει να ξεσκεπάσει την ατιμία της, τότε θα επιφέρει στους Σοτενβίλ το μοιραίο χτύπημα. Αποδεικνύοντας την ανηθικότητα της θυγατέρας τους, θα σαρώσει την αριστοκρατική αλαζονεία τους.


Το διακύβευμα, όμως, είναι δυσβάσταχτο για τις δυνάμεις του. Από τη μια αγανακτεί με την άπιστη φύση της Ανζελίκ, από την άλλη καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να την καταστήσει γνωστή και να δικαιωθεί: «Τι ωραία, τι καλά! Αχ, πόσο χαίρομαι που έχετε ξεπορτίσει νυχτιάτικα» λέει στην τρίτη πράξη, όταν συλλαμβάνει την Ανζελίκ να επιστρέφει από τις περιπέτειές της. Η χαρά του δεν κρύβεται:«Δεν το περιμένατε, έτσι; Τώρα θα θριαμβεύσω εγώ!». Ποτέ δεν έρχεται όμως η στιγμή του θριάμβου. Κάθε φορά οι ένοχοι ξεγλιστρούν με πονηριά κι εκείνος γελοιοποιείται. Κάθε φορά ο απατημένος βγαίνει και δαρμένος.


Σ' αυτό το έργο κανένας δεν αγαπάει κανέναν. Οι γονείς μοσχοπουλούν τη θυγατέρα σαν ένα κομμάτι κρέας, η θυγατέρα επαναστατεί για τον άδικο γάμο ερωτοτροπώντας με άλλους άνδρες και διακηρύσσοντας το δικαίωμά της στην απιστία, ενώ ο σύζυγος την αντιμετωπίζει ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Τα αισθήματά της του είναι αδιάφορα: το μόνο που θέλει, να τον αναγνωρίσει ως αφέντη της.


Ο κυνισμός και η υπεροψία των Σοτενβίλ, η δουλοπρέπεια και οι στρεβλές φιλοδοξίες του Νταντέν, η εκδικητική σκληρότητα της Ανζελίκ, συνθέτουν έναν κόσμο τρομακτικό μέσα στη γελοιότητά του. Ετούτη η φαινομενικά αθώα φάρσα που καταπιάνεται με το πλέον κλασικό κωμικό θέμα του απατημένου και ζηλιάρη συζύγου αποδεικνύεται πολύ πιο σκοτεινή απ' όσο οι αρχικές προδιαγραφές μάς προετοιμάζουν.

Ο Μολιέρος παίρνει στα χέρια του το είδος και το εκτοξεύει σε νέα ύψη: φαντάζεται μια κοινωνική και προσωπική κόλαση, όπου η κωμωδία εντείνει την οξύτητα των τραγικών αποχρώσεων και, ακόμα χειρότερα, η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ.

Αψηφώντας τους κανόνες της κωμωδίας, το τέλος μένει ανοιχτό, με τον Νταντέν καταδικασμένο να βιώνει ξανά και ξανά το ίδιο μαρτύριο, τον εντοπισμό της άπιστης και τον δημόσιο εξευτελισμό του. Σαν ποντικός που τρέχει πάνω στον μικρό τροχό του κλουβιού του, βρίσκεται μονίμως σε κίνηση, χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Όποια πόρτα κι αν ανοίξει, η σύζυγος και ο εραστής της του κάνουν γκριμάτσες. Όσες φορές κι αν αναζητήσει το δίκιο του ενώπιον των γονιών της, θα ανταμείβεται με χλεύη. Ανίκανος ν' αγαπήσει, ανίκανος να δει τους ανθρώπους πέρα από την εικόνα τους και τα σημάδια της τάξης τους, μένει αιώνιος υπερασπιστής του status quo, της κούφιας ιεραρχίας. Ένας υποτελής που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αφέντες, και αντίστροφα.

«Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου: Jouez bouzouki! Facebook Twitter
Ολόκληρο το concept πάνω στο οποίο στήθηκε η παράσταση φανερώνει αδυναμία επεξεργασίας των πραγμάτων.

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Τέχνης αρκέστηκε σε μια περισσότερο εύπεπτη ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ο Νταντέν είναι ένας συμπαθέστατος, αξιοπρεπέστατος, αδικημένος άνδρας που πέφτει θύμα όχι μόνο των ξιπασμένων πεθερικών του αλλά προπαντός του διεφθαρμένου Κλιτάντρ,του αδίστακτου εραστή της Ανζελίκ.

Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ως Νταντέν όχι μόνο διακρίνεται για τους κομψούς τρόπους του αλλά εγείρει την αμέριστη συμπόνοια μας κάθε φορά που στέκεται θλιμμένος να παρακολουθεί τα έκτροπα της συζύγου του, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα και μια έκφραση πληγωμένου ελαφιού στο πρόσωπό του. Εκπέμπει, δηλαδή, όλη την ευγένεια που στερείται ο κατ' όνομα ευγενής, ο ερωτικός αντίπαλός του: ο Κώστας Κουτσολέλος ως Κλιτάντρ είναι ένας άξεστος σαδιστής που γραπώνει τα γεννητικά του όργανα του ενώ μοστράρει την κοιλιά του, φοράει τη χρυσή καδένα στον λαιμό, έχει ένα τσιγάρο κολλημένο στο στόμα και το σεξ μονίμως στο μυαλό του.


Αυτή η αφελής απλούστευση –ο «καλός» χωριάτης και ο «κακός» αριστοκράτης– αναιρεί την ουσία του κειμένου, ότι δηλαδή όλοι οι βασικοί ήρωες, είτε έχουν λεφτά είτε τίτλους, αποδεικνύονται εξίσου υποκριτές, παίζουν ακριβώς το ίδιο παιχνίδι. Ο Νταντέν, που αντιμετωπίζει τους Σοτενβίλ ως θεούς κι αγοράζει την κόρη τους για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, δεν είναι αγνότερος από τον Κλιτάντρ ή τους Σοτενβίλ, που τον κλοτσάνε δεξιά κι αριστερά σαν σκουπίδι. Είναι όλοι τους εξίσου υπεύθυνοι γι' αυτή την ισορροπία του τρόμου που διαιωνίζει την ανισότητα και τις διακρίσεις, το δίπολο αφέντες-δούλοι, ανδρείκελα που επιμένουν να ορίζουν τον εαυτό τους μόνο σε σχέση με την τάξη τους.

Ο λάγνος και ακόρεστος αριστοκράτης που κλέβει το κορίτσι από τον αγαθιάρη επαρχιώτη συνεπώς δεν συνιστά μια δυναμική ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων που παρουσιάζει ο Μολιέρος στο έργο του αλλά μάλλον μια μελό και επιφανειακή ανάγνωση αυτού του εξαιρετικού κειμένου.

Ολόκληρο το concept πάνω στο οποίο στήθηκε η παράσταση φανερώνει αδυναμία επεξεργασίας των πραγμάτων. Εκτός του ότι είναι χιλιοειδωμένο, εκτός του ότι δεν χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ενδιαφέροντες χωροταξικούς ή δραματουργικούς συσχετισμούς, το εορταστικό τραπέζι με τους ήρωες-καλεσμένους σε πάρτι δίνει επιπλέον εδώ την εντύπωση μιας λύσης ανάγκης: μερικές καρέκλες κυλικείου και υφάσματα ριγμένα τσάτρα-πάτρα σαν κουρτίνες εποχής δεν συνιστούν, δυστυχώς, άποψη για ένα «φτωχό» αλλά μόνο για ένα «πρόχειρο» θέατρο. Ακόμη και με το χαμηλότερο budget μπορεί κανείς να βρει προτιμότερες λύσεις.


Λίγο «jouez bouzouki», λίγο «ντα νταντιρλά νταντά», ευχάριστα μουσικά διαλείμματα με παλιά αγαπημένα γαλλικά τραγούδια και τους ηθοποιούς να επιδεικνύουν τις χορευτικές τους ικανότητες, όλα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποφύγουμε το «κανονικό» στήσιμο και να γίνουμε «μοντέρνοι» – έστω κι αν δεν μπορούμε να το υποστηρίξουμε πειστικά, έστω κι αν δεν το αισθανόμαστε αληθινά.


Τόσο η υπερβολική εκφραστικότητα (στις γκριμάτσες, στη φωνή, στις κινήσεις) του Νέστορα Κοψιδά στον ρόλο του κυρίου Ντε Σοτενβίλ όσο και ο ελεγχόμενος οίστρος της Σύρμως Κεκέ ως κυρίας Ντε Σοτενβίλ/Υπηρέτριας δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από την εύκολη και αναμενόμενη σάτιρα. Η Κατερίνα Λυπηρίδου ως Ανζελίκ αποπνέει μια δυναμική αύρα, η οποία όμως δεν μετεξελίσσεται σε ολοκληρωμένο πορτρέτο της ηρωίδας, συνεπώς μένουμε μετέωροι. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου κερδίζει τις εντυπώσεις και μας προσφέρει στιγμές συγκίνησης, αλλά, δυστυχώς, ακολουθώντας τη σκηνοθετική γραμμή, οδηγεί τον Νταντέν σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση.

Info:

Μολιέρος, Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη

Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη

Σκηνικά-Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη

Μουσική: Νέστωρ Κοψιδάς

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Παίζουν: Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Νέστωρ Κοψιδάς, Κατερίνα Λυπηρίδου, Δημήτρης Μαγγίνας, Βασίλης Μαυρογεωργίου

Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν

Φρυνίχου 14, Πλάκα, 210 3222464 & 210 3236732

Διάρκεια παραστάσεων: Έως 9/12

Πέμ.-Κυρ. 21:15

Τιμές εισιτηρίων: Πέμ.-Παρ. €15, €10 (μειωμένο), €8 (ανέργων), Σάβ. €18- 12 (μειωμένο/ανέργων), Κυρ. €16-12 (μειωμένο/ανέργων)


* Βλέπε το βιβλίο «Men and Masks: A study of Molière» του Lionel Gossman

Θέατρο
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το έπος μάς έμαθε να αναπνέουμε ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Θέατρο / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Από μια κοινωνία της αιδούς, γίναμε μια κοινωνία της ξεδιαντροπιάς»

Με τη νέα του παράσταση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στην Οδύσσεια και στον Όμηρο και διερευνά την έννοια της φιλοξενίας. Αναλογίζεται το «απύθμενο θράσος» της εποχής μας, εξηγεί τη στενή σχέση του έπους με το βίωμα και το θαύμα που χάσαμε και παραμένει σχεδόν σιωπηλός για τη νέα του θέση ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Θέατρο / 13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Τέχνη με φαντασία, αστείρευτη δημιουργία, πρωτοποριακές προσεγγίσεις: ένα επετειακό, εορταστικό, πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου μέσα από 83 επιλογές από το θέατρο, τη μουσική και τον χορό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία

Θέατρο / «Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ»: Ένα έργο για τη μόνιμη ήττα μας από τον χρόνο

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί και γράφει ένα έργο-παιχνίδι, εξετάζοντας τις σχέσεις εξουσίας, τον δημιουργικό αντίλογο και τη μάταιη προσπάθεια να ασκήσουμε έλεγχο στη ζωή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ: Σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας

Οι Αθηναίοι / Χλόη Ομπολένσκι: «Τι είναι ένα θεατρικό έργο; Οι δυνατότητες που δίνει στους ηθοποιούς»

Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός της Λίλα ντε Νόμπιλι, υπήρξε φίλη του Γιάννη Τσαρούχη, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή, δούλεψε με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, για περισσότερο από 20 χρόνια, με τον Πίτερ Μπρουκ. Η διεθνούς φήμης σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι και αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη, ένα μιούζικαλ από την Κόλαση

Θέατρο / Φάουστ: Ένα μιούζικαλ από την κόλαση

«Ζήσε! Μας λέει ο θάνατος, ζήσε!», είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, εν μέσω ομαδικών βακχικών περιπτύξεων – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Θέατρο / Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Η μεγάλη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Θέατρο του Ήλιου για να μιλήσουν για τα τέρατα της Ιστορίας που παραμονεύουν πάντα και απειλούν τον ελεύθερο κόσμο. Με αφορμή την παράσταση που αποθεώνει τη σημασία του λαϊκού θεάτρου στην εποχή μας μοιραζόμαστε την ιστορία της ζωής και της τέχνης της, έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, που υπηρετούν με πάθος την πρωτοπορία, την εγγύτητα που δημιουργεί η τέχνη και τη μεγαλειώδη ουτοπία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Νίκος Χατζόπουλος

Νίκος Χατζόπουλος / «Αν σκέφτεσαι μόνο το ταμείο, κάποια στιγμή το ταμείο θα πάψει να σκέφτεται εσένα»

Ο Νίκος Χατζόπουλος έχει διανύσει μια μακρά πορεία ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και δάσκαλος υποκριτικής. Μιλά στη LIFO για το πόσο έχει αλλάξει το θεατρικό τοπίο σήμερα, για τα πρόσφατα περιστατικά λογοκρισίας στην τέχνη, καθώς και για τις προσεχείς συνεργασίες του με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Ακύλλα Καραζήση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Χορός / Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Maguy Marin, Χρήστος Παπαδόπουλος, Damien Jalet, Omar Rajeh και άλλα εμβληματικά ονόματα του χορού πρωταγωνιστούν στις 20 παραστάσεις του φετινού προγράμματος του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που θα πραγματοποιηθεί από τις 18-27 Ιουλίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Μια άλλη Θήβα»: Η πιο αθόρυβη επιτυχία της θεατρικής Αθήνας

The Review / «Μια άλλη Θήβα»: Η παράσταση-φαινόμενο που ξεπέρασε τους 100.000 θεατές

O Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με τη Βένα Γεωργακοπούλου για την θεατρική παράσταση στο Θεάτρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που διανύει πλέον την τρίτη της σεζόν σε γεμάτες αίθουσες. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της; Το ίδιο το έργο ή οι δύο πρωταγωνιστές, ο Θάνος Λέκκας και ο Δημήτρης Καπουράνης, που καθήλωσαν το κοινό;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Διαβάζοντας Ευριπίδη καταλαβαίνεις πού πάτησε η ακροδεξιά»

Θέατρο / «Διαβάζοντας Ευριπίδη καταλαβαίνεις πού πάτησε η ακροδεξιά»

Η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθετεί την «Ανδρομάχη» στην Επίδαυρο, με άντρες ηθοποιούς στους γυναικείους ρόλους, εξερευνώντας τις πολιτικές και ηθικές διαστάσεις του έργου του Ευριπίδη. Η δημοκρατία, η ελευθερία, η ηθική και η ευθύνη ηγετών και πολιτών έρχονται σε πρώτο πλάνο σε μια πολιτική και κοινωνική τραγωδία με πολυδιάστατη δομή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η «Χρυσή Εποχή»

Αποστολή στο Νόβι Σαντ / Κωνσταντίνος Ρήγος: «Ήθελα ένα υπέροχο πάρτι όπου όλοι είναι ευτυχισμένοι»

Στη νέα παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου «Χρυσή Εποχή», μια συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, εικόνες από μια καριέρα 35 ετών μεταμορφώνονται ‒μεταδίδοντας τον ηλεκτρισμό και την ενέργειά τους‒ σε ένα ολόχρυσο ξέφρενο πάρτι.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
CHECK Απόπειρες για τη ζωή της: Ψάχνοντας την αλήθεια για τις υπέροχες, βασανισμένες γυναίκες και τις τραγικές εμπειρίες τους

Θέατρο / Η βάρβαρη εποχή που ζούμε σε μια παράσταση

Ο Μάρτιν Κριμπ στο «Απόπειρες για της ζωή της» που ανεβαίνει στο Θέατρο Θησείον σκιαγραφεί έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο πόλεμος, ο θάνατος, η καταπίεση, η τρομοκρατία, η φτώχεια, ο φασισμός, αλλά και ο έρωτας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
To νόημα τού να ανεβάζεις Πλάτωνα στην εποχή του ΤikTok

Άννα Κοκκίνου / To νόημα τού να ανεβάζεις το Συμπόσιο του Πλάτωνα στην εποχή του tinder

Η Άννα Κοκκίνου στη νέα της παράσταση αναμετριέται με το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα και τις πολλαπλές όψεις του Έρωτα. Εξηγεί στη LiFO για ποιον λόγο επέλεξε να ανεβάσει το αρχαίο φιλοσοφικό κείμενο, πώς το προσέγγισε δραματουργικά και κατά πόσο παραμένουν διαχρονικά τα νοήματά του.
M. HULOT
«Άμα σε λένε “αδελφή”, πώς να δεχτείς την προσβολή ως ταυτότητά σου;»

Θέατρο / «Άμα σε λένε “αδελφή”, πώς να δεχτείς την προσβολή ως ταυτότητά σου;»

Η παράσταση TERAΣ διερευνά τις queer ταυτότητες και τα οικογενειακά τραύματα, μέσω της εμπειρίας της αναγκαστικής μετανάστευσης. Μπορεί τελικά ένα μέλος της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας να ζήσει ελεύθερα σε ένα μικρό νησί;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Αντώνης Αντωνόπουλος από μικρός είχε μια έλξη για τα νεκροταφεία ή Όλα είναι θέατρο αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου πάνω τους ή Η παράσταση «Τελευταία επιθυμία» είναι ένα τηλεφώνημα από τον άλλο κόσμο

Θέατρο / «Ας απολαύσουμε τη ζωή, γιατί μας περιμένει το σκοτάδι»

Ο Αντώνης Αντωνόπουλος, στη νέα του παράσταση «Τελευταία Επιθυμία», δημιουργεί έναν χώρο όπου ο χρόνος για λίγο παγώνει, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να συναντήσουμε τους νεκρούς αγαπημένους μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

Θέατρο / Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

«Δεν πηγαίνουμε ποτέ στη Μόσχα, όμως η επιθυμία γι’ αυτήν κυλάει διαρκώς μέσα μας» - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για τη sold-out παράσταση «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ

σχόλια

1 σχόλια
Διαβάζοντας την κριτική είδα πάλι μπροστά στα μάτια μου όλα τα κλισέ μιας κακής θεατρικής παράστασης. Υπερβολικούς θεατρινισμούς, προχειρότητα και diy που παρουσιάζονται ως πρωτοπορία, jouez de bouzouki που τάχα θέλει να προκαλέσει σουρεαλιστική έξαρση αλλά καταντάει σαχλότητα, και, εν ολίγοις, απωθητική αισθητική που περισσότερο θυμίζει σίριαλ του Χάρη Ρώμα. Δυστυχώς ορισμένους ηθοποιούς που παίζουν εδώ έχω ξαναδεί και σε άλλες παραστάσεις παρόμοιας αισθητικής και εύκολα κάνω στο μυαλό μου εικόνες από την παράσταση που είδατε.