Ήταν «δεξιά» η ελληνική ποπ;

Ήταν «δεξιά» η ελληνική ποπ; Facebook Twitter
Η κουβέντα πάει πολύ πίσω, εστιάζοντας στους κοινωνικούς/ταξικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στα ρεμπέτικα και στα «ξενόφερτα» ελαφρά ή στα «μπάσταρδα» αρχοντορεμπέτικα που προέκυψαν από θεατρικά νούμερα για να καλύψουν τις μικροαστικές ευαισθησίες όσων τρόμαζαν με τη λούμπεν επικινδυνότητα των ασμάτων του τεκέ.
10

Επέπλευσε ξανά με αφορμή τον θάνατο της Ζωής Κουρούκλη (της οποίας τα πολιτικά φρονήματα αγνοώ) μια κουβέντα που σέρνεται μέσα στα χρόνια αναζητώντας υπόσταση σχετικά με ένα υποτιθέμενο «δεξιό» («αντιδραστικό», «φλώρικο») πρόσημο που έχουν σταμπάρει κατά καιρούς κάποιοι στον κορμό της ελληνικής ποπ/ελαφράς μουσικής.

Γκεστ σταρ (στο ρόλο του «κακού») σ' αυτή την «υπόθεση εργασίας» οι συνήθεις ύποπτοι: ο Νίκος Μαστοράκης ως über ποπ ινστρούχτορας, ο Καρατζαφέρης με τις μουσικές εκπομπές του και τις αναμνήσεις από τη «χρυσή ποπ δεκαετία» (απόδειξη ότι η νοσταλγία για τα ριζοσπαστικά '60s διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα) στο κανάλι του, ο Ρόμπερτ Γουίλιαμς με τα τραγούδια της «γαλάζιας γενιάς», ο Κώστας Τουρνάς ως πολιτευτής της ΝΔ, η Μπέσυ Αργυράκη και άλλοι εκπρόσωποι ενός εγχώριου ποπ ιδιώματος που ταυτίστηκαν κατά καιρούς με μια αποστροφή προς το λαϊκό τραγούδι, η οποία έλαβε ιδεολογικές διαστάσεις, χαϊδεύοντας αντιλαϊκά, απολιτικά, δεξιά ένστικτα.


Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι πάντα και μια καχυποψία προς το μη λαϊκότροπο, «αμπούζουκο» δημοφιλές τραγούδι (παρότι πολλά εξέχοντα δείγματα ελληνικής ποπ φόρμας, όπως, ας πούμε, το κορυφαίο «Μη Φεύγεις» με τη Βούλα Γεωργούτη, για να μην πιάσουμε Χιώτη και Ζαμπέτα, περιείχαν το μπουζούκι ως βασικό άξονα), το οποίο ελεγχόταν ως ιδεολογικά ύποπτο και τοποθετούνταν από τους επαΐοντες σ' ένα καθαρτήριο άμυαλης και μικροαστικής ψυχαγωγίας ανάμεσα στα λαϊκά και τους υψηλού κύρους κύκλους τραγουδιών των μεγάλων συνθετών μας.

Θυμάμαι, πριν από κάτι καλοκαίρια, σκηνή σε παραλία όπου νεαρός δίπλα μου «καθοδηγούσε» αυτάρεσκα και επί μακρόν την κοπέλα του σχετικά με την επιφανειακή, υβριδική, «αστική» υφή των αρχοντορεμπέτικων σε αντίθεση με τα γνήσια ρεμπέτικα και λαϊκά.

Μόνο το Νέο Κύμα τη γλίτωνε, λόγω μελαγχολίας ίσως, καθώς οι ποπ ερμηνευτές καταδικάζονταν συλλήβδην ως διασκεδαστές του γλυκού νερού και ως αγωγοί για τα σορόπια της μπουρζουαζίας. Εντυπωσιακό το επίπεδο της αντιπάθειας, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που έβγαλε δύο από τους πιο δημοφιλείς παγκοσμίως ποπ ερμηνευτές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα: τη Νάνα Μούσχουρη και τον Ντέμη Ρούσσο.


Συχνά, δε, και λόγω της «ανοιχτής» φύσης της που σηκώνει πολύ ξεχείλωμα, η κουβέντα πάει πολύ πίσω, εστιάζοντας στους κοινωνικούς/ταξικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στα ρεμπέτικα και στα «ξενόφερτα» ελαφρά ή στα «μπάσταρδα» αρχοντορεμπέτικα που προέκυψαν από θεατρικά νούμερα για να καλύψουν τις μικροαστικές ευαισθησίες όσων τρόμαζαν με τη λούμπεν επικινδυνότητα των ασμάτων του τεκέ.

Θυμάμαι, πριν από κάτι καλοκαίρια, σκηνή σε παραλία όπου νεαρός δίπλα μου «καθοδηγούσε» αυτάρεσκα και επί μακρόν την κοπέλα του (τι τραβάνε και τα κορίτσια από τους ξερόλες γκόμενους) σχετικά με την επιφανειακή, υβριδική, «αστική» υφή των αρχοντορεμπέτικων σε αντίθεση με τα γνήσια ρεμπέτικα και λαϊκά.

Ελαφρώς ειρωνική η κατήχηση περί λαϊκότητας, γνησιότητας και άλλων σύγχρονων τοτέμ της σύγχρονης τυμβωρυχικής κουλτούρας, από τη στιγμή που ο προφανώς άρτι ερωτευμένος με τον μύθο της υπόγειας και συνωμοτικής εσάνς του λαϊκού κουτουκιού νέος έμοιαζε με υποδειγματικό υβρίδιο συνειδητοποιημένου φρικιού και «επιφανειακού» χίπστερ (τουτέστιν φλώρου), που στο φινάλε πέταξε και κάποια τσιτάτα περί χειραγωγικής πολιτισμικής βιομηχανίας, έτσι για να διατηρείται ζωντανή η αντίληψη περί δυσανεξίας στην ποπ κουλτούρα του Αντόρνο, ο οποίος ευτυχώς δεν κατονομάστηκε, γιατί υπάρχουν και όρια στις αμπελοφιλοσοφίες της παραλίας.

Ειρωνικό, επίσης, το γεγονός ότι στις καλοκαιρινές διαφημίσεις μπίρας δεν ακούγονται πλέον ελαφρά και εύπεπτα σπαράγματα ποπ ανεμελιάς αλλά το πονεμένο ηχόχρωμα του Καζαντζίδη και η στιβαρή, αιωνίως αυθεντική απαγγελία της Μπέλλου.


«Η κόλαση είναι η μουσική των άλλων» είχε πει κάποτε, παραφράζοντας τη διάσημη ρήση του Σαρτρ, ο πάλαι πότε γκουρού της εναλλακτικής, «διανοουμενίστικης» ποπ και εσχάτως εικαστικός καλλιτέχνης Momus.

Στην Ελλάδα, όπου ανέκαθεν χρησιμοποιούνταν τα πάντα –ακόμα κι η μουσική– ως πρόσχημα πολιτικής αντιπαράθεσης, γινόμαστε όλοι μανούλες στην καταγγελία των μουσικών γούστων των «αδαών», πάνω στη φούρια μας να κατοχυρώσουμε το ορθό σάουντρακ για την ανάπτυξη της εθνοσωτήριας ιδεολογικής μας ατζέντας.

Η μουσική όμως –ακόμα και στις μέρες μας, που μοιάζει να είναι παντού και πουθενά– δεν λειτουργεί έτσι αλλά με τρόπους πολύ πιο ευθείς και συγχρόνως πιο σύνθετους, και δεν υπακούει εύκολα σε τέτοια καλούπια.

Στήλες
10

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

7 σχόλια
Ξεχνάτε όμως ότι πολλές απολαυστικότατες ασπρόμαυρες κωμωδίες και μετά τα έγχρωμα μιούζικαλ του Δαλιανίδη έπρεπε να είναι "λάιτ" γιατί γυρίστηκαν εν μέσω δικτατορίας.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνικη ποπ διακατεχεται από ακρατο φορμαλισμο είναι αντιδραστικη και αναπαραγει την κυριαρχη ιδεολογια του καπιταλισμου !
Σίγουρα, το τραγούδι κυρίως λόγω στίχου (και όχι τόσο η μουσική αυτή καθ' εαυτή), ως ανθρώπινη δραστηριότητα, έχει μια πολιτική-κοινωνική διάσταση (με την ευρύτερη έννοια και γ' αυτό συχνά ασυνείδητη), όπως και οτιδήποτε άλλο κάνουμε: το τι διαβάζουμε, το τι και πως καταναλώνουμε, το πως ντυνόμαστε, το τι τρώμε...Για παράδειγμα, είχα εντυπωσιαστεί διαβάζοντας (δεν ξέρω όμως αν είναι αλήθεια ή μύθος) ότι ο γεροΚαραμανλής είχε κάποτε ευχαριστήσει την Βουγιουκλάκη για το τραγούδι της "Κάνε υπομονή", το οποίο οι συντηρητικοί κύκλοι θεώρησαν "δικό τους" απέναντι στα αριστερά αγωνιστικά τραγούδια. Και όντως, πέρα του ότι είναι ένα συμπαθέστατο, "ελαφρό" τραγουδάκι, περναέι ένα συντηρητικό μήνυμα και στάση απέναντι στα πράγματα. Από την άλλη πλευρά, στο όνομα του "προοδευτισμού" και της "αριστεροσύνης" έχουν βγει απίστευτα μίζερα τερατουργήματα που εξόντωσαν από την πλήξη πολλούς Αριστερούς (Κνίτες κυρίως) που ένοιωθαν υποχρεωμένοι ντε και καλά να τα ακούνε. Νομίζω ότι είναι μια από τις παραμέτρους που έσπρωξε ορισμένους από αυτούς στο ΚΛΙΚιασμα. Παράλληλα, πολλά άλλα τραγούδια, πολύ καλά έως αριστουργηματικά ενδεχομένως, δεν κατάφεραν να αντέξουν στις εποχές που ακολούθησαν. Αριστερός πρωτοετής φοιτητής το 80, πολύς κόσμος με κοίταζε περίεργα επειδή δεν άκουγα λαϊκά και ρεμπέτικα και άκουγα ροκ και μπλουζ. Τρελαινόντουσαν δε όταν τους έλεγα ότι για χορό και για κέφι, μια χαρά ήταν και τα "ελαφριά" nwe wave και η επάρατη ντίσκο. Ηταν η εποχή του ρεμπέτικου και των κομπανιών, όταν η Σπυριδούλα έβγαλε το θρυλικό "Νάυλον ντέφια ψόφια κέφια". Ταυτόχρονα, ενώ όλοι σου τόνιζαν πόσο αντιδραστική ήταν η ποπ όταν ο Πασχάλης έβγαζε νερόβραστα τραγουδάκια σε μια εποχή όπου έβραζαν τα νενανικά κινήματα και γινόταν το Γούντστοκ, όλοι αποσιωπούσαν εντελώς πόσο αντιδραστικές/σεξιστικές/ατομικιστικές>άρα "δεξιές", ήταν ορισμένες πλευρές του θεοποιημένου ρεμπέτικου, πράγμα λογικό για ένα τραγούδι που εξέφραζε μια πολύ παλιότερη εποχή και δεν μπόρεσε πραγματικά να ανανεωθεί. Με λίγα λόγια, υπάρχουν καλά και κακά τραγούδια, ποιοτικά γιατί έχουν μια αυθεντικότητα (έστω και υπεραπλοϊκή, έστω συντηρητική) και κακά τραγούδια γιατί είναι ένα φτηνιάρικο προϊόν μιας χρήσης ή γιατί θέλουν να σε μπουκώσουν με το ζόρι με κάτι. Απλά, καλό είναι να έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου -αντί για ενοχές ή έναν ινστρούχτορα- μια μικρή σημειολογική ανάλυση (ίσως και λίγο αυτοσαρκασμό) για το τι ακούς. Ετσι, μπορείς να ακούς ακίνδυνα και ακομπλεξάριστα όλα τα στοιχειωδώς ποιοτικά τραγούδια στο είδος τους.
Τι νόημα έχει αγαπητέ Δημήτρη- λόγω κοινών γνωστών ξέρω τι έξυπνος άνθρωπος και καλό παιδί είσαι-....Δεξιά η αριστερά τα τραγούδια είναι μια σειρά από συγχορδίες δε συνδυασμό με κάποιο ρυθμό και ένα στίχο. Αν το αποτέλεσμα ευχαριστεί τις αισθήσεις νομίζω αυτό είναι το ζητούμενο. Τώρα πολλοί άνθρωποι έχουν μάθει στο εύκολο (οι περισσότεροι), άλλοι θέλουν να αποκτήσουν ταυτότητα μέσω του γούστου και άλλοι πραγματικά το ευχαριστιούνται. Είμαστε όλοι άνθρωποι κ ο καθένας κάνει ότι γουστάρει. Ποιός ο λόγος να κριτικάρω τη λαικιά? Να δείξω ότι είμαι ψαγμένος? Ποιός ο λόγος να μιλήσει ο αριστερός στη γκομενίτσα στην παραλία? Για να την ψήσει για την διανοητική του ανωτερότητα? Και στην τελική όσο χάλια είναι η δεξιά ποπ των 70ς τι να πει κανείς για τα έντεχνα κ την Κλάψα τους. Μπορώ να βάλω τη μουσικούλα μου στο αμάξι να πάω μια ωραία εκδρομή και να μου φτιάξει τη διάθεση? Αυτό θέλω αυτή τη στιγμή και ας έπαιρνα κάποτε όλα τα ΝΜΕ και ας ήξερα όλα τα γκρουπ. Τώρα δεν ξερω κανένα και δεν με νοιάζει πραγματικά
Ο κύριος Πολιτάκης, μέσα από τα άρθρα του, δεν παραλείπει να εκφράζει άμεσα τις αριστερές του προτιμήσεις. Αυτό τις περισσότερες φορές είναι από δήθεν έως ενοχλητικό, γιατί με ταξιδεύει πίσω στα 80ζ με την απαξίωση της διαφορετικότητας που εξέφραζαν οι πασοκοκνίτες - ωστόσο τα διαβάζω με την ελπίδα να βρω κάτι ενδιαφέρον (γι' αυτό άλλωστε δεν διαβάζουμε όλοι;).
Ήμουν κάποτε με την φίλη μου σε πολύ μικρό νησί της "άγονης" γραμμής πολύ κοντά στην Πάτμο για διακοπές. Αράζαμε λοιπόν όπως όλοι οι υπόλοιποι επισκέπτες του νησιού στην γνωστή ταβέρνα στο μικρό λιμανάκι όπου έπαιζε κατά κόρον κάτι βαριά ρεμπέτικα και (κυρίως) "έντεχνο", ακούγοντας στίχους σε στυλ "την νύχτα που σε γνώριζα βγήκε η αρμπαρόριζα" και διάφορα τέτοια παρεμφερή και εξόχως γραφικά, κάνοντας υπομονή και προσπαθώντας να μην σκάσουμε στα γέλια από την γελοιότητα του πράγματος, σεβόμενοι τους υπόλοιπους θαμώνες που έδειχναν να απολαμβάνουν το μουσικό μοιρολόι σιγοτραγουδώντας. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η αντίθεση μεταξύ του πανέμορφου τοπίου και της ηχητικής μιζέριας του soundtrack. Παραδίπλα μας καθόταν ένα ζευγάρι που, όπως κι εμείς, έμοιαζε λίγο "παράταιρο" με την υπόλοιπη πελατεία, αλλά και με τους ντόπιους σαλβαροφορούντες και σανδαλοφορούντες ιδιοκτήτες της ταβέρνας - ας πούμε ότι ήμασταν λίγο πιο "ουδέτεροι" εμφανισιακά, χωρίς όμως κάποια εξεζητημένη διαφορά. Κάποια στιγμή, μετά από 2-3 ώρες, και επειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει κανείς εκεί μέσα στην ντάγκλα του καταμεσήμερου, τα σαραντάρια και την ξεραϊλα από το να αράζει στην ταβέρνα για να έχει και λίγη σκιά, και επειδή το μοιρολόι είχε αρχίσει εμφανώς να γίνεται και για αυτούς λίγο ενοχλητικό, ρώτησαν πολύ ευγενικά οι άνθρωποι τον ταβερνιάρη που καθόταν με την αδερφή του στο διπλανό εξ αυτών τραπέζι αν γίνεται να ακούσουμε και κάτι διαφορετικό - χωρίς να εκφράσουν κάποια προτίμηση ή να κάνουν κάποια υπόδειξη. Αφού τους κοίταξαν με το πιο υποτιμητικό και ταυτόχρονα επιτιμητικό ύφος που έχω δει ποτέ, η αδερφή του (που είχε ενοικιαζόμενα δωμάτια λίγο παραπάνω) τους είπε εντελώς απαξιωτικά και επί λέξει ότι "Το μέρος εδώ δεν είναι για τουρίστες. Είναι για ταξιδιώτες..." Ο ταβερνιάρης χαμογέλασε αλαζονικά, τους κοίταξε και δεν είπε τίποτα. Τα ίδια αλαζονικά χαμόγελα είχαν και οι υπόλοιποι πελάτες που άκουσαν την ερώτηση. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ανεξήγητα, θυμήθηκα την σκηνή από το Stand By Me με τον ευτραφή έφηβο που κάνει εμετό πάνω στο κοινό του pie eating contest. Μου ήρθε κι εμένα να ξεράσω κυριολεκτικά πάνω τους. Πάνω στο πρόσωπό τους. Πάνω σε όλους. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το άρθρο σας μου θύμισε αυτό το περιστατικό...