Είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Η Λένι Ρίφενσταλ αναγνωρίστηκε για τις φωτογραφίες της φυλής των Nuba που δημοσίευσε στον παγκόσμιο Tύπο αλλά έγινε γνωστή μέσα από τις ταινίες της για το όραμα του φασισμού. Ο «Θρίαμβος της Θέλησης» και η «Ολυμπία» χαρακτηρίστηκαν ως οι τέλειες προπαγανδιστικές ταινίες, ντοκιμαντέρ που έμειναν στην ιστορία τόσο για την ατμόσφαιρα όσο και για την αισθητική τους.
Για την παγκόσμια κοινή γνώμη όλα αυτά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Η Λένι Ρίφενσταλ είναι «η πιο στενή συνεργάτιδα, η βασική κινηματογραφίστρια και πιθανώς ερωμένη του Αδόλφου Χίτλερ». Η Ρίφενσταλ οπτικοποίησε τον ναζισμό. Παράλληλα, καθιέρωσε την αισθητική της και τεχνικές τις οποίες γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα. Έλεγε: «Ό,τι είναι απολύτως ρεαλιστικό, μια φέτα ζωής, ό,τι είναι σύνηθες, καθημερινό, δεν με ενδιαφέρει».
Η Ρίφενσταλ μετά τον πόλεμο φυλακίζεται για τέσσερα χρόνια σε γαλλικές φυλακές και από κει και πέρα επιχειρεί να διαγράψει το ναζιστικό παρελθόν της ασχολούμενη με καθαρά φυσιολατρικά θέματα. Το 1973 ταξιδεύει στην Αφρική. Εκεί γνωρίζεται με τη φυλή των Nuba. Κυκλοφορεί δύο φωτογραφικά άλμπουμ, για τα οποία κερδίζει και πάλι την παγκόσμια αναγνώριση. Μέχρι τα 98 της χρόνια συνέχισε να εργάζεται, πάντα κοντά στη φύση, αλλοιώνοντας συστηματικά τα στοιχεία της βιογραφίας της.
Θαυμάζουμε την αισθητική τελειότητα, μπορούμε όμως να την απομονώσουμε από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον; Ομοίως, μπορούμε να αποσυνδέσουμε την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη από το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον; Και πόσο ειλικρινές είναι να θαυμάζουμε την ομορφιά λαμβάνοντας υπόψη μας μόνο την αισθητική της αξία;
Στη δεκαετία του ’70 αρχίζει μια κανονική «εκστρατεία» για να καθαρίσει το όνομά της από το ναζιστικό της παρελθόν. Η φήμη της αποκαταστάθηκε εν μέρει και κάποιοι κριτικοί την αναγνώρισαν ως μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή μορφές της σκηνοθεσίας. Οι βιογράφοι της επιχείρησαν να την απαλλάξουν από κάθε ευθύνη και να απαλείψουν τα σημεία στα οποία φαίνεται καθαρά ότι είναι πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ναζιστικής προπαγάνδας.
«Η γραμμή που κράτησαν οι υπερασπιστές της Ρίφενσταλ», γράφει η Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της «Η γοητεία του φασισμού», «στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι πλέον βαρύνουσες φωνές του κατεστημένου της κινηματογραφικής πρωτοπορίας, είναι ότι η Ρίφενσταλ ενδιαφερόταν για την ομορφιά».
Σήμερα όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό που διακυβεύεται στο έργο της Ρίφενσταλ είναι κάτι περισσότερο από την ομορφιά.Το έργο της είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές, ιδεολογικές και αισθητικές ιδέες. Θαυμάζουμε την αισθητική τελειότητα, μπορούμε όμως να την απομονώσουμε από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον; Ομοίως, μπορούμε να αποσυνδέσουμε την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη από το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον; Και πόσο ειλικρινές είναι να θαυμάζουμε την ομορφιά λαμβάνοντας υπόψη μας μόνο την αισθητική της αξία;
Μία είναι η ερώτηση: Επιτρέπεται να θαυμάζουμε σήμερα τη Λένι Ρίφενσταλ;
Η Πέπη Ρηγοπούλου, καθηγήτρια Επικοινωνίας και Πολιτισμού στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Στεφανάκης, συγγραφέας, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, σκηνοθέτης, ο Θεόφιλος Τραμπούλης, κριτικός τέχνης, και ο Πάνος Κούτρας, σκηνοθέτης, μας απαντούν:
Επικοινωνίας και Πολιτισμού στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πέπη Ρηγοπούλου
Καθηγήτρια Επικοινωνίας και Πολιτισμού στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το ζήτημα δεν είναι αν και τι επιτρέπεται ή απαγορεύεται, ούτε το να καταρτίσουμε έναν νέο κατάλογο απαγορευμένων έργων, μιμούμενοι τον Index Librorum Prohibitorum της Ιεράς Εξέτασης, αλλά το πώς κρίνουμε αισθητικά και πολιτικά τα έργα και τους δημιουργούς. Η υπόθεση Ρίφενσταλ είναι μια ιστορία πολύ συνηθισμένη σε σχέση με σημαντικούς Γερμανούς διανοουμένους –φτάνει να θυμηθούμε τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ και τον χορογράφο Λάμπαν– που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ενέχονται για συνεργασία με τον Χίτλερ.
Και αυτό διότι, αν και το πάθος με το οποίο υπηρέτησε τη γερμανική προπαγάνδα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, οχυρώθηκε και αυτή πίσω από τις γνωστές δικαιολογίες ότι «δεν έκανε πολιτική», «δεν γνώριζε τίποτε για την αληθινή φύση των στρατοπέδων συγκέντρωσης» και «καταστράφηκε από τη γνωριμία της με τον Χίτλερ», την οποία βεβαίως είχε διακαώς επιθυμήσει και επίμονα επιδιώξει. Σε μία μεταπολεμική Γερμανία που βιαζόταν να κλείσει με τυπικές διαδικασίες τα ηθικά και πολιτικά ζητήματα του ναζιστικού παρελθόντος, η Ρίφενσταλ, όπως και ο Χάιντεγκερ, δεν κρίθηκε ποινικά ένοχη.
Αυτό φυσικά δεν αναιρεί στο ελάχιστο την ηθική και πολιτική ευθύνη και ενοχή μιας γυναίκας που όχι μόνο προπαγάνδισε φανατικά τους ναζί αλλά και χρησιμοποίησε ως απλήρωτους κομπάρσους (εθελοντές παρά τη θέλησή τους) κρατουμένους των γερμανικών στρατοπέδων.
Οι κρίσεις αυτές ως προς το πρόσωπο συνδέονται σε σημαντικό αλλά όχι απόλυτο βαθμό με την αισθητική, κινηματογραφική κυρίως, παραγωγή της. Και αυτό διότι, με δεδομένη την εμπλοκή παραγόντων όπως το ασυνείδητο και το τυχαίο, η αισθητική διάσταση, είτε ακόμα και οι ιδέες που διατυπώνουν τα πρόσωπα ενός έργου δεν ταυτίζονται ποτέ απολύτως με τη συνειδητή ιδεολογία του/της δημιουργού.
Βεβαίως η άποψη αυτή ισχύει περισσότερο για έργα στα οποία ο δημιουργός δεν πολιτικολογεί άμεσα, όπως συμβαίνει με την ποίηση του Πάουντ ή την πεζογραφία του Χάμσουν και επίσης με την τέχνη ορισμένων φουτουριστών όπως ο Μαρινέτι και ο Σιρόνι και ακόμη ο Νταλί, ο Ντε Κίρικο και ο Πιραντέλο, που όλοι τους φλέρταραν με τον φασισμό.
Η Ρίφενσταλ όμως επιτέλεσε και προπαγανδιστικό έργο και κυρίως στο πεδίο αυτό αισθητικές και πολιτικές επιλογές βρίσκονται πολύ κοντά. Κατά τη γνώμη μου, πέρα από κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία που περιέχουν τα προ ναζισμού κυρίως έργα της, οι εικόνες της, για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνει και αποδίδει το ανθρώπινο σώμα, συνδέονται βαθύτατα με το ναζιστικό μιλιταριστικό και ρατσιστικό παραλήρημα για την υπεροχή της αρίας φυλής.
Όλα αυτά ωστόσο δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν κάποια απαγόρευση να βλέπουμε την τέχνη της Ρίφενσταλ –όπως και κάποιων ταλαντούχων υμνητών του Στάλιν–, έχοντας το δικαίωμα να κρατούμε και ενδεχομένως να αξιοποιούμε κάποια επιμέρους στοιχεία που μπορεί να μας εμπνέουν. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι, όπως συμβαίνει και με φιλοσοφικές αναλύσεις του Χάιντεγκερ, καλούμαστε να τα εντάξουμε σε διαφορετικές συλλήψεις που θα υπηρετούν όχι τον παραλογισμό και την απανθρωπιά, αλλά ένα όραμα πολιτισμού και ανθρωπιάς.
σκηνοθέτης
Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνοθέτης
Τη Λένι Ρίφενσταλ την είδα όταν είχε έρθει στην Ελλάδα για την προβολή ενός ντοκιμαντέρ της. Είχα την περιέργεια να δω αυτό το «τέρας» από κοντά και, διαβάζοντας και την αυτοβιογραφία της, ήμουν σε πολύ μεγάλο προβληματισμό γύρω από το τι σημαίνει το να θαυμάζει κανείς τη δουλειά της ή όχι.
Από τη μία δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάζει ένα πράγμα όσον αφορά την τεχνική, τη γλώσσα του και την αισθητική του αρτιότητα. Γιατί με τον ίδιο τρόπο πρέπει να παύει να θαυμάζει τη ζωγραφική του Νταβίντ που ήταν η απόλυτη προπαγάνδα του Ναπολέοντα, ή αντίστοιχα τους ανθρώπους που έχτισαν τις πυραμίδες οι οποίες ήταν ένα σύμβολο τυραννίας ή ακόμα και τον Παρθενώνα, ο οποίος είναι η απόλυτη απόδειξη της τυραννίας της Αθήνας απέναντι στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Αυτό όμως έχει να κάνει με τη χρονική απόσταση των έργων και των γεγονότων.
Είναι πολύ κοντινές οι μνήμες της ιδεολογικής σύνδεσης που στιγματίζει τη Ρίφενσταλ και εκεί δεν μπορώ να μην προβληματιστώ πολύ σοβαρά για το πόσο ανάλγητος μπορεί ή αντέχει να είναι ένας καλλιτέχνης, αν δεχτούμε τους ισχυρισμούς της ότι αυτή δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, ότι απλώς έκανε τη δουλειά της.
Βρέθηκα πολλές φορές σε αυτό το δίλημμα, ακόμα και όταν βρισκόμουν στις τελετές της δικής μας Ολυμπιάδας, όταν έβλεπα από μέσα πράγματα τα οποία με σόκαραν, ένα οικοδόμημα να καταρρέει, και εγώ έπρεπε να τα υποστηρίξω.
Δεν έχω απάντηση. Δεν μπορώ όμως να θεωρήσω τον καλλιτέχνη εντελώς ανεξάρτητο από το παρόν, όποιο και αν είναι αυτό. Οφείλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι. Όσο πιο αποσυνδεδεμένοι είμαστε, μπορεί να γινόμαστε αρτιότεροι ως καλλιτέχνες, αλλά χάνουμε οποιοδήποτε είδος πνευματικότητας που μπορεί να συνδυάζεται με το έργο μας. Και το έργο γίνεται κάτι που απλώς θαυμάζεις. Εμένα ο ναρκισσιστικός θαυμασμός δεν είναι κάτι που με αφορά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Με ενδιαφέρει η λειτουργικότητα και το πνευματικό αποκούμπι που μπορεί να έχει κανείς μέσα από την τέχνη, παρά η εξύψωση της τεχνικής. Παρ' όλα αυτά, όταν αυτό το πράγμα θα έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ ώστε να μπορούμε να το θαυμάζουμε, ενδεχομένως να το θαυμάζουμε όπως πολλά άλλα τεχνουργήματα τα οποία θεωρούμε υψηλή τέχνη επειδή με μοναδικό τρόπο αποτυπώνουν και αποκρυσταλλώνουν κάτι το οποίο δεν ξέρουμε πόσο χρηστό μπορεί να ήταν. Ίσως θα έπρεπε να δούμε όλη την τέχνη για να μπορέσουμε να πούμε «απορρίπτω».
Και γιατί συνεχίζουμε να φοράμε Αντίντας ή Χιούγκο Μπος; Δεν έχει απάντηση για μένα αυτό το ερώτημα. Αντίστοιχα, γιατί φοράμε ρούχα που κατασκευάζονται από παιδική εργασία; Τι βαθμό συνείδησης έχουμε; Είμαι πολύ προβληματισμένος σε σχέση με αυτό γιατί και εγώ χρειάζεται να παίξω ένα ρόλο σε μια εποχή που είναι δύσκολη, με κρίση αξιών. Γνωρίζουμε ότι ο Μπρεχτ έγραφε τα φυλλάδια της Μερσεντές και κυκλοφορούσε με ένα κάμπριο ως επαναστατημένος καλλιτέχνης στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου; Το γράφει ο Κανέτι στα ημερολόγιά του, εμείς όμως έχουμε την εικόνα του Μπρεχτ ως αμφισβητία. Εντελώς ενταγμένος στο σύστημα ήταν, απλώς εκείνη την ώρα το εξυπηρετούσε. Είναι ωραίο για να προβληματιστεί κανείς και να δείξει τη δική του στάση και τη δική του θέση απέναντι στο τώρα. Ας σκάβουμε λίγο πιο μέσα, όχι μόνο στην άρνησή μας για κάποια πράγματα, αλλά ακόμα και στην αποδοχή μας γι' αυτά.
συγγραφέας
Δημήτρης Στεφανάκης
Συγγραφέας
Δεν είμαι από εκείνους που αποδίδουν ηθικές προθέσεις στην τέχνη και υπ’ αυτή την έννοια δεν θα μπορούσα να καταδικάσω ποτέ μια Ρίφενσταλ, όπως δεν μπορώ να καταδικάσω τον Χάιντεγκερ ή τον Σελίν. Υπάρχει όμως ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη σταρ του Χίτλερ και στους άλλους δύο.
Ο Χάιντεγκερ είναι ίσως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα που επέδειξε απλώς ανοχή στον ναζισμό και ο Σελίν ένας ιδιοφυής αιρετικός της λογοτεχνίας που αναλώθηκε σε φιλοναζιστικούς και αντισημιτικούς λίβελους.
Πολύ αμφιβάλλω ωστόσο για το καλλιτεχνικό ανάστημα της Λένι Ρίφενσταλ και για να είμαι ειλικρινής τη θεωρώ περισσότερο προϊόν της ναζιστικής παράνοιας παρά καλλιτέχνιδα υψηλών προδιαγραφών. Η περίπτωσή της είναι μάλλον διδακτική όσον αφορά την ουσία της σύγχρονης εποχής, για την αφέλεια και την αμετροέπεια που τη διακρίνει, διογκωμένη συχνά από τον υπερβάλλοντα ζήλο κάποιων δημοσιογράφων.
Έτσι μόνο εξηγείται το γεγονός ότι δόθηκε τέτοια έκταση προπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά σε μια ασήμαντη ιέρεια της προπαγάνδας, δημιουργώντας έναν παρά φύσιν θρύλο. Αυτός ο θρύλος προστάτεψε ουσιαστικά μια εγκληματία πολέμου, μια γκεμπελική παραφυάδα που με τον χαμαιλεοντισμό της και την ασυγχώρητη βοήθεια εκ μέρους του Τύπου κατάφερε να τη βγάλει καθαρή και να πεθάνει πλήρης ημερών, με ήσυχη και αδιατάρακτη συνείδηση. Πρόκειται, κοντολογίς, για μια περίπτωση Άλμπερτ Σπέερ.
Την ίδια στιγμή, πραγματικοί τιτάνες της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της ποίησης πλήρωσαν ακριβά τη θεωρητική τους τοποθέτηση υπέρ του ναζισμού και του φασισμού. Τα συμπεράσματα δικά σας.
σκηνοθέτης
Θάνος Παπακωνσταντίνου
Σκηνοθέτης
Προτού πούμε αν επιτρέπεται ή όχι να θαυμάζουμε έργα καλλιτεχνών όπως η Ρίφενσταλ, θα ήταν χρήσιμο να δούμε ποια είναι τα δομικά υλικά που βρίσκονται στο κέντρο της δουλειάς της.
Αν δούμε προσεκτικά δηλαδή τα ιδεώδη του εθνικοσοσιαλισμού ή και του φασισμού, διακρίνουμε το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, τη λατρεία της ομορφιάς, τον φετιχισμό του θάρρους, το αίσθημα κοινότητας, την απόρριψη της διανόησης, την ανδροκρατική οικογένεια. Μια στοχευμένη εξειδίκευση του ρομαντικού ιδεώδους δηλαδή.
Το πρόβλημα με την απόρριψη τέτοιων έργων είναι ότι συνήθως συνοδεύεται από μια μεγάλη δόση υποκρισίας. Τα ιδεώδη που κινούν το ιδεολογικό υπόστρωμα του έργου της Ρίφενσταλ σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό δεν μας είναι άγνωστα.
Στη συντηρητική χώρα που είναι η Ελλάδα, η νοσταλγία και η άνευ περιεχομένου λατρεία της αρχαιότητας σε μορφή Καρυάτιδας ή μαιάνδρου, η αποθέωση της μάτσο λεβεντιάς, η κατακραυγή και η αδιαφορία για την κουλτούρα και τον πολιτισμό, ο κανόνας της μπουζουκολατρίας, το βαρύ χέρι του πάτερ φαμίλια και το αγιασμένο χέρι του παπά μαρτυρούν περίτρανα μια υφέρπουσα φασίζουσα παθογένεια που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Είτε πρόκειται για σβάστικα είτε για τον ήλιο της Βεργίνας, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ότι πίσω από τέτοια σύμβολα ζει και βασιλεύει η επιθυμία για καθαγιασμό και εξύμνηση της φυλής. Το εκστατικό αίσθημα κοινότητας που μοιραζόμαστε ευλαβικά με τους ομοίους μας εναντίον οποιουδήποτε άλλου, εναντίον οτιδήποτε «ξένου».
Το πρόβλημα με την αποδοχή του έργου της, πάλι, έχει δύο σκέλη. Καταρχάς το να δεχτούμε αυτούσιο το έργο της και ιδεολογικά και αισθητικά είναι πρόβλημα. Το έργο της ήταν ξεκάθαρα προπαγανδιστικό. Με την κατάφαση στη Ρίφενσταλ καταφάσκουμε στη ναζιστική θηριωδία. Τα έργα της φτιάχτηκαν για να την εξυπηρετήσουν φανερά. Κανένα έργο τέχνης δεν δίνει ποτέ λύσεις. Μόνο θέτει ερωτήματα.
Αλλά και ο διαχωρισμός έργου και ιδεολογίας είναι εξίσου προβληματικός για πολλούς λόγους. Με την απόσχιση της ιδεολογίας από την αισθητική ακυρώνουμε τη δύναμη της εικόνας. Δεν μπορούμε να πούμε θετικά ότι μια όμορφη εικόνα είναι απλώς και μόνο κάτι αισθητικά ωραίο και μέχρι εκεί. Η εικόνα, όπως ολόκληρος ο 20ός αιώνας μάς έχει αποδείξει, έχει συγκλονιστική δύναμη. Μια δύναμη που, όπως καθετί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους και προς διάφορες κατευθύνσεις. Το να καταστήσουμε την εικόνα βουβή και κενή περιεχομένου, όπως εδώ, το να πουμε δηλαδή ότι δεν έχει σημασία το ιδεολογικό υπόστρωμα της «Ολυμπίας», γιατί στην ουσία είναι ένας ύμνος στην αρχαία ελληνική ομορφιά, είναι εξίσου επικίνδυνο με το να αποδεχτούμε τα ιδεώδη αυτά.
Το θέμα είναι περισσότερο να αναλογιστούμε μέσα από τέτοια πολύ χρήσιμα παραδείγματα την έκταση της δύναμης της εικόνας. Πιο συγκεκριμένα για τη Ρίφενσταλ δηλαδή, τη γοητεία του μνημειώδους, τη σαγήνη της δύναμης, την αποπλάνηση που ασκεί ο ανορθολογισμός, τη μαγεία που προκαλεί ο μύθος και την έκρηξη που συνεπάγεται το ντοπάρισμα του συλλογικού ασυνείδητου με όλα τα προηγούμενα. Η εικόνα αποπλανεί και, ναι, υπάρχει γοητεία ακόμα και μες στην απόλυτη κτηνωδία.
κριτικός τέχνης
Θεόφιλος Τραμπούλης
Κριτικός τέχνης
Mα θαυμάζεται η Λένι Ρίφενσταλ. Ήδη στις αρχικές σκηνές της «Ολυμπίας», της ταινίας που γύρισε προπαγανδιστικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, η τεχνική καινοτομία, η νοσταλγία των ερειπίων, κυρίως η αρχιτεκτονική του γυμνού σώματος συνθέτουν μια εικονογραφία που μας είναι ιδιαίτερα γνωστή. Είναι παρούσα στις αναπαραστάσεις μας για την Ελλάδα (εξάλλου, η Nelly’s είχε φωτογραφίσει το 1929 τη γυμνή Mona Paeva στον Παρθενώνα), στο πορνογραφικό υψηλό, στη θεματογραφία του Instagram.
Δεν εννοώ, προφανώς, ότι σε όλα αυτά λανθάνει το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες. Μάλλον το αντίθετο: το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες άντλησε μορφές και επεξεργάστηκε ιδεολογικά τεχνικές που αποτελούν τα θεμέλια της φορντικής και πλέον μετα-φορντικής οικονομίας και φτάνουν ως ουτοπίες και ως μηχανισμοί πειθάρχησης μέχρι τις ημέρες μας.
Από την άποψη αυτή, η απορία «εάν επιτρέπεται να θαυμάζουμε τη Λένι Ρίφενσταλ» οφείλεται στο ότι η Ρίφενσταλ και η αισθητική εκείνων των ταινιών της είναι ανοίκεια με την ψυχαναλυτική σημασία: είναι μέρος της ταυτότητάς μας που έχουμε απωθήσει, θεωρούμε πως είναι ξένη, επειδή ακριβώς φοβόμαστε τη σχέση μας μαζί της.
σκηνοθέτης
Πάνος Κούτρας
Σκηνοθέτης
Η θέση της Λένι Ρίφενσταλ στην ιστορία του κινηματογράφου είναι αδιαμφισβήτητη. Μόνο και μόνο για το γεγονός πως είναι η αντιπροσωπευτικότερη περίπτωση προπαγάνδας στον κινηματογράφο και επίσης η καταλληλότερη προς ανάλυση σε ό,τι αφορά την ηθική στην τέχνη.
Ο βασικός κορμός του έργου της έγινε στη λογική να εξυπηρετήσει μια ιδεολογία. Αυτό που έχει για μένα ενδιαφέρον είναι το δεύτερο μισό της καριέρας της, που το πέρασε στην Αφρική αφού είχε απορριφθεί από όλους, και με την ιδιότητα της φωτογράφου αναζήτησε την τελειότητα και την απόλυτη ομορφιά, όπως αυτή την αντιλαμβανόταν, μακριά από το σκοτεινό παρελθόν της.
Προσωπικά βρίσκω τις ταινίες της αφόρητα βαρετές και το πρότυπο ομορφιάς και συμμετρίας με το οποίο καταπιάνεται, και που παραμένει το σήμα κατατεθέν της, τρομερά ξεπερασμένο.
To άρθρο δημοσιεύτηκε από την Α. Μποζώνη στο lifo.gr στις 6.5.2015
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 20.10.2016