Το 1898, ο φυσιοδίφης Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας δημοσίευσε το βιβλίο του «Ο θαυμαστός αιώνας» («The wonderful century»), μια αναδρομή στα προηγούμενα εκατό χρόνια. Στα κείμενά του επαινούσε το κύμα των καινοτομιών που είχε εμπλουτίσει την ανθρώπινη ύπαρξη: σιδηρόδρομοι, ατμόπλοια, τηλέγραφοι, τηλέφωνα, ηλεκτρικά φώτα, αναισθητικά, αντισηπτικά. Ο Γουάλας δεν ήταν υπερβολικός όταν έγραφε ότι «ο αιώνας μας δεν είναι μόνο ανώτερος από όλους τους προηγούμενους... αλλά μπορεί να συγκριθεί με ολόκληρη την προηγούμενη ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας».
Ωστόσο, είχε επίσης σαφή εικόνα των ελλειμμάτων της εποχής του. Ο θαυμαστός αιώνας είδε επίσης τη λεηλασία των πόρων της Γης, την κακουχία στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων και τη μαζική ανθρωπιστική καταστροφή στις ευρωπαϊκές αποικίες. Στο βιβλίο του εξέφραζε την βαθιά του θλίψη για το γεγονός ότι η πρόοδος και η βία έμοιαζαν να συνυπάρχουν τόσο στενά, μια αντίφαση που αποτυπωνόταν στις νέες τεχνολογίες θανάτου που είχαν αναπτυχθεί. «Όλα τα σύγχρονα όπλα, καθώς και τα βλήματά τους, είναι περίτεχνα μηχανήματα, κατασκευασμένα με τη μεγαλύτερη τελειότητα και ομορφιά. Και κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος λυπάται όταν βλέπει τέτοια δεξιοτεχνία και σπουδή, και τόσα πολλά από τα αποτελέσματα της σύγχρονης επιστήμης να αφιερώνονται σε σκοπούς καθαρά καταστροφικούς».
Αυτή η διαρκής τριβή είναι το θέμα του βιβλίου του Clifton Crais «The killing age: How violence made the modern world» («Η εποχή του σκοτωμού: Πώς η βία δημιούργησε τον σύγχρονο κόσμο»). Ο συγγραφέας, ο οποίος διδάσκει αφρικανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Emory, υποστηρίζει ότι τα όπλα δημιούργησαν τη δουλεία και η δουλεία δημιούργησε τον καπιταλισμό, ο οποίος «προέκυψε από την παγκοσμιοποιημένη χρήση της βίας με στόχο τον πλουτισμό». Ο κεντρικός του ισχυρισμός δεν είναι λεπτός ούτε αμφίσημος. «Η καταστροφή», λέει, «είναι αυτή που δημιούργησε τον σύγχρονο κόσμο». Το «The Killing Age» εντάσσεται σε ευρύτερες τάσεις στη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Τα όπλα έχουν συζητηθεί ευρέως την τελευταία δεκαετία. Η τεράστια ποσότητα όπλων που κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο μεταξύ 1750 και 1900 («πάνω από μισό δισεκατομμύριο» όπλα εξήχθησαν από την Ευρώπη και την Αμερική», σύμφωνα με το βιβλίο) μοιάζει αδιανόητη. Ο κόσμος είχε ξαφνικά πλημμυρίσει από αποτελεσματικές μηχανές θανάτου μαζικής παραγωγής.
Είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι, πριν από την έλευση των πυροβόλων όπλων, η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής είχε τεχνικές δυσκολίες αλλά και μια πολύ άγρια εγγύτητα. Όλα άλλαξαν με την πυρίτιδα, αλλά τα πρώτα όπλα ήταν σχεδόν κωμικά. Η Βρετανία δεν ήταν από τις χώρες που πρωτοστάτησαν στον τομέα, αλλά, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, προχώρησε με γοργά βήματα τον 18ο αιώνα, παράγοντας μαζικά το Brown Bess, το μακρύ μουσκέτο με μύτη φόρτωσης που αποτέλεσε το βασικό όπλο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για περισσότερο από έναν αιώνα. Ακολούθησαν τα μακρύκανα μιας βολής, τα καψούλια, τα όπλα με οπίσθια φόρτωση και τα πολυβόλα (Gatling και Maxim).
Το βιβλίο επιχειρεί να συνθέσει αυτή την ιστορική εικόνα σε ένα συνολικό όραμα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει την ύπαρξη ενός συνεχούς μεταξύ της δημόσιας βίας των επαναστάσεων και των εθνικών πολέμων, της ιδιωτικής βίας του δουλεμπορίου και των φυτειών, και της βίας που ενέχουν, όπως οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τη Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και άλλους ημι-κρατικούς φορείς. Τονίζει επίσης ότι τα όπλα άλλαξαν δραματικά την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων ζώων, ιδίως των φαλαινών, των βισόνων και των ελεφάντων.
Με στοιχεία από τη «Wall Street Journal»