μια κόρη που στοχαστικά* Από τη Γλυκερία Μπασδέκη

μια κόρη που στοχαστικά* Από τη Γλυκερία Μπασδέκη Facebook Twitter
2
μια κόρη που στοχαστικά* Από τη Γλυκερία Μπασδέκη Facebook Twitter
Η μέρα που ο Καρυωτάκης νίκησε την Καίτη Φίνου
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!

Kώστας Καρυωτάκης

Τα μισά κορίτσια ήθελαν να γίνουν Καίτες Φίνου, τα μισά αγόρια Σταμάτηδες Γαρδέληδες. Τα υπόλοιπα (κορίτσια και αγόρια) είχαν ήδη μεταμορφωθεί στο είδωλό τους. Κι Αυτός (ο κύριος Φιλόλογος) αγκομαχούσε (στα βαθειά έιτις που του κληρώθηκαν) να διδάξει αυτό το έρημο το ζευγαρωτό το τετράστιχο του έρημου του ποιητή για την έρημη την κόρη σ' έναν κόσμο ήδη ρημαδιό.


Πρέπει να ήταν η προτελευταία ώρα, σαφώς άνοιξη, τα τελευταία θρανία ετοίμαζαν κάτι δυναμιτάκια σαρπράιζ για τον δύσμοιρο Φυσικό που θα έκλεινε το εξάωρο. Κι Αυτός (ο κύριος Φιλόλογος) ίδρωνε και ξαναίδρωνε με το σπιτάκι και την καμαρούλα και την κόρη και τη ζωή που χάνεται στον ήλιο (όπως η θάλασσα στα ποιήματα του Ρεμπώ).

 

Κι εγώ που τον είχα ήδη αγαπήσει επειδή έσερνε το δεξί του το ποδαράκι και μας μισούσε όλες εμάς τις Καίτες κι επειδή μια φορά μας πέταξε στα μούτρα ότι η μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια είναι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αλλά δε θα τη βάλουν ποτέ στα βιβλία κι επειδή πέντε λεπτά ν' αργούσε να χτυπήσει το κουδούνι θα είχε αναληφθεί από αγκομαχητό και αηδία, επειδή όλα αυτά κι άλλα που θα καταλάβαινα πολύ μετά, ήταν φως φανάρι ότι διδάσκει μόνο για μένα.

 

Κι εξαφανίστηκε όλο το Γάμα τέσσερα, κι οι Καίτες κι οι Σταμάτηδες που ήθελαν να τα φτιάξουμε στο προηγούμενο διάλειμμα και μείναμε μόνο εμείς. Αυτός (ο Κύριος Φιλόλογος) με το σερνάμενο το ποδαράκι κι Εγώ: η Κόρη που στοχαστικά μασούσε το κόκκινο μπικ κι άκουγε το τετράστιχο το ζευγαρωτό και καθόταν ήδη σε κείνη τη βαθιά πολύθρόνα και την έλεγαν Μαρία κι ήταν μοδίστρα και ποιήτρια και ολίγον χτικιάρα και θα πέθαινε νεοτάτη, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου γιατί θα πήγαινε με τον ήλιο κι ο κύριος Φιλόλογος θα ήταν κάπου εκεί να αγκομαχά και να ίπταται.


Και τότε έσπασε το κόκκινο το μπικ και γέμισα μελάνια ίδια με αίματα και κατάλαβα ότι η ποίηση βάφει και ματώνει και σώζει και άλλα πολλά που θα καταλάβαινα πολύ μετά.

 

Crying Game
2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ