Αναζητώντας τα ίχνη του ποιητή στη Ζάκυνθο και απαγγέλλοντας στίχους του μέσω skype
Ένα οδοιπορικό στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και εμπνεύστηκε πολλά από τα ποιήματά του
Φωτογραφίες: Σπύρος Στάβερης | Κείμενο: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
 
Στο σπίτι του Σολωμού, στο Ψήλωμα

Προχωράμε μέσα από τις λεμονιές για να φτάσουμε στο σπίτι του Σολωμού στο Ψήλωμα, έναν πράσινο λόφο πάνω απ’ την πόλη της Ζακύνθου. Ένα γέρικο σκυλί γαβγίζει, με ένα χάδι δείχνει τη κοιλιά του. Πηγαίνουμε απ’ την πίσω μεριά, μέσα από το περιβόλι, και η παλιά έπαυλη, απλή και ελαφρώς παρατημένη, δεσπόζει πάνω απ’ τον ελαιώνα του Κρυονερίου, το Ακρωτήρι και τη θάλασσα ως το Μεσολόγγι. Στη βεράντα, ξερά φύλλα ελιάς έχουν μαζευτεί ανάμεσα στις φαγωμένες πέτρες, τα πράσινα παραθυρόφυλλα κλειστά, ένας φοίνικας, ένας ρημαγμένος κήπος, μια κληματαριά. Σε ένα μικρό σπιτάκι, προκατασκευασμένο, ανάμεσα σε μια φραγκοσυκιά και δύο ζαχαροκουκιές, ζει ο σέμπρος του άδειου κτήματος −Δημήτρης Κολαΐτης, ετών 75−, ένας άκληρος αγρότης που προσέχει το μέρος και καλλιεργεί τα κλήματα με αντάλλαγμα ένα δωμάτιο κι ένα μικρό ποσοστό επί της σοδειάς. «Δεν είχα ούτε πέτρα να βάλω για προσκέφαλο» μας λέει με φοβισμένο βλέμμα όση ώρα φωτογραφίζουμε (πράγμα που τον κάνει νευρικό, καθώς το σπίτι είναι περίπου απόρθητο)

Ανήκει πλέον στην ιδιώτη κ. Μπάμπα Μπουτή, που μένει στην Αθήνα. Ο άντρας της, που σηκώνει το τηλέφωνο, τη φωνάζει στα αγγλικά: «Baba, pick up the phone, please».

«Αχ, πάλι αυτή η ιστορία!» λέει με ευγενική αγανάκτηση και σπασμένα ελληνικά η κυρία. «Ακούστε, ο Σολωμός ποτέ δεν έμεινε σ’ αυτό το σπίτι − είναι μύθος. Ο ποιητής έμενε στο πατρογονικό του, στο Ντομινικάλε, απέναντι σχεδόν από τη Μητρόπολη. Το σπίτι το αγόρασε ο Δημήτριος, ο αδελφός του ποιητή − απλώς εκεί εορτάστηκε, πριν από έναν αιώνα, η γέννηση του ποιητή. Εξού και η σύγχυση».

«Αυτά τα λέει για να γλιτώσει την απαλλοτρίωση» μας λέει μετά ένας κορυφαίος Ζακυνθινός σολωμιστής. «Γιατί είναι ντροπή το σπίτι του εθνικού ποιητή να είναι ένα σπίτι διακοπών, όπως όλα τ' άλλα...»

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
Στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου

Λέω στα παιδιά να πάμε στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου. Εδώ ήρθε ο ιερομόναχος Διονύσιος στη «Γυναίκα της Ζάκυθος», στάθηκε στο πηγάδι και μέτρησε τους δίκαιους αυτού του κόσμου με τα δάχτυλα τους ενός χεριού. Κάθε Κυριακή του Θωμά, μια Κυριακή μετά το Πάσχα εδώ συνέβαινε ένα από τα ωραιότερα ζακυνθινά έθιμα, μέχρι που βαθμηδόν καταργήθηκε. Κάτω απ’ τις ελιές, στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, ανάμεσα στις μολώχες στρώναμε κουβέρτες με κοκκινιστό και βερντέα, τ’ ανιάκιαρα κατέβαιναν μέσα απ’ τα βουνά της Λούχας −ταμπούρλο, πίπιζα― και μετά κιθάρες και Γούναρης. Όταν πρωτοδιάβασα τον χορό του Έρωτα με τον Ξανθό Απρίλη στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ήμουνα σίγουρος ότι εδώ είδε ο Σολωμός τις γαλάζιες πεταλούδες να κοιμούνται μέσα στον άσπρο κρίνο. Τώρα, τα πρώτα κυκλάμινα έχουν φυτρώσει στο ανηφορικό μονοπάτι και στο ιταλιάνικο καμπαναριό κάποιος έχει γράψει «Fuck You All». Βλέπω κάτω τα χωράφια ως το Καλαμάκι, το αεροδρόμιο και τα βουνά: οικοδομικός οργασμός! Φτηνά ξενοδοχείο και ενοικιαζόμενα, το ένα πάνω στο άλλο, με πισίνες και χιπ-χοπ. Και στο βάθος, ο Λαγανάς, σαν φλίπερ που το ’βγαλαν απ’ την πρίζα.

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
Ζάκυνθος, το νησί του Σολωμού #not

Φοβάμαι ότι αυτό που έκανε τη Ζάκυνθο μοναδική απλώς δεν υπάρχει πια. Η ομογενοποίηση της μαζικής κουλτούρας ήρθε κι έδεσε με τον τσίπικο τουρισμό του all included. Τα τρελαμένα παιδιά που έρχονται τσουβαλιαστά από συγκεκριμένα γραφεία φτηνού τουρισμού, για να κάψουν μέσα σε 15 μέρες την μελαγχολία ενός ολόκληρου χειμώνα, καλά-καλά δεν ξέρουν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Βρίσκονται σε μια καμένη λούπα: αλκοόλ/ σεξ/ ηλιοθεραπεία. Αλλά κι οι Έλληνες δεν πάνε πίσω. Ποιός Σολωμός ρε φίλε! Γενικώς, είναι μια εποχή όπου η ποίηση θεωρείται βάρος περιττό - αν δεν θεωρείτο πάντα. Γιαυτό κι εγώ αισθάνομαι λιγάκι ότι ψάχνω ψύλλους στ’ άχερα οδηγώντας προς την Αναφωνήτρα τα παιδιά (εδώ ο Σολωμός τοποθέτησε την «Τρελλή Μάνα», ένα goth αριστούργημα που δεν έχει όμοιο στην παγκόσμια γραμματεία), γι’ αυτό και αμέσως μετά παίρνω το δρόμο για Αργάσι. Λίγη κόλαση πού και πού δεν βλάπτει.

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
Στο σπίτι του αδελφού του

Δεν έχει ακόμη βραδιάσει εντελώς και στο λίγο φως τα σχήματα στον κάμπο φαίνονται διαυγέστερα. Το αρχοντικό του Δημήτριου Σολωμού, αδελφού του ποιητή, είναι δίπλα στην άσφαλτο, κρυμμένη σε ψηλούς ευκάλυπτους, με εκκλησία, αμπελώνα και ένα πέτρινο περίπτερο. Την ξέρω την ανιψιά του ποιητή −τέταρτη γενιά− απ’ το Γυμνάσιο, που κάναμε παρέα. Είναι μια απλή, χαριτωμένη γυναίκα που με υποδέχεται με το δεύτερο παιδί της στην αγκαλιά. Στο παλιό πιάνο που έχει μεταφερθεί εδώ απ’ το Ντομινικάλε είναι ακόμα ανοιχτή μια παρτιτούρα του Λιστ. Τα ιστορικά έπιπλα που έχει κληρονομήσει έχουν γι’ αυτήν ακόμα αξία χρήσης − ο μικρός γιος της, ο τετράχρονος Γιαννάκης, χοροπηδάει με τις γαλότσες πάνω σε μια παλιά βενετσιάνικη καρέκλα και λέει ένα τραγούδι της Γαρμπή. Γελάμε και γελάει κάτω από το πορτρέτο του Διονύσιου Σολωμού − είναι το πρωτότυπο απ’ το οποίο έχουν κυκλοφορήσει οι χιλιάδες αναπαραγωγές και κάρτες.

«Ερχόταν συχνά ο Σολωμός εδώ», μου λέει η κ. Σκανδάμη, «έτρωγε, τον φιλοξενούσαν, έκανε τον περίπατό του».

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
Τι επιζεί αληθινά απ’ τον Διονύσιο Σολωμό;

Λίγα έχουν αλλάξει από τότε. Την ώρα που φεύγουμε, μέσα στη νύχτα, ένα παιδί που ξέρω μπαίνει μπροστά στο αυτοκίνητο και μας σταματάει για να περάσουν τα αρνιά του, που επιστρέφουν στη στάνη. Τι επιζεί αληθινά, όμως, απ’ τον Διονύσιο Σολωμό; Εντάξει, με λίγη προσπάθεια μπορείς να βρεις τη ρίζα της ελιάς που από κάτω της στοχάστηκε τον ύμνο προς την Ελευθερία. Μπορείς να δεις τα σπίτια όπου έζησε, τους κήπους όπου περπάτησε − το Σκοπό, το Ακρωτήρι, την Αναφωνήτρα… Μπορείς να βρεις τους απογόνους του αδελφού του, το μελανοδοχείο του, τον πρώην γκολκίπερ του Ζακυνθιακού κ. Καπανδρίτη να τραγουδάει το «Έστησε ο έρωτας χορό» με κιθαρίτσα στις «Αρέκιες». Με λίγη προσπάθεια μπορείς να βρεις τον φράχτη των ρόδων που αναφέρει στο «Όνειρο», τα γιούλια που μ’ αυτά πλέκει το νεκρικό στεφάνι του ανιψιού του, τις ίδιες εκκλησίες όπου «λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι». Μπορείς να τα βρεις όλα αυτά, μόνο που κανείς δεν τα γυρεύει. Ίσως μερικοί ευγενείς σολωμιστές, σύλλογοι και κολλημένοι- πέρα τούτου ουδέν, ας μη κρυβόμαστε. Θα πει κανείς, δικάιως, ότι οι στίχοι ζουν στο πνεύμα των ανθρώπων - λίγες υπενθυμίσεις όμως δεν θα έβλαπταν. Ο Σολωμός ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες που υπήρξαν -θα έπρεπε να έχει γίνει ποπ σύμβολο, όπως ο Σέξπιρ.

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
Η βερντέα του ποιητή

Το διήμερο που κρατάει το φωτορεπορτάζ σαρώνουμε το νησί με το αμάξι. Σταματάμε σ’ οτιδήποτε κρατάει κάποιο ίχνος σολωμικό – από τις τοποθεσίες που αναφέρει μέχρι το σιγαλινό σχίσιμο της θάλασσας στους βράχους! Καταλήγουμε στο κτήμα της κοντέσας Κομούταινας, δεδομένου ότι ο ποιητής αγαπούσε πολύ τη βερντέα. Στις αποκαλυπτικές Επιστολές του, από την εποχή που έμενε στην Κέρκυρα, δεν είναι λίγες φορές που ζητάει από τον αδελφό του να του στείλει το βαρελάκι του. Η κοντέσα, καταδεχτική αλλά και φύσει απόμακρη, μας ξεναγεί στο κελάρι που ζυμώνεται το νέο της κρασί, στην ιταλιάνικη αγροικία και το τάφο των προγόνων της- μέσα στα αμπέλια, κάτω από ένα θόλο που σχηματίζουν λίγα πεύκα και μια απολλώνια δάφνη. Αλλά βερντέα σέρβιρα κι εγώ, μικρός, στην ταβέρνα του νόνου μου. Αφότου πέθανε είναι κλειστή. Μένει εκεί, μόνη, ανάμεσα στα άδεια βαρέλια που αρνείται να πετάξει, η γιαγιά μου. Τη βρίσκουμε να κάθεται δίπλα στο παράθυρο και να διαβάζει τη Σύνοψη. Με βλέπει σαν να βγαίνει από μια ονειροπόληση και με ένα σάστισμα μ’ αναγνωρίζει, μ’ αγκαλιάζει και μου φιλάει τα μάτια. Μας δείχνει το κρεβάτι της − μονό, αφότου πέθανε ο παππούς μου. «Εδώ κοιμάμαι, παιδάκι μου, σαν το έρημο πουλάκι» λέει.

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
Όλα πεθαίνουν, αλλά όχι η ποίηση

Hνόνα μου συνήθιζε συχνά να μου λέει ένα λαϊκό ποίημα που ήξερε κι αυτή από παιδί: «Σ’ ένα νησί χαρούμενο πηγαίνει ο Κωνσταντίνος/ παίρνει γυναίκα λυγερή, γλυκειά, γαλανομάτα...», και τα λοιπά και τα λοιπά. Το έλεγε με το τραγουδιστό ιδίωμα των Επτανήσων, όπου ο ρυθμός καβαλάει το νόημα σαν κύμα και τελικώς το κουκουλώνει (μελοδραματισμός), ώστε τελικά να πάσχεις για το βάσανο του τραγουδιστή παρά για το βάσανο που ιστορείται στο τραγούδι. Όμως τον ίδιο ακριβώς ρυθμό βρήκα αργότερα, αποκατεστημένο και εξυψωμένο, στον Σολωμό − που με γοήτευσε αμέσως με τα συντρίμμια της γλώσσας του, τον πικρό, αριστοκρατικό κόσμο του, την μεγάλη μοναξιά των Επιστολών του. Κι έτσι συνέβη κάτι μεγαλειώδες και παράδοξο: μέσα από την πνοή του μεγαλύτερου Έλληνα ποιητή, μπορώ ακόμα να ακούω το τραγούδι της γιαγιάς μου, να βλέπω την άχνα της ζωής της. Μιας λαϊκής γυναίκας, απλής σαν χώμα, που ο Σολωμός την άκουσε και αφομοίωσε ισοδύναμα με τον Δάντη -με την αθωότητα ενός παιδιού, ή μάλλον ενός ξένου. Όλα πεθαίνουν. Όμως, απ’ την ανθρώπινη εμπειρία, μια λεπτή, χρυσή κλωστή διασώζεται και δένει τους ανθρώπους κάθε εποχής με την αρχαία ουσία που τους γέννησε: κι αυτή η κλωστή είναι η ποίηση.

«Να μου ξανάρθεις, παιδάκι μου» μου λέει παρακαλεστά στη σκάλα της ταβέρνας.

Σημ.: Το άρθρο είναι ανασκευή ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εικόνες του Κόσμου, το 1997. Στο ταξίδι συμμετείχε η Μαρούσα Θωμά. Η γιαγιά του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου πέθανε τέσσερα χρόνια μετά το δημοσίευμα. Η κοντέσα Κομούταινα, πέθανε επίσης, λίγα χρόνια μετά.

 
Διονύσιος Σολωμός μέσω Skype, με αφορμή τον θανατό του σαν σήμερα το 1857
 
Περισσότερα
 
Έξι αναγνώσεις ποιημάτων του μέσω Skype | Επιμέλεια Μερόπη Κοκκίνη
  • Γλυκερία Μπασδέκη
    «Η ψυχούλα»
  • Λυδία Φωτοπούλου
    «Η τρελλή μάνα»
  • Αλεξάνδρα Αϊδίνη
    «Το όνειρο»
  • Γιώργος Γάλλος
    «Η ημέρα της Λαμπρής»
  • Χρήστος Λούλης
    «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
  • Γιάννος Περλέγκας
    «H Γυναίκα της Ζάκυνθος»