Επίθετοπεριεκτικός, -ή, -ό που περιέχει /περιλαμβάνει πολλά ο πλούσιος σε περιεχόμενο, που περιεχει πολλά νοήματα σε λίγες λέξεις (για λόγο) οι δηλώσεις του ήταν σύντομες και περιεκτικές τα κείμενά του είναι λιτά και περιεκτικά· δεν πλατειάζει, αλλά δεν χάνει και τη βαθύτερη ουσία του θέματος
Σχολιάζει ο/η