Φοβάμαι ότι έχω μια αρνητική προδιάθεση λόγω και του πρόσφατου περιστατικού με τον Καζάκο. Που αν ήταν μεμονωμένο περιστατικό δεν θα του είχα δώσει και μεγάλη σημασία, αλλά είναι μια νοοτροπία που απαντάται συχνά - θυμάμαι πολύ έντονες εκφάνσεις της όταν πριν 1-2 χρόνια η πρώτη σε μόρια στις Πανελλαδικές δήλωσε ότι θα προτιμήσει εντούτοις τη Γερμανία για τις σπουδές της.Εν μέρει βέβαια μπλέκω ανόμοια πράγματα - επ’ουδενί η κοπέλα στο γράμμα μίλησε για προδοσίες κι άλλα τέτοια εθνικοπατριωτικά, προφανώς δεν την τοποθετώ στην ίδια κατηγορία!Απλώς υπάρχει μια κοινή πηγή εκκίνησης˙ όταν κάποιος προχωράει με κάποιο τρόπο στη ζωή του, εμείς αναρωτιόμαστε: Κι εμείς τι θ’απογίνουμε; Αυτό όμως δεν είναι δουλειά του άλλου. Δεν είναι ωραίο να μεταφέρουμε αυτό το βάρος στις πλάτες του άλλου. Καθένας είναι υπεύθυνος για το μέλλον του. Είναι υπόλογος πρώτ’απ’όλα στον εαυτό του. Ούτε στην πατρίδα (εκτός ίσως της ακραίας περίπτωσης πολεμικής απειλής), ούτε σε φίλους και αδέλφια, ούτε καν στους γονείς. Μόνο στα (ανήλικα) παιδιά του, αν έχει κανείς, των οποίων και φέρει την ευθύνη.(Η συντροφική σχέση είναι ειδική περίπτωση, γιατί σπάνια έχει μέλλον χωρίς επαρκή συνύπαρξη. Αν είναι απλώς μια καλή σχέση, είναι λογικό να μπει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το μέλλον που προσπαθεί να χαράξει καθένας για τον εαυτό του. Αν έχει εξελιχθεί σε «σχέση ζωής» -και τουλάχιστον η απόσταση είναι μια καλή δοκιμασία- συνήθως κάποιος από τους δύο θα πρέπει να τροποποιήσει την πορεία του, είτε με το να μην (ξανα)φύγει είτε με το να ακολουθήσει αυτόν που φεύγει. Θα πρέπει πάντως να το κάνει επειδή το θέλει πραγματικά.)Συγγνώμη αν φαίνεται να την μπαίνω πολύ στην κοπέλα του γράμματος – τον πόνο του αποχωρισμού τον έχω βιώσει και συνεχίζω να τον βιώνω, και μάλιστα όντας πάντα «αυτή που μένει πίσω». Αν είχε μείνει στην περιγραφή αυτού του συναισθήματος δεν νομίζω να έλεγα κάτι, αυτή η έκκληση στο τέλος μου χτύπησε άσχημα, και με οδήγησε στους συνειρμούς που ανέφερα στην αρχή.
Σχολιάζει ο/η