Η μυστικη μου
Θεσσαλονικη
30 μυστικά και μυστήρια από την πιο κοσμοπολίτικη και απρόβλεπτη πόλη της Ελλάδας
Επιμέλεια: M. Hulot
Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν
 
1
Για τον Θωμά Κοροβίνη δεν υπάρχουν μυστικά και μυστήρια
Η δική του Σαλονίκη είναι μια πόλη λατρεμένη, πολυτραγουδισμένη, μυθοποιημένη και μαρτυρική
 

Τα μυστικά θέλουνε τάφους επτασφράγιστους. Και τα μυστήρια, μύστες ικανούς, για να τελεστούν. Οι Κάβειροι της Σαμοθράκης μας κληροδότησαν τα ιερά – μα, για τη λειτουργική τους ούτε ίχνος. Η μυστηριακή παράδοση στάθηκε φειδωλή στις σε βάθος αποκαλύψεις. Ούτε ρωγμή. Εικάζουμε μόνον.
Η ιστορία της Θεσσαλονίκης αποτελεί –κατά μία οπτική– τη διαχρονική επιστρωμάτωση ανάγλυφων μα και αφανέρωτων παλίμψηστων. Στο επιστητό της διαπλέκονται μύθοι και αλήθειες, θρύλοι και συμβάντα. Στην αρχαιότητα λατρεύτηκε εδώ ο Βάκχος. Αλλά πώς; Λένε με φαλλικές πανηγύρεις. Υπερίπτανται, άραγε, στον θόλο της περί το μισό εκατομμύριο ψυχές, Θεσσαλονικέων βρικολάκων, «προσγείων», όπως τους λέει ο ποιητής Μάριος-Μαρίνος Χαραλάμπους στη μελέτη του Μυστική Θεσσαλονίκη;

«Της Σαλονίκης το θεριό βγήκε να σεριανίσει.
Βάζει γεναίκας φορεσιά, γεναίκας πασουμάκι,
γεναίκα βγαίνει, κάθεται μέσα στο σταυροδρόμι…» (δημοτικό τραγούδι)

Από τα μικράτα μας ακούγαμε για αιμοβόρα στοιχειά στο «Κόκκινο Σπίτι» –απέναντι απ’ την Αγιά Σοφιά–, που το μετατρέπει ο νυν δεσπότης του «Θεσσαλονικάρχης» Ιβάν σε προτεκτοράτο του ΠΑΟΚ, για τρομοκρατικά φαντάσματα του Σέιχ Σου, για ζουρλούς ρασοφόρους στην Άνω Πόλη που παίρνουν στο κυνήγι μεταμεσονύχτιους διαβάτες, για το «στοιχειωμένο σπίτι» στου Βότση που των αδυνάτων αδύνατο να κατοικηθεί, για υπόγειες σήραγγες λαβυρινθώδεις, για χριστιανικές κατακόμβες και κρύπτες που σχηματίζουν μια δεύτερη πόλη με τούνελ – και λοιπά συγγενικά. Στη νιότη μας ανακαλύψαμε –τα μέχρι τούδε ανεξήγητα– εντυπωσιακά, σκόρπια, «χυμένα» γλυπτά –σαν από χέρι κάποιου δικού μας Γκαουντί– στους Κήπους του Πασά, όπου το κάλλος και το δέος.


Καθώς τυγχάνω πολύπλαγκτος στρατοκόπος, ευτύχησα να ανταμωθώ με άλλους πλάνητες του άστεως, με κάποιους σύγχρονους περπατημένους «μύστες», αλήτες και ποιητές, οι οποίοι, δασκαλεμένοι από παλιότερους, μ’ έμπασαν σε κόλπα κρυφά, μικρά μυστικά, που έκαναν την ταραγμένη μου νιότη λιγότερο οδυνηρή. Δεν υπάρχουν πια. Αφανίστηκαν κι εκείνοι μαζί με τα επεισοδιακά στέκια μου, ερωτιάρικα, ρωμαλέα, επαναστατικά, όπως π.χ. ο «Τζότζος», η «Δόμνα», η «Σεχραζάτ», ο «Παράδεισος» και η «Όμορφη νύχτα». Εκεί όπου γεννιόνταν όντως τέτοιες εκπλήξεις που εξελίσσονταν σε «μυστήρια». Όπου σε «μυούσε» αυτόματα ή σταδιακά και το βαρβάτο σου ένστικτο, η ορμή της νιότης, η αισθησιακή ευτολμία και η αυθεντική λαϊκότητα. Όλα αυτά σχεδόν μία δεκαετία προτού περάσουμε στον νέο αιώνα. Έκτοτε, μυσταγωγοί και μυημένοι σκόρπισαν σαν τρελαμένα πουλιά μες στην ανεμοδούρα.


Μα, κάνω ακόμη επί χιλιομέτρων χιλιόμετρα στις ρίμες της πολιτείας, επιμένοντας να ξαναπιώ απ’ το ίδιο –«αθάνατο», όπως πίστεψα στη νιότη μου– νερό, οργώνοντας ξανά και ξανά τις ίδιες πέτρες που τις ξέρω και με ξέρουν. Μπας και αποκαλυφθούν νέα «μυστήρια». Μπας και πετύχω το «θαύμα». Νιώθω νυχτοπερπατώντας συχνά σχεδόν ψηλαφητή τη συντροφιά αδερφών ομοαίματων που αλληλοσφραγίστηκαν μ’ αυτή την πόλη, σαν τον Ιωάννου και τον Ασλάνογλου, με τη νοερή παρέα του Χριστιανόπουλου στο πλάι μου, που του έλαχε Γολγοθάς αναπάντεχος στα στερνά του.


Αντιμάχομαι την πλασματική, απατηλή εικόνα της που τη συστήνουν ευκαιριακές καρτ-ποστάλ. Περί ερωτικών και άλλων τινών δαιμονίων. Δύσκολη πόλη! Πρέπει να σκάβεις διαρκώς! Αγόγγυστα! Να σαμποτάρεις τις εμμονικές αντιστάσεις της. Όσο και να την πονάς, όσο και να ματώνεις στα καλντερίμια της, δεν σε ξεδιψάει. Δεν σου παραδίδεται. Δεν είναι πόλη για απροσκύνητους η Σαλόνικα. Θέλει κάθε ώρα να της κάνεις τεμενάδες. Δεν αμφισβήτησε τους σατραπικούς εναγκαλισμούς που την καθήλωσαν, δεν αποδέχτηκε τις εσφαλμένες επιλογές της που της στένεψαν τα τακούνια –και ακόμη στραβοπατάει–, δεν έδιωξε τα δυναστικά φαντάσματά της. Δεν δικαίωσε τόσο άδικο αίμα που κύλησε στους δρόμους, στον Ιππόδρομο, στις αγορές και στις πλατείες, στους ναούς, στις χάβρες και στα τεμένη της, μέσα στο διάβα της Ιστορίας. Ναι, είναι ένας τόπος μαρτυρίου πλέον του μυστηρίου. Και τα μεν μαρτύρια καρτερούν τον γδικιωμό τους. Ικανό δε πλήθος συμπολιτών μας σέρνει ακόμη τον χορό στο ίδιο τέμπο, απ’ τον καιρό της λεγόμενης «απελευθέρωσης» κι έπειτα, ομού μετά εθνοκεντρικών καθηλώσεων και ψυχοπαθολογικών συνδρόμων ανίατου καθωσπρεπισμού και παπαδοκρατίας. Αυτά δεν είναι μυστήρια. Είναι κοινές αλήθειες ανομολόγητες.


Είναι, λοιπόν, η λατρεμένη, πολυτραγουδισμένη και μυθοποιημένη Σαλονίκη μια πόλη μαρτυρική. Παράλληλα, μάλλον είναι και «μυστική». Και πάντως πόλη μυστήρια. Comme il faut και φοβιτσιάρα. Όμως παράδοξα –κι ώρες ώρες παράφορα– και αφοπλιστικά ελκυστική. Μια παιδεμένη γερόντισσα με πολυτάραχο βίο, σεμνότυφη, αλλά προκλητικά πανέμορφη –μείξη ακόρεστης εταίρας και άσπιλης ηγουμένης–, με μια μόνιμη υγρασία υφάλμυρη που σε προσκαλεί σε μυσταγωγικές συνουσίες. Που συντελούνται θέλοντας και μη, στεγασμένες ή υπαίθριες, σε ελάχιστη απόσταση από κάποιαν απ’ τις μοναδικές στον κόσμο βυζαντινές εκκλησίες της.


Τέτοιες –που με πληγώνουν (αλλά και με «φτιάχνουν»)– κάνω σκέψεις, εν κρυπτώ και φανερώ, ενώ περνώ καταμεσήμερο έξω απ’ την άλλοτε κοσμοπολίτικη κεντρική αγορά «Μοδιάνο», απ’ την πλευρά της Ερμού –καθώς ολοκληρώνεται το άδειασμα απ’ τα καταστήματα και ετοιμάζεται η ανασκευή της, Κύριος οίδε, σε τι–, ακούγοντας το φάντασμα μιας αλλοτινής μου λάγνας γειτόνισσας Ισπανοεβραίας, της μαντάμ Μαρί, να τραγουδάει όπερες και θωρώντας το σέρτικο μαναβάκι από απέναντι, απ’ τη λαϊκή αγορά, το Καπάνι, να της απαντάει παιχνιδιάρικα με νταλγκαδιάρικους αμανέδες.

 

Θωμάς Κοροβίνης,
Συγγραφέας, Μουσικός

 
2
Η στήλη του Βακχύλου
στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης συνδέει την Τροία με την ιστορία της πόλης μέσα από έναν θρύλο
 

ΗΘεσσαλονίκη ανέκαθεν ήταν κοσμόπολη. Αγκαλιασμένη με τον Θερμαϊκό Κόλπο, να αφηγείται άγνωστες ιστορίες των χιλιάδων κατοίκων, εμπόρων, ψαράδων, ταξιδευτών και των δυνάμεων που λάτρευαν και παρακαλούσαν για προστασία, να διαπερνά τα στενά δρομάκια, τους ναούς και τα σπίτια της ψιθυριστά σαν θαλασσινό αεράκι.

Η στήλη του Βακχύλου είναι ένα μικρό ταφικό μνημείο που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Δείχνει έναν Θεσσαλονικιό ψαρά, ξυπόλυτο, να ζυγίζει ψάρια. Είναι μια απλή επιτύμβια στήλη αφιερωμένη στον Βακχύλο από τα μέλη του συλλόγου, κυρίως συναδέλφους του ψαράδες, στον οποίο ανήκε ο νεκρός. Ο σύλλογος, ένας από τους πολλούς θρησκευτικούς, εμπορικούς ή καλλιτεχνικούς της αρχαίας πόλης, λεγόταν «Συνήθεια Ήρωος Αινεία» και επικεντρωνόταν στη λατρεία του Αινεία, μυθικού Τρώα ήρωα, γιου της Αφροδίτης. Η στήλη του Βακχύλου είναι η μόνη απτή απόδειξη για τη λατρεία του Αινεία και χρονολογείται στα ρωμαϊκά χρόνια, το 125 μ.Χ. Η λατρεία του Αινεία, όμως, στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ αρχαιότερη.

Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Αινείας κατάφερε να ξεφύγει από τη φλεγόμενη Τροία κουβαλώντας στην πλάτη τον ανήμπορο γέρο πατέρα του, τον Αγχίση, και κρατώντας από το χέρι τον μικρό του γιο Ασκάνιο. Μπήκαν σε ένα πλοίο και ανοίχτηκαν στη Μεσόγειο. Ο θρύλος τον θέλει να περνάει από την Καρχηδόνα στις ακτές της Αφρικής, να καταλήγει στην Ιταλία, όπου τα εγγόνια του θα ίδρυαν τη Ρώμη, και να γίνεται ο γεννήτορας όλων των Ρωμαίων. Αλλά πριν τα κάνει όλα αυτά πέρασε από τον Θερμαϊκό Κόλπο, όπου ίδρυσε την Αίνεια, στο ακρωτήριο Μεγάλο Έμβολο (Καραμπουρνού), στην περιοχή της Νέας Μηχανιώνας και του Αγγελοχωρίου, όπου έκτοτε τον λάτρευαν ως ήρωα.

Η Αίνεια ήταν ένας από τους οικισμούς που τροφοδότησαν με πληθυσμό τη νέα πόλη που ιδρύθηκε δίπλα, πολλά χρόνια μετά την Αίνεια, στα 315 π.Χ., τη Θεσσαλονίκη. Η νέα πόλη-λιμάνι προσέλκυσε ευθύς εξαρχής πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες. Μία από τις μικρές λατρείες που μεταφέρθηκαν στη νέα μητρόπολη και έσβησαν από τη μνήμη με το πέρασμα του χρόνου ήταν η λατρεία του ήρωα Αινεία, η οποία γιορταζόταν πανηγυρικά κάθε τέσσερα χρόνια. Γνωρίζουμε ότι η λατρεία του Αινεία υπήρχε στη Θεσσαλονίκη πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια, όσο η Μακεδονία ήταν ελεύθερη και η Θεσσαλονίκη στα πρώτα χρόνια της ζωής της, από ένα συμβάν που αναφέρει ο αρχαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος.

Την εποχή ακόμη του Μακεδονικού Βασιλείου, στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., ο προτελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Ε’, που βρισκόταν σε διαμάχη με τη Ρώμη, μετακίνησε βίαια κατοίκους παραλιακών πόλεων για να εγκαταστήσει εκεί Θράκες και άλλους πληθυσμούς «βαρβαρικούς», θεωρώντας θα του παρείχαν καλύτερους πολεμιστές στον επικείμενο πόλεμο με τη Ρώμη. Αυτό οδήγησε σε μαζική λαϊκή αντίδραση στο βασίλειο, που καταπνίγηκε βίαια με σφαγές των αντιφρονούντων. Ο Φίλιππος, φοβούμενος εκδίκηση από τις οικογένειες των δολοφονηθέντων, εξαπέλυσε πογκρόμ εναντίον των αρσενικών απογόνων τους. Μέσα σε αυτούς ήταν και κάποιος Πόρις και τα παιδιά του, που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη του γυναίκα, η Αρχώ, πέθανε νέα. Η αδελφή της, Θεοξένα, παρότι χήρα η ίδια με έναν γιο, και ενώ αρνούνταν να ξαναπαντρευτεί, παντρεύτηκε τον Πόρι για να μεγαλώσει τα παιδιά της αδελφής της που ορφάνεψαν. Μετά τη διαταγή του βασιλιά για σύλληψη και εκτέλεση (που συμπεριλάμβανε τον Πόρι, τους γιους του και τον γιο της Θεοξένας), αποφάσισαν να αποδράσουν. Και για να το πετύχουν εκμεταλλεύτηκαν την γενική αναστάτωση της μεγάλης γιορτής προς τιμήν του ήρωα Αινεία, που έτυχε να γίνεται εκείνες τις μέρες, το έτος 181 π.Χ.

Ο Θερμαϊκός Κόλπος γέμιζε ψαροκάικα και πλοιάρια που μετέφεραν τον κόσμο από την πόλη στην εξοχή, εκεί όπου ο Αινείας ίδρυσε τον ομώνυμο οικισμό. Η οικογένεια του Πόρι και της Θεοξένας ακολούθησε τη νηοπομπή από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την αντίπερα όχθη και, μετά το πέρας των εορταστικών εκδηλώσεων, περίμεναν να πέσει η νύχτα και να περάσει και η τρίτη νυχτερινή φρουρά. Μπήκαν μέσα στη βάρκα στο σκοτάδι και ξανοίχτηκαν στον Θερμαϊκό με σκοπό να αποδράσουν προς την Εύβοια. Ο αντίθετος άνεμος, όμως, τους εμπόδιζε να βγουν γρήγορα από τον κόλπο και το φως της ημέρας τους πρόδωσε. Έγιναν αντιληπτοί από τους άντρες του βασιλιά στην ακτή, που είχαν συγκεντρωθεί για τη μεγάλη γιορτή, οι οποίοι διατάχθηκαν να συλλάβουν το πλοιάριο με τίμημα τη δική τους ζωή.

Η αφήγηση του Τίτου Λίβιου για το τι ακολούθησε είναι συγκλονιστική: Ενώ οι άντρες του βασιλιά τους πλησίαζαν, ο Πόρις εκλιπαρούσε όσους ήταν στα κουπιά να βάλουν τα δυνατά τους και σήκωνε τα χέρια στον ουρανό παρακαλώντας όποιον θεό ακούει να τους βοηθήσει. Η Θεοξένα, αντιθέτως, γυναίκα αδάμαστου χαρακτήρα, έβαλε σε κοινή θέα ένα μπουκάλι δηλητήριο και μερικά μαχαίρια και είπε στα παιδιά: «Μόνο ο θάνατος θα μας λυτρώσει από την τυραννία του βασιλιά. Διαλέξτε ποιον θάνατο προτιμάτε». Κάποιοι διάλεξαν το μαχαίρι, ενώ άλλοι το δηλητήριο. Η Θεοξένα έριξε τα παιδιά στη θάλασσα μισοπεθαμένα. Έπειτα σφιχταγκάλιασε τον Πόρι και έπεσε μαζί του κι αυτή στα νερά του Θερμαϊκού. Όταν οι στρατιώτες έφτασαν, κατέλαβαν μια άδεια βάρκα.

Η τραγική ιστορία της Θεοξένας και των παιδιών της συνέβη στη γιορτή του Αινεία. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Ρωμαίοι, οι «απόγονοι» του Αινεία, θα απλώνονταν στη Βαλκανική Χερσόνησο κατακτώντας τη Μακεδονία πρώτα και την υπόλοιπη Ελλάδα έπειτα. Σήμερα, η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να συνδέεται με καραβάκια με την απέναντι όχθη προς το Καραμπουρνού. Ψαροκάικα, εμπορικά, κρουαζιερόπλοια και πλωτά μπαρ πλέουν στα νερά του Θερμαϊκού. Ανάμεσά τους ίσως πλέουν ως φαντάσματα και η ψαρόβαρκα του Βακχύλου και το πλοίο της Θεοξένας, και η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να αφηγείται τις ιστορίες της στους αιώνες με τους ανέμους που κάθε εποχή της επιφυλάσσει, ούριους ή μη…

 

 

Θόδωρος Παπακώστας,
αρχαιολόγος,
@archaeostoryteller.

 
3
Το Χάνι του Μπενσουσάν είναι το πιο παλιό σωζόμενο χάνι της Θεσσαλονίκης (από την περίοδο της Τουρκοκρατίας)
 

Τα χάνια ήταν χώροι υποδοχής και διανυκτέρευσης των ταξιδιωτών και των ζώων τους την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χτισμένα συνήθως στις εισόδους των πόλεων. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, τα χάνια, πέρα από χώροι υποδοχής, αρχίζουν να λειτουργούν και ως εργαστήρια. Αιτία για την αλλαγή αυτή ήταν η διαφοροποίηση της κοινωνικο-οικονομικής ζωής της Θεσσαλονίκης. Το πιο παλιό σωζόμενο χάνι της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στα Άνω Λαδάδικα ‒στην περιοχή Istira (όπως ήταν γνωστή στις αρχές του 20ου αιώνα η συγκεκριμένη περιοχή, όπου κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι και Φράγκοι), στην οδό Εδέσσης 6, στη νοτιότερη οδό της Malta Cedid, γνωστή ως Tas Hani‒ και έχει ιστορία περίπου δύο αιώνων. Το Μπενσουσάν Χαν χτίστηκε το 1817 με παραδοσιακή αρχιτεκτονική αλλά και με στοιχεία νεωτερισμού και είναι από τα λίγα κτίρια που διασώθηκαν από τη μεγάλη φωτιά της Θεσσαλονίκης το 1917. Πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ο Σαμουήλ Μπενσουσάν, Σεφραδίτης, δηλαδή Εβραίος, έμπορος από την Ισπανία, ο οποίος έφτιαξε ένα είδος hostel της εποχής. Στο ισόγειο οι επισκέπτες έβαζαν τα ζώα, τα οποία με τα χνότα τους θέρμαιναν κατά κάποιον τρόπο τον άνω χώρου, όπου σε επτά δωμάτια κοιμούνταν έμποροι και ταξιδιώτες. Κάθε δωμάτιο είχε 10-15 κρεβάτια και επικοινωνούσε με τα υπόλοιπα για να μπορέσουν να διαφύγουν πιο εύκολα οι ένοικοι σε περίπτωση πυρκαγιάς, καθώς ο χώρος φωτιζόταν από λάμπες θυέλλης. Το πρώτο έγγραφο που αφορά το κτίριο είναι ένα συμβόλαιο του 1920, μετά τον θάνατο του Σαμουήλ, με το οποίο η περιουσία του μοιράζεται στους κληρονόμους του. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει πως τον 17° αιώνα υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη περίπου 16 χάνια, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, το 1886, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού δίνει πληροφορίες για 50 χάνια στην πόλη.

Μετά την κατεδάφιση του τείχους (από το 1869 και μετά) ο Σαμουήλ αγόρασε μεγάλη έκταση στην περιοχή και έχτισε το χάνι, που αποτελείται από το ισόγειο, που στεγάζει καταστήματα, και έναν όροφο, που έχει χαρακτηριστική οκταγωνική οργάνωση και μεταλλική γυάλινη στέγη. Στον δεύτερο όροφο σε οδηγεί μια μαρμάρινη σκάλα με μπρούντζινες κουπαστές. Το χειροκίνητο ασανσέρ του υπογείου (με το οποίο ανέβαζαν τα εμπορεύματα) τοποθετήθηκε το 1920. Τα τούβλα του υπογείου είναι παλαιάς κοπής, με την παλιά τεχνική δόμησης και το χαρακτηριστικό τόξο της οροφής. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά την ανέγερση του πανδοχείου, το 1930, τα παιδιά του Σαμουήλ Μπενσουσάν πούλησαν όλο το ακίνητο σε έναν μεγαλέμπορο της Θεσσαλονίκης, τον Βασίλειο Ζωτιάδη, και το κτίριο άλλαξε πολλές φορές χρήση. Κατά καιρούς στέγασε καταστήματα με υφάσματα, μπαχαρικά, αποικιακά είδη και ψιλικά στο ισόγειο και τα δωμάτια του ορόφου μετατράπηκαν σε δικηγορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία. Λόγω της συνεχούς χρήσης του τοποθετήθηκαν στο υπόγειο μεταλλικά υποστυλώματα, έτσι το κτίριο κατάφερε να διασωθεί, γιατί τα αντίστοιχα κτίρια που δεν στηρίχτηκαν κατέρρευσαν με την πάροδο του χρόνου. Η τελευταία γνωστή χρήση του ήταν τις δεκαετίες 1970 και 1980, όταν στον επάνω όροφο υπήρχαν τελωνειακά γραφεία και στο ισόγειο τα περίφημα για την εποχή μπαχαράδικα «Billys». Το 1996, το κτίριο εγκαταλείφθηκε για να επαναλειτουργήσει εξ ολοκλήρου το 2012 ως χώρος φιλοξενίας παραστάσεων και εκθέσεων. Σήμερα στεγάζει σημαντικές και συχνά πρωτοποριακές καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δράσεις.

 

Χριστίνα & Τάσος Τσάδαρης,
Para Todos Clothing Co.

 
4
Στα ναυπηγεία μπορείς να βρεις μια λαϊκή ψαροταβέρνα και να πετύχεις γλέντια εργατών
 

Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στη Θεσσαλονίκη είναι ο προσανατολισμός της πόλης προς τη θάλασσα και η προοπτική της − είναι μάλλον απίθανο να χαθεί κάποιος σε αυτή την πόλη, όσο και αν το προσπαθήσει. Το αστείο, βέβαια, είναι ότι η προοπτική της θάλασσας δεν συνδέεται με κάτι χειροπιαστό. Δεν υπάρχει ακτοπλοϊκή συγκοινωνία, δεν βλέπεις βαπόρια με επιβάτες να μπαινοβγαίνουν, όπως στον Πειραιά, δεν μπορείς να κοιτάξεις τον ορίζοντα και να φαντασιωθείς ότι θα χωθείς σ’ ένα πλοίο και την άλλη μέρα το πρωί θα ξυπνήσεις στα Χανιά.

Η θάλασσα όμως είναι εκεί και πάντα αποτελεί για τους Θεσσαλονικείς μια παρηγοριά. Είσαι στην παραλιακή, εγκλωβισμένος στις μονομανίες σου, απλώς ρίχνεις το βλέμμα σου προς τα δεξιά και αυτόματα συντελείται η αποφόρτιση. Το αγαπημένο μου μυστικό σημείο στην πόλη είναι κρυμμένο στο κακοποιημένο ανατολικό παράκτιο μέτωπο της πόλης και είναι ένα καρνάγιο. Είναι ένα κανονικό ναυπηγείο με τεράστιους γερανούς που κατασκευάζει και επισκευάζει μεγάλα, σιδερένια σκάφη, όπου εργάτες με μπλούζες του ΠΑΟΚ κάνουν οξυγονοκολλήσεις, ακούγοντας δυνατά μουσική, και στο τέλος της βάρδιας οργανώνουν λαϊκά γλέντια με αυτοσχέδιες ψησταριές, πανσέτες, λακέρδες, τσίπουρα και Ζαγοραίο στα ντεκ.

Στο βάθος είναι τα βράχια, η θάλασσα και η απερίγραπτη θέα προς την πόλη και τον Θερμαϊκό Κόλπο. Στην είσοδο του ναυπηγείου υπάρχει ένα ιδιαίτερο μαγαζί-καντίνα-ψαροταβέρνα, το οποίο ολοκληρώνει αυτό το απίθανο σκηνικό και όπου τρώνε συνήθως οι εργάτες της περιοχής. Το ουζερί έχει λίγα και απλά πράγματα, χωρίς τεχνικές και επιτηδευμένες συνταγές − δεν θα άντεχα να έβρισκα και εδώ κρέατα τρίμηνης ωρίμανσης ή να πάω μέσα «να μου δείξει τα ψάρια». Φυσικά, τίποτα δεν είναι απίθανο και η μετάλλαξη του μυστικού ουζερί «Καρνάγιο» σε νεο-ταβέρνα θα μπορούσε να είναι ένα ενδεχόμενο.

Αλλά, όπως λέει κι ένας πολύ ταλαντούχος φίλος μου, «αφού σε μια γωνιά της φαντασίας ο άνεμος είναι ευνοϊκός για τα σχέδιά μας, ουσιαστικά τίποτα δεν μπορεί να μας απογοητεύσει, γιατί αυτός ο άνεμος έρχεται από τη θάλασσα».

 

Κώστας Καπετανάκης,
επιχειρηματίας, Estrella

 
5
Στο Αγγελοχώρι υπάρχει ένας φάρος του 1863 και ένα μοναδικό μπούνκερ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
 

Λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη βρίσκεται ο φάρος του Αγγελοχωρίου, ένας από τους 25 διατηρητέους φάρους της χώρας, κατασκευσμένος το 1863. Δίπλα σ’ αυτόν βρίσκεται ένα εκ των δύο αυστρο-οθωμανικών κάστρων της Ευρώπης. Και τα δύο μαζί σ’ ένα ακρωτήρι με εκπληκτική θέα, απ’ όπου μπορείς να δεις όλο τον Θερμαϊκό Κόλπο, το Αιγαίο και τον Όλυμπο.

Καθώς ο φάρος ήταν κλειστός για 30 χρόνια, το κάστρο παρατημένο και προφανώς ανεκμετάλλευτο (παρόλο το πλιάτσικο, ήταν, και είναι, σε καλή κατάσταση), τη δεκαετία του ’80 και του ’90 ήταν χώρος εντελώς προσβάσιμος, χωρίς καμία φύλαξη και έρημος. Για μένα, το συγκεκριμένο μέρος είναι «καταφύγιο». Το ξέρανε λίγοι, ακόμα και τώρα ξέρω πολλούς που αγνοούν την ύπαρξή του. Για να το κρατήσουμε μυστικό, το ραντεβού που δίναμε ήταν στο «καταφύγιο».

Πηγαίναμε να απομονωθούμε από τον θόρυβο της πόλης, να απολαύσουμε τη μαγευτική θέα, να ακούσουμε τις μουσικές που θέλαμε απ’ το κασετόφωνο του αυτοκινήτου ή τίποτα, ούτε τις φωνές μας, αφήνοντας την ομορφιά του τοπίου να ηρεμεί όλες μας τις αισθήσεις... Είναι μέρος γεμάτο φιλία, έρωτα, γέλιο, θλίψη και, κυρίως, αγάπη.

Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, ο χώρος έχει περιφραχθεί, ο φάρος, επιτέλους, έχει τεθεί σε λειτουργία, συγκεκριμένα μετά το 2010. Ελπίζω το κάστρο να συντηρηθεί και ο χώρος του να γίνει επισκέψιμος πάλι, γιατί, πέρα απ’ την απίστευτη ομορφιά του τοπίου, τον φάρο και το κάστρο, υπάρχει και ένα πολυβολείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα μπούνκερ (καταφύγιο), που δεν θα πιστεύετε πόσο καλά διατηρημένο είναι.

Έμαθα πως μετά την επαναλειτουργία του φάρου έχει ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό λίγες φορές. Είναι κρίμα να μην ασχολείται η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας μ’ αυτά τα μνημεία και να μη γεμίζει επισκέπτες ο χώρος, παρόλο που εύχομαι να παραμείνει έτσι όπως τον έζησα...

 

Μέμα Μπινοπούλου,
Streodisc Records

 

 

6
Στην οδό Μαύρης Πέτρας στην Άνω Πόλη μεταφέρεσαι σε άλλη εποχή (και σε άλλη διάσταση)
 

Η οδός της Μαύρης Πέτρας είναι ένα μικρό δρομάκι που θα το συναντήσετε καθώς περνάτε την οδό Ακροπόλεως στην Άνω Πόλη. Βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τους Κήπους του Πάσα. Υπάρχει μια απέραντη ησυχία και ενέργεια που ενίσχυσε τη διάδοση του μύθου σε αυτό το μικρό στενό της Άνω Πόλης. Η μεταφυσική ιστορία ξεκίνησε από ένα διήγημα φαντασίας του Παντελή Γιαννουλάκη με τον τίτλο Πέρα από τα βάθη της νύχτας. Σε αυτό αναφέρεται πως εκεί, κάθε τρεις ή δεκαπέντε μέρες −υπάρχουν παραλλαγές σε αυτό το στοιχείο−, στις 12 το βράδυ ανοίγει μια πύλη, η οποία δεν οδηγεί πουθενά και φυλακίζει όποιον τύχει να περάσει εκεί.

Οι άτυχοι που θα παγιδευτούν σε αυτό το παράλληλο σύμπαν θα περιφέρονται για πάντα σε αυτόν το δρόμο και κανείς δεν θα μπορεί να τους δει ή να τους ακούσει. Από στόμα σε στόμα και από blog σε blog αυτή η ιστορία μετατράπηκε σε μύθο.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία του ονόματός της είναι αυτή που περιγράφει πώς δημιουργήθηκε το μαγνητικό πεδίο. Το 1917, που κάηκε η πόλη, μια μαύρη πέτρα βρέθηκε στο βάθος ενός κρατήρα που άνοιξε με κρότο μεγάλο. Η πέτρα ήταν φτιαγμένη από σίδερο και μάλλον ήρθε απ’ το Διάστημα. Έτσι εξηγείται η δοξασία περί διαταραχής του μαγνητικού πεδίου της οδού και άρα η ύπαρξη της πύλης. Τότε ακόμα, λέει, δεν υπήρχαν σπίτια στη γειτονιά και σαν φτιάχτηκαν και σχηματίστηκε το στενό το ονόμασαν οδό Μαύρης Πέτρας.

Η οδός Μαύρης Πέτρας στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα δρομάκι με χώμα, όπως όλη η περιοχή, αλλά είχε πολλές πέτρες λόγω του τεράστιου βράχου που αρχίζει από αυτήν και πάνω του χτίστηκαν τα προσφυγικά, φτωχόσπιτα, τουρκόσπιτα και λαμαρινοκατασκευές. Σιγά-σιγά, τα σπίτια αντικαταστάθηκαν από καλύτερες κατασκευές και από τις δύο πλευρές του δρόμου κι έτσι έχουμε τη σημερινή εικόνα με σπίτια δεξιά και αριστερά που καταλήγουν σε ένα ανοιχτό σημείο με μια εκπληκτική πανοραμική θέα της Θεσσαλονίκης.

 

Έλσα Ποιμενίδου,
Δημοσιογράφος ΕΡΤ3

 
7
Μια εκπομπή από τη Θεσσαλονίκη ασχολείται με τα φανερά και τα μυστικά των ανθρώπων της
 

Στη μαρίνα Αρετσούς στην Καλαμαριά, ανάμεσα στα αραγμένα καΐκια, το βράδυ ο χρόνος σταματά, δινοντάς σου τη δυνατότητα να κατέβεις από τον συρμό της καθημερινότητας και να απολαύσεις την εξορία του χρόνου. Την επιλέξαμε διότι με κάποιον αδιόρατο τρόπο αποτελεί το καταφύγιο των συντελεστών της τηλεοπτικής εκπομπής «Μέσα στην πόλη των άλλων». Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η ιδέα για τη γέννησή της προέκυψε σε αυτόν ακριβώς τον τόπο. Η εκπομπή συλλέγει ιστορίες καθημερινότητας της Θεσσαλονίκης αυθόρμητα, όπως σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων, και καταγράφει την αφήγηση μιας προσωπικής ιστορίας, επειδή η πιο ωραία ιστορία μπορεί να προκύψει αβίαστα, χωρίς ίχνος αναγκαιότητας, καμιά φορά ίσως και πίσω από τις λέξεις. Ρίχνουμε ένα βότσαλο στη λίμνη της μνήμης και είμαστε απλά εκεί για να παρατηρήσουμε και να ακούσουμε τα κύματα που δημιουργούνται. Τα κύματα μπορεί να γεννήσουν μια εξαίσια μουσική ή έναν πίνακα ζωγραφικής, αλλά μπορεί και να είναι τόσο μεγάλα που να μας καλύψουν. Όπως είχε πει και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να ξεκίνησε με τρόπο τετριμμένο, από την ψιλοκουβέντα των καφενείων». Το αποτέλεσμα οδηγεί σε σύντομες προσωπογραφίες ανθρώπων της Θεσσαλονίκης. Η σειρά εκπομπών προβάλλεται από το 2013 έως σήμερα στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης, TV100.

Χρήστος Κατσικογιώργος,
δημοσιογράφος

Στέργιος Φουρκιώτης,
σκηνοθέτης

 

 

8
Ο Φραγκομαχαλάς συνδέει το παλιό με το καινούργιο με τον πιο δημιουργικό τρόπο
 

Τα Άνω Λαδάδικα είναι η περιοχή όπου κινούμαι καθημερινά τα τελευταία χρόνια. Φιλόξενη γειτονιά, με δυναμικές επιχειρήσεις όλων των ειδών και πλούσια ιστορία γραμμένη στους τοίχους της περιοχής. Μετά την πρόσφατη αναβάθμιση και ανάπλαση του δημόσιου χώρου, τα Άνω Λαδάδικα και ο Φραγκομαχαλάς έδωσαν αέρα στην περιοχή, γέμισαν κυβόλιθους, πεζοδρόμια και αρκετό πράσινο. Εδώ θα βρει κανείς τα πάντα, ή σχεδόν, διότι πρόκειται για μια μικρογραφία της σημερινής σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Παραδοσιακές επιχειρήσεις έως και τεσσάρων γενεών, μπαχαράδικα, αρωματοποιεία, ξηροκαρπάδικα και επιχειρήσεις χονδρικής στέκουν αρμονικά δίπλα στις πολύ πρόσφατες νέες και δημιουργικές επιχειρήσεις που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Στα Άνω Λαδάδικα τα τελευταία οκτώ χρόνια παρατηρείται μεγάλη άνθηση: δημιουργικά γραφεία, γκαλερί, εστιατόρια, παντοπωλεία, φαγητό δρόμου, boutique ξενοδοχεία, αρκετά καφέ, σχολή μουσικής και σχολή θεάτρου.

Επιχειρήσεις των οποίων η ιστορία ξεπερνά της ιστορία της περιοχής και άλλες, πιο νέες, φρέσκες και καινοτόμες. Τα ιστορικά κτίρια εδώ κρατούν ζωντανά τα σημάδια των μεγάλων γεγονότων της Θεσσαλονίκης. Για παράδειγμα, ο σεισμός του 1978 άφησε το ρολόι της Στοάς Μαλακοπή σταματημένο στις 11:07, να θυμίζει μέχρι και σήμερα το συμβάν. Επίσης, μνήμες από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 υπάρχουν σε διάφορα κτίρια, που παραμένουν ανάμεσά μας, να μας θυμίζουν το παρελθόν της πόλης, και συνυπάρχουν αρμονικά με τα μεγαλεπήβολα σχέδια των επιχειρηματιών των Άνω Λαδάδικων.

Νομίζω πως οι ώρες στα Άνω Λαδάδικα χτυπούν πιο ηχηρά. Η παλιά Κεντρική Αγορά είχε εδώ την έδρα της. Η μείξη των πολιτισμών που πέρασαν έχει αφήσει το στίγμα της εδώ. Παλιές σπουδαίες επιχειρήσεις κρατήθηκαν και έδωσαν χώρο σε νέους ανθρώπους κι έτσι η Θεσσαλονίκη πάει ένα βήμα μπροστά. Νομίζω πως τα Άνω Λαδάδικα έχουν τον δικό τους ρυθμό, τον ρυθμό που μπορεί να αντέξει μια βιώσιμη Θεσσαλονίκη.

 

 

Αλέξης Στεφανίδης
ιδιοκτήτης του Olicatessen,
ιδρυτής της Gourmet Exhibition

 

 

9
Το Γκατό ντε Σαλονικέν είναι το πιο παλιό γλυκό της πόλης
 

Το Γκατό ντε Σαλονικέν που σερβίρεται σήμερα στο Μύθος Ντορέ είναι ένα από τα πιο παλιά αστικά γλυκά της Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε τον προηγούμενο αιώνα, σχεδόν 100 χρόνια πριν η σοκολατόπιτα και το σουφλέ σοκολάτας γίνουν μόδα στην Ελλάδα. Το καταγράφει ο Τσελεμεντές το 1910 (το αναφέρει ως gateaux de Salonique), γιατί σερβιριζόταν στο Όλυμπος Νάουσα και σε άλλα παλιά μαγαζιά ως τούρτα που κοβόταν σε 12 κομμάτια και ο πελάτης έπαιρνε μία φέτα, σαν πάστα. Είναι ένα γλυκό που εμφανίστηκε στο Ντορέ από τότε που άνοιξε, το 1908, και δείχνει τις επιρροές που είχε αυτή η κοσμοπολίτικη πόλη από Ανατολή και Δύση. Είναι επιρροή πιθανότατα της αγγλοσαξονικής κουλτούρας, με λίγο μπέρδεμα από τη γαλλική, γι’ αυτό και ονομάστηκε «γκατό». Ωστόσο, στην ελληνική κουλτούρα υπήρχε από παλιά ένα γλύκισμα από κρόκο αυγού, χτυπημένο με ζάχαρη και κακάο, που το έδιναν στα παιδιά πριν εμφανιστεί η Μερέντα, και αυτό ακριβώς είναι το Γκατό ντε Σαλονικέν: πολλοί κρόκοι αυγών, ζάχαρη και πολλή σοκολάτα, χτυπημένα καλά και ψημένα για λίγη ώρα (μόλις 7 λεπτά). Είναι ένα γλυκό που παίρνει το σχήμα της φόρμας (εμείς το φτιάχνουμε σε ατομική), αλλά όταν το κόψεις ξεχειλίζει, γιατί το εσωτερικό του παραμένει σε υγρή μορφή. Δεν έχει βούτυρο ούτε κανένα άλλο υλικό. Για να διατηρηθεί το σχήμα στο ψήσιμο αλείφουμε με μπόλικο βούτυρο τη φόρμα και την πασπαλίζουμε με αρκετό αλεύρι (πρέπει να είναι πάρα πολύ βουτυρωμένη για να κρατήσει το σχήμα της και πολύ αλευρωμένη).

Το γλυκό ήρθε στη Θεσσαλονίκη το 1908, όταν ο Βιεννέζος Αλφρέντο Μορατόρι ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να βγάλει μια ελληνική εφημερίδα που ονόμασε «Αλήθεια». Μαζί με την εφημερίδα άνοιξε και τρία καφέ, ένα για κάθε πολιτική παράταξη, ώστε να μπορεί να πουλάει πιο πολλά φύλλα. Παράλληλα, έκανε το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο στη Θεσσαλονίκη. Το Ντορέ, που ήταν το δεξιό καφενείο, ήταν το μόνο που επέζησε (το δεύτερο, των κεντρώων έκλεισε πριν από το 1960) και το αναβιώσαμε το 1995. Ανοίγοντας αυτό το μαγαζί, έψαξα να βρω τι χαρακτηρίζει αυτή την πόλη για να το έχουμε και από την αρχή ο κατάλογός μας περιείχε το Βεζύρ Παρμάκ, το δάχτυλο του βεζύρη, ένα σιροπιαστό με βουβαλίσιο καϊμάκι, το ισλί που έφεραν οι Μικρασιάτες, και το Γκατό ντε Σαλονίκ, που, μαζί με τον ντοντουρμά, δεν μπορούσαν να λείπουν από αυτή την πόλη.

Ο Μορατόρι ήρθε για να πουλήσει τη βιεννέζικη κουλτούρα και όταν άνοιξε διέθετε σοκολάτα βιενουά και όλα τα γλυκά της Βιέννης μαζί με λίγα της ελληνικής κουλτούρας, όπως το ρεβανί. Όταν άνοιξε το θέατρο δίπλα, έφτιαχνε κάθε βράδυ σούπες για να τρώνε οι καλλιτέχνες. Το Ντορέ ήταν η πρώτη επιχείρηση στον ελληνικό χώρο που άφησε γυναίκα να σερβίρει ‒μέχρι τότε απαγορευόταν‒ και φιλοξένησε τον Κεμάλ Ατατούρκ, γιατί οι Τούρκοι έκαναν προσκύνημα εδώ. Αργότερα, φιλοξένησε βασιλιάδες, πολιτικούς, όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο. Εδώ υπογράφτηκαν και πολλά συμβόλαια ομάδων. Όλα τα πράγματα που έχει το μαγαζί είναι αυθεντικά, τα βρήκαμε στο υπόγειο, μαζί με 25 μπιλιάρδα βιεννέζικα που είχαν για παίζουν οι θαμώνες και ένα μεγάλο πιάνο. Το ψυγείο είναι, επίσης, το πρώτο, το αυθεντικό. Ανάμεσα σε άλλα πράγματα βρήκαμε και τον πρώτο τηλεφωνικό κατάλογο της πόλης. Όσο για το Γκατό ντε Σαλονικέν, το τελευταίο μαγαζί που έζησα να το πουλάει ήταν το Όλυμπος Νάουσα, το οποίο κάποια στιγμή σταμάτησε να το βγάζει, γιατί δεν είχε πολλή δουλειά. Η τούρτα ήταν 12 κομμάτια και αν δεν την πουλούσαν αμέσως, δεν κράταγε, χυνόταν ‒ είναι για λίγες ώρες. Έτσι, άρχισε να βγάζει μόνο την πουτίγκα, την κλασική αγγλική, με το ψωμί.

 

Δέσποινα Μαυρομάτη,
ιδιοκτήτρια των Ζύθος/Ζύθος Ντορέ

 

 

Η πανοραμική θέα από τον Πύργο του Τριγωνίου και την πλατεία Τερψιθέας είναι η πιο όμορφη στη Θεσσαλονίκη
 

Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, είναι, όπως συνηθίζω να περιγράφω, η μακροβιότερη και η πιο αποκλειστική απ’ όσες είχα μέχρι σήμερα. Και όπως συμβαίνει συνήθως με τις μακροχρόνιες σχέσεις, χαρακτηρίζεται από απίστευτη λατρεία, που, παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις, ανανεώνεται με το πέρασμα των χρόνων.

Τα δύο πιο αγαπημένα μου «κρυφά» σημεία στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται στην Άνω Πόλη, την πιο παραμυθένια γειτονιά του κέντρου της. Είναι εντυπωσιακό ότι η Άνω Πόλη αποτελεί μια έκπληξη ακόμα και για τους ντόπιους, οι οποίοι, κατοικώντας στα ανατολικά ή στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, την ανακαλύπτουν συνήθως μετά την ενηλικίωσή τους ή πολύ αργότερα. Τα σημεία που σηματοδοτούν και την προσωπική μου γνωριμία με την Άνω Πόλη και την εδραίωση μιας σχέσης ζωής με αυτήν είναι ο πύργος του Τριγωνίου και η πλατεία Τερψιθέας.

Ο πύργος του Τριγωνίου ή, πιο σωστά ιστορικά, ο Πύργος της Αλύσεως για τους περισσότερους δεν είναι ένα μυστικό σημείο. Αντιθέτως, είναι ίσως από τα δημοφιλέστερα, καθώς χαρίζει την πιο μαγευτική πανοραμική θέα της πόλης. Ο λόγος που το κάνει αγαπημένο είναι πιο εσωτερικός. Έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα στην οποία μπαίνει κάθε νεαρός και νεαρή Θεσσαλονικιός/-ά την πρώτη φορά που ανεβαίνει στο σημείο με την παρέα του/της για να μυηθεί στο τρίπτυχο του θεσσαλονικιώτικου βίου, παρέα - απλότητα - ομορφιά. Η πόλη αυτή είναι για όλους και το νιώθει κανείς αυτό στο πετσί του, όταν, χωρίς υλικό αντάλλαγμα, τον κατακλύζει η συγκίνηση.

Κι αφού το πρώτο σημείο υπογραμμίζει τα απλά συνθετικά της καθημερινής ευτυχίας, το δεύτερο, ως πιο δύσκολο στην ανεύρεσή του, με βοηθά να εμβαθύνω στους λόγους που συνεχίζω να είμαι ερωτευμένη με αυτή την πόλη.

Η πλατεία Τερψιθέας είναι, τις περισσότερες φορές, μια ανέλπιστη ανακάλυψη των ντόπιων σε ένα κλίμα λίγο πιο χαλαρό, συνήθως έπειτα από φαγητό στο Τσινάρι. Λίγο-πολύ, την πρώτη φορά που βρίσκεται κανείς σε αυτή την αστική όαση είναι επειδή έχασε τον δρόμο του. Κι αυτό από μόνο του είναι μέρος αυτής της εμπειρίας! Ούσα παιδί με πατέρα από ορεινό χωριό και έχοντας περάσει τα παιδικά μου καλοκαίρια σε λιθόστρωτα σοκάκια, με κελαηδίσματα πουλιών και ανάμεσα σε όμορφα σπιτάκια, ένιωσα απίστευτη ψυχική αγαλλίαση την πρώτη φορά που βρέθηκα στην πλατεία Τερψιθέας. Ταυτόχρονα, με κατέκλυσε κι ένα μυστήριο συναίσθημα ότι ταξίδευα στον χρόνο, καθώς μου ήταν δύσκολο να δεχτώ ότι αυτό το υπέροχο σκηνικό παραδοσιακού χωριού συνυπήρχε με το σύγχρονο αστικό τοπίο που μόλις πριν από πέντε λεπτά είχα αφήσει πίσω μου.

Και στα δύο σημεία μπορείς να φτάσεις εύκολα, περπατώντας από το κέντρο της πόλης. Διαφορετικά, θα μπορούσε κανείς να επιλέξει το λεωφορείο Νο 23 για το πρώτο και το λεωφορειακό Νο 22 για το δεύτερο

 

Βίκυ Ταρνανά,
ιδιοκτήτρια του Little Big House hostel & cafe.

 

 

11
Σε ένα μπορντό αrt-nouveau κτίριο στην οδό Παύλου Μελά κάποιοι Θεσσαλονικείς έσωσαν τρία εβραιόπουλα από τους ναζί
 

Εκεί όπου η Παύλου Μελά συναντά την Τσιμισκή, στην πολύβουη Διαγώνιο, βρίσκεται πραγματικά η καρδιά του παλιού κέντρου της πόλης. Δρόμοι και πεζοδρόμια αρτηρίες πραγματικές, μαγαζιά παλιά και νέα, κτίρια χτισμένα μετά την πυρκαγιά του ’17 και μέχρι τα τέλη των ’70s. Η καρδιά όμως δεν είναι μόνο για να κυκλοφορεί το αίμα, είναι και το κέντρο των αισθημάτων. Εκεί, λοιπόν, στην καρδιά, υπάρχει ακόμα το αποτύπωμα μιας ιστορίας έντονων συναισθημάτων, πολέμου, φόβου, εγκλεισμού, απόγνωσης και τελικά λύτρωσης, βιωμένης από μια παιδική ψυχή, τη δεκάχρονη τότε Ροζίνα Άσσερ Πάρδο. Εκείνη και η οικογένειά της έζησαν κρυμμένοι για 540 ημέρες κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στο νούμερο 113 της Τσιμισκή.

Λίγο πριν η Ελλάδα εισέλθει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένεια Πάρδο ζούσε την ανέμελη ζωή που τους εξασφάλιζε η οικονομική τους άνεση. Μέλη της ανώτερης αστικής τάξης, ζούσαν σε άνετο διαμέρισμα νεόκτιστης πολυκατοικίας επί της Τσιμισκή, στη βόλτα τους πήγαιναν για γλυκό στου Φλόκα και για απογευματινό τσάι στις καλόγουστες σάλες του ξενοδοχείου Μεντιτερανέ επί της λεωφόρου Νίκης, όπου οι συναναστροφές τους ήταν αντίστοιχα καλοζωισμένοι Θεσσαλονικείς, είτε Εβραίοι είτε Χριστιανοί. Η βραχύβια αυτή «μπέλ επόκ» θα θρυμματιστεί με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 1941.

Για την οικογένεια η ανασφάλεια θα ξεκινήσει όταν ο πατέρας Χάιμ Πάρδο δεν θα παραστεί στο κάλεσμα-δημόσιο εξευτελισμό όλων των Εβραίων αρρένων στην πλατειά Ελευθερίας το καλοκαίρι του 1942. Όταν, δε, η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει μαζί με όλους τους Ιουδαίους στο γκέτο, ο πατέρας συγκαταλέχθηκε στα εκατό επιφανή μέλη της ιουδαϊκής κοινότητας, ένα από τα οποία θα εκτελούνταν, σε περίπτωση που κάποιος από τους χιλιάδες έγκλειστους δραπέτευε. Διαπιστώνοντας τον κίνδυνο του άμεσου θανάτου, αποφάσισε να δραπετεύσει ο ίδιος και να εξασφαλίσει καταφύγιο για την οικογένειά του. Έκρυψε χρήματα, λίρες και τιμαλφή και σε συνεννόηση με τον φίλο του γιατρό και διευθυντή του ΙΚΑ της πόλης Γιώργο Καρακώτσο φυγάδευσε και την οικογένειά του.

Εδώ η αφήγηση της μικρής Ροζίνας είναι συγκλονιστική, καθώς μαζί με τη μικρή αδελφή της δραπέτευσαν από ένα κακοφυλαγμένο σημείο του γκέτο, ξήλωσαν τα κίτρινα αστέρια από τα παλτά τους και συνάντησαν τη κ. Φαίδρα Καρακώτσου που τους ενημέρωσε ότι στο εξής δεν θα ήταν η Ροζίνα κα η Ντενίζ αλλά η Ρούλα και η Νίτσα… Αφού διέσχισαν το μισό κέντρο της πόλης, κλειδαμπαρώθηκαν τον Απρίλιο του 1943 οικογενειακώς στο κενό διαμέρισμα της οικογένειας Καρακώτσου στη Διαγώνιο. Παρότι όποιος έδινε καταφύγιο σε Εβραίο εκτελούνταν και όποιος έδινε πληροφορίες για κρυμμένους Εβραίους λάμβανε γενναία αμοιβή, μια συνωμοσία σιωπής προστάτεψε την οικογένεια, και μάλιστα σε εποχές μεγάλης ένδειας και απελπισίας. Ο Χάιμ και η Ευγενία Πάρδο, μαζί με τα τρία μικρά παιδιά τους, έπρεπε να παραμείνουν για ενάμιση χρόνο εντός του διαμερίσματος, χωρίς να κινήσουν υποψίες στη γειτονιά. Ακούγοντας τις γλαφυρές περιγραφές της κ. Ροζίνας Πάρδο στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ Φιλιά εις τα παιδιά σχετικά με το πώς εκείνα έπρεπε να παραμείνουν ήσυχα και σιωπηλά για τόσο μεγάλο διάστημα, εγώ, ως πατέρας δύο παιδιών των οποίων η συμπεριφορά εντός σπιτιού κάνει το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή να δείχνει αρσακειάδα, αναρωτιέμαι πώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και οι εντολές των γονιών υπερίσχυσαν του παιδικού αυθορμητισμού. Η μικρή Ροζίνα, σαν άλλη Άννα Φρανκ, κρατούσε ημερολόγιο όχι με το όνομά της αλλά ως Ρούλα Καρακώτσου, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε, φοβούμενη πως αν το έβρισκαν οι Γερμανοί θα τους πρόδιδε όλους. Σύντροφός τους η δεκατριάχρονη ψυχοκόρη του ζεύγους Καρακώτσου, η Μαρία Κάβουρα. Φίλη πια των εβραιόπουλων και του μικρού Φαίδωνα Καρακώτσου, έπαιζε μαζί τους σιωπηλά παιχνίδια, όπως το μέτρημα των κουταλοπίρουνων και το καβάλημα του περβαζιού της αθέατης ταράτσας, που γινόταν καράβι για να αρμενίσουν σε ανέφελες θάλασσες όλα μαζί τα πιτσιρίκια. Η μικρή Μαρία όχι μόνο δεν τους μαρτύρησε, αλλά, στην κορύφωση της ιστορίας, αποδείχτηκε ο σωτήρας όλων. Όταν η Γκεστάπο έψαχνε σπίτια για να επιτάξει και εισέβαλε στο διαμέρισμα, διαπιστώνοντας ότι ένα δωμάτιο ήταν κλειδωμένο, ήταν η Μαρία που εξήγησε στους καχύποπτους Γερμανούς ότι ο μικρός της οικογένειας κλειδώνει την πόρτα του για παιχνίδι. Μέσα στο δωμάτιο η οικογένεια Πάρδο άκουγε τη στιχομυθία κρυμμένη σε ντουλάπες και πίσω από παντζούρια. Η καρδιά τους χτυπούσε σαν ταμπούρλο, στο ενδεχόμενο ενός παραλίγο δραματικού φινάλε. Ακόμα και ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Βάλτερ, επισκέπτης των Καρακώτσων, έδειξε σωτήρια αδιαφορία και, παρότι γνώριζε πως στο διαμέρισμα τάχα ζούσε μια κυρία Αιγυπτιώτισσα με τις τρεις κόρες τις, ποτέ δεν θέλησε να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το προφανές ψέμα. Πέρασε ενάμισης χρόνος με λιγοστό φαγητό, περπάτημα με τις κάλτσες για να μη δημιουργείται θόρυβος, ατελείωτο διάβασμα και πλέξιμο. Πίσω από τις γρίλιες παρακολουθούσαν με αγωνία τους εκτοπισμένους συγγενείς και φίλους, ενώ τα παιδιά χάζευαν τα γεμάτα κόσμο τραμ, μέχρι που έφτασε η πολυπόθητη απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944. Μετά από λίγους μήνες αφίχθησαν οι πρώτοι ρακένδυτοι λιπόσαρκοι ομόθρησκοί τους από τα στρατόπεδα του θανάτου. Όταν οι Θεσσαλονικείς ρωτούσαν για την τύχη των οικογενειών τους, μιλούσαν για θαλάμους αερίων και κρεματόρια. Νόμιζαν ότι είχαν αποτρελαθεί. Κανείς δεν τους πίστευε. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί τη βιομηχανικής κλίμακας εξόντωση όσων οι νάζι θεωρούσαν υπανθρώπους… Η αλήθεια όμως ήταν απάνθρωπη. Σχεδόν ολόκληρη η πανάρχαια εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης είχε εξοντωθεί.

Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται και η δύναμη της ιστορίας αυτής, μιας ιστορίας κουράγιου και προνοητικότητας των γονιών, υπακοής και δέους των παιδιών και απίστευτου ρίσκου της οικογένειας Καρακώτσου. Πολλές είναι οι ιστορίες για το τέλος της ιουδαϊκής κοινότητας της πόλης και όλες μιλούν για καχυποψία και οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ χριστιανών και Εβραίων, για την ισοπέδωση του αχανούς εβραϊκού νεκροταφείου και τη χρήση των μαρμάρων ως οικοδομικού υλικού από τις Αρχές της πόλης, για τη λεηλασία των περιουσιών, και πολλά άλλα. Εδώ όμως μια ιστορία αγάπης και εγκαρτέρησης δίνει το στίγμα του ανθρώπινου μέτρου, της ευτυχούς κατάληξης, και θέτει το αδυσώπητο ερώτημα: εμείς τι θα κάναμε;

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και η κ. Ροζίνα Άσσερ Πάρδο μεγάλωσε, έκανε οικογένεια, απέκτησε παιδιά και εγγόνια και ζει στην Αθήνα. Έγραψε, μάλιστα, κι ένα βιβλίο με τίτλο 548 μέρες με άλλο όνομα. Tα μέλη της οικογένειας Καρακώτσου τιμήθηκαν ως Δίκαιοι των Εθνών από το Yad Vashem, ενώ ως φόρος τιμής στη «συνωμοσία» για τη σωτηρία αυτής της οικογένειας το κτίριο στέκει ακόμα όρθιο, παρά το «ολοκαύτωμα» της αντιπαροχής που εξόντωσε τις ελληνικές πόλεις. Στέγασε κάποτε το Μακεδονικό Ωδείο και τώρα στεγάζει ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στο νούμερο 105 πια της Τσιμισκή. Αν περάσετε από κει, ρίξτε μια ματιά στα παράθυρα του δεύτερου ορόφου, όπου πριν από 74 χρόνια φοβισμένα παιδικά μάτια, κρυμμένα πίσω από τις γρίλιες, χάζευαν τους διαβάτες, περιμένοντας να περάσει ακόμη μια μέρα…

 

Ρωμύλος Μαντζούρας,
ιστορικός - ξεναγός

 

 

12
Στα προβάδικα των Λαδάδικων γράφτηκε και γράφεται η ροκ ιστορία της πόλης
 

Η περιοχή γνωστή και ως «Άνω Λαδάδικα» έχει πολύ λιγότερη αίγλη και προβολή από τη διάσημη «καταυλακιώτικη» (όπου αυλάκι, η οδός Τσιμισκή, για να κάνουμε και λίγο θεσσαλονικογνωσία – εμείς, δηλαδή, γιατί να ξέρουμε την Πατησίων, τη Λένορμαν, τη γραμμή Βικτώρια - Πειραιά κ.ο.κ. καλύτερα και από το τηλέφωνο του ντελίβερι;). Τα Άνω Λαδάδικα μπορεί να μην τα τραγούδησαν ποτέ, αλλά πάρα πολλά τραγούδια βγήκαν μέσα από τα μπετόν σπλάχνα τους. Εκεί, εντός των εξωτερικά ερειπωμένων πολυκατοικιών, παίρνει ζωή η μουσική της πόλης, ίσως και μουσική η ζωή της. Εδώ και δεκαετίες τις βιοτεχνίες των οικοδομών αντικατέστησαν τα κόψε-ράψε των μουσικών που αφιερώνουν τις βραδινές τους κυρίως ώρες στην γκαύλα τους (το γάμα προστίθεται ως ίδιον της ντοπιολαλιάς μας). Αν περάσεις πεζός, θα ακούσεις αδιευκρίνιστους ήχους να έρχονται από τον ουρανό και ίσως να είναι από τις λίγες στιγμές που, ενώ είσαι μέσα στην πόλη, θα σηκώσεις το κεφάλι για να κοιτάξεις ψηλά, να εντοπίσεις έστω τον ήχο. Δεν υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται με τη μουσική, τουλάχιστον με το πιο «τραχύ» της κομμάτι, που να μην πέρασε από αυτά τα κτίρια. Τα «προβάδικα» δεν είναι μέρος μια άγνωστης Θεσσαλονίκης, είναι το πιο γνώριμό σου κομμάτι, κι ας μην το ξέρεις.

Μπάμπης Μπατμανίδης,
μουσικός

 

 

13
Η εικόνα που αντικρίζεις από τα «Μετέωρα» της πόλης (4ο Γυμνάσιο Πολίχνης) σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι στο Ντιτρόιτ
 

Πριν από χρόνια πήγαινα σε αυτό το μέρος σχεδόν κάθε βράδυ για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν περνούσα μια φάση θλίψης. Καθένας θα σκεφτόταν ότι είναι απλώς ένα μέρος που έχει θέα και ησυχία που θα μπορούσε να ανακουφίσει τη θλίψη μου, δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η θέα τα βράδια είναι διαφορετική, αποκαλύπτει τη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τις νύχτες ανάβουν όλα τα φώτα των εργοστασίων και κάποια από μακριά, δημιουργώντας μου την ψευδαίσθηση μιας εντελώς άλλης πόλης. Είναι λες και εκεί όπου κοιτάω είναι το κέντρο μιας πολύ μεγάλης πόλης. Λες και είμαι εκτός τόπου και χρόνου. Η αύρα είναι διαφορετική. Το πρωί, παρ’ όλα αυτά, με το φως του ηλίου, δεν χάνει τη γοητεία του. Όταν ο ουρανός είναι καθαρός, βλέπεις στ’ αριστερά το πράσινο του δάσους, στα δεξιά μια μεγάλη πεδιάδα με γρασίδι και στη μέση την πόλη, το λιμάνι και τα αεροπλάνα, σχεδόν στο ίδιο ύψος μ’ εσένα, καθώς ετοιμάζονται να προσγειωθούν.

Prince FY,
μουσικός/ράπερ

 

 

14
To βουνό πάνω από το δάσος του Σέιχ-Σου έχει την πιο ωραία θέα στην πόλη (και μπορείς να συναντήσεις μοτοκροσάδες)
 

Αυτό το μέρος είναι κοντά στη γειτονιά μου και είναι ένα μέρος όπου έχω περάσει άπειρες ώρες αράγματος. Γενικότερα, η περιοχή όπου μένω είναι βουνό, με τα σπίτια σκαρφαλωμένα στις πλαγιές και δρόμους με μεγάλη κλίση. Στην κορυφή μπορείς παντού να έχεις θέα τη Θεσσαλονίκη. Βλέπεις μέχρι την παραλία της και πέρα από αυτή. Νομίζω ότι δεν έχω δει πουθενά καλύτερη θέα. Γυρνώντας το κεφάλι σου βλέπεις ένα από τα πιο creepy δάση, το Σέιχ Σου. Ψηλά στην κορυφή υπάρχει ένα κτίσμα, ένα καταφύγιο, όπου κάποιος Γιώργος έχει κάνει γκραφίτι τον έρωτά του για τη Γιαννούλα (λέει «Γιαννούλα, ο Γιώργος σε αγαπάει πολύ»). Πολύ συχνά συναντάς μοτοκροσάδες που κάνουν τη βόλτα τους, γιατί ακόμα και το καλοκαίρι, με τον καύσωνα, εδώ έχει δροσιά.

Lil Barty,
ράπερ

 

 

15
Η επιγραφή του Ορμίσδα στα τείχη είναι ένα αίνιγμα που δεν θα λυθεί ποτέ
 

Tα τείχη στη Θεσσαλονίκη μού φαίνονταν γοητευτικά από παιδί. Ίσως γι’ αυτό ονόμασα και ένα από τα κόμικς μου Intra Muros (σχέδιο: Π. Χριστούλιας, εκδ. Ένατη Διάσταση, 2016), χρησιμοποιώντας έναν όρο που είχα πρωτοδιαβάσει σε κείμενα για την τοπογραφία της πόλης με συμβολική έννοια στο βιβλίο. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα όχι μόνο το μέγεθος που είχε η παλιά πόλη αλλά και τη σχετική πλέον αφάνεια των τειχών σε σχέση με παλαιότερα, που ήταν το «πρόσωπό» της. Αποτέλεσαν το προστατευτικό περιτύλιγμά της για αιώνες, τροποποιήθηκαν και επιδιορθώθηκαν πολλές φορές και περιέπεσαν σε αχρησία από τον 19ο αι. κι έπειτα, οπότε ένα μεγάλο μέρος τους κατεδαφίστηκε. Τα χωρίς ρόλο πια απομεινάρια τους υπομένουν ήσυχα και στωικά το πέρασμα του χρόνου, αν εξαιρέσει κανείς, φυσικά, δυο-τρία «διασημότερα» τμήματά τους, όπως το Γεντί Κουλέ ή ο Λευκός Πύργος, που είναι και το σύμβολο της πόλης.

Στην κορυφή ενός τετράγωνου πύργου κοντά στο νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος μπορεί να δει κανείς μια δυσανάγνωστη πλίθινη επιγραφή: «ΤΕΙΧΕΣΙΝ ΑΡΡΗΚΤΟΙΣ ΟΡΜΙΣΔΑΣ ΕΞΕΤΕΛΕΣΣΕ ΤΗΝΔΕ ΠΟΛΙΝ ΜΕΓΑΛΗΝ ΧΕΙΡΑΣ ΕΧΩΝ ΚΑΘΑΡΑΣ». Δηλαδή υπογράφει κάποιος Ορμίσδας την ανέγερση των βασικών τειχών της πόλης. Η ταυτότητά του, ακόμα αξεδιάλυτη: ίσως ένας Πέρσης αξιωματούχος του Βυζαντίου επί Θεοδοσίου Α’, ίσως ένας πραίτορας του Ιλλυρικού του 5ου αι., ίσως ο Πάπας Ορμίσδας, στη δικαιοδοσία του οποίου ήταν και η Θεσσαλονίκη. Ίσως πάλι κάποιος άλλος, συνώνυμός τους, άγνωστος σ’ εμάς κατά τα άλλα.

Όποιος κι αν ήταν, μάλλον υποψίες προκαλεί η δήλωση ότι έχει καθαρά χέρια. Καταχράστηκε, άραγε, δημόσιο χρήμα; Γράφει σχετικά και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ένα ποίημά του: «[…] Με συγκινεί αυτή η λεπτομέρεια. / Όλοι, αρχίζοντας απ’ τον Φειδία, έτρωγαν / και μόνο αυτός ο Ορμίσδας βρέθηκε / να ’χει τα χέρια καθαρά. / Ας τον πιστέψουμε. / Αλλιώς θα τρελαθούμε βλέποντας τόση ρεμούλα, / τόση ρεμούλα μέσα σε χιλιάδες χρόνια». Μπορούμε, ίσως αστειευόμενοι, να του καταλογίσουμε το ότι τελικά τα τείχη δεν ήταν και τόσο απόρθητα, όπως μας υποσχέθηκε;

Τα τείχη είναι γεμάτα τέτοιες λεπτομέρειες, ένα σαγηνευτικό παλίμψηστο ιστορικών εποχών. Διαφορετικά είδη τοιχοποιίας διαφορετικών εποχών, μαρμάρινα ανάγλυφα σε δεύτερη χρήση, επιγραφές και «υπογραφές» αινιγματικές. Αινίγματα, ευτυχώς, προορισμένα να αποκρυπτογραφηθούν από άλλους, πολύ ειδικότερους και αρμοδιότερους από μένα. Δεν χρειάζεται, όμως, να είναι κανείς ειδικός για να απολαύσει έναν περίπατο στα τείχη της Θεσσαλονίκης. Αρκεί να μη φοβηθεί τις ανηφοριές…

 

Τάσος Ζαφειριάδης,
ορθοδοντικός,
κομίστας

 

 

Η βόλτα γύρω από το
Καραβάν Σαράι σε μεταφέρει σε μια Θεσσαλονίκη ξεχασμένη σε άλλους αιώνες, που θυμίζει ιστορικό μυθιστόρημα
 

Ο αγαπημένος μου περίπατος στη Θεσσαλονίκη είναι γύρω από τη γειτονιά του Καραβάν Σαράι, στη γειτονιά των καραβανιών. Με το βλέμμα πάντα στραμμένο προς τα επάνω αντικρίζουμε μια άλλη πόλη, μακριά από την πολύβουη Εγνατία. Μια πόλη όπου οι ταξιδιώτες, από τον 15ο αιώνα μέχρι τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, είχαν δημιουργήσει μια γειτονιά σαν βγαλμένη από μυθιστόρημα, με πανδοχεία, εμπόριο και άλλα συναφή. Έχει κάτι το απόκοσμο μα και ταξιδιάρικο αυτή η γειτονιά, μια αυθεντικότητα που δύσκολα τη συναντάς στο κέντρο μιας πόλης. Άλλωστε, από κάτω της βρέθηκε η κεντρική χαλικόστρωτη οδός των βυζαντινών χρόνων, στο ίχνος του παλαιότερου Decumanus Maximus, μια κύρια ρωμαϊκή οδός με κατεύθυνση από ανατολάς προς δυσμάς, που ήταν ο πρόγονος της Εγνατίας Οδού.

Ακριβώς δίπλα από το Καραβάν Σαράι περιμένει με ανυπομονησία το μετρό για να ανοίξει τις πόρτες του το παλαιότερο τζάμι της πόλης, το Χαμτζά Μπέη. Τελευταία φόρα που το είδαμε ανοιχτό ήταν κοντά στο 1977, όταν λειτουργούσε ως κινηματογράφος με το όνομα «Αλκαζάρ». Ακριβώς απέναντι στέκι το γοβάκι του Καρύδα, σύμβολο της εμπορικότητας του σημείου, φερμένο από μέρη εξωτικά, το ξακουστό Las Vegas. Λίγο πιο κάτω συναντάμε το Μπεζεστένι, τη μεγάλη αγορά υφασμάτων της πόλης, με τους γνωστούς τρούλους του και τα μαγαζιά που θυμίζουν άλλες εποχές. Το Μπεζεστένι βρίσκεται ανάμεσα στα δύο πιο όμορφα διατηρητέα της πόλης, το Mέγαρον Ερμείον και το Μέγαρο Αλέγρα Εργάς. Το Mέγαρον Ερμείον είναι το πρώτο ίσως κτίριο εμπορικών καταστημάτων της Θεσσαλονίκης, το οποίο χτίστηκε το 1925 κι έχει έναν μοναδικό εσωτερικό διάκοσμο. Πλέον στεγάζει δημιουργικά γραφεία της πόλης. Επίσης, αποτελεί πύλη που καταλήγει σε έναν μικρό πεζόδρομο με ταβέρνες και χρώματα ενός μεγάλου τσίρκου. Το Μέγαρο Αλέγρα Εργάς βρίσκεται στη Βαλαωρίτου και Βενιζέλου και χτίστηκε ως κατοικία του ζεύγους Αλμπέρτο και Αλέγρα Εργάς, μιας παλιάς εβραϊκής οικογένειας, ενώ έχει έναν από τους πιο εντυπωσιακούς τρούλους της πόλης που μοιάζει σαν καπέλο μικρού εξερευνητή. Πάντα ήθελα να δω το εσωτερικό αυτού του χώρου. Ανηφορίζουμε στην αγορά του Μπιτ Μπαζάρ, όπου ό,τι ψάχνεις θα το βρεις. Το Μπιτ Παζάρ παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες το 1922 και το 1928 χτίστηκαν διώροφα κτίρια, των οποίων οι επάνω όροφοι ήταν κατοικίες και τα ισόγεια εμπορικά μαγαζιά. Μπιτ Παζάρ σημαίνει «αγορά της ψείρας», ονομασία που προήλθε από τα παλιά ρούχα που πωλούνταν στα καταστήματα, τα οποία ήταν γεμάτα ψείρες. Σήμερα εκεί λειτουργεί η μοναδική αγορά σταθερών παλαιοπωλείων στην πόλη. Στο κέντρο της υπάρχει μια περίκλειστη πλατεία με έξι στοές και απολήξεις στις οδούς Τοσίτσα και Oλύμπου. Το βράδυ η περιοχή μετατρέπεται σε φοιτητικό στέκι για κρασιά και φαγητό − ένα τελείως διαφορετικό σύμπαν στο ίδιο σκηνικό.

Αυτός ο συνδυασμός εικόνων, χρωμάτων, ήχων και γεύσεων είναι για μένα το καλύτερο secret spot στην πόλη. Το μόνο που χρειάζεται είναι διάθεση για εξερεύνηση…

 

Γιώργος Κουρτίδης,
Co Founder The Caravan Bed and Brekafast

 

 

17
Στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου μέσα στον Άγιο Δημήτριο υπάρχουν έργα του Μανουήλ Πανσέληνου
 

Αρκετοί από τους επισκέπτες της Θεσσαλονίκης με θρησκευτικές ή καλλιτεχνικές ευαισθησίες θα θελήσουν να επισκεφθούν τη μεγαλοπρεπή βασιλική του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου. Μερικοί ίσως κατέβουν τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στην ατμοσφαιρική κρύπτη του ναού. Είναι όμως ελάχιστοι αυτοί που θα διαβούν την πόρτα του μικρού ναού του Αγίου Ευθυμίου στη νοτιοανατολική πλευρά της μεγάλης βασιλικής του μεγαλομάρτυρα. Ίσως γιατί δεν γνωρίζουν την ύπαρξή του, ίσως γιατί σχεδόν πάντα η πόρτα του ναού αυτού είναι κλειδωμένη.

Το παρεκκλήσι αυτό ιστορήθηκε το 1303 με χορηγία του αξιωματούχου της αυλής του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, του «πρωτοστράτορα» Μιχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανειώτη και της συζύγου του Μαρίας Δούκαινας Κομνηνής Παλαιολογίνας Βράναινας. Ο μικρός αυτός ναός αποτελεί μικρογραφία μιας τρίκλιτης βασιλικής και είναι ένας από τους ελάχιστους ναούς αυτού του μεγέθους στη Θεσσαλονίκη που περιέχει πλήρες εικονογραφικό πρόγραμμα ενός ναού κανονικών διαστάσεων.

Ο ναός αυτός, αφιερωμένος στον Άγιο Ευθύμιο, ιδρυτή του μοναχισμού στους Αγίους Τόπους, έχει και άλλες ιδιαιτερότητες. Στους δύο πεσσούς του ιερού απεικονίζονται ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Ευθύμιος. Θεωρείται πως η απεικόνιση του Άγιου Δημητρίου δεν έχει στόχο μόνο να αποτίσει φόρο τιμής στον πολιούχο άγιο και την εκκλησία του αλλά και να δείξει πως στρατιωτικοί και μοναχοί είναι οι δύο πυλώνες της εκκλησίας και της αυτοκρατορίας κατ’ επέκταση. Το πιο ενδιαφέρον και μοναδικό, όμως, είναι οι τοιχογραφίες ως σύνολο. Είναι οι πρωιμότερες που φέρουν τα χαρακτηριστικά της παλαιολόγιας τέχνης που τολμά, χωρίς να αποδεσμεύεται από την πνευματικότητα της βυζαντινής τέχνης, να εισάγει νέα στοιχεία με τη δυναμικότητα των συνθέσεων, την πολυπλοκότητα των χρωμάτων και την επανεξέταση της απόδοσης των μορφών. Στο παρεκκλήσι αυτό εντύπωση προκαλεί επίσης η μνημειακότητα του ύφους των συνθέσεων, παρότι ο χώρος είναι ιδιαίτερα περιορισμένος. Η σκηνή της Μετάληψης του Οίνου, καθώς σώζεται σε καλή κατάσταση, μας καθηλώνει με τις κινούμενες μορφές και τα καλοσχεδιασμένα ενδύματα που αφήνουν να φανεί η ένταση των σωμάτων μιας σύνθεσης με μεγάλη ζωντάνια και δραματικότητα.

Από πολύ νωρίς ο καλλιτέχνης του εικονογραφικού προγράμματος του Αγίου Ευθυμίου είχε συσχετιστεί με τον θρυλικό αγιογράφο Μανουήλ Πανσέληνο και το εργαστήριό του. Ο Θεσσαλονικιός αυτός αγιογράφος, ο κορυφαίος της εποχής του, σχεδιάζει με μοναδικό τρόπο πολυπρόσωπες παραστάσεις, ιδιαίτερα και εκφραστικά πρόσωπα με γλυκά και αρμονικά συνδυασμένα χρώματα. Ο ναός του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, το εικαστικό του αριστούργημα, είχε αποτελέσει αντικείμενο θαυμασμού για τους συγχρόνους του και μίμησης για τους επόμενους, αν και κανένας δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μοναδικότητα της λάμψης της τέχνης του.

Την ίδια εποχή, αντίστοιχα εντυπωσιακοί αγιογράφοι που δραστηριοποιούνται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο είναι οι επίσης Θεσσαλονικείς Μιχαήλ Ασπραπάς και Ευτύχιος. Εικονογραφούν μεγάλα έργα σε μονές τις επικράτειας των Σέρβων ηγεμόνων, ενώ αριστούργημά τους θεωρείται ο ναός της Περιβλέπτου στην Οχρίδα, με χορηγία του γαμπρού και αξιωματούχου του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, του Πρόγονου Σγουρού. Είναι η εποχή που οι αγιογράφοι αντιμετωπίζονται πλέον ως καλλιτέχνες και πολλοί απ αυτούς, όντες σίγουροι για τις ικανότητές τους, υπογράφουν τα έργα τους. Ο Μιχαήλ και ο Ευτύχιος στην Οχρίδα υπογράφουν στη λεπίδα του ξίφους του Αγίου Μερκουρίου και σε χλαμύδες αγίων. Συχνά-πυκνά οι ειδικοί έβλεπαν ομοιότητες αλλά και διαφορές ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα των συνόλων του Μανουήλ Πανσέληνου και των Μιχαήλ και Ευτυχίου, ώσπου μια πρόσφατη ανακάλυψη έφερε νέα δεδομένα σε απόψεις που ήταν λίγο πολύ παγιωμένες.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του εκτεταμένου προγράμματος συντήρησης των τοιχογραφιών της περίφημης τρίκλιτης βασιλικής του Πρωτάτου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους εμφανίστηκε στον τελαμώνα του ξίφους του Αγίου Μερκουρίου τμήμα του ονόματος του Ευτύχιου.

Παρότι ο συσχετισμός των καλλιτεχνών υπήρχε ως θεωρία, τώρα πια αποτελεί σχεδόν βεβαιότητα πως Πανσέληνος και Αστραπάδες ταυτίζονται. Ίσως το όνομα Πανσέληνος δόθηκε σε έναν απ’ αυτούς ή αποτελεί άλλον ένα θρύλο ανάμεσα στους πολλούς που δημιουργήθηκαν στο Άγιο Όρος κατά καιρούς

Άραγε, οι καλλιτέχνες ή το εργαστήριο τους εξέλισσαν την τεχνοτροπία τους με το πέρασμα του χρόνου ή προσάρμοζαν το αισθητικό αποτέλεσμα ανάλογα με τον χορηγό, τις διαστάσεις του ναού, τη σχέση φωτός και επιφανειών προς εικονογράφηση; Οι δυναμικές μορφές του Αγίου Ευθυμίου, τα εκφραστικά πρόσωπα των στρατιωτικών αγίων του Πρωτάτου και η σχεδόν εξπρεσιονιστική απόδοση των κτιρίων με την αντίστροφη προοπτική στην Περίβλεπτο είναι αποτέλεσμα πείρας ή δοκιμών; Είναι μάλλον τμήμα της γοητείας της τέχνης τους και κατ’ επέκταση της μακεδονικής σχολής της βυζαντινής παράδοσης.

Όπως και να ’χει, οι Θεσσαλονικείς αυτοί αγιογράφοι συνεχίζουν και εξελίσσουν την αξιοσημείωτη πολιτιστική παράδοση της πόλης. Σε μια αυτοκρατορία που κλυδωνίζεται εσωτερικά και εξωτερικά μέχρι τον πλήρη κατακερματισμό της, η πόλη διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ακτινοβολώντας καλλιτεχνικά με μεγάλα και μικρά θαύματα σαν τις άγνωστες υπέροχες τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, που περιμένουν ακόμα υπομονετικά πίσω από την κλειδωμένη πόρτα του.

 

Ρωμύλος Μαντζούρας,
ιστορικός - ξεναγός

 

 

18
Tο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης φιλοξενεί έργα από τη συλλογή Ιόλα
 

Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΜΜΣΤ) είναι ο εικαστικός θησαυρός της πόλης, το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης που ιδρύθηκε το 1979 στην Ελλάδα με έδρα τη Θεσσαλονίκη, και καλύπτει όλους τους τομείς της σύγχρονης τέχνης. Η μόνιμη συλλογή του αποτελείται από 2.000 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, κάθε τεχνοτροπίας και είδους. Οι επισκέπτες μπορούν να ανακαλύψουν τα πιο απροσδόκητα έργα τέχνης, να σκεφτούν την πραγματικότητά τους αλλιώς, να νιώσουν τον παλμό της εποχής μέσα από τα έργα της σύγχρονης τέχνης. Το ΜΜΣΤ αποτελεί σταθερό οδηγό στη διαφορετική ματιά, στη διαφορετική στάση ζωής και αντίληψης εδώ και πολλά χρόνια. «Ένα ανοιχτό μουσείο σύγχρονης τέχνης, ένα μουσείο της κοινωνίας των πολιτών».

Λίγο πριν συμπληρωθούν τα σαράντα χρόνια λειτουργίας του ΜΜΣΤ και με τη λειτουργία του νέου πολιτιστικού οργανισμού MOMus (Μητροπολιτικός Οργανισμός Εικαστικών Μουσείων Θεσσαλονίκης), στους κόλπους του οποίου μετουσιώνεται και το ίδιο το ΜΜΣΤ, η εξαιρετική έκθεση για τον Αλέξανδρο Ιόλα σε επιμέλεια της διευθύντριας του Μουσείου Θούλης Μισιρλόγλους, η πρώτη εκτεταμένη στην Ελλάδα που αφιερώνεται στον διεθνή συλλέκτη και μαικήνα της σύγχρονης τέχνης, μας υπενθυμίζει τις βάσεις του μουσείου, που λειτούργησε χάρη στη δωρεά του ίδιου του Ιόλα. Από τον Ντε Κίρικο και τον Mαγκρίτ μέχρι τον Γουόρχολ και τον Τάκι, η έκθεση παρουσιάζει σπουδαία έργα, αναδεικνύοντας την προσωπικότητα και τη δραστηριότητα ενός σπουδαίου Έλληνα της διασποράς, τη γενναιοδωρία του οποίου είχε την τύχη να γνωρίσει η Θεσσαλονίκη, μαζί με τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και άλλες σημαντικές καλλιτεχνικές μητροπόλεις. Τόπος συνάντησης, διαλόγου και ελπίδας, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι ένα σύγχρονο μουσείο –σταυροδρόμι στην καρδιά της Θεσσαλονίκης– και καλεί σταθερά τους θεατές σε μια πολύπλευρη εμπειρία στους χώρους του.

 

Θάλεια Καραφυλλίδου,
διευθύντρια της ελληνικής «Vogue»

 

 

19
Στα Ηλύσια υπάρχει ένα γλυπτό από παπούτσια
(με ένα μυστικό).
 

Η εγκατάσταση «These shoes are made for walling» σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε το 2011 για το κατάστημα Fena Fresh στα Ηλύσια ως μέρος του πρότζεκτ για την αναδιαμόρφωση του τμήματος υποδημάτων, και τοποθετήθηκε στην όψη του καταστήματος.

Κατά τη διάρκεια της κατασκευής της σύνθεσης, υπήρχαν παπούτσια απλωμένα σε ολόκληρο το στούντιο και πειραματιζόμουν με υλικά και τεχνικές. Η κόρη μου Γεσθημανή, τριών χρόνων τότε, περνούσε πολλές ώρες μαζί μου στο στούντιο και με πυροβολούσε συνεχώς με ερωτήσεις του τύπου «τι είναι αυτό», «τι κάνεις εκεί», «γιατί αυτό» και «γιατί το άλλο». Όταν της εξήγησα τι επρόκειτο να κάνω με όλα αυτά τα παπούτσια, ενθουσιάστηκε και, φυσικά, θέλησε κι εκείνη να συμμετάσχει με τον τρόπο της, οπότε πήρε την πρωτοβουλία να διαλέγει τα παπούτσια που της άρεσαν και να κάνει συνδυασμούς. Υπήρχε, λοιπόν, μέσα στο πλήθος των παπουτσιών και ένα παιδικό παπουτσάκι, το οποίο, όταν το εντόπισε, το ξεχώρισε από τα υπόλοιπα με μεγάλη αποφασιστικότητα. Όπως δήλωσε, ήταν το αγαπημένο της. Δεν υπήρχε περίπτωση η επιλογή της αυτή να μη βρει τη θέση της στη σύνθεση. Ολόκληρη η εγκατάσταση ήταν λευκή και το μόνο χρώμα που έπεσε επάνω της ήταν ένα σιέλ ανθάκι, το οποίο ζωγραφίσαμε μαζί με την κόρη μου στο πάνω μέρος του παπουτσιού. Στη σόλα του, πριν τοποθετηθεί, γράψαμε μαζί με τη μικρή «το παπούτσι της Γεσθημανής». Το χαριτωμένο αυτό παπουτσάκι τοποθετήθηκε κάτω δεξιά, ώστε να μπορεί να το βλέπει και να το αναγνωρίζει όποτε θα περνούσαμε από το σημείο, όπου ήταν εγκατεστημένο. Στο εσωτερικό του έβαλα την υπογραφή μου.

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, η εγκατάσταση ξαναβάφτηκε για λόγους συντήρησης, βανδαλίστηκε, σκονίστηκε. Το σιέλ ανθάκι και η υπογραφή μου καλύφθηκαν από τις νέες βαφές, αλλά η Γεσθημανή, δέκα χρονών σήμερα, συνεχίζει, κάθε φορά που περνάμε από κει, να μου θυμίζει το μυστικό μας. «Θυμάσαι μπαμπά;».

 

Γιάννης Καλογιαννίδης,
Form & Function Design Studio,
«These shoes are made for walling», copyright 2011

 

 

20
Η Θεσσαλονίκη έχει τους πιο παθιασμένους breakdancers στην Ελλάδα
 

Ξεκινώντας από το 1999 σε διάφορα spots της Θεσσαλονίκης, από πιλοτές και πάρκα της Καλαμαριάς, σχολεία της δυτικής Θεσσαλονίκης, παλιούς σταθμούς τρένων μέχρι και τον «Αλέκο» (όπως είναι γνωστό το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ο B-boy Saspens ξεκίνησε να χορεύει ανάμεσα σε φίλους και παρέες που με το πέρασμα των ετών άλλαζαν, στις δύσκολες συνθήκες της εκάστοτε εποχής άλλοι έρχονταν κι άλλοι έφευγαν, κυρίως επειδή δεν ήταν στη μόδα αυτό που λέμε χιπ-χοπ, και συγκεκριμένα το «breaking». «Με το πέρασμα των χρόνων πολλά από αυτά τα σημεία έγιναν σταθερά στέκια που γρήγορα εξελίχθηκαν σε spots για b-boys και fly girls, με τη συνοδεία ενός κασετοφώνου (με έρανο στην παρέα για μπαταρίες) ή και χωρίς, μόνο με την ενέργεια της παρέας και της street κουλτούρας. Σκοπός μας ήταν ένας, να περάσουμε όλοι το ίδιο καλά, «to have fun», ο ίδιος μέχρι και σήμερα» λέει. O B-boy Saspens, που σήμερα δραστηροποιείται ως δάσκαλος breaking, αναφέρει πως το χιπ-χοπ είναι ζωντανό και ακόμα και σήμερα, είτε είσαι γκραφιτάς είτε Mc ή DJ ή b-boy, πάντα, όταν περνάς από τα spots της Θεσσαλονίκης, θα ροκάρεις μαζί με παλιούς ή νέους b-boys και ταυτόχρονα θα αναπολείς τις έντονες στιγμές που έζησες μικρότερος, μαθαίνοντας να χορεύεις breaking. Εν έτει 2018, όλη αυτή η σκηνή έχει εκτοξευθεί πλέον και υπάρχουν πολύ υψηλού επιπέδου σχολές χορού σε προπονητήρια ομάδων που διακρίνονται σε διαγωνισμούς εθνικούς και παγκόσμιους. Το «Battle of the Βest» που γίνεται στις 16 Δεκεμβρίου ή το «Battle of the Year» δίνει την ευκαιρία σε Έλληνες break dancers να εκπροσωπήσουν «τη χώρα τους, την ομάδα τους, το είναι τους». Αποκορύφωμα της σκηνής είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όπου και εντάχθηκε το breaking και ξεκινά φέτος για πρώτη φορά στην Αργεντινή, στο Μπουένος Άιρες. «Keep breaking and having fun».

 

 

21
Το carspotting από την αερογέφυρα Βούλγαρη
 

Στη συμβολή της προέκτασης Κωνσταντίνου Καραμανλή και Αλέξανδρου Υψηλάντου, πάνω στην αερογέφυρα Βούλγαρη, υπάρχει ένα πολύ μικρό πάρκο που κοιτάζει την πόλη από ψηλά. Από κάτω ακριβώς είναι η κεντρική έξοδος ανατολικά για Χαλκιδική αλλά και η είσοδος προς το κέντρο της πόλης. Εκεί, στο περιθώριο ανάμεσα στα ελάχιστα δέντρα του πάρκου και στα κάγκελα της αερογέφυρας, έχουμε περάσει πολλές ώρες με φίλους, μεταξύ μας, ακόμα και μόνοι μας. Το μέρος παλιότερα ήταν κάπως παραμελημένο, ο ανύπαρκτος φωτισμός το βράδυ, τα δέντρα και οι θάμνοι «φρόντιζαν» μη μας βλέπουν οι ένοικοι των τριγύρω πολυκατοικιών. Δεν είχε καν περίπτερο εκεί κοντά, εκτός από ένα μικρό κατάστημα με ψιλικά χαμηλά στην Υψηλάντου που έκλεινε πολύ νωρίς, οπότε έπρεπε να προμηθευτείς όλα όσα ήθελες από πριν, αλλιώς σε περίμενε περπάτημα μέχρι το κοντινότερο περίπτερο στην Καραμανλή και μια μεγάλη ανηφόρα στην επιστροφή. Μπορεί ως πάρκο να μην έχει κάποια ομορφιά ή σημαντικότητα, δεν έχει καν κάποιο όνομα, έχει όμως αυτήν τη θέα της πόλης που απλώνεται μπροστά σου. Για εμάς, που το αστικό τοπίο αποτελεί μόνιμη έμπνευση για τη μουσική μας, το σημείο αυτό είναι από τα ομορφότερα και πιο κρυμμένα μέρη της Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, το περιποιούνται κάπως, έχουν βάλει και αρκετά φώτα και με χαρά είδαμε ότι κάποιοι τοποθέτησαν έναν μικρό καναπέ για να απολαμβάνουν τη θέα.

Ο δεύτερος δίσκος των Fog Ensemble με τον τίτλο «Throbs» κυκλοφορεί σε μαύρο και διάφανο βινύλιο μαζί με CD από την Inner Ear (smarturl.it/9h6wbz). Θα τον παρουσιάσουν ζωντανά στις 7/12 στη Death Disco.

https://www.facebook.com/events/2073338292976706/

 

Fog Ensemble,
ροk γκρουπ

 

 

22
Επειδή στην οδό Μελενίχου δύο χέρια στρέφονται ανοιχτά προς τον ουρανό
 

Τα πρώτα τείχη της Θεσσαλονίκης οικοδομήθηκαν με την ίδρυση της πόλης από τον Κάσσανδρο (316-15 π.Χ.). Η πρώτη οργανωµένη αναµόρφωση των τειχών, σύµφωνα µε τις πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήµατα, έγινε το 253-54 µ.Χ., όταν η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από τους Γότθους, και ολοκληρώθηκε πριν από την κατασκευή του γαλεριανού συγκροτήµατος. Ο ρωµαϊκός περίβολος αποτελούνταν από τετράγωνους πύργους που προεξείχαν, ως προς τα µεταπύργια τµήµατα, κάθε 45-50 µέτρα. Τα τείχη ενισχύθηκαν κατά τόπους τον 3ο και κυρίως τον 4ο αι. µ.Χ., για να αντιµετωπιστούν οι επιδροµές των βαρβάρων. Η σηµαντικότερη ενίσχυση, που διατηρείται ως σήµερα, έγινε στα πεδινά τµήµατα του δυτικού και ανατολικού περιβόλου, όπου, σε επαφή µε την εξωτερική πλευρά του, κατασκευάστηκε ένα νέο τείχος µε τριγωνικούς πύργους, οικοδοµικά κατάλοιπα του οποίου σώζονται στην οδό Φιλικής Εταιρείας και Τσιµισκή, και στην Εγνατία και πλατεία Συντριβανίου.

Στην οδό Μελενίχου, πάνω από την Εγνατία, στο ύψος της Ροτόντας, κατά μήκος του δρόμου με τα μαγαζιά που μαζεύουν εκατοντάδες φοιτητές τις πιο πολλές ώρες της μέρας, εκεί όπου βρίσκεται το ανατολικό τείχος της πόλης, υπάρχουν δύο χέρια ανοιχτά που δύσκολα προσέχει κανείς. Είναι σκαλισμένα σε μια ορθογώνια ταφική πλάκα, σε έναν βωμό, που έχει επίσης επάνω του επιγραφές προς τιμήν του νεκρού, ο οποίος πέθανε πρόωρα ή είχε βίαιο θάνατο – αυτό δηλώνουν τα δύο χέρια που στρέφονται ανοιχτά προς τον ουρανό. Είναι μέρος του υλικού που προστέθηκε στο τείχος, όπως οι τετράγωνοι πύργοι που ενίσχυσαν την οχύρωσή του κατά τον 3ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό δείγμα ρωμαϊκού οχυρού, διαστάσεων 6,43x6,35. Είναι χτισμένο από σχιστόλιθους και πλίνθους στο εξωτερικό του τμήμα, ενώ για το δάπεδο και άλλα τμήματά του χρησιμοποιήθηκαν μάρμαρα και υλικά από παλαιότερα μνημεία της πόλης.

Ο πύργος αυτός ήταν, δυστυχώς, ένα από τα θύματα των κατεδαφίσεων που πραγματοποίησαν οι Οθωμανοί σε πολλά σημεία του τείχους της πόλης, αλλάζοντας ουσιαστικά τη μορφή και την όψη του.

 

Δημήτρης Καπαράνης,
σεφ

 

 

23
Το Noise είναι από τα τελευταία δισκάδικα - καταφύγια για τα «παράξενα πουλιά» της πόλης
 

«Κάποτε ήμουν η “αστρόπορτα” του Αυρήλιου». Όταν αυτές είναι οι έξι πρώτες λέξεις ενός κειμένου, πείτε μου, τι μπορεί να περιμένει κανείς; Η αγγλική λέξη που μου έρχεται και μου κάνει κιόλας, καθότι κάποτε ήμασταν ορκισμένοι «ποπάδες», είναι awkward! Χειροτερεύει το πράγμα, ε; Από την εποχή που το Noise, το δισκάδικο-καταφύγιό μου, άνοιξε στην Αγγελάκη, ακολουθώ τον εμμονικό ιδιοκτήτη του σε όλες τις μετακομίσεις του στα υγρά στενά του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Στα μακρόστενα μαγαζιά −πάντα τέτοια διάλεγε− στριμωχνόμασταν περίεργοι τύποι με φράντζες σαν του Brett ή του Jarvis ή του Liam και στα όνειρά μας ήμασταν μελαγχολικά άνεργα Αγγλάκια, χωρίς κανένα μέλλον. Σνομπ, είρωνες, πικρόχολοι, μ’ εκείνα τα «ακλόνητα» επιχειρήματα που καταδίκαζαν σε εξορία από τις δισκοθήκες οτιδήποτε δεν κυκλοφορούσε σε ανεξάρτητη βρετανική δισκογραφική εταιρεία ή είχε άρωμα κλασικού ροκ. Indie pop, όχι brit pop, υπάρχει διαφορά... «Ποπαρίες» ακούγαμε και ήμασταν τα παράξενα πουλιά της πόλης. Heavenly, Field Mice, Cinerama, My Life Story, Divine Comedy, Spearmint, Jack. Έφτυσα αίμα για να με κάνουν φίλο τα υπόλοιπα βλαμμένα εκεί μέσα, γιατί ήμουν πολύ mainstream για τα γούστα τους. Τα κωλόπαιδα! Τα αγαπώ και μου λείπουν, τους θυμάμαι έτσι ωραία ψευτοθλιμμένους και κυρτούς − με τελικό σίγμα καθισμένο σε σκαμπό έμοιαζε όποιος προλάβαινε τη θέση πίσω από την ταμειακή. «Αστρόπορτα» με βάφτισε ο Avril, γιατί η εκπομπή μου έγινε αιτία να ακουστούν όλα αυτά τα διαμάντια στο ραδιόφωνο, σε prime time ζώνη μάλιστα... Ποτέ δεν ήθελα, και εξακολουθώ να μη θέλω, να ανήκω σε οποιαδήποτε φυλή, δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες και προτιμώ την αυτονομία μου. Εκεί, στην παρέα του Noise, θυμάμαι ότι για μια μικρή ή μεγάλη στιγμή ένιωσα πως πραγματικά ίσως και να ανήκω κάπου. Μετά η μουσική πέθανε κι εγώ απλώς το παραδέχτηκα, ο Αυρήλιος πάλι όχι κι επιμένει να περιμένει τα δέματα που κάποτε περίμενα κι εγώ με αγωνία. Ηλεκτρονικές και ανεξάρτητες παραξενιές, δίσκοι εισαγωγής εκεί δίπλα στο σινέ Μακεδονικό. Τα βινύλια, πάντως, μοσχοβολάνε ακόμα..

Χρήστος Πορτοκάλογλου,
ιδιοκτήτης του μπαρ Casablanca

 

 

24
Τα «καβουράκια» σε ένα καφέ στην Άνω Πόλη αφηγούνται την ιστορία του Γεντί Κουλέ ως φυλακής
 

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, δίπλα στην είσοδο του Γεντί Κουλέ, που λειτουργούσε ως φυλακή, μια οικογένεια προσφύγων άνοιξε ένα καφενεδάκι, όπου συγγενείς και φίλοι των φυλακισμένων περίμεναν κάθε πρωί να ανοίξουν οι πόρτες και να ξεκινήσει η επίσκεψη στους δικούς τους ανθρώπους. Και επειδή οι φυλακισμένοι κυκλοφορούσαν ελεύθερα, έπρεπε κάπως να ξεχωρίζουν από τους επισκέπτες, έτσι ο καφενές νοίκιαζε ψάθινα καπέλα μαζί με τον καφέ. Οι επισκέπτες, λοιπόν, φορούσαν τα καπέλα κι έτσι οι δεσμοφύλακες μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν από τους φυλακισμένους. Αυτό κράτησε μια δεκαετία περίπου, από το 1922 μέχρι το 1930, και για όλη αυτή την περίοδο δεν επιτρεπόταν ασκεπής επισκέπτης, έπρεπε όλοι να φορούν καπέλα. Αυτά τα «καβουράκια» υπάρχουν ακόμα και σήμερα κρεμασμένα στον καφενέ (Αίθριο), που εξακολουθεί να λειτουργεί στο ίδιο σημείο. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι με τη «μέθοδο των καπέλων» απέδρασε από το Γεντί Κουλέ και ο Ζαχαριάδης, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ (φόρεσε το καπέλο του επισκέπτη, δεν τον αναγνώρισαν οι φύλακες και χάθηκε μέσα στο πλήθος).

Νίκος Λαμπρούλης,
μαραθωνοδρόμος

 
25
Η κρυμμένη πλατεία Μαβίλη στον Βαρδάρη σε λίγο θα είναι «βιοκλιματική»
 

Κάπου ανάμεσα στο πολύβουο κέντρο της πόλης, εκεί όπου φυσάει ο Βαρδάρης (στην ομώνυμη περιοχή), κρυμμένη ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες, με το Café Chantant στη γωνία, βρίσκεται η μικρή πλατεία Μαβίλη. Οι φωνές των παιδιών που βγαίνουν και παίζουν στην πλατεία με τις ώρες, μια λατέρνα, μερικά περιστέρια, άνθρωποι που τραγουδούν και ο παλιατζής που περνάει συχνά και σε ξυπνά συνθέτουν τη «συμφωνία» της αστικής αυτής πλατείας του κέντρου της πόλης. Κάποτε ήταν μια περιοχή με βιοτεχνίες. Αυτό το προδίδει το μεγάλο ερειπωμένο κίτρινο κτίριο παραδίπλα, όπου κάποιος μου ψιθύρισε πως έφτιαχναν γούνες. Λίγα μέτρα πιο κάτω θα βρεις και το Σινέ Βίλμα, ένα από τα λίγα εναπομείναντα σινεμά αισθησιακών ταινιών στην πόλη (φυσάει ο Βαρδάρης αλλά και η «αίθουσα κλιματίζεται»). Σήμερα η πλατεία έχει μπει στο πρόγραμμα της βιοκλιματικής ανάπλασης με ένα σχέδιο σύγχρονο, το οποίο προβλέπει σιντριβάνια (για λίγη δροσιά το καλοκαίρι) και σύγχρονους πεζόδρομους με μπόλικο πράσινο. Αξίζει μια βόλτα... Κι αν έχεις ένα βιβλίο μαζί σου, κάτσε διάβασέ το στο παγκάκι.

 

Χρήστος Τσάβος,
ηθοποιός της ομάδας του «Μικρού Βορρά», η οποία τριγυρνά με ένα αμάξι και παίζει σε γυμνάσια και χώρους πολιτισμού την Οδύσσεια του Ομήρου (και όχι μόνο).

 
26
Μια οθωμανική επιγραφή στο Επταπύργιο είναι πιο παλιά από την Άλωση της Πόλης
 

Στον αρχικό πυρήνα του φρουρίου ανήκουν δέκα πύργοι, οκτώ τετράπλευροι και δύο τριγωνικοί και τα μεσοπύργια διαστήματά τους, με πρωιμότερο το βόρειο σκέλος, ενταγμένο στη διάταξη της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης της Ακρόπολης, με πολλές, ωστόσο, μεταγενέστερες επεμβάσεις. Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους προστέθηκαν οι πύργοι της νότιας πλευράς, διαμορφώνοντας το περίκλειστο του φρουρίου. Η μαρμάρινη οθωμανική επιγραφή του 1431, εντοιχισμένη πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου, μαρτυρεί επεμβάσεις και ανακαινίσεις πύργων και τμημάτων του φρουρίου τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτηση της πόλης αλλά και του εσχάτου καταφυγίου της, του Επταπυργίου.

Φυλακή το 1890

Το βορειότερο καμπύλο τμήμα του με την εναλλαγή τετραγώνων και τριγωνικών πύργων ανήκει στον αρχικό οχυρωματικό περίβολο της Ακρόπολης. Η κατασκευή της νότιας πλευράς δημιούργησε έναν κλειστό, αυτόνομο, ισχυρά οχυρωμένο πυρήνα για τη φρουρά της πόλης. Μεγάλης έκτασης επισκευές που πραγματοποιήθηκαν το 1431 από τους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της πόλης αναγράφονται σε μαρμάρινη οθωμανική επιγραφή στον πύργο της κεντρικής πύλης. Μολονότι ακριβείς ημερομηνίες για τη μετατροπή του σε φυλακή δεν είναι γνωστές, ένας χάρτης του 19ου αιώνα της πόλης παρέχει ένα terminus ante quem για την αλλαγή της χρήσης ως φυλακή γύρω στο 1890.

 

 

 
27
Το σουτζουκάκι είναι ο πιο χαρακτηριστικός (και αυθεντικός) μεζές των Σμυρνιών προσφύγων
 

Τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη ζει στον ρυθμό των εναλλακτικών ξεναγήσεων. Θεματικοί περίπατοι και δράσεις αποτελούν μια νέα, ευχάριστη συνήθεια στην πόλη, τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους επισκέπτες της. Οι αξιόλογες ομάδες που κάνουν τις θεματικές ξεναγήσεις έχουν εντάξει ήδη στο πρόγραμμά τους γαστρονομικές τουρνέ στην πόλη. Πολλές φορές συναντώ στο Καπανι μικρά γκρουπ Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, οι οποίοι βολτάρουν και δοκιμάζουν εξαιρετικά προϊόντα τοπικής γαστρονομίας, και οι ξεναγοί εξηγούν με λεπτομέρειες, τονίζοντας τις τοπικές συνήθειες και αυτά που αγαπάει η πόλη στο φαγητό και στο ποτό. Δεν ξέρω καθόλου αν έχει δημιουργηθεί ηδη κάποιο walking tour για τα στέκια όπου τρώμε σουτζουκάκια στην πόλη, αν και δεν θα αργήσει να γίνει κάτι τέτοιο. Τον φημισμένο αυτό μεζέ, για τον οποίο ο Θεσσαλονικιός τρέφει εμμονική αγάπη, σε αντίθεση με την άδολη αγάπη του Αθηναίου για το σουβλάκι, έφεραν στην πόλη Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, οι συνταγές των οποίων αντέχουν έως και σήμερα. Τα σουτζουκάκια αποτελούν γαστρονομική ατραξιόν και πιάτο-ταυτότητα της πόλης και προσελκύουν πολύ κόσμο που θέλει να τα δοκιμάσει και σίγουρα αποτελεί ταυτόχρονα καθημερινή διατροφική συνήθεια για τους ντόπιους, που συνεχίζουν να τα απολαμβάνουν στα ίδια στέκια που θυμούνται από παιδιά.

Νεωτερισμοί με το σουτζουκάκι απαγορεύονται διά ροπάλου και οτιδήποτε διαφορετικό ως συνταγή, ακόμα και στο σχήμα, έχει αποτύχει οικτρά. Το αυθεντικό σουτζουκάκι Θεσσαλονίκης γίνεται στη σχάρα, έχει το μέγεθος μπουκιάς, είναι με αυθεντική κρεάτινη γεύση, χωρίς πολλά μπαχαρικά, και συνοδεύεται αυστηρά από μπούκοβο. Από αλοιφές, συνοδεύεται συνήθως με χειροποίητη μουστάρδα, χειροποίητη ρωσική σαλάτα ή πάπρικα (εννοώ τη σάλτσα πιπεριάς όχι τη σκόνη πάπρικας). Αυτήν τη στιμγή υπάρχουν ακόμα 5-6 κλασικά μαγαζιά στην πόλη όπου μπορεις να γευθείς αυθεντικό σουτζουκάκι Θεσσαλονίκης, χωρίς γευστικές ακροβασίες, για όσους το θυμούνται ακριβώς όπως ήταν παλιά. Συνοδεύεται πάντα με τσίπουρο η ρετσίνα.

 

Διαγώνιος, Στρατηγού Καλλάρη 13

Διαβαση, Παύλου Μελά 13

Καμένη γωνιά, Βασιλίσσης Όλγας 72

Ταβέρνα Κρόνος, Βασ. Όλγας 178 & Γεωργίου Βαφοπούλου 30

Στο πόδι: Βομβίδια, Βασιλέως Ηρακλείου 35-37

 

Κώστας Καπετανάκης

 
28
Στον Ναυτικό Όμιλο υπάρχει το φουτουριστικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που είναι το ιδανικό location για ηρεμία
 

Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στον Ναυτικό Ομίλο Θεσσαλονίκης, στα ανατολικά της πόλης. Συγκεκριμένα στο Καραμπουρνάκι, στη μέση της μαρίνας με θέα τον Όλυμπο. Είναι το ησυχαστήριό μου, το μέρος όπου θα καθαρίσω το μυαλό μου απ’ όλα όσα τρέχουν γύρω μου. Είναι πάντα το ιδανικό location για να φωτογραφίσω τα μοντέλα μου, πλαστικά και μη. Το ιδανικό meeting room για να βγουν δημιουργικές ιδέες και το ιδανικό ντιβάνι ψυχαναλυτή για συνεδρίες με φίλους. Η θέα της πόλης από κει είναι μοναδική, όπως και η διαδρομή για να φτάσεις εκεί. Ξεκινώ από την αντίθετη πλευρά, από το λιμάνι, με το ποδήλατο και πάω παραλιακά για το πολύτιμο break μου. Είναι η ίδια διαδρομή που έκανα σε πολλές φάσεις από παλιά με τους φίλους μου, με μουσικές από mini disc, γέλια και πολύωρες συζητήσεις. Αργότερα, με την οικογένειά μου πια, με μουσικές από κινητά, να δείχνουμε στη μικρή την πόλη από μακριά. Είναι ένα μέρος όπου δεν πάω συχνά τελευταία λόγω περιορισμένου χρόνου, αλλά νιώθω μια ασφάλεια ξέροντας πως ο μυστικός μου τόπος με περιμένει πάντα εκεί. Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου κατασκευάστηκε το 1990 με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ναυτικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, με την προσωπική φροντίδα του μέλους του ομίλου Γιώργου Μπάζιου. Την επιμέλεια της κατασκευής του είχε ο αρχιτέκτων μηχανικός Κ.Α. Καψαμπέλης και την ευθύνη αυτής ο πολιτικός μηχανικός Σ. Καζολέας.

Νίκος Ράκκας,
Φωτογράφος

 
29
Οι Κήποι του Πασά στην Άνω Πόλη είναι ένα μέρος με καλή ενέργεια και γλυπτά που θυμίζουν Gaudi
 

Ενας τόπος που φέρει ανεξίτηλη τη μυστηριακή σφραγίδα της αδιάσπαστης θεσσαλονίκειας ιστορικής διαδρομής. Στο περίβλεπτο σημείο που φέρει το εκλαϊκευμένο όνομα «Κήποι του Πασά», στα υψώματα πάνω από τα τελειώματα της εκτενούς αρχαίας νεκρόπολης έξω από τα ανατολικά τείχη της Θεσσαλονίκης βρίσκεται ένας προνομιακής ομορφιάς ειδυλλιακός τόπος. Προσφέρεται λειτουργικά το μέρος ετούτο κυρίως ως εξέχον «παυσίλυπον» που εξανεμίζει την κατήφεια της ανθρώπινης θλίψης, διασκορπίζοντάς την στην παρηγορητική απεραντοσύνη της σαγηνευτικής και απρόσκοπτης θέας.

Υπό τη σκιάν υψηλών γερόπευκων στην ακραία αγκαλιά του περιαστικού δάσους του Σέιχ-Σου στεκόμαστε και αντικρίζουμε από την ανατολική μεριά το ζωογόνο ρέμα της Ευαγγελίστριας με το μικροσκοπικό του φαράγγι και το σπηλαιώδες νυμφαίο με τη θαυματουργή πηγή του στο κοίλωμα των βράχων. Το καταφύγιο αυτό του μικρού σπηλαίου αποτελεσματικά προστάτευσε τον Απόστολο των Εθνών Παύλο στις δύσκολες ώρες της καταδίωξής από τους εχθρούς του. Από τη δυτική μεριά ο τόπος ορίζεται από τη γειτνίαση με γιγάντιους όγκους θεοδοσιανών τειχών που η μακρά γραμμή τους ανηφορίζει προς τα κάστρα της ακρόπολης, διαχωρίζοντας αυταρχικά το παλαιό intra muros άστυ από τις τριγύρω άλλοτε εξοχές. Προς τη νότια κατηφοριά συναντάμε τη μήτρα των κτισμάτων των Κήπων του Πασά που κρύβεται στο επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα του οθωμανικού νοσοκομείου Χαμιντιέ Χαστανεσί, το οποίο πλέον ονομάζεται Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος. Αρχικά, τα κτίρια των Κήπων του Πασά ενσωματώθηκαν στον περίβολο του νέου οθωμανικού νοσοκομείου και κατασκευάστηκαν ταυτόχρονα με αυτό από το 1902 έως το 1904, από κοινά κονδύλια και συνεργεία. Μόλις τη δεκαετία του 1980 διανοίχτηκε ενδιάμεσα ο χώρος πάρκινγκ που απέκοψε την περιοχή των Κήπων του Πασά από τον υπόλοιπο εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο του επιβλητικού κτιριακού συγκροτήματος του νοσοκομείου.

Τις τελευταίες δεκαετίες, στους Κήπους του Πασά ο χώρος έχει διαμορφωθεί από τον δήμο και λειτουργεί ως πάρκο αναψυχής και περιπάτου. Το μέρος αυτό, όμως, ανθεκτικά παραμένει πιστό στην αρχική του φύση, αγέρωχο και απόμερο ως είναι, συγκεντρώνοντας λιγοστούς μόνον επισκέπτες, κυρίως συνοδούς οικόσιτων σκύλων, κάποια υποσχόμενα «αιωνίαν πίστιν» ερωτευμένα ζευγαράκια και ελάχιστους περιπατητές, θιασώτες της διαφορετικότητας σε αυτή την πόλη. Δεν υπάρχει πουθενά κάποια πινακίδα με πληροφοριακές αναφορές που να δίνει στοιχεία για το ιστορικό του μέρους ούτε βέβαια υπάρχει κάποια «επίσημη εξήγηση» γιά τα απρόσμενου ύφους «ακαταλαβίστικα» κτίσματα, τα οποία χάσκουν εμμονικά μέσα στην ατελεύτητα μακάβρια και ανησυχητική τους ηρεμία. Έτσι, ο επισκέπτης που έρχεται για πρώτη φορά στον χώρο έκπληκτος βρίσκεται αντιμέτωπος με το απρόσμενο περιβάλλον ενός δυσερμήνευτου συγκροτήματος τριών ασυνήθιστων κτιριακών κατασκευών μεσαίου και μικρού μεγέθους. Τα απωθητικά στην πρώτη ματιά κτίρια, όχι μόνο με το ημίφως αλλά και εν πλήρη ημέρα, λαμβάνουν τρομακτικές όψεις, σαν να θέλουν να διώξουν μακριά τον αμύητο, τον μη άξιο να κοινωνήσει τα υπέρτερα μυστικά τα οποία αποκρυφιστικώς προσφέρονται στον έχοντα την κατάλληλη κλείδα. Ο απρόσεκτος επισκέπτης που θα πλησιάσει τα περίεργα κτίσματα εύκολα μπορεί να γρατσουνιστεί ή να σκίσει τα παπούτσια του στις αιχμηρές προεξοχές των ακανόνιστων λίθων που συνθέτουν τα επίπεδα και τους τοίχους των κατασκευών. Ανάμεικτα συναισθήματα γεννώνται ασυνειδήτως εκ των θυμικών αντιφάσεων που προκύπτουν μεταξύ του δυσνόητου οικοδομικού χαρακτήρα των κτιρίων και της γαλήνιας φύσης του τοπίου που τα περικλείει. Τα μετέωρα ερωτήματα είναι έντονα και αποζητούν ερμηνείες και εξηγήσεις. Τι να γυρεύει, άραγε, σε αυτό τον τόπο αναψυχής και ανατροφοδότησης του ανθρώπινου εσώτερου λύχνου ετούτο το φοβιστικό μνημείο, με τα απόκοσμα τρομακτικά στοιχειά να το περιζώνουν; Ο λογισμός τότε άθελα στριφογυρίζει και ενδόμυχα επισκέπτεται πτυχές ανεξερεύνητης γνωσιακής ύλης του ασυνειδήτου που υπομονετικά αναμένουν την κατάλληλη συνθήκη για να εμφανιστούν στο προσκήνιο.

«Μπου ντουνιά σταρκ φιλέκ. Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ»: «Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει και χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει τον κόσμο αυτόν». Το σούφικο γνωμικό που εύστοχα αναφέρει ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο αριστοτεχνικής γλώσσας και νοήματος διήγημά του Ο ξεπεσμένος δερβίσης μεταδίδει έναν μελαγχολικό τόνο από το κλίμα της τελευταίας οθωμανικής εποχής. Αντιπαραβολικά και ευνόητα στο διήγημα αυτό καταγράφεται ο αγωνιώδης και αργόσυρτος επιθανάτιος ρόγχος της πάλαι ποτέ κραταιάς οθωμανικής πολιτισμικής επικυριαρχίας. Το διαμαντένιο διήγημα του Παπαδιαμάντη συγγράφηκε το 1896 στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους Αθήνα, οκτώ χρόνια νωρίτερα από την εποχή κατά την οποία στην οθωμανική Θεσσαλονίκη κατασκευάστηκαν τα εμπνευσμένα συμβολιστικά κτίσματα των Κήπων του Πασά. Οι εξελίξεις τρέχουν καταιγιστικά εκείνα τα χρόνια και συμπαρασύρουν στερεότυπα και δεδομένα πολλών αιώνων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης και αργής αποσάθρωσης της οθωμανικής πραγματικότητας μαζευόταν σταγόνα-σταγόνα το καταστάλαγμα όλης της συσσωρευμένης σοφίας η οποία, ιδιαίτερα κατά την τελευταία οθωμανική εποχή, προσλαμβάνει απρόσμενες αναλαμπές κορύφωσης. Έτσι, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη του τέλους του 19ου αιώνα προμηνύονται κοσμοϊστορικά γεγονότα και συνταρακτικές αλλαγές και όσοι από τους ανθρώπους της διαθέτουν ευαίσθητες κεραίες εκείνη τη χρονική περίοδο προσπαθούν να λάβουν μέτρα και να προσαρμοστούν στα ευμετάβλητα δεδομένα της σαρωτικά επερχόμενης νέας εποχής. Τα χρόνια που προετοιμάζοταν το κίνημα των Νεότουρκων στο πρόσφορο έδαφος της Θεσσαλονίκης αποκρυσταλλώθηκαν πρώιμα τα σύμβολα των στασιαστών στα κτίσματα των Κήπων του Πασά. Το κοσμοπολίτικο λιμάνι της γίνεται κύρια πύλη επικοινωνίας και ανταλλαγής προϊόντων και ιδεών. Η ρομαντική μπελ επόκ και η μυστηριακή ατμόσφαιρα της Ανατολής συναντιούνται στο σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης. Αν εξετάσουυμε στις πηγές τα πράγματα σε όλη την ιστορική πορεία από την ίδρυση της πόλης έως και σήμερα διαπιστώνουμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που χαρακτηρίζεται τόσο από το ρομαντικό όσο και από το μεταφυσικό στοιχείο. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της αυτά ταιριάζουν με το τοπίο της, με τις καιρικές συνθήκες του μικροκλίματός της αλλά και με τις συνήθειες και πεποιθήσεις των ανθρώπων της. Με τους κατάλληλους χειρισμούς τα στοιχεία αυτά γίνονται εργαλεία στα χέρια των εκάστοτε Αρχών που εξουσιάζουν την πόλη. Έτσι, από την απαρχή της ιστορίας της μέχρι και σήμερα είναι σαν να μην άλλαξε τίποτα κατ’ ουσίαν στον τρόπο θεμελίωσης της εξουσίας και άσκησης ελέγχου επί των πραγμάτων στη Θεσσαλονίκη. Η περιήγηση στους Κήπους του Πασά σίγουρα αποτελεί μια πολύπλευρη εμπειρία. Εκτός από την απόλαυση του ελκυστικού φυσικού τοπίου, προσφέρεται η σπανίζουσα δυνατότητα για αναδίφηση σε πτυχές της τοπικής ιστορικής διαδρομής άγνωστες και ανερμήνευτες. Για να ερμηνευτούν επιτυχώς οι συμβολιστικές προεκτάσεις των κτισμάτων και να καταστεί εφικτή η προσέγγιση των μηνυμάτων που εκπέμπονται από τα σύμβολα αυτά απαιτείται η καταβύθιση σε δυσπρόσιτους ωκεανούς γνώσεων. Για παράδειγμα, λείπει η έρευνα στην ιστορία του τεκτονισμού στη Θεσσαλονίκη και ο ρόλος που έπαιξε στη διαμόρφωση των εξελίξεων στην πόλη. Δεύτερο πρόταγμα, και ελαφρώς ευκολότερο από το πρώτο, είναι η μελέτη του βαλκανικού Ισλάμ και της οθωμανικής Θεσσαλονίκης.

Είναι, βέβαια, απορίας άξιο πώς δικαιολογείται τέτοια παράβλεψη, σε αυτή την πόλη με το τόσο λαμπρό οθωμανικό παρελθόν να μην υπάρχει σχολή ισλαμικών σπουδών, κι ας είναι το Αριστοτέλειο το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας μας, κι ας βρισκόμαστε σε μια εποχή καταπληκτικής ανόδου της επιστημονικής γνώσης, στην οποία η τεχνολογία ανατρέπει μύθους και πακτωμένες απολιθωματικές παραδοξότητες! Εφόσον, όμως, για την οθωμανική Θεσσαλονίκη και το βαλκανικό Ισλάμ είναι λιγοστές, μετρημένες και ελεγχόμενες οι γνώσεις που προσφέρονται και για την τεκτονική Θεσσαλονίκη υπάρχει το απόλυτο κενό από πλευράς επιστημονικής προσέγγισης, τότε επαφιόμαστε σε σπαραγματικές ερμηνευτικές προσπάθειες ανεξάρτητων ερευνητών –παράδειγμα, εν προκειμένω, αποτελεί η δική μου περίπτωση. Συλλέγοντας, επίσης, στοιχεία από λαϊκές δοξασίες, από προσωπικές αφηγήσεις και από αποσπασματικά άρθρα στον εγχώριο Τύπο, λαμβάνουμε ενδιαφέρουσα πληροφόρηση, η οποία ωστόσο τις πλείονες φορές περιορίζεται στη σφαίρα του δυσαπόδεικτου καλοθελητισμού. Κάποιες αρχικές επιτόπιες παρατηρήσεις στα κτίρια και στη μεγάλη στέρνα θα δώσουν συγκεχυμένες αναφορές σε αρχετυπικά σύμβολα, όπως ο κύκλος της κοσμικής ενότητας και το ισοσκελές τρίγωνο της δικαιοσύνης, αλλά και σε ιδεαλιστικές παρορμήσεις, όπως τα σφυριά και τα δρεπάνια, οι φύλακες τέρατα και κέρβεροι, οι πεντάλφες και οι ημισέληνοι και μύρια άλλα τόσα. Το κεντρικό κτίσμα από μακριά μοιάζει με νεκρoκόκαλα πέτρινου ερπετού που αφέθηκαν στην αποσύνθεση της χρονικής κυμάτωσης. Η φθορά του χρόνου συνεχίζει το μακάβριο έργο της αποσαθρώνοντας τις ανθρώπινες κατασκευές κι αυτή η παρατηρησιακή σύλληψη ενσωματώθηκε με κτητορική βούληση και καθοδήγηση από την απαρχή του καλομελετημένου σχεδιασμού των συγκεκριμένων κτισμάτων. Απομιμήσεις της φύσης, οι πετρωμένες φυτικές και ζωικές μορφές απεικονίζονται να εξαϋλώνονται σαν να χάνεται η υπόστασή τους. Στους Κήπους του Πασά τα κτίρια κρύβουν καλά τα μυστικά τους με τον ίδιο τρόπο που η φύση αρέσκεται να κρύβεται. «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», όπως έλεγε ο Ηράκλειτος − έτσι κι εδώ. Εξηγώντας απαριθμητικώς τα επιμέρους κομμάτια των κατασκευών λαμβάνουμε μια πρόγευση των φανερών και των αφανέρωτων που υπάρχουν στον χώρο. Ο σπηλαιώδης χαρακτήρας της κεντρικής κατασκευής θυμίζει ταφικό συγκρότημα. Το χθόνιο και το υποχθόνιο στοιχείο αντιπαρατίθενται σ’ έναν διαρκή διάλογο μεταξύ της φυσικής πραγματικότητας και της ανθρώπινης κατανόησης του κόσμου. Η οφιοειδής στοά με τις δύο πύλες στις άκρες προάγει μυητική διαδικασία εσωτερικής ανατακτοποίησης. Τα φέροντα θεϊκή φωνή ρέοντα ύδατα, εξατμιζόμενα από την καταρρακτώδη πτώση, δίνουν ενεργειακή φόρτιση στον μυούμενο. Όλες οι λεπτομέρειες των κτισμάτων έχουν τη γοητεία εμπνευσμένων ερμηνειών και καλούν τον αναζητητή να παραμερίσει τις κουρτίνες των χρονικών περιορισμών και να ανοιχτεί σε τοπία αυτοσχηματιζόμενα. Σειρές πληροφοριών και παρατηρήσεων φέρνουν αναλογισμούς και συναισθηματικές χρωματοποιήσεις μπροστά από τα ανοιχτά σαγόνια του θηρίου. Στέκομαι όρθιος σαν φίλτρο μεταξύ ουρανού και Γης, πατώντας στα πέλματα του γίγαντα, ρεμβάζω μπρος από το έρεβος στον θρόνο της ανατολής, αποχαιρετώ, χαϊδεύοντας, το σκέπασμα από χαμένη ρωμαϊκή σαρκοφάγο ή συνετίζομαι, εν τέλει, συνδιαλεγόμενος νοητικά με την ασπροκέφαλη πετρονυχτερίδα. Κατά καιρούς, επιστρέφοντας μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα στο μέρος αυτό, διαπιστώνω συνεχείς μεταβολές και νέες κάθε φορά φθορές στα κτίσματα και στο σιντριβάνι. Είναι σκληρή η πέτρα κι αντέχει περισσότερο από τους ανθρώπους στις καταπονήσεις, όμως κι αυτή σιγά-σιγά θρυμματίζεται και καταρρέει. Άστεγοι συχνά κοιμούνται μέσα στη στοά ή κάτω από τον θρόνο της ανατολής και φεύγοντας εγκαταλείπουν πίσω τους ογκώδη στρώματα, παλιόρουχα και κάθε λογής απομεινάρια. Παρέες νεαρών κάποιες φορές κάνουν πάρτι με γέλια και μουσικές και ολιγόριθμοι τουρίστες περνούν, φωτογραφίζουν και φεύγουν. Εκεί, στο ίδιο μέρος όπου στίφη πολεμιστών στρατοπέδευσαν, ορεγόμενα πλούτη και σάρκες, εκεί όπου πασάδες στρογγυλοκάθισαν και γλυκάθηκαν με εξαίσιες μουσικές από γαβάλια και νέυ, εκεί όπου νοσοκόμες βιάσθηκαν και φρικτά δολοφονήθηκαν από άπιαστους δράκους, εκεί όπου η ιστορία συνεχίζεται και παρελθόν με μέλλον ενώνονται σ’ ένα παρόν που αστράφτει στο φως σαν λεπίδα ξίφους.

 

Τάσος Καραπαναγιωτίδης,
σύμβουλος Πολιτισμού,
ιστορικός ερευνητής

 
30
Η οδός Ερνέστ Εμπράρ είναι ο πιο ροκ δρόμος της πόλης
 

Η οδός Ερνέστ Εμπράρ είναι για μένα ο πιο ροκ δρόμος της πόλης, και όχι μόνο λόγω του τεράστιου γκραφίτι στο βάθος που λέει ‘ROKO Maxim». Είναι η γειτονιά από την οποία ξεκίνησε το ροκ της Θεσσαλονίκης (εδώ δίπλα άρχισαν να κάνουν πρόβες οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και τα πιο πολλά γκρουπ της πόλης) και ο μόνος δρόμος που έχει αφιερώσει αυτή η πόλη στον άνθρωπο που την ανοικοδόμησε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, δείχνοντάς του την αγνωμοσύνη της. Αντί να του αφιερώσουν κάποια πλατεία, έδωσαν το όνομά του στον πιο μικρό δρόμο. O Ερνέστ Εμπράρ ήταν Γάλλος αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και πολεοδόμος. Είναι περισσότερο γνωστός για τα σχέδια που εκπόνησε για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης με απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Αυγούστου του 1917, κατά τη διάρκεια της οποίας ένα μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε. Λίγους μήνες μετά, το 1918, διορίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, καθώς και μέλος του Ανώτατου Τεχνικού Συμβουλίου και αργότερα, το 1927, σύμβουλος του υπουργείου Παιδείας, όταν εκπόνησε ιδιαίτερη μελέτη για την πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης. Ο Ερνέστ Εμπράρ επέστρεψε στο Παρίσι το 1930 για λόγους υγείας, όπου πέθανε τρία μόλις χρόνια μετά, το 1933, σε ηλικία 58 ετών.

Θόδωρος Παπαδόπουλος,
ιδιοκτήτης Berlin

 

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ