Η Ολίβια Μάνινγκ δεν υπήρξε δημοφιλής ή διάσημη συγγραφέας όσο ήταν εν ζωή, με την ίδια, όπως φημολογείται, να «ζηλεύει» τους ομοτέχνους της για τις διακρίσεις τους, τις ενθουσιώδεις κριτικές που γράφονταν για το έργο τους και τους λογοτεχνικούς κύκλους στους οποίους κινούνταν με άνεση και την ανάλογη αλαζονεία, και είναι κάπως ειρωνικό το ότι η καταξίωσή της ήρθε μετά θάνατον, με την τηλεόραση να παίζει το ρόλο της–όπως σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις–, με μια πανάκριβη παραγωγή του BBC, το «Fortunes of War», όπου πρωταγωνιστούν ο Κένεθ Μπράνα και η Έμα Τόμσον και τη μεταφορά των δυο τριλογιών της, της «Βαλκανικής τριλογίας» και της «Τριλογίας του Λεβάντε» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Διαβάζοντας σήμερα τις δυο τριλογίες δεν μεταφερόμαστε μόνο στην Ευρώπη την εποχή που βρισκόταν στη δίνη του πιο καταστροφικού πολέμου του 20ού αιώνα, αλλά και στη ζωή δυο νέων ερωτευμένων ανθρώπων που διασχίζουν την Ευρώπη, μόλις επτά ημέρες μετά τον γάμο τους, που ακολούθησε ένα σύντομο ειδύλλιο τριών εβδομάδων, για να φτάσουν στο Βουκουρέστι του 1939, με τους ανέμους του όχι μόνο θα ανακαλύψουν τις διαφορές του χαρακτήρα τους αλλά, μέσα από την επίγνωση ότι είναι κατ’ ουσίαν δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, θα οργανώσουν ο καθένας ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο ζωής. Εντελώς αντίθετη από τον άντρα της, η εσωστρεφής και κυνική Χάριετ πλάθεται από την πένα της Μάνινγκ ως μια οξυδερκής παρατηρήτρια των σχέσεων και της εποχής της, ανατέμνει τις συγκρούσεις στα πεδία των μαχών και τον «πόλεμο» της εσωτερικής ζωής και του γάμου της. Ενώ ο κόσμος καταρρέει γύρω της, μέσα από τον κοινωνικό τους κύκλο στο Βουκουρέστι αναδύεται ένας κόσμος με χαρακτηριστικά ίδια με αυτά μιας εποχής πιο ειρηνικής. Η Μάνινγκ μας δείχνει ανάγλυφα ότι το μεδούλι της ανθρώπινης φύσης παραμένει απαράλλαχτο, οι παγκόσμιες τραγωδίες και τα προσωπικά βάσανα συνταιριάζουν, βαδίζουν αρμονικά, είναι κομμάτια της ίδιας της ζωής. 

 

Όλα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής –η πτώση της Πολωνίας, η εισβολή της Γερμανίας στη Δανία, στη Νορβηγία και στις Κάτω Χώρες, η πτώση της Γαλλίας, η άνοδος του φασιστικού κινήματος στη Ρουμανία, οι διώξεις των Εβραίων– είναι το φόντο μιας εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν ο φόβος και η αβεβαιότητα, η απόγνωση σε πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Στο τέλος της «Βαλκανικής Τριλογίας», το ζευγάρι θα εγκαταλείψει τη Ρουμανία για να φτάσει στην Αθήνα και αργότερα, με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, θα συνεχίσει το ταξίδι του στη Μέση Ανατολή, εκεί όπου ξεκινά και η δεύτερη τριλογία της Μάνιγκ, η «Τριλογία του Λεβάντε».

 

Με το ζευγάρι να έχει φτάσει στην Αίγυπτο, που ζει με τον φόβο της εισβολής του Ρόμελ, η Μάνινγκ με λαμπρότητα, ευαισθησία και ματιά κοφτερή περιγράφει το περιβάλλον γύρω της, όπου οι πλούσιοι κάτοικοι της πόλης συρρέουν στα πολυτελή ξενοδοχεία και τα περίφημα καμπαρέ για έναν τελευταίο χορό πριν από την εχθρική εισβολή. Οι Πρινγκλ βρίσκονται για άλλη μια φορά μπροστά στη θύελλα του πολέμου και του δικού τους προσωπικού πολέμου μέσα στην περίπλοκη σχέση τους. Η Μάνινγκ περιγράφει τον πόλεμο, τους ανθρώπους γύρω της, τη σχέση της και τον εαυτό της μέσα σε ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων και γεγονότων έτσι όπως τα έζησε και όχι όπως τα φαντάστηκε. Είναι ένα μεγάλο ντοκουμέντο μιας ταραγμένης εποχής όπου η μεγάλη και η μικρή ιστορία συγχωνεύονται στον ίδιο καλειδοσκοπικό φακό, επηρεάζοντας διαρκώς η μία την άλλη με ένταση, σε ένα χρονικό σημείο στο οποίο το χάος και η ηρεμία, το προσωπικό και το συλλογικό, ο πόλεμος και η ειρήνη συμπλέκονται, συμπλέουν και συνυπάρχουν στις ίδιες σελίδες και στην ίδια ιστορία. Περιγράφει και τη δική της διαδρομή, μιας νέας γυναίκας που οι συνθήκες την ενηλικιώνουν, οι εμπειρίες τη μεταμορφώνουν κι εκείνη βρίσκει παρηγοριά στο βάσανο της γραφής. Οι δυο τριλογίες της δεν είναι έργο φαντασίας αλλά επιμονής, λεπτομερούς παρατήρησης των χαρακτήρων, στοχασμού επάνω στα προσωπικά της βιώματα και μυθιστορηματικής ανάπλασης των αναμνήσεών της. Η Μάνινγκ παρακολουθεί προσεκτικά και τρυφερά τους χαρακτήρες της, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, να διασχίζουν τις στενωπούς της ζωής και γενναιόδωρα, με καυστικό χιούμορ και σπαραγμό, διεισδύει σε έναν κόσμο άγριο που ο πόλεμος θα τον μεταμορφώσει οριστικά.

 

Αναζητήσαμε τη μεταφράστρια της «Βαλκανικής τριλογίας» και της «Τριλογίας του Λεβάντε» Κλαίρη Παπαμιχαήλ για να μας συστήσει τη συγγραφέα, η προσωπικότητα της οποίας αποτελεί και σήμερα μια σπαζοκεφαλιά για τους μελετητές του έργου της.

 

Οικογενειακή και προσωπική ζωή

Μεγάλωσε μεταξύ Πόρτσμουθ, όπου γεννήθηκε το 1908, και Ιρλανδίας. Η παιδική της ηλικία ήταν μάλλον στενόχωρη και ανασφαλής, λόγω των καβγάδων των γονιών της, και επιδεινώθηκε με τη γέννηση του μικρότερου αδελφού της, στον οποίο επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον της μητέρας τους. Η ατμόσφαιρα αυτή άφησε το στίγμα της στο έργο και στην προσωπικότητά της. Ο πατέρας της την ενθάρρυνε να διαβάζει και να γράφει, εν αντιθέσει με τη μητέρα της. Στα δεκάξι της, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, άφησε το σχολείο και έπιασε δουλειά ως δακτυλογράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα ζωγραφικής και ήταν ταλαντούχα καλλιτέχνις. Αυτό τη διευκόλυνε πολύ στις ολοζώντανες περιγραφές τόπων και τοπίων στα βιβλία της. Η μόνιμη ανασφάλειά της και η ανάγκη της για όλο και περισσότερη αγάπη και επιβεβαίωση αποτελούσαν διαρκώς ένα σύννεφο στη ζωή της. 

Η προσωπική της ζωή επηρέασε άμεσα το έργο της. Είχε δεσμό με τον Χάμις Μάιλς, έναν επιμελητή στις εκδόσεις Τζόναθαν Κέιπ, ο οποίος τη σύστησε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, την ενθάρρυνε στο γράψιμό της και βοήθησε να εκδοθεί το πρώτο της μυθιστόρημα το 1937. Το 1939 παντρεύτηκε τον Ρέτζι Σμιθ, καθηγητή του Βρετανικού Συμβουλίου, κομμουνιστή και κατάσκοπο των Ρώσων, με τον οποίο ταξίδεψε στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από κει άντλησε το υλικό για τις δύο τριλογίες της και οι Πρινγκλ ήταν σχεδόν πορτρέτα των δυο τους. Δεν χώρισαν ποτέ, παρόλο που μετά τον πόλεμο είχαν και οι δυο εξωσυζυγικές σχέσεις, κάτι που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Ο Σμιθ πίστευε βαθιά στην ιδιοφυΐα της και δεν έπαψε ποτέ να την ενθαρρύνει.

 

Τα χαρακτηριστικά του έργου της

Η Ολίβια Μάνινγκ είναι μια συγγραφέας πολύ μπροστά από την εποχή της, που άντλησε υλικό για τα μυθιστορήματά της από τις προσωπικές της εμπειρίες, μια γυναίκα ευφυής, επίμονη και αντισυμβατική, με πίστη στις ικανότητές της και στο θάρρος της γνώμης της – παρά το γεγονός ότι υπήρξε εν πολλοίς παραγνωρισμένη. Έγραφε λιτά, χωρίς να εκμαιεύει το συναίσθημα των αναγνωστών, θεωρώντας ότι η λογοτεχνία πρέπει να αφορά ανθρώπινες καταστάσεις πλαισιωμένες από αληθινά γεγονότα. Από την άποψη αυτή, η γραφή της ήταν μοναδική. Εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικές και έκανε διασκευές βιβλίων για σενάρια.

 

Το κλίμα στον εκδοτικό και λογοτεχνικό χώρο της εποχής ήταν ανδροκρατούμενο και ελάχιστες γυναίκες συγγραφείς ήταν αναγνωρισμένες, μια που την πρωτοκαθεδρία είχαν πάντα οι άντρες. Ανάμεσα στις παραγνωρισμένες συγγραφείς της εποχής ήταν η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Πενέλοπι Φιτζέραλντ, η Μπάρμπαρα Πάιμ, η Ρόζαμοντ Λίμαν κ.ά. Η Μάνινγκ θεωρεί τον εαυτό της έναν συγγραφέα που τυχαίνει να είναι γυναίκα. Προφανώς αντιλαμβανόταν την προκατάληψη απέναντι στο φύλο της, γιατί στα πρώτα της έργα υπογράφει με το ψευδώνυμο Τζέικομπ Μόροου κι ύστερα μόνο με τα αρχικά του μικρού της ονόματος, ώστε να μην κριθεί ως γυναίκα, αλλά από την ποιότητα των πονημάτων της. Της είναι πιο εύκολο, μάλιστα, να σκιαγραφεί αντρικούς χαρακτήρες και τείνει να ελαχιστοποιεί τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Δεν θεωρείται φεμινίστρια συγγραφέας, γενικά δεν συμπαθούσε το φεμινιστικό κίνημα. Αν και υποστήριζε τα δικαιώματα των γυναικών, ειδικά τις ίσες λογοτεχνικές αμοιβές, τα βιβλία της δεν είναι φεμινιστικά. Σε αυτά ταυτίζει μάλλον υποτιμητικά τον γυναικείο ρόλο με την αυταρέσκεια, την πονηριά και την ανοησία, ενώ η ολοκλήρωση των γυναικών έρχεται μόνο με τις συμβατικές ιδιότητες της συζύγου και της μητέρας. Οι περιγραφές της αυτοπραγμάτωσης, της συνειδητοποίησης και της χειραφέτησης στα βιβλία της δεν αφορούν γυναίκες αλλά γενικότερα ανθρώπους.

 

Τα ταξίδια και η επίδρασή τους στο έργο της

Ταξίδεψε εκτενώς στη Ρουμανία, στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και στην Παλαιστίνη από το 1939 ως το 1945, ακολουθώντας τον άντρα της, τον Ρέτζι Σμιθ, και οι εμπειρίες της αποτέλεσαν το βασικό υλικό για τη «Βαλκανική Τριλογία» και την «Τριλογία του Λεβάντε». Είδε από πρώτο χέρι τη φρίκη του πολέμου και τις επιπτώσεις του στους απλούς πολίτες στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, έζησε την παρακμή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τις συνέπειες του ιμπεριαλισμού και άσκησε σκληρή κριτική στον ρατσισμό, στον αντισημιτισμό και στην καταπίεση της αποικιοκρατίας. Ο εκτοπισμός και η αποξένωση είναι επίσης θέματα με τα οποία ασχολείται στα βιβλία της, όπου οι χαρακτήρες της συχνά είναι αποκομμένοι σωματικά και ψυχικά από κάθε τι γνώριμο και αναζητούν ένα μέρος για να ανήκουν. Παρατηρεί επίσης την αλλαγή των αξιών και του γνωστού της κόσμου ως επακόλουθο του πολέμου, ενώ ο θάνατος και η θνητότητα, η αβεβαιότητα της ζωής, απασχολούν τόσο τους πολίτες όσο και τους στρατιωτικούς.

Η πολυπόθητη αναγνώριση

Η αίσθηση ότι δεν αναγνωρίστηκε όσο της άξιζε αποτέλεσε τη μόνιμη πίκρα της όλη της τη ζωή. Η ίδια διακήρυττε παντού ότι λαχταρούσε «φήμη και δόξα τώρα, όχι μετά θάνατον» – όπως έγινε, τελικά. Οι κριτικές των βιβλίων της υπήρξαν πάντα διχασμένες και δεν πήρε ποτέ κανένα βραβείο από λογοτεχνική επιτροπή, αν και υπήρξε μια φορά υποψήφια για το Μπούκερ, για το δέκατο βιβλίο της. Στα σαράντα τρία της χρόνια πήρε την πρώτη εγκωμιαστική κριτική για το βιβλίο της «School for Love» και με τη «Βαλκανική Τριλογία» καθιερώθηκε ως σοβαρή συγγραφέας, ενώ το 1977 ο πρώτος τόμος της «Τριλογίας του Λεβάντε» ενθουσίασε τους κριτικούς –πολύ αργά, κατά τη γνώμη της. Δεν πιστεύω ότι παραγνωρίστηκε από τους σύγχρονούς της επειδή έλειψε από την Αγγλία. Γενικά ήταν δύστροπη, εκδικητική και γκρινιάρα και εξέφραζε δημοσίως τη δυσαρέσκεια και τις αντιπάθειές της, δημιουργώντας πολλές αντιπάθειες. Η αλήθεια ήταν πως ήταν μπροστά από την εποχή της στον τρόπο που έγραφε και δεν εκτιμήθηκαν όσο έπρεπε η επιμονή, η εργατικότητα, οι εξαιρετικές περιγραφές των τόπων και τα ψυχογραφήματα των ηρώων της.

 

Ο ανταγωνισμός με τη Μέρντοχ

Ήταν ανταγωνιστική σε όλη της τη ζωή με την Άιρις Μέρντοχ, της οποίας τα βιβλία θεωρούσε «εγκεφαλικές ασκήσεις», και γινόταν έξαλλη κάθε φορά που οι εφημερίδες χαιρέτιζαν με δημοσιεύματα το καινούργιο βιβλίο της νεότερής της συγγραφέως. Ίσως ένας από τους λόγους να ήταν πως η ίδια δεν είχε ακαδημαϊκές δάφνες, όπως η Μέρντοχ, και ένιωθε ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας για τον λόγο αυτό, «παρείσακτη».

 

Ένας μικρός οδηγός ανάγνωσης του έργου της

Διαβάζοντας τις τριλογίες, μια που μόνον αυτές έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, θαυμάζουμε κυριολεκτικά την απόδοση της ατμόσφαιρας, είτε στο Βουκουρέστι, είτε στην Αθήνα, είτε στο Λεβάντε – οι εικόνες, οι μυρωδιές, το κλίμα είναι ολοζώντανα, λες και ξεπηδάνε από τις σελίδες, ιδωμένα μέσα από την καλλιτεχνική ματιά της Μάνινγκ. Προσέχουμε την εξέλιξη των χαρακτήρων, τις σταδιακές αλλαγές στον ψυχισμό τους, την ειλικρίνεια των σκέψεών τους, τις επιπτώσεις του πολέμου στον χαρακτήρα τους, τη στάση τους απέναντι στις επερχόμενες αλλαγές, τα ηθικά διλήμματα, τις ψευδαισθήσεις και πώς όλα αυτά τους επηρεάζουν. Ο πόλεμος περιγράφεται σχεδόν «στεγνά» και όλη η γραφή είναι χαμηλών τόνων, με τα πραγματικά γεγονότα να δημιουργούν την υποβόσκουσα ατμόσφαιρα. Είναι πραγματικά κρίμα που η συγγραφέας έχει παραγνωριστεί τόσα χρόνια. Τώρα είναι μια μοναδική ευκαιρία να τη γνωρίσουμε.

 

Eκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου