Η ποίηση του καπετάνιου Αλέξανδρου Μοντεσάντου

 Η ποίηση του καπετάνιου Αλέξανδρου Μοντεσάντου Facebook Twitter
0

 

Πληροφορήθηκα την ύπαρξη του κεφαλλονίτη ναυτικού και ποιητή Αλέξανδρου Μοντεσάντου (1898-1965) το 2000, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το CD του Σωτήρη Δεμπόνου «Ουράκας», μια παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού «Στιγμή», το οποίο αφορούσε σε μελοποιήσεις στίχων του «καταραμένου» ποιητή. Ο Δεμπόνος ήταν κάτοχος ορισμένων χειρογράφων του Μοντεσάντου, που ανήκαν στο αρχείο του ιστορικού, Κεφαλλονίτη επίσης, πατέρα του, και στα οποία βασίστηκαν προφανώς οι μελοποιήσεις.

Μια δεκαετία νωρίτερα, το 1990, είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Έρασμος το βιβλίο Barco: «Macao», με τα διασωθέντα ποιήματα του Μοντεσάντου, τα οποία συνόδευε ένας εκτενής επίλογος γραμμένος από τον ποιητή, μεταφραστή και ψυχίατρο Μάριο Μαρκίδη (1940-2003). Ο Μαρκίδης ήταν γνώστης της πρωτοβουλίας του Δεμπόνου, συμμετέχοντας κατά έναν τρόπο στη δισκογραφική έκδοση γράφοντας ένα σχετικό σημείωμα…

Η ποίησή του Μοντεσάντου είναι πιο ιδιωματική από εκείνη του Καββαδία, αγκαλιάζει πιο σφιχτά τη ναυτική διάλεκτο αναδίδοντας έναν ιδιότροπο λυρισμό, είναι συχνά περίκλειστη, ενώ «φωτίζεται» σπανίως από κάτι στεριανό.

«Γνώρισα», σημειώνει μεταξύ άλλων ο Μαρκίδης «τον πλοίαρχο(;) Αλέξανδρο Μοντεσάντο σε χρόνια που εξευτέλιζαν τους ανθρώπους αλλιώτικα απ’ ότι τα σημερινά ΚΑΠΗ. Τον είχε χτυπήσει και αυτόν –και τον έκλεισε στο άσυλο– η αρρώστια της λαμαρίνας. Το λέω μεταφορικά, εννοώντας την πάθηση του καραβιού όταν έπειτα από μήνες θάλασσας πιάνει λιμάνι. Με δέχτηκε με τη γενναιοδωρία του Κεφαλλονίτη, μολονότι στο ασυλιακό δεσποτάτο του δεν είχε πλέον να προσφέρει στον επισκέπτη του τίποτα. Λάθος: είχε να του χαρίσει, ξετρυπώνοντας από μια γωνιά της τελευταίας καμπίνας του, κάτι εξωτικό ταυτόχρονα και πολύτιμο. Δυο-τρία καλλιγραφημένα με το χέρι του ποιήματα από τη συλλογή (που δεν την είδε τυπωμένη ποτέ) ‘Ουράκας’. Ό,τι και να ’ναι το Ουράκας, αφορά μακρινούς τόπους, γλώσσες, ομίχλες και θάλασσες…(…)».

Το άλμπουμ του Σωτήρη Δεμπόνου είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως γιατί επιχειρήθηκε να συνδεθεί η ποίηση του Μοντεσάντου με τις μουσικές του τόπου του (τις καντάδες, τις αριέτες, τους κεφαλλονίτικους μπάλους), μέσα από ενοργανώσεις στις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί μαντολίνο, ακορντεόν, βιολί, κιθάρες κ.λπ. Φυσικά, τα λόγια του ποιητή ήταν εκείνα που στάζανε οξύ στα σωθικά μας… Ένα πρώτο ανατριχιαστικό δείγμα…

 Η ποίηση του καπετάνιου Αλέξανδρου Μοντεσάντου Facebook Twitter

CAPTAIN YALMAR

Του αξίου ανθρώπου και φίλου μου, κυρίου, Γεωρ. Σταμπολή

Σάλπαρε απ’ την Σουραμπάγια μ’ έβενους και κεχριμπάρια,
πεντακάταρτη άσπρη σκούνα γι’ άλλο πόρτο αλαργινό
κι’ είχε τσούρμο διαλεγμένο πάλλευκο άνθος βορεινό,
έφηβους θαρρείς φκειαγμένους στ’ Απολλώνια πάνω αχνάρια.

Και σ’ αυτούς, ωχ, χάρμα ο Γιάνσεν! Σπέρμα αγέρινης αγκάλης,
ελουλούδιζε όμοια σάμπως κάμπος να ’ταν εαρινός
μες τα μάτια του όλος θάμπος λάμπιζε ο Αυγερινός
κι’ ηρεμούσε στην θωρηά τους ως κι’ ο κόρφος της Μπεγκάλης.

Τόσο, που κι’ ο κάπταιν Γιάλμαρ μ’ όλη την μισανθρωπία,
έτρεφε γι’ αυτόν μεγάλη μια παράξενη στοργή
κι’ όπως λένε στο Όσλο τού ήταν ότι κι’ ο άξονας στην γη
και των σκότιων λογισμών του μια ηλιοφώτιστη θωπεία.

Με τον κόσμο της γιομάτο πόθους έξαλλους κι’ ελπίδες,
πέρναγε απ’ ωκεανούς και κόρφους με χαρούμενην ιαχή
και σκαρί σφιχτοδεμένο με ακατάβλητη ψυχή,
κυριαρχούσε ως και στου Χόρνου τις μαγγιόρες καταιγίδες.

Κι’ έτσι οι ημέρες της κυλούσαν ζήσης όμοιας με των θρύλων,
λάσκα γάμπια, παπαφίγγο, βράδυ, νύχτα και πρωινό
και χαρούμενη ως τα μπούνια διάβηκε Ισημερινό,
παραλλάζοντας σαν γλάρος τις γραμμές των παραλλήλων.

Μα όπως ξέγνοιαστη αρμενούσε μες την τροπική ατμοσφαίρα,
μόλλησε στα ξάφνου η φύση ξώφρενο κατακλυσμό
κι’ αφού πάλαιψε –λες– τίγρις κόντρα σ’ άγριο εξοργισμό
πήγε σύψυχη στον πάτο, δίπλα στου Σαίν Πωλ την ξέρα.

Απ’ τα μέρη της ξακλήρειας τα νερά τ’ αφορεσμένα,
διάβηκε ένα μπάρκο μπέστια με άπνοια κάποιο δειλινό
κι έγραψε στο ημερολόγιο: «Πλάτος 5ο βορεινό,
επιπλέουνε δυο κουφάρια, σαν σε πόθο αγκαλιασμένα»...

 

Η ναυτική ποίηση του Μοντεσάντου είναι καταφανώς επηρεασμένη από εκείνη του συμπατριώτη του Νίκου Καββαδία. Ο Μοντεσάντος είχε διαβάσει, λογικά, το «Μαραμπού» (1933), ενδεχομένως και το «Πούσι» (1947), φιλοτεχνώντας όμως το δικό του θαλασσινό τοπίο, που ήταν –όπως διαφαίνεται από τα λίγα σωσμένα ποιήματά του– απόκοσμο, «μαύρο» και ενίοτε σαρκαστικό.

Η ποίησή του είναι πιο ιδιωματική από εκείνη του Καββαδία, αγκαλιάζει πιο σφιχτά τη ναυτική διάλεκτο αναδίδοντας έναν ιδιότροπο λυρισμό, είναι συχνά περίκλειστη (κινούμενη μέσα στα όρια του καραβιού και της ψυχής του), ενώ «φωτίζεται» σπανίως από κάτι στεριανό (μια γυναίκα ίσως, αν κρίνουμε από το ποίημά του «Ντιάνα»).

Πάντως και ο Καββαδίας γνώριζε τον πλοίαρχο Μοντεσάντο, έχοντάς τον κιόλας αντιγράψει! Αυτό το είχα διαβάσει πριν κανα χρόνο στο blog του Νίκου Σαραντάκου, όταν έγινε μια κάποια αντιπαραβολή του «Barco: “Macao”» του Μοντεσάντου με την «Αρμίδα» του Καββαδία. Τα δύο ποιήματα όντως μοιάζουν… με μια διαφορά όμως. Η «Αρμίδα» δημοσιεύτηκε το 1947 στο «Πούσι», ενώ το «Barco: “Macao”» στο τεύχος 141 του λογοτεχνικού περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα» την 26/8/1939. Ο Καββαδίας, λοιπόν, μπορεί να αποτέλεσε τον «δάσκαλο» του Μοντεσάντου, δεν αδιαφόρησε όμως και για την ποίηση του «μαθητή» του. Ένα επόμενο δείγμα…

 Η ποίηση του καπετάνιου Αλέξανδρου Μοντεσάντου Facebook Twitter

ΑΤΖΥΜΙ

 

«Θεέ, ας μου γένει το χατήρι

να πατήσω Γιοκοχάμα

για να κάμω χαρακίρι

με την χρυσαφένια κάμα,

μες το ιερό του Μαγιαντόση

σαν αντάξιος της φυλής μου

κι’ έτσι Θεέ μου να τελειώσει

το μαρτύριο της ψυχής μου.»

 

Με σκοτάδι, με φεγγάρι

κάθε αποσπερνό απ’ την πρύμη,

το μακάβριο αυτό τροπάρι

έψελνε στο Θεό του ο Ατζύμι,

θερμαστής μες το «Λαπώνια»

φορτηγό της Ρόπνερ Λάιν

που ’χε ναύλο για δυο χρόνια

Μπρίσμπαιην-Νιουκάστλ ον Τάιν.

 

Και το τσούρμο που αγαπούσε

το θλιμένο σύντροφό του,

μάταια να ’μπει προσπαθούσε

στο μεγάλο μυστικό του,

να ’βρει πιο στυγνό μαράζι

ποια θανάσιμη αγωνία

δίχως οίκτο τον προστάζει

να σφαχτεί στην Ιαπωνία.

 

Μα εκεί μόνον σαν το πλοίο

φούνταρε την άγκυρά του

κι’ ο πιστός με μεγαλείο

ρήμαξε όλα τ’ άντερά του,

βγήκε φόρα πως η Αμάτι

σε καπρίτσιο της μοιραίο,

το συζυγικό κρεββάτι,

λέρωσε μ’ ένα Ευρωπαίο…

 

Διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου των εκδόσεων Έρασμος...

«Λένε (για τον Αλέξανδρο Μοντεσάντο) πως είχε έτοιμες δύο συλλογές, τα ‘Ουράκας’ (απάνθρωπα νησιά του Ειρηνικού) και την ‘28η Οκτωβρίου’. Χειρόγραφες συλλογές, καλλιγραφημένες, με αρρενωπά κεφαλαία και θηλυκά μικρά, που αν δεν έφτασαν στα χέρια μας, αν σκορπίστηκαν και χάθηκαν, το οφείλουν στην καλλιγραφία τους. Όσοι μπήκαν μέσα στα Ουράκας και τα έκλεψαν, τα έκλεψαν για να τα κάνουν κάδρα. Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται όσα πρόλαβε να μοιράσει ζωντανός. Ύστερα, ξαναβγήκε στη γέφυρα για να πιάσει το τιμόνι – μα που πια τιμόνι».

Ο «ΜΙΣΟΓΥΝΗΣ»

Της φίλης μου Μαρίκας

Μόλα ιμπάντο την πρυμάτσα

κι’ από Σίγκαπορ για Νίτον,

σάλταρε στο «Αριστογείτων»

ένας γάτος σπάνια ράτσα.

 

Τέτοιο σάλτο απελπισμένος

μοναχά θ’ αποτολμούσε

και το τσούρμο όλο απορούσε

πώς σκαπούλαρε ο καϋμένος.

 

Παραδόξως «Μισογύνη»

τον βαφτίσαν το ίδιο βράδυ,

π’ όλων δέχονταν το χάδι

με άπειρην ευγνωμοσύνη.

 

Πλιό δε μνήσκει αμφιβολία

πως ψυχούλα είχε άνου κάτου,

λες και πρόδρομος Θανάτου

στο ύφος του η μελαγχολία.

 

Ουραγκάνι στην ψυχή μας

κι’ όλο πένθος πρύμα πλώρα,

σαν ρωτηόμαστε αν στη μπόρα

θ’ αγαντάρει το γατί μας.

 

Κάκου η γέφυρα σκυλιάζει:

«Ρε, μη σκάτε και θα γιάνει,

πιάνω απόστα σε λιμάνι

να τον σώσω απ’ το μαράζι.»

 

Μα εμάς όλους πέρα ως πέρα

μαύρο σιγοτρώει σαράκι,

πως μεσίστια σε λιγάκι

θε να κατεβεί η παντιέρα.

 

Κι’ ως ο πλοίαρχος φουντάρει,

πριν κι’ ο σύντροφος μάς ρέψει

μια γατούλα είχε μπαρκάρει

που θα μας τον θεραπέψει.

 

Μ’ αυτός σάμπως να ετρελλάθη

την ξανοίγει βλοσυρά,

παίρνει μια βουτιά κι’ εχάθη

μέσα στ’ άπατα νερά…

Τα ποιήματα του Αλέξανδρου Μοντεσάντου δεν είναι και τόσο γνωστά (μάλλον είναι άγνωστα), κι ας έχουν κάνει δύο εκδόσεις έως τώρα (η πρώτη στον Έρασμο το 1990 και η δεύτερη στην Εκάτη το 2004).

Παρά ταύτα, ψάχνοντας κανείς στο YouTube, θα διαπιστώσει πως ορισμένα έχουν ήδη μελοποιηθεί – και όχι μόνο από τον Σωτήρη Δεμπόνο. Υπάρχει, κατ’ αρχάς, μια κακή rap-οειδής εκδοχή μερικών από έναν onesecbeforetheend και ακόμη μία ωραία μπαλαντική του «Ουράκας» (και του «Μισογύνη») από τον καλαματιανό ποιητή και τραγουδοποιό Δημοσθένη Μιχαλακόπουλο.

Στο χειρόγραφο του «Ουράκας», που υπάρχει φωτογραφημένο στο booklet του CD του Δεμπόνου, φαίνονται δίπλα στον τίτλο του ποιήματος κάποιες γεωγραφικές συντεταγμένες (32ο Βόρειο Πλάτος, 157ο Ανατολικό Μήκος), οι οποίες πιθανώς να αφορούν στο Ουράκας – ένας ηφαιστειογενής βράχος στον βορειοδυτικό Ειρηνικό, που ανήκει στο σύμπλεγμα Northern Mariana Islands, όπως διαβάζω στις σχετικές επεξηγηματικές σημειώσεις. Πήγα στο map data του Google και μετέφερα τον κέρσορα στις συγκεκριμένες συντεταγμένες, αλλά εκεί υπήρχε μόνο θάλασσα… Θέλω να υποθέτω πως οι συντεταγμένες του Μοντεσάντου πρέπει να αφορούσαν στο πού βρισκόταν το καράβι του, όταν έγραφε το ποίημα και όχι στην ακριβή θέση του Ουράκας, που μάλλον κείται νοτιοδυτικότερα εκείνου του σημείου, στις 16,4ο Βόρειο Πλάτος – 145,4 Ανατολικό Μήκος. Αυτές οι συντεταγμένες αφορούν στην ηφαιστειογενή βραχονησίδα Sarigan του αρχιπελάγους Mariana, ανατολικά των Φιλιππίνων, που λογικά είναι το Ουράκας.

Μια φωτογραφία του Sarigan από το wired.com, το ποίημα και η μελοποίησή του από τον Δημοσθένη Μιχαλακόπουλο…

ΟΥΡΑΚΑΣ, Ιαπωνίας

10-11-1953, της Μητέρας μου 


Πάντερμο στα βόρεια πλάτη του άσπλαχνου Πασιφικού,

μ’ ένα ηφαίστειο π’ από χρόνια κάθε δράση του έχει σβύσει,

δίχως πράσινο που να ’χει μες στο χώμα του βλαστήσει,

ψήνεται, το Ουράκας, πάνω στη γραμμή ενός τροπικού.

 

Τ’ ακρογιάλια του στους αιώνες δεν γνωρίσανε ψαρά,

μες τους όρμους του δεν έχει κάποιο πλεούμενο φουντάρει,

μα ούτε κι’ απ’ τους δυο του κάβους μια παράλλαξη έχει πάρει,

σάμπως να ’ναι αφορεσμένα τα γαλάζια του νερά.

 

Μες τα σπήλαια, στις ρωγμές του δεν σαλάγεψε ερπετό,

’πα στα βράχια του ένα αγκάθι δεν εχάρηκε τη ’μέρα

και στης άπνοης πλάσης γύρω τη νεκρώσιμη ατμοσφαίρα,

δεν ακούστηκε ούτε γκιώνη πένθιμο κελαδητό.

 

Σαν το αγνάντεψα στη βάρδια κι’ ως η δύση ήταν χρυσή,

φόρτωσε τα τρίσβαθά μου τρισαπέραντη συμπόνια

κι’ από τότε, αν και κυλούσαν αδυσώπητα τα χρόνια,

πάντα θέμα ήταν του νου μου το πεντάκληρο νησί.

 

Κι’ όπως τώρα ενός τυφώνα μαύρη ανήλεη συννεφιά,

σύγκορμη μες απ’ τα μύχια την ψυχή μου έχει ερειπώσει

κι’ όπως αδικίες και πόνοι μ’ έχουν τόσο αποκαρδιώσει,

ωχ! Πώς θα ’θελα, του Ουράκας, να ’μαι η μόνη συντροφιά...

 

 

 

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Αρχαιολογία / Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Η διακεκριμένη ιστορικός Mary Beard στο βιβλίο της «Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Οι ηγεμόνες του αρχαίου ρωμαϊκού κόσμου», παρουσιάζει τη ζωή και το έργο των αυτοκρατόρων μέσα από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις και συναρπαστικές λεπτομέρειες, που θυμίζουν απολαυστικό μυθιστόρημα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια εστιάζει στον ρόλο των δούλων, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη σεξουαλική ζωή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
M. HULOT
Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Βιβλίο / Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Από την Αμοργό ως την Αλεξανδρούπολη και από την Ξάνθη ως τη Μυτιλήνη, τα μικρά βιβλιοπωλεία αποκτούν για πρώτη φορά συλλογική φωνή. Βιβλιοπώλες και βιβλιοπώλισσες αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Lifo Videos / «Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Η Αγλαΐα Παππά διαβάζει ένα απόσπασμα από τις βέβηλες και αμφιλεγόμενες «120 Μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ένα βιβλίο αναγνωρισμένο πλέον ως αξεπέραστο λογοτεχνικό αριστούργημα και χαρακτηρισμένο ως «εθνικός θησαυρός» της Γαλλίας.
THE LIFO TEAM
Το «προπατορικό αμάρτημα» του Τζο Μπάιντεν

Βιβλίο / Ποιο ήταν το θανάσιμο σφάλμα του Τζο Μπάιντεν;

Ένα νέο βιβλίο για τον πρώην Πρόεδρο αποτελεί καταπέλτη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του, που έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τον ραγδαίο εκφυλισμό της γνωστικής του ικανότητας.
THE LIFO TEAM
ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ