Η διαδρομή της Αργυρώς Κουτσού από τα γραφεία της πολιτιστικής παραγωγής στις επαγγελματικές κουζίνες δεν ήταν μια ρομαντική στροφή καριέρας αλλά μια επιστροφή σε κάτι βαθιά βιωμένο, στο «τάισμα» ως πράξη φροντίδας, ευθύνης και χαράς. Μεγαλωμένη σε σπίτι όπου έκαναν μεγάλα, αυθόρμητα τραπέζια και είχαν σεβασμό για την πρώτη ύλη, κουβαλά μνήμες όπου τίποτα δεν πετιόταν, όλα αξιοποιούνταν.
Χωρίς τυπική μαγειρική εκπαίδευση, αλλά με αντοχή στην ένταση, την αδρεναλίνη και τη σωματική καταπόνηση, επιβίωσε σε κουζίνες στις οποίες δεν θα άντεχε αν δεν είχε περάσει πρώτα από τον σκληρό κόσμο της παραγωγής. Μιλά ανοιχτά για το σώμα, τον πόνο, το φύλο, τον ρατσισμό αλλά και για το πώς η χαρά μπορεί να ξεπεράσει την κόπωση.
Η Ζάκυνθος υπήρξε καταλυτική: της χάρισε τη σχέση με τη γη, τους παραγωγούς, τα περιβόλια και εν τέλει με το φαγητό, που ξεκινά από το χώμα και τελειώνει στο πιάτο. Υπερασπίζεται τη συνετή κατανάλωση, το να τρώμε όλο το ζώο, τα «παραγνωρισμένα» κομμάτια, τα εντόσθια, τα κοτσάνια, και ασκεί κριτική τόσο στη βιομηχανική κτηνοτροφία όσο και στον επιφανειακό διαχωρισμό χορτοφάγων και κρεατοφάγων.
Για την Αργυρώ, το φαγητό δεν είναι τάση ούτε περφόρμανς. Είναι μνήμη, χρόνος, σώμα, γη και ευθύνη. Και, πάνω απ’ όλα, είναι η πράξη τού να ταΐζεις ανθρώπους καλά, όχι απλώς νόστιμα.
H Αργυρώ Κουτσού μαγειρεύει στο δικό της μαγειρείο Koutsou & Co, στην περιοχή του Συντάγματος.