Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΑΡΤΟΝ θα γινόταν 100 ετών στις 10 Νοεμβρίου – όχι ότι μια τέτοια προοπτική φαινόταν πιθανή για τον διάσημο ηθοποιό, για τον οποίον το ποτό (στο ζενίθ ή στο ναδίρ του αλκοολισμού του έπινε καθημερινά έως και τέσσερα μπουκάλια σκληρού αλκοόλ) και το κάπνισμα (μέχρι και εκατό τσιγάρα την ημέρα) ήταν τα τοξικά του φάρμακα. Ο Μπάρτον πέθανε το 1984, σε ηλικία 58 ετών, έχοντας υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία, στο σπίτι του στο Céligny της Ελβετίας, όπου και είναι θαμμένος. Στην πολεμική ταινία του 1978 «Οι άγριες χήνες», ο χαρακτήρας που υποδύεται, ο συνταγματάρχης Φόλκνερ, λέει κάποια στιγμή: «Υπάρχει μια ειδική ρήτρα στο συμβόλαιό μου που λέει ότι το συκώτι μου πρέπει να ταφεί ξεχωριστά, με τιμές».
Ο Μπάρτον ανήκε σε μια ειδική κατηγορία προσωπικοτήτων της οθόνης – ήταν εξίσου ένας ηθοποιός πρώτης κλάσης και ένας τεράστιος σταρ του σινεμά. Τραχύς, όμορφος και με επιβλητική φυσική παρουσία, ήταν επίσης ένας επιδέξιος και αφοσιωμένος σαιξπηρικός ηθοποιός που βρισκόταν στην κορυφή ή κοντά στην κορυφή της λίστας όταν επρόκειτο για ρόλους που απαιτούσαν από κάποιον να προσωποποιήσει το βάρος της Ιστορίας. Ήταν επίσης προικισμένος με μια βελούδινη φωνή βαρύτονου που, ξανά και ξανά, τον καθιστούσε την ιδανική επιλογή για να υποδυθεί βασιλιάδες. Ωστόσο, πολλές από αυτές τις ιστορικές ταινίες έμοιαζαν άκαμπτες ή στα όρια της παρωδίας και ο Μπάρτον ήταν ίσως στην καλύτερη του φόρμα σε πικάντικους, αυτοσαρκαστικούς ρόλους, με αποκορύφωμα τη φυλακισμένη έχιδνα που υποδύεται στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» (1966), ταινία που σηματοδότησε την απόλυτη ακμή όχι μόνο της δικής του κινηματογραφικής καριέρας αλλά και της επίσης θρυλικής συμπρωταγωνίστριάς και συζύγου του.
Ο Μπάρτον ανήκε σε μια ειδική κατηγορία προσωπικοτήτων της οθόνης: ήταν ένας ηθοποιός πρώτης κλάσης αλλά και ένας τεράστιος σταρ του σινεμά. Το μυαλό του έβγαζε ποίηση, ο ίδιος όμως έκανε τις πιο κυνικές επιλογές καριέρας, ανταποκρινόμενος στον μεγαλύτερο κάθε φορά πλειοδότη.
Ο Μπάρτον ξεκίνησε από το μηδέν, από ένα χωριό ανθρακωρύχων στην Ουαλία, όπου δεν είχε καν το επίθετο με το οποίο θα γινόταν γνωστός δεκαετίες αργότερα. Ο Ρίτσαρντ Τζένκινς ήταν το 12ο παιδί της οικογένειας και δύο χρόνια αργότερα, μετά τη γέννηση του 13ου, η μητέρα τους πέθανε από λοίμωξη μετά τον τοκετό. Ο πατέρας του, ο οποίος λεγόταν επίσης Ρίτσαρντ, έγινε ένα φάντασμα που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν από τη ζωή των παιδιών του και συχνά χανόταν στην ομίχλη του αλκοόλ. Μεγαλωμένος από την πολύ μεγαλύτερη αδελφή του, τη Σεσίλια, ο Ρίτσαρντ έζησε μαζί με αυτήν και τον σύζυγό της για δεκαπέντε χρόνια. Ωστόσο, οικονομικά τούς ήταν βάρος, έτσι ο αγαπημένος δάσκαλος του Ρίτσαρντ, ο Φίλιπ Μπάρτον, προσφέρθηκε να τον μεγαλώσει στο οικοτροφείο όπου διέμενε και ο ίδιος, και στη συνέχεια έγινε ο νόμιμος κηδεμόνας του, δίνοντάς του ακόμη και το επώνυμό του. «Δεν με υιοθέτησε αυτός, εγώ τον υιοθέτησα», θα έλεγε αργότερα ο Ρίτσαρντ. Η ανατροφή του νεαρού έγινε εμμονή για τον Φίλιπ: τον εκπαίδευσε έτσι ώστε να απαλλαγεί από τη βαριά ουαλική προφορά του, προτρέποντάς τον να ασχοληθεί με την υποκριτική και κατευθύνοντάς τον στην Οξφόρδη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ξεκίνησε την διακεκριμένη καριέρα του ερμηνεύοντας έργα του Σαίξπηρ.
Μετά από τρία χρόνια στη Βασιλική Αεροπορία (θητεία που υπηρέτησε κυρίως σε νοσοκομεία), ο Μπάρτον γρήγορα μάζεψε διακρίσεις στο θέατρο και στον κινηματογράφο που τον οδήγησαν σε έναν δεύτερο ρόλο στην παραγωγή του Χόλιγουντ «Η ξαδέλφη μου η Ρέιτσελ» (1952), η οποία του χάρισε την πρώτη από τις επτά υποψηφιότητές του για το Όσκαρ – δεν το κέρδισε ποτέ. Τα ιστορικά έπη έγιναν σύντομα η ειδικότητά του στη μεγάλη οθόνη, από τον «Χιτώνα» του 1953 μέχρι την περιβόητη «Κλεοπάτρα» μία δεκαετία αργότερα. Ο Μπάρτον ήταν παντρεμένος με την Ουαλή ηθοποιό Σίμπιλ Ουίλιαμς, όταν σαγηνεύτηκε, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ (που τότε ήταν παντρεμένη με τον Έντι Φίσερ). Οι δυο τους ξεκίνησαν την πιο διαβόητη σχέση στην ιστορία του Χόλιγουντ, τουλάχιστον από την εποχή που η Τέιλορ παντρεύτηκε τον Φίσερ, τον οποίο είχε κλέψει από την Ντέμπι Ρέινολντς.
Το ζεύγος είχε μια λαμπερή ζωή: ταξίδευαν με το γιοτ τους στη Μεσόγειο, αγκυροβολούσαν, για να απολαύσουν το μεσημεριανό τους γεύμα, σε πεντάστερα θέρετρα, συναναστρέφονταν διασημότητες του πιο υψηλού επιπέδου και επιδείκνυαν πανάκριβα κοσμήματα όπως το περίφημο 68 καρατίων διαμάντι Taylor-Burton. Όλα αυτά ήταν εξαιρετικά δελεαστικά για τα ταμπλόιντ της εποχής, όμως τα ημερολόγια του Μπάρτον, που δημοσιεύτηκαν το 2012, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, αποκάλυψαν μια άλλη εικόνα – αυτήν ενός διανοούμενου που υπέφερε από κατάθλιψη. Η παραμυθένια ζωή του, που ολοκληρώθηκε με την απόκτηση της πανέμορφης πριγκίπισσας, βασανιζόταν από χρόνια ουρική αρθρίτιδα και έντονους πόνους στον αυχένα και στην πλάτη. Τα φάρμακα για την ανακούφιση του πόνου ενέτειναν την ευερέθιστη φύση του και τη μελαγχολία του.
Το μυαλό του έβγαζε ποίηση, ο ίδιος όμως έκανε τις πιο κυνικές επιλογές καριέρας ανταποκρινόμενος στον μεγαλύτερο πλειοδότη. Το βιογραφικό του, ειδικά τη δεκαετία του '70, είναι γεμάτο σκουπίδια. «Έχω κάνει τα πιο φρικτά πράγματα για τα λεφτά», είχε εξομολογηθεί στον ηθοποιό Γκάμπριελ Μπερν στα γυρίσματα της ευρωπαϊκής μίνι σειράς «Βάγκνερ» το 1983, έναν από τους τελευταίους ρόλους του. «Δώσε ό,τι έχεις να δώσεις, αλλά μην ξεχνάς ποτέ ότι είναι απλώς μια ταινία, τίποτα περισσότερο. Δεν θεραπεύουμε τον καρκίνο». Του είχε πει επίσης ότι «η φήμη... είναι ένα γλυκό δηλητήριο που το πίνεις με λαχτάρα στις πρώτες γουλιές. Μετά αρχίζεις να το μισείς».
Με στοιχεία από τη «Wall Street Journal»