Στο άρθρο του με τίτλο «Όταν ξανακυλάς στην αρρώστια με την Τουρκία», ο αρχισυντάκτης της τουρκικής εφημερίδας Milliyet, Οζάι Σεντίρ χρησιμοποιεί μια μεταφορά: την «ασθένεια “Τουρκία”» ως κοινωνικό-πολιτικό σύνδρομο που, κατά την άποψή του, έχει μεταδοθεί σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σκηνής. Αυτό το σύνδρομο, όπως το αποδίδει ο Σεντίρ, είναι ένας συνδυασμός υπερβολικής εμμονής με την Τουρκία, ακραίας ευαισθησίας σε κάθε τουρκική κίνηση και μιας τάσης να «μεγιστοποιούνται» οι προκλήσεις, ακόμη και όταν υπάρχουν δρόμοι διπλωματικής διαχείρισης.
Ο Σεντίρ υπενθυμίζει πως παλαιότερα υπήρχε μια αισιοδοξία ότι το «τουρκικό πρόβλημα», αυτός ο συνδυασμός εσωτερικών εντάσεων, εξωτερικών προκλήσεων και ιδεολογικών συγκρούσεων, θα υποχωρούσε με μεταρρυθμίσεις, με ανοίγματα στις διεθνείς σχέσεις και με ισορροπημένες επιλογές. Όμως, όπως επισημαίνει, η υποτροπή που ζούμε σήμερα δείχνει ότι οι παλιές πληγές ποτέ δεν κλείνουν πλήρως.
Ο αρθρογράφος παρέθεσε μάλιστα και την τοποθέτηση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Δημήτρη Αβραμόπουλου, προκειμένου να δείξει ότι ακόμη και κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί μιλούν για «εθνική εμμονή» με την Τουρκία: «Έχουμε μια εμμονή όπου η αντίληψη για το ρόλο της Τουρκίας διαμορφώνεται από ένα αίσθημα απειλής και φόβου. Η εμμονή μας να βλέπουμε την Τουρκία μόνο ως απειλή έχει επηρεάσει αρνητικά όχι μόνο τη διεθνή θέση της χώρας, αλλά και την ψυχολογία των Ελλήνων πολιτών».
Ο Σεντίρ προειδοποιεί ότι όταν η «ασθένεια Τουρκία» εμφανίζεται στην Ελλάδα, η ρητορική γίνεται πιο στρεβλή, η πολιτική σκηνή πολώνεται και η ικανότητα για ψύχραιμη, στρατηγική διαπραγμάτευση συρρικνώνεται. Δεν κατηγορεί τον ελληνικό λαό, αλλά στοχεύει πολιτικές επιλογές και πρακτικές που, κατά την κρίση του, τροφοδοτούν κλίματα έντασης, είτε για εσωτερική πολιτική κατανάλωση, είτε λόγω παρερμηνειών και υπερβολικής πρόβλεψης κινδύνου.
Ο Σεντίρ καυτηρίασε την «εμμονή», όπως τη χαρακτηρίζει, της Ελλάδας να βλέπει τις διεθνείς σχέσεις μόνο μέσα από τον φακό της Τουρκίας: από τη Γαλλία έως την Ιταλία, ανέφερε, η Αθήνα ανησυχεί για κάθε κίνηση τρίτης χώρας προς την Άγκυρα, ακόμη και για τις εμπορικές συμφωνίες. Όπως σημείωσε ειρωνικά, «διπλωματία και ζωή δεν μπορούν να μετριούνται αποκλειστικά μέσα από την Τουρκία».
Η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν: το παρασκήνιο, οι αιτιάσεις και οι επιπτώσεις
Μέσα σε αυτό το πρίσμα, η πρόσφατη ακύρωση της συνάντησης μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Τ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη φαίνεται να αποκτά διπλή ανάγνωση. Τυπικά, οι πλευρές ανέφεραν ασυμφωνία στα προγράμματα και επιβεβαίωσαν ότι δεν βρέθηκε κοινή ώρα. Πίσω από τις επίσημες ανακοινώσεις, όμως, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η τουρκική πλευρά είχε εκφράσει δυσφορία για κινήσεις της Αθήνας, από ενεργειακά βήματα έως διπλωματικά ανοίγματα, και ζήτησε αναβολή λόγω συμμετοχής του Ερντογάν σε άλλες επαφές.
Η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, απαριθμούταν ως σημαντικό διπλωματικό γεγονός. Όμως στην πράξη, ανακοινώθηκε τελευταία στιγμή ότι η συνάντηση ακυρώνεται «για τη στιγμή αυτή», προκαλώντας κύμα σχολιασμών και ερωτημάτων.
Η ελληνική και η τουρκική πλευρά δεν κατάφεραν να βρουν κοινό «κενό» στο πρόγραμμά τους. Η τουρκική πλευρά, όπως αναφέρθηκε, υπέβαλε αίτημα αναβολής επικαλούμενη τη συμμετοχή του Ερντογάν σε συνάντηση αραβικών και μουσουλμανικών χωρών που διοργανώνει στη Νέα Υόρκη ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η συνάντηση οριστικά ακυρώθηκε, καθώς δεν υπήρξε κοινή διαθέσιμη ώρα — και τονίζει ότι η τουρκική πλευρά ζήτησε την αναβολή ως «δικαιολογία».
- Πίσω από την επίσημη εκδοχή εμπλέκονται πολιτικές εντάσεις: η Τουρκία δυσαρεστήθηκε από ελληνικές πρωτοβουλίες, όπως ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός της Ελλάδας, η προώθηση ενεργειακών σχεδίων (π.χ. με την Chevron) και ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα SAFE όσον αφορά το casus belli.
- Στο παρασκήνιο, η τουρκική εφημερίδα Milliyet δημοσίευσε ότι η Ελλάδα φταίει: ισχυρίζεται ότι η ελληνική πλευρά παραβίασε άτυπη συμφωνία μη ανακοίνωσης της συνάντησης εκ των προτέρων, προκαλώντας εκνευρισμό στην Άγκυρα. Από την πλευρά της Αθήνας, κυβερνητικές πηγές επιμένουν ότι η δική της πλευρά ήταν σαφής στον τρόπο διεξαγωγής του ραντεβού και ότι δεν προχώρησε σε «πρόωρες αποκαλύψεις» πέραν όσων είχαν συμφωνηθεί.
Παρά την ακύρωση, ο πρωθυπουργός συνεχίζει τις άλλες συναντήσεις του στη Νέα Υόρκη, με ηγέτες χωρών όπως το Αζερμπαϊτζάν, η Υεμένη και η Συρία.
Οι επιπτώσεις της ακύρωσης είναι πολλαπλές:
- Δημιουργεί ρήγμα εμπιστοσύνης στην ελληνοτουρκική διπλωματία, υπονοώντας ότι διαφωνίες και αλυσιδωτές ενέργειες μπορούν να ανατρέψουν ακόμα και συμφωνημένα τετ α τετ.
- Αναδεικνύει το «δόγμα» της Τουρκίας να μην αφήνει ευκαιρία στην Ελλάδα να κινηθεί διπλωματικά χωρίς έλεγχο ή πίεση.
- Ενεργοποιεί εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις εντός Ελλάδας, με αντιπολιτευτικά κόμματα να κριτικάρουν την κυβέρνηση για «αδυναμία» και «αφέλεια» στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.
Το σενάριο ακύρωσης μπορεί να αξιοποιηθεί ως μήνυμα ισχύος από την τουρκική πλευρά: ότι όποτε και όποιος δεν ενεργεί με «σεβασμό» προς τα συμφέροντά της, θα βλέπει την πόρτα της διπλωματίας να κλείνει.