«Αν και η θεά Αθηνά σχετίζεται με την κουκουβάγια, το άγαλμά της στο Πεδίον του Άρεως συντροφεύει ο γκιόνης (Otus scops)», λέει ο Λευτέρης Σταύρακας, συνεργάτης της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας. «Το πάρκο αποτελεί ιδανικό βιότοπο για το είδος, καθώς βρίσκει άνετα τροφή αφού τα έντομα, τα τρωκτικά αλλά και τα μικρά πουλιά είναι άφθονα, ενώ ο μεγάλος (ακόμα) αριθμός ψηλών δέντρων με πυκνή κόμη τού δίνουν πληθώρα σημείων για φώλιασμα αλλά και για κούρνιασμα το πρωί. Φαίνεται, μάλιστα, ότι οι γκιόνηδες των πόλεων έχουν, ας πούμε, συνηθίσει τον θόρυβο και τα πολλά φώτα, αφού το είδος αυτό είναι το πιο κοινό νυκτόβιο αρπακτικό της πρωτεύουσας και το συναντάμε σε όλα τα άλση αλλά και σε μεγάλους κήπους».
Ο γκιόνης είναι ένα μικρό πουλί περίπου 20 εκατοστών που έχει ομοιόμορφο γκριζωπό-γκριζοκαφέ φτέρωμα διάστικτο με διακριτικά μικρά σκούρα γραμμοειδή σημάδια, ενώ χαρακτηριστικά στοιχεία στην εμφάνισή του είναι τα ανασηκωμένα συμμετρικά φτερά στο κεφάλι, που θυμίζουν αυτιά, και τα έντονα κίτρινα μάτια του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι δύσκολο να τον παρατηρήσεις γιατί στέκεται ακίνητος, κρυμμένος ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, και η παρουσία του μαρτυρείται από το μονότονο, επαναλαμβανόμενο και κάπως μελαγχολικό κάλεσμά του που ακούγεται το σούρουπο και τη νύχτα – ένας από τους πιο οικείους της φύσης.
Τον χειμώνα βλέπουμε αρκετές τσίχλες που βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο μακριά από κυνηγούς, λευκοσουσουράδες και σταχτοσουσουράδες αλλά και πολλούς δεντροφυλλοσκόπους, μαυροσκούφηδες και πυρροβασιλίσκους, δηλαδή πουλιά που προτιμούν περιοχές με πυκνή βλάστηση.
Είναι πτηνό με μεταναστευτική συμπεριφορά, ξεχειμωνιάζει στην υποσαχάρια Αφρική και αναπαράγεται στην εύκρατη ζώνη του βόρειου ημισφαιρίου, ωστόσο στην κεντρική και νότια Ελλάδα οι γκιόνηδες είναι επιδημητικοί – οι γκιόνηδες της Αθήνας δεν μεταναστεύουν.


Το κοινό του όνομα προέρχεται ηχομιμητικά από το κάλεσμά του, ενώ η θλιμμένη χροιά του πυροδότησε τη λαϊκή φαντασία που δημιούργησε μια ιστορία που μας μεταφέρεται μέσω του ποιήματος του Γεωργίου Δροσίνη:
Ἦταν δύο ἀδέλφια πάντ᾿ ἀγαπημένα, / Πρόβατα ᾿βοσκοῦσαν ᾿ς ἄρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λὲν τὸν ἕνα, Δῆμο λὲν τὸν ἄλλο.
Κἄποτε ὁ Γκιώνης δυὸ ἀρνάδες χάνει· / Ψάχνει, δὲν τὶς βρίσκει, τριγυρνᾷ, καὶ κλαίει,
Ἔρχεται στὴ στάνη, τ᾿ ἀδελφοῦ τὸ λέει.
Βρέθηκε κι᾿ ἐκεῖνος ’ς τὴν κακή του ὥρα· Ἄδικα χολιάζει, σὰν θεριὸ θυμώνει,
Τὸ μαχαίρι, φόρα !... καὶ τόνε σκοτώνει.
Οἱ ἀρνάδες ἦρθαν ’ς κοπάδι πάλι / Κι’ ὁ φονιᾶς τῂς βλέπει, στέκεται κλαμμένος,
Γέρνει τὸ κεφάλι μετανοημένος.
Κι’ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ποὺ χτυπᾷ τὰ στήθη, / Κλαίει νύχτα μέρα, θέλει νὰ πεθάνῃ,
Καὶ τὸν ἐλυπήθη καὶ πουλὶ τὸν κάνει.
Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βράδυ, ἅμα σκοτεινιάζῃ / Τὸ πουλὶ θλιμμένο ᾿ς στὸ δεντρὶ κλαρώνει
Κι᾿ ὅλη νύχτα κράζει: Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!
Το πουλί αυτό είναι ένας βοσκός που θρηνεί τον νεκρό αδελφό του, τον γκιόνη, πικρά μετανιωμένος που τον σκότωσε πάνω στην απελπισία του, όταν εκείνος του έχασε τα πρόβατα του κοπαδιού τους.

«Ο γκιόνης είναι ένα από τα δεκάδες είδη πουλιών που είτε μένουν μόνιμα στο πάρκο ή περνούν σε αυτό κάποιο διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από λίγες ώρες έως και έξι μήνες», συμπληρώνει ο Λευτέρης. «Επειδή η περιοχή ήταν για πολλά χρόνια αφιλόξενη για τους παρατηρητές πουλιών, η λίστα των πουλιών που έχουν καταγραφεί είναι σχετικά μικρή, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι θα μεγαλώσει αρκετά όσο περνά ο καιρός.
Η πιο σημαντική κατηγορία είναι τα αναπαραγόμενα. Τα πιο κοινά είναι ο καλόγερος, ο κότσυφας, o μαυροτσιροβάκος και η καρακάξα. Σταθερή παρουσία έχουν ο σταχτομυγοχάφτης και η ωχροστριτσίδα, ενώ λιγοστές καρδερίνες και φλώροι συνεχίζουν να αναπαράγονται σε μια πόλη που γίνεται ολοένα και πιο εχθρική σε αυτά. Τα τελευταία χρόνια φωλιάζουν και κοκκινολαίμηδες, αιγίθαλοι και κίσσες. Οι εξωτικοί παπαγάλοι (ο πράσινος και ο μυοψιττακός) δεν θα μπορούσαν να λείπουν και κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους. Στον ουρανό πάνω από το πάρκο βλέπουμε το καλοκαίρι σταβλοχελίδονα και –λιγοστά πια– σπιτοχελίδονα αλλά και τα τρία είδη σταχτάρας, ενώ όλο τον χρόνο επισκέπτονται το σημείο ξεφτέρια, πετρίτες και βραχοκιρκίνεζα προκειμένου να βρουν κάποιο απρόσεκτο πουλί για να εξασφαλίσουν το γεύμα της ημέρας.




Τον χειμώνα βλέπουμε αρκετές τσίχλες που βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο μακριά από κυνηγούς, λευκοσουσουράδες και σταχτοσουσουράδες αλλά και πολλούς δεντροφυλλοσκόπους, μαυροσκούφηδες και πυρροβασιλίσκους, δηλαδή πουλιά που προτιμούν περιοχές με πυκνή βλάστηση.
Κατά τις μεταναστευτικές περιόδους και ιδιαίτερα την άνοιξη, η περιοχή αποτελεί σταθμό για πλήθος μικρών στρουθιόμορφων όπως το αηδόνι (που συχνά-πυκνά ακούμε να κελαηδά μέσα από έναν πυκνό θάμνο τον Απρίλιο), οι διάφοροι μυγοχάφτες, ο φοινίκουρος κ.ά. Ο χρόνος θα δείξει πόσο γρήγορα και πόσο πολύ θα αυξηθεί η λίστα των πουλιών του Πεδίου του Άρεως».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.