Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Τέχνη – Ένα παραμύθι για μεγάλους, αφιερωμένο στην σπουδαιότητα της Τέχνης...

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Τέχνη – Ένα παραμύθι για μεγάλους, αφιερωμένο στην σπουδαιότητα της Τέχνης... Facebook Twitter
0

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Τέχνη. Μια αέρινη, ευγενής, φωτεινή ύπαρξη, που οι περισσότεροι των ανθρώπων λάτρευαν. Όχι, όχι, μη φανταστείτε πως οι υπόλοιποι την μισούσαν· πως θα μπορούσε άλλωστε να μισήσει κάποιος την Τέχνη; ...Απλώς αρκετοί, δεν την είχαν γνωρίσει. Βλέπετε, είχε μια ιδιομορφία. Για να την ανακαλύψει κάποιος, έπρεπε να έχει την ψυχή, το μυαλό, τα μάτια του ανοιχτά, αλλά και τ' αυτιά του πρόθυμα· ν' ακούσει το κάλεσμα στον τρυφερό, μελωδικό της ψίθυρο, αφού η Τέχνη απεχθανόταν την άνευ λόγου φασαρία.


Η Τέχνη δεν είχε μία μόνο μορφή, γι' αυτό και είναι δύσκολο για κάποιον να την περιγράψει. Αν κάναμε μια απόπειρα να την παρομοιάσουμε με ένα από τα πρόσωπα της ζωής μας, πιθανότατα αυτό θα ήταν η Μάνα! Μη βιαστείτε να χαρακτηρίσετε ως υπερβολή αυτή την παρομοίωση. Πάρτε μια βαθιά ανάσα και σκεφτείτε το για μια ακόμη φορά... Ποιος είναι εκείνος που έχει πάντα ανοιχτή την αγκαλιά του και είναι συνεχώς ετοιμοπόλεμος, να σκοτώσει κάθε τι επίπονο επιδιώκει να ριζώσει μέσα σου; Ποιος σου κρατά το χέρι, όταν νιώθεις την ψυχή σου να πονά; Ποιος πασχίζει, να ξαναδεί το χαμόγελο σου όταν είσαι θλιμμένος; Ποιος φροντίζει αγόγγυστα και αγωνιά, να σ' εξοπλίσει με όλα ψυχικά εφόδια που χρειάζεσαι, για ν' ανταπεξέλθεις στις απαιτήσεις της ζωής και να διασχίσεις με θάρρος τα μονοπάτια της; Ποιος είναι πάντα εκεί ν' ακούσει τους προβληματισμούς σου και ν' ανοίξει τον δρόμο της σκέψης σου; Η Μάνα... και η Τέχνη! Άλλωστε, κι εκείνη μάνα ήταν...


Ο αγαπημένος της, ο καλός και πιστός της σύντροφος, ήταν ο Πολιτισμός. Ζούσαν αχώριστοι, πολύ ευτυχισμένοι και η οικογένεια τους είχε πολλά παιδιά, όλα γεννημένα από βαθιά και ανιδιοτελή αγάπη για τους ανθρώπους. Παιδιά της Τέχνης και του Πολιτισμού, ήταν η Μουσική, το Θέατρο, ο Χορός, η Ζωγραφική, η Ποίηση, η Λογοτεχνία, η Φωτογραφία και πολλά ακόμη, αναθρεμμένα όλα, με έναν και μόνο σκοπό. Να αγαπούν, να περιθάλπουν και να προστατεύουν τον άνθρωπο· όχι μόνο από τις αντιξοότητες, αλλά τις περισσότερες φορές, ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Να τον βοηθούν να δώσει σχήμα στη ζωή του, μορφή στα όνειρα του, να εκφράσει τα συναισθήματα του, να ξεπλύνει τους φόβους του και όταν τα πράγματα πήγαιναν πολύ στραβά, να του έχουν φυλαγμένο πάντα, ένα καταφύγιο να ξαποστάσει και να γαληνέψει.

Ήρθε μια μέρα όμως, που όλα αυτά ξαφνικά άλλαξαν. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο φόβος, εξαγριωμένος από τις συνεχείς του ήττες, αναζήτησε έναν νέο, πανίσχυρο σύμμαχο· και τον βρήκε. Λεγόταν Πανδημία· και όταν συναντήθηκαν οι δυο τους αποφασισμένοι να ενώσουν τις δυνάμεις τους, τους ακολούθησε χαιρέκακα το δειλό χάος...


Η αγκαλιά των παιδιών της Τέχνης και του Πολιτισμού περίμενε συνεχώς ανοιχτή· ενώ τα χέρια τους ήταν τόσο στιβαρά, που είχαν την ικανότητα να κρατήσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα στις παλάμες τους, σε μια μόνο στιγμή. Παρόλο που ήταν όμως παντοδύναμοι, δεν ήταν ποτέ τους μόνοι. Ένας ολόκληρος στρατός στεκόταν στο πλευρό τους, να υπηρετεί πιστά και να εργάζεται ακούραστα για την εκπλήρωση, αλλά και την εξέλιξη του έργου τους. Ο στρατός αυτός ήταν οι καλλιτέχνες, και αποτελούνταν από τους πιο ευαίσθητους, τους πιο φωτεινούς, τους πιο θαρραλέους των ανθρώπων. Γιατί θαρραλέους; Γιατί στη δική τους μάχη, τα όπλα δεν ήταν συνηθισμένα. Οι σφαίρες τους ήταν φτιαγμένες από νότες, από στίχους, από λέξεις· τα τόξα τους εξοβέλιζαν μελωδίες, ενώ για ασπίδα κρατούσαν καμβά και για δόρυ πινέλο. Εχθροί τους, ήταν η θλίψη, ο φόβος, η μοναξιά και το σκοτάδι· και μπορεί κάποιες φορές οι μάχες να ήταν πολύ σκληρές, όμως τα παιδιά της Τέχνης και του Πολιτισμού, κατόρθωναν με την βοήθεια των στρατιωτών τους, να βγαίνουν πάντοτε νικητές και να σκορπίζουν το φως και την ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων.


Ήρθε μια μέρα όμως, που όλα αυτά ξαφνικά άλλαξαν. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο φόβος, εξαγριωμένος από τις συνεχείς του ήττες, αναζήτησε έναν νέο, πανίσχυρο σύμμαχο· και τον βρήκε. Λεγόταν Πανδημία· και όταν συναντήθηκαν οι δυο τους αποφασισμένοι να ενώσουν τις δυνάμεις τους, τους ακολούθησε χαιρέκακα το δειλό χάος... Αυτό, που πάντα κάποιος άλλος πρέπει να του στρώσει το έδαφος για να εμφανιστεί... Η Πανδημία, ανάγκασε τους ανθρώπους να κλειδωθούν στα σπίτια τους και ο φόβος, μαχόταν με μανία να τους κλέψει την όρεξη για ζωή. Τους άφησαν μακριά από τους φίλους, τους γονείς, τα παιδιά, τους αγαπημένους τους. Πολλοί έχασαν τους πολύτιμους ανθρώπους τους και άλλοι τόσοι, αδυνατούσαν ακόμη και να φανταστούν, τι άλλο θα έφερναν οι μέρες, οι μήνες ή τα χρόνια που θ' ακολουθούσαν.


Η θλίψη και η μοναξιά πήραν το μερτικό που πάντα διεκδικούσαν, ενώ το σκοτάδι παραμόνευε καρτερικά, ώσπου να του παραδοθεί εξολοκλήρου η εξουσία. Η Τέχνη, δεν θυμόταν ποτέ ξανά να έχει νιώσει τόσο σαστισμένη· ο Πολιτισμός είχε μουδιάσει, ενώ τα παιδιά, τους αγωνιούσαν να στήσουν ένα νέο σχέδιο μάχης, για ν' αντιμετωπίσουν αυτόν τον άγνωστο και ύπουλο εχθρό που καταδυνάστευε τους ανθρώπους. Ο στρατός τους όμως, οι καλλιτέχνες, δεν έχασαν στιγμή το θάρρος τους. Παρόλο που ήταν κι εκείνοι εγκλωβισμένοι όπως ολόκληρη η ανθρωπότητα, αγωνίζονταν με ότι όπλα είχαν φυλάξει, να σταθούν στο πλευρό των υπολοίπων ανθρώπων. Να τους βοηθήσουν να κρατήσουν το σθένος τους· να μην παραιτηθούν και να τους θυμίζουν πως η Τέχνη, θα βρισκόταν για άλλη μια φορά στο πλευρό τους, με τον τρόπο που εκείνη γνώριζε και αυτό το «Μαζί», που ήταν αήττητο σε κάθε μάχη.


Οι άνθρωποι αναθάρρησαν. Ακόμη και αν δεν φαινόταν να υπάρχει κάποια άμεση λύση σε όσα βίωναν, οι στρατιώτες της Τέχνης είχαν κατορθώσει να επιτύχουν μια μεγάλη νίκη, κάτω από τα ρουθούνια του φριχτού αυτού εχθρού. Σκόρπισαν κουράγιο, γέννησαν ελπίδες και εξολόθρευσαν πολλές από τις δυνάμεις του σκοταδιού. Και ο φόβος το κατάλαβε. Και θύμωσε πιο πολύ. Έτσι, ψιθύρισε στους Άρχοντες των κρατών, πως η Πανδημία θα έδειχνε ακόμη περισσότερο τα δόντια της, αν εκείνοι δεν έκαναν κάτι για ν' αφοπλίσουν τον στρατό της Τέχνης. Και οι Άρχοντες τον υπάκουσαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφάσισαν πως η Τέχνη έπρεπε να σωπάσει, έστω και για λίγο. Κανείς τους δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο θα ήταν αυτό το «λίγο», ούτε και ποιες οι συνέπειες του.


Η Τέχνη τρομοκρατήθηκε· ο Πολιτισμός, αισθάνθηκε να χάνει την ελπίδα του. Τα παιδιά τους, ήταν η πρώτη ίσως φορά από την αρχή της ύπαρξης τους, που ένιωσαν έναν φόβο τόσο αταίριαστο μ' εκείνα... Μέσα στην ταπεινότητα τους, δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο βαθιά ριζωμένοι ήταν στις ανθρώπινες ψυχές. Πως ήταν αδύνατο να χαθούν. Γιατί το έργο τους ήταν τόσο μεγάλο, που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει παρελθόν και να μείνει πίσω· θα τους τραβούσε για πάντα στην πρώτη γραμμή. Οι καλλιτέχνες πικράθηκαν. Θύμωσαν. Ένιωσαν το άδικο να σφίγγει σαν θηλιά το λαιμό τους. Όμως σαν γνήσιοι στρατιώτες, ήταν αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν τα όπλα. Εκείνοι άλλωστε, ήξεραν καλύτερα από τον καθένα, πως πάντα θα είχαν τους υπόλοιπους ανθρώπους στο πλευρό τους. Τους το φώναζαν καθημερινά με τις μελωδίες και τους στίχους των τραγουδιών τους· τους το συλλάβιζαν μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους· τους το ζωγράφιζαν με τα δικά τους πινέλα πάνω στις ασπίδες τους, πως δεν θα τους άφηναν να εγκαταλείψουν τη μάχη. Πως θα ήταν και πάλι μαζί! Και ήταν!


Και ο θυμός έγινε δύναμη. Κραυγή· και η κραυγή ήταν τόσο δυνατή, που έσκισε την θηλιά από τον λαιμό των στρατιωτών. Τους ελευθέρωσε. Πήραν ξανά τα ξεχωριστά τους όπλα στα χέρια και κέρδισαν τη μάχη. Και η Τέχνη ανέπνευσε... Δικαιώθηκε και άνθισε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, με τον Πολιτισμό να χαμογελά ξανά στο πλευρό της. Η Πανδημία οπισθοχώρησε για λίγο, όμως όλοι ήξεραν πως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Κανείς δεν γνώριζε ποια θα ήταν αυτή η λέξη, ή αν εκείνη θα επέστρεφε πιο θυμωμένη, όμως όλοι πανηγύριζαν για την μεγάλη νίκη. Γιατί εκτός από την Τέχνη και τον Πολιτισμό, είχε νικήσει και κάτι άλλο. Κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Το «Μαζί». Γιατί οι άνθρωποι, είχαν καταλάβει πως αν ήταν μαζί, καμιά απειλή δεν θα είχε την ικανότητα να τους στερήσει την δύναμη και την θέληση να ζουν και να υπερασπίζονται όσα θρέφουν μέσα τους το φως.


Μπορεί να μην γνωρίζει κανείς μας αν στο τέλος αυτής της ιστορίας θα επικρατήσει το «Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αν όμως επικεντρωθούμε όλοι στο «Μαζί», αν υψώσουμε με σθένος το ανάστημα μας απέναντι σε ότι παλεύει να μας αφοπλίσει, αν η ενότητα ριζώσει στο είναι μας, αν υπερασπιστούμε όσα αγαπάμε, τότε, θα μπορούμε και να ελπίζουμε πως η λέξη «τέλος», θα συντροφεύεται από την λέξη «ευτυχισμένο». Όποια και αν είναι η μάχη που θα έχουμε μπροστά μας...

Θάλεια Ψαρρά, συγγραφέας.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ