Όταν ο Ντέιβιντ Μάμετ μιλά για το θέατρο, στεκόμαστε προσοχή!

Όταν ο Ντέιβιντ Μάμετ μιλά για το θέατρο, στεκόμαστε προσοχή! Facebook Twitter
0

Ενα βιβλίο απολαυστικό, με δεκάδες πνευματώδη σχόλια, που λειτουργεί απενοχοποιητικά, που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο, που απεθύνεται σε εκείνους που είναι επάνω στη σκηνή αλλά και όσους παραδινόμαστε στη μαγεία του θεάτρου. Εχει τίτλο «Θέατρο» (μετάφραση από την Κάτια Σπερελάκη) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το υπογράφει ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς: ο Ντέιβιντ Μάμετ.

"Αν το θέατρο ήταν θρησκεία, πολλές από τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις αυτού του βιβλίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν αιρετικές", γράφει ο Ντέιβιντ Μάμετ.


Όπως πάντα, ο Αμερικανός συγγραφέας δε μασά τα λόγια του: στο βιβλίο αυτό, ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δοκιμιογράφος διακηρύσσει ούτε λίγο ούτε πολύ το τέλος της παντοδυναμίας του σκηνοθέτη και των θεωριών περί υποκριτικής. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες για παράδειγμα ξεκαθαρίζει την άποψή του για τους λόγους που θα έπρεπε να μας οδηγούν στο θέατρο:

«Πηγαίνω στο θέατρο για να διασκεδάσω», λέει. «Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που πηγαίνουμε ή πρέπει να πηγαίνουμε θέατρο. Δεν πρέπει να πηγαίνουμε είτε ως εργάτες του θεάτρου είτε ως κοινό για να εξασκήσουμε ή να μοιραστούμε μια τεχνική. Δεν υπάρχει ούτε ηθοποιός «Στανισλάφκσι» ούτε ηθοποιός «Μάισνερ» ούτε «ηθοποιός της μεθόδου». Υπάρχουν ηθοποιοί (ποικίλων ικανοτήτων) και μη ηθοποιοί».

"To θέατρο είναι η πιο δημοκρατική από τις τέχνες, γιατί αν το έργο κατά την άμεση παρουσίαση του δεν απευθυνθεί στην φαντασία ή στην αντίληψη ενός ικανού αριθμού υποστηρικτών αντικαθίσταται...".

Το κριτικό βλέμμα του δεν αφήνει καμία πτυχή του θεάτρου ασχολίαστη: από τα έργα "κοινωνικού προβληματισμού" και την έννοια της πολιτικής ορθότητας έως τις σχολές ηθοποιίας, τον Στανισλάφσκι και τον ελιτισμό, όλα σχολιάζονται με το καυστικό και αποφθεγματικό του ύφος. Σε έναν κόσμο που συχνά φοβάται τις αλλαγές, το βιβλίο αυτό συνιστά μια σοβαρή πρόκληση προς όλους, σπουδαστές, δασκάλους και σκηνοθέτες (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου), καλώντας τους να γίνουν ακόμα καλύτεροι. Κυρίως, όμως, κλείνει το μάτι σε μας τους θεατές καλώντας μας να απολαύσουμε το θέατρο χωρίς ίχνος ενοχής και υποταγής στις υποδείξεις...

Οι κοινωνικές του παρατηρήσεις, όπως αυτή που επιχειρηματολογεί σχετικά με το αμερικανικό θεατρικό κοινό, έχουν πολύ ενδιαφέρον.

«Το κοινό του Μπροντγουεϊ, το οποίο στήριζε τα έργα των Ο 'Νηλ, Σαρογιάν, Γουάιλντερ, Μίλτερ και Ουίλιαμς ήταν μορφωμένο, ή αν μη τι άλλο εγγράμματο, μεσοαστικό και κατά μεγάλο μέρος εβραϊκό. Ανθρωποι που απολάμβαναν τη συζήτηση και τα έργα που ευνοούσαν την συζήτηση γιατί οι περισσότεροι στις κοινότητές τους τα έβλεπαν. Οχι πια. Το σημερινό κοινό του Μπροντγουεϊ αποτελείται βασικά από τουρίστες και πλούσιους ταξιδιώτες, οι οποίοι είναι μάλλον οι μόνοι που αντέχουν οικονομικά την Νέα Υόρκη». .. Εγραψα πέρυσι ένα έργο κι όταν ρώτησα τον παραγωγό μου στην Νέα Υόρκη μήπως θα τα πήγαινε καλύτερα στο «οφ» Μπροντγουεϊ μου απάντησε ότι «Δεν υπάρχει πια «οφ» Μπροντγουεϊ κι επιπλέον ότι δεν υπάρχει εδώ και είκοσι χρόνια».

Οσο για τους τουρίστες -επισκέπτες του θεάτρου σημειώνει:

"Ο τουρίστας δεν θυμάται το περσινό έργο και τους ηθοποιούς, δεν έρχεται να δει την καινούργια δουλειά ενός σκηνοθέτη, ενός συγγραφέα ή ενός σκηνογράφου. Ερχεται να δει ένα θέαμα, το οποίο ούτε θα προκαλεί, ούτε θα ενοχλεί, του οποίου η αξία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν έρχεται με την θεατρική περιέργεια του ντόπιου θεατρόφιλου, αλλά με την επιθυμία να διασκεδάσει, όπως πηγαίνει σ' ένα λούνα παρκ, κατ'αρχάς για το ρίγος της εμπειρίας, και δεύτερον, ίσως και σπουδαιότερο, για να μπορεί επιστρέφοντας στην πατρίδα να αφηγηθεί το ρίγος της εμπειρίας που έζησε σ'αυτούς που το στερήθηκαν".


Για τις τάσεις στη θεατρική γραφή:

"Είναι εύκολο να γράφεις έργα κοινωνικού προβληματισμού, γιατί είναι εύκολο να εξοργίσεις τον κόσμο... Στη διάρκεια της ζωής μουτο θέατρο έχει γίνει κατά πολύ μεγάλο μέρος πολιτικό. Εκεί που κάποτε είχαμε μόνο "κλάψες", κατασκευάσματα για απογευματινές παραστάσεις με πρωταγωνίστριες γυναίκες εγκαταλελειμμένες, γκαστρωμένες, παρατημένες από τα παιδιά ή τον άντρα τους και άλλο τέτοια -απομεινάρια της βικτοριανής συγκινησιακής λογοτεχνίας-, τη δεκαετία του 1960 αρχίσαμε να βλέπουμε αυτή την αγάπη για την ανάπλαση του μελοδράματος ως πολιτική η οποία προσφέρει στο κατασυγκινημένο κοινό όχι μόνο την ευχαρίστηση ενός γερού κλάματος, αλλά και ηθική επιβράβευση επειδή ξέρει πως η τάδε ομάδα είναι κι αυτοί άνθρωποι".


Και ένα παράδειγμα:

"Παλιό στιλ: "Πρέπει να πληρώσεις το νοίκι"

"Δεν μπορώ να πληρώσω το νοίκι"

Καινούργιο στιλ:

"Αδύναμη και απαράδεκτη ομοφυλόφιλη Αφροαμερικανίδα, φύγε, δεν σε θέλω"

"Μα δεν βλέπει κανείς πως είμαστε κι εμείς άνθρωποι;"

Είναι το ίδιο πράγμα.

Στο κεφάλαιο με τίτλο "Ολοκληρωτικές τάσεις" ο Ντέιβιντ Μάμετ "περιποιείται" τον Στανισλάφκσι και τη μέθοδό του:

"Ο Στανισλάφσκι έζησε και άκμασε στη δικτατορία, πρώτα του τσάρου και μετά των μπολσεβίκων. Η δυνατότητά του να ανεβάζει έργα που καταπιάνονταν με τα θεμέλια της ανθρώπινης ζωής: απώλεια, πόθος, φόβος, απληστία και τις συνέπειές του- περιοριζόταν τόσο από τις πράξεις του λογοκριτή όσο και από την ανησυχία για την πιθανότητα να υπάρξουν τέτοιες πράξεις".

"Υπό τους μπολσεβίκους, η δυνατότητα του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας να εκφράσει οτιδήποτε σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση είχε εκλείψει εντελώς. Και στην ανάπτυξη των στούντιο και των διευθυντών τους (Μέγερχολντ και Βαχτάγκοφ) βλέπουμε εκίνη την τάση της σύγχρονης τέχνης που παρεκκλίνει προς το φασισμό (ο οποίος εδώ αποκαλείται κονστρουκτιβισμός). Εφόσον το κράτος τους είχε στερήσει οποιοδήποτε κείμενο με νόημα, αυτοί οι σκηνοθέτες ανέβαζαν εντυπωσιακές παραστάσεις όπου πρωταγωνιστές ήταν το κοστούμι και το σκηνικό. Στην πραγματικότητα έφτιαχναν κινούμενες κατασκευές και τις αποκαλούσαν έργα".

"Σήμερα βλέπουμε τους γόνους τους στην περφόρμανς... Η περφόρμανς δεν είναι ούτε ψάρι ούτε κρέας, αλλά το νόθο παιδί της σταλινικής καταστολής (έργα χωρίς νόημα) και του νεοκονστρουκτιβισμού (έργα χωρίς κείμενο)".

O Nτέιβιντ Μάμετ δίνει κατευθύνσεις στην Ελεν Μίρεν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τηλεταινίας με τίτλο «Phil Spector»

Και κάτι ακόμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε:

"Το ότι ένας σκηνοθέτης είναι καλός στο να κινεί ανθρώπους γύρω από έναν καναπέ ή ότι ένας συγγραφέας είναι δεξιοτέχνης στους πνευματώδεις διαξιφισμούς δεν τους δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το χρόνο του κοινού για να κάνουν κήρυγμα. Στην πραγματικότητα ένα σωστό κοινό που πληρώνει εισιτήριο δεν θα ανεχτεί (και ούτε πρέπει να το κάνει) τέτοιες ανοησίες και θα στείλει τον επίδοξο καθοδηγητή να κάνει άλλη δουλειά. Εκτός αν είναι επιχορηγούμενος"...

____________________

* Ο Ντέιβιντ Μάμετ γεννήθηκε στο Σικάγο και ζει στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων τα "Οικόπεδα με θέα" (Glengarry Glen Ross), για το οποίο τιμήθηκε με Πούλιτζερ, την "Ολεάννα" (Oleanna) και τον "Αμερικανικό Βούβαλο" (American Buffalo). Έχει εκδώσει δοκίμια και μυθιστορήματα. Έχει σκηνοθετήσει τις κινηματογραφικές ταινίες "House of Games" (Η λέσχη της απάτης), "Things Change" (Ο λούστρος και η Μαφία), "Homicide" (Ανθρωποκτονία), "State and Main" και "Heist" (Το κόλπο).

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Αρχαιολογία / Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Η διακεκριμένη ιστορικός Mary Beard στο βιβλίο της «Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Οι ηγεμόνες του αρχαίου ρωμαϊκού κόσμου», παρουσιάζει τη ζωή και το έργο των αυτοκρατόρων μέσα από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις και συναρπαστικές λεπτομέρειες, που θυμίζουν απολαυστικό μυθιστόρημα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια εστιάζει στον ρόλο των δούλων, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη σεξουαλική ζωή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
M. HULOT
Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Βιβλίο / Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Από την Αμοργό ως την Αλεξανδρούπολη και από την Ξάνθη ως τη Μυτιλήνη, τα μικρά βιβλιοπωλεία αποκτούν για πρώτη φορά συλλογική φωνή. Βιβλιοπώλες και βιβλιοπώλισσες αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Lifo Videos / «Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Η Αγλαΐα Παππά διαβάζει ένα απόσπασμα από τις βέβηλες και αμφιλεγόμενες «120 Μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ένα βιβλίο αναγνωρισμένο πλέον ως αξεπέραστο λογοτεχνικό αριστούργημα και χαρακτηρισμένο ως «εθνικός θησαυρός» της Γαλλίας.
THE LIFO TEAM
Το «προπατορικό αμάρτημα» του Τζο Μπάιντεν

Βιβλίο / Ποιο ήταν το θανάσιμο σφάλμα του Τζο Μπάιντεν;

Ένα νέο βιβλίο για τον πρώην Πρόεδρο αποτελεί καταπέλτη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του, που έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τον ραγδαίο εκφυλισμό της γνωστικής του ικανότητας.
THE LIFO TEAM
ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Τζούντιθ Μπάτλερ / «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης μιλά στη LiFO για τo «φάντασμα» της λεγόμενης ιδεολογίας του φύλου, για το όραμα μιας «ανοιχτόκαρδης κοινωνίας» και για τις εμπειρίες ζωής που της έμαθαν να είναι «ένας άνθρωπος ταπεινός και ταυτόχρονα θαρραλέος».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντίνος Κονόμος

Βιβλίο / «Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου…»

Ο Ντίνος Κονόμος, λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας, υπήρξε συνεχιστής της ζακυνθινής πνευματικής παράδοσης στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής παρουσιάζει έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που «δεν ήταν του κόσμου τούτου».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Η ζωή του Καζαντζάκη σε graphic novel από τον Αλέν Γκλικός

Βιβλίο / Ο Νίκος Καζαντζάκης όπως δεν τον είχαμε ξαναδεί σε ένα νέο graphic novel

Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πετρίτης»: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ηχητικά Άρθρα / Πετρίτης: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ο Τζoν Άλεκ Μπέικερ αφιέρωσε δέκα χρόνια από τη ζωή του στην παρατήρηση ενός πετρίτη και έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία της αγγλικής λογοτεχνίας – μια από τις σημαντικότερες καταγραφές της άγριας ζωής που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Κυκλοφόρησε το 1967 αλλά μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι κριτικοί και το κοινό το ανακάλυψαν ξανά.
M. HULOT