«ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ του ’80, μια παρέα νεαρών της περιοχής Πετραλώνων και Θησείου, μπουχτισμένη από τη μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα της στρατευμένης έκφρασης και των ρηχών επικοινωνιακών στερεοτύπων, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα περιοδικό αυτοέκφρασης, την “Ανοιχτή Πόλη”. Ένα έντυπο που από το τρίτο του τεύχος υπήρξε το μοναδικό ελληνικό περιοδικό μέλος του θρυλικού Alternative Press Syndicate.
Μέσα από το πνεύμα της αντικουλτούρας, της επιλεγμένης ριζοσπαστικής ροκ μουσικής και της διαφορετικής αντιεξουσιαστικής-εναλλακτικής λογικής, στα δεκατρία χρόνια της ύπαρξής της, η “Ανοιχτή Πόλη” επιχείρησε να αρθρώσει έναν άλλο λόγο απέναντι στον ξύλινο λόγο των διάφορων μεταπολιτευτικών νεολαιίστικων κομματικών παραφυάδων», γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”» Κώστας Μανδηλάς, που μαζί με τον αείμνηστο Βλάσση Ρασσιά ήταν οι βασικοί πυλώνες της.
«Γνωρίσαμε καταστάσεις από όμορφες μέχρι τραγικές και ανθρώπους από υπέροχους μέχρι χοντρομαλάκες. Μας αγαπήσανε, μας μισήσανε, μας σνομπάρανε, μας γράψανε στα παλιά τους τα παπούτσια αλλά και θυσιάστηκαν για μας».
Ήταν πράγματι από τα περιοδικά του ελληνικού underground που ξεχώρισαν και έγιναν cult, από εκείνα που, κρεμασμένα σε κάποιο περίπτερο ή στην προθήκη κάποιου βιβλιοπωλείου, μαγνήτιζαν αμέσως το βλέμμα ανήσυχων εφήβων ή και λίγο μεγαλύτερων αναγνωστών που είχαν μπουχτίσει από τον δύσκαμπτο, παλαιάς κοπής λόγο που κυριαρχούσε στα περισσότερα πολιτικοποιημένα έντυπα της εποχής, όπως το εμβληματικό «Ιδεοδρόμιο» του Λεωνίδα Χρηστάκη, με το οποίο είχε μεν κάποια κοινά σημεία αναφοράς αλλά διαφορετική φιλοσοφία.

υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»
Η «Ανοιχτή Πόλη» ήταν αφενός ένα πρωτότυπο, DIY εγχείρημα σε εποχές που αυτό, πρακτικά, απαιτούσε πολλή εφευρετικότητα και μόχθο, με ψαγμένο layout και εικονογράφηση, και αφετέρου ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένη στην αντικουλτούρα και στα κινήματα αμφισβήτησης.
Περιείχε ροκ, ψυχεδέλεια, πανκ, καταστασιακοί, νέα αριστερά, κοινωνική οικολογία, αντιψυχιατρική, πολιτική του σεξ, επιστημονική φαντασία, πυρηνικός τρόμος, κόμικς, αναρχία, φασισμός, διεθνισμός, χάκερ, ευρωπαϊκό, αμερικανικό αλλά και σοβιετικό underground, φεμινισμός –ήταν μάλιστα από τα πρώτα εγχώρια έντυπα που ασχολήθηκαν με το εγκληματικό έθιμο της κλειτοριδεκτομής σε περιοχές της Αφρικής, μεταφράζοντας σχετικό κείμενο γυναίκας γιατρού από την Αιθιοπία.
Και βέβαια, σαμανισμό. Οι αναφορές σε αυτόν γίνονταν ολοένα συχνότερες, όπως επίσης και οι αναφορές στον πολυθεϊσμό και στην αρχαιοελληνική θρησκεία: «Ο σαμανισμός, πρώτα και κύρια, προσφέρει μια πολύ διαφορετική μυθολογία για την προέλευσή μας καθαυτή. Η ιουδαιοχριστιανική μυθολογία δεν είναι απελευθερωτική αλλά εξιλεωτική […] παρουσιάζει τους ανθρώπους να εξορίζονται από τον Παράδεισο και να υποχρεώνονται να αποκτήσουν το δικαίωμα επιστροφής τους μέσα από μετάνοιες, ταπεινώσεις και βάσανα. Η οικολογία, που εμείς ανακαλύψαμε απελπιστικά πρόσφατα, έρχεται απόλυτα φυσικά από μόνη της στον Ινδιάνο και τον Σαμάνο, γιατί ποτέ τους δεν εκδιώχθηκαν από αυτό που τελικά είναι ο παράδεισος». Υπερβολική η διαπίστωση; Αφελής; Σίγουρα πάντως όχι εντελώς αβάσιμη.
Όσο για την «εμμονή» με την αρχαία Ελλάδα, «δεν την είδαμε μέσα από το κέλυφος των προσεγγίσεων που είχαν διαμορφωθεί από τον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα, ούτε μέσα από στείρα παρελθοντολογία ή κάποιο θολό και αόριστο αναστοχασμό, αλλά κυρίως από τη συνειδητή προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του ανθρώπου […] Μέσα, λοιπόν, από τον φυσιοκρατικό παγανισμό των Βορείων, των κυνικών, των στωικών και των επικούρειων επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε τη σχέση τους με τον σύγχρονο ριζοσπαστικό λόγο», εξηγεί ο Μανδηλάς.

Κώστας Μανδηλάς,
«Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”»,
εκδόσεις Στο Περιθώριο
O προσανατολισμός αυτός, που έγινε πολύ πιο αισθητός στις εκδόσεις της «Ανοιχτής Πόλης», ξένισε παλιότερους αναγνώστες, τους πιο πολιτικοποιημένους ειδικά, προσελκύοντας ωστόσο καινούργιους – σε κάθε περίπτωση, το περιοδικό διατήρησε τον ξεχωριστό του χαρακτήρα μέχρι τέλους.
Σε όλο αυτό το διάστημα και με τη συμβολή αξιόλογων συνεργατών, εκτός από τα μαχητικά και ταυτόχρονα οραματικά editorials, η «Ανοιχτή Πόλη» φιλοξένησε δυνατές στήλες καθώς επίσης επιλεγμένα κείμενα, ποιήματα (πρωτότυπα και μεταφράσεις), σχέδια και μεταφρασμένες (κυρίως) συνεντεύξεις «αξιοσημείωτων ανθρώπων» όπως οι: Ουίλιαμ Μπάροουζ, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορι Κόρσο, Άλντους Χάξλεϊ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Μάρσαλ ΜακΛούαν, Σ. Κλέι Γουίλσον, Λεό Φερέ, Ζαν-Ζακ Λεμπέλ, Γκάρι Σνάιντερ, Ίβαν Ίλιτς, Άμπι Χόφμαν, Άλαν Γουότς, Ντέιβιντ Κούπερ, Βίλχελμ Ράιχ, Μάρεϊ Μπούκτσι, Χένρι Ρόλινς, Τζιμ Μόρισον, Γκρέις Σλικ, Τζέλο Μπιάφρα, Psychic TV, Ουμπέρτο Έκο, Λίντια Λαντς, αλλά και Κατερίνα Γώγου, Νώντας Σκιαδάς, Σταύρος Μίχας, Κώστας Αρκουδέας, Ισμήνη Λιόση, Διονύσης Ανδρώνης, Δημήτρης Δημητριάδης, Σώτη Τριανταφύλλου, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ζωρζ Πιλαλί…

«Ο κομματικός ψυχαναγκασμός δεν ήταν συμβατός με τον δικό μας νεανικό ψυχισμό, ούτε μπορούσε να χειραγωγήσει τη νεανική ορμή που ζητούσε ελευθερία και αυτονομία… Η πρώτη υποχρέωση που έχουμε απέναντι στην Ιστορία είναι να την ξαναγράψουμε!» διακήρυττε ο Βλάσσης Ρασσιάς στην προσωπική του ιστοσελίδα, που παραμένει ενεργή, ούσα ταυτόχρονα ένα ψηφιακό αρχείο της «Ανοιχτής Πόλης». Τις αναζητήσεις και τη διαδρομή των ίδιων, του περιοδικού που ίδρυσαν, της υποδοχής που αυτό έτυχε αλλά και τη σχέση του με τα πολιτισμικά και πολιτικά δρώμενα της περιόδου, τα οποία επίσης σκιαγραφούνται, αφηγείται με λυρισμό και απολογιστικό πνεύμα ο συγγραφέας του βιβλίου.
Δίνει, ταυτόχρονα, πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, στέκια, για το πώς στηνόταν και διανεμόταν μια έκδοση, για το πώς μπορούσε κανείς να εντοπίσει πηγές, να συνευρεθεί με ανθρώπους που μοιράζονταν κοινά ενδιαφέροντα και να μοιραστεί μια πληροφορία σε εποχές που οι πρωτόγονοι, ακόμα, οικιακοί υπολογιστές σπάνιζαν και το ίντερνετ βρισκόταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία, τα δε smartphones και τα κοινωνικά δίκτυα ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία.
Αλλά, ω του θαύματος, δεν ήταν τελικά τόσο παράδοξο να κινηθείς, να επικοινωνήσεις, να συνευρεθείς και να δημιουργήσεις χωρίς αυτά: «Οι συζητήσεις στις πρώτες μας συναντήσεις ήταν απέραντες και απολαυστικές, και συνάμα διδακτικές. Η εμπειρία του ενός ήταν η πληροφόρηση του άλλου. Η δυνατότητα του ενός κάλυπτε την αδυναμία του άλλου». Παρατίθενται, επιπλέον, οι πηγές έμπνευσης, οι επιρροές και τα σημεία αναφοράς των συντελεστών της, ενώ στο τέλος υπάρχει παράρτημα με όλα τα εξώφυλλα του περιοδικού σε ιλουστρασιόν χαρτί.
Παρότι μη εμπορική έκδοση, η «Ανοιχτή Πόλη» απέκτησε φανατικό κοινό και κάθε νέο της τεύχος γινόταν ανάρπαστο – «every issue an extra», όπως αναγραφόταν στο εξώφυλλο. Αποτελούσε, άλλωστε, πολύτιμη πηγή πληροφόρησης, καθώς πράγματα τα οποία σήμερα μπορείς να βρεις με ένα απλό «κλικ» απαιτούσαν πολύ χρόνο, πολύ κόπο, γνώσεις και «άκρες», δεδομένου ότι και η σχετική ελληνική βιβλιογραφία ήταν τότε περιορισμένη, ενώ ακόμα και τα ταξίδια στο εξωτερικό δεν ήταν προσιτά σε όλους.

υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»
Κι αυτό με τη δέουσα σοβαρότητα αφενός, με μπόλικο ανατρεπτικό χιούμορ αφετέρου, που «δεν γινόταν πάντα εύκολα αντιληπτό»: «Γάμα τις καλόγριες, ω γέρο γίππι», «Είμαστε νεαροί και μάγοι», «Πετάξτε μας από την πόρτα και θα μπούμε από το παράθυρο», ήταν μερικά από τα σλόγκαν, το πνεύμα των οποίων ξεχώριζε από τα συνηθισμένα τότε στον ελευθεριακό χώρο. Υπήρξαν μάλιστα, διαβάζω, τουλάχιστον δύο προσπάθειες εξαγοράς του τίτλου, ωστόσο οι εκδότες της απέρριψαν τις προτάσεις.
Μέσα από το εγχείρημα αυτό, εκδόθηκαν επίσης δεκάδες βιβλία «για ελεύθερες ψυχές», όπως έγραφε ο Βλάσσης Ρασσιάς. Αρκετά από αυτά τα υπογράφει ο ίδιος («Υπέρ της των Ελλήνων νόσου», «Εορτές και ιεροπραξίες των Ελλήνων», «Θεοίς συζήν: Εισαγωγή στον στωικισμό» κ.ά.) και εστιάζουν στη διαπάλη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας με τον ιουδαιοχριστιανισμό, στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία και μυθολογία, στον ευρωπαϊκό πολυθεϊσμό και στον μυστικισμό. Συναντάμε, ακόμα, βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων με ανάλογη θεματολογία. Ανάμεσά τους τα Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων και Ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός του Κώστα Μανδηλά, Η ποίηση του James Douglas Morrison του Θεοδόση Μίχου, Η ηθική αντίληψη της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα του Edward A. Lippman, Περί Θεών και κόσμου του Σαλλούστιου και το εξαντλημένο Θεοί και ήρωες στην Ιλιάδα της Ουρανίας Τουτουντζή.

«Γνωρίσαμε καταστάσεις από όμορφες μέχρι τραγικές και ανθρώπους από υπέροχους μέχρι χοντρομαλάκες. Μας αγαπήσανε, μας μισήσανε, μας σνομπάρανε, μας γράψανε στα παλιά τους τα παπούτσια αλλά και θυσιάστηκαν για μας. Ακούσαμε να μας κοσμούν με τα πιο απίθανα ονόματα, χαρακτηρισμούς και ετικέτες: φρικιά, εγωκεντρικοί, ρομαντικοί, κολλημένοι, μετασιτουασιονιστές, ειδωλολάτρες, ροκάδες, φιλόσοφοι του κώλου, πλαγιαριστές, ψυχοπαθείς, χίπηδες, γίππηδες, μάγοι, προγονόπληκτοι, εξτρεμιστές της πολυθρόνας, ελιτιστές, πασιφιστές, αιρετικοί οικολόγοι, μπουκτσικοί, μανιχαϊστές, πορνογράφοι, εωσφοριστές, χάκερ, ψώνια, αναρχικοί, μεταμοντέρνοι άθεοι, γεροπάνκηδες, παρανοημένοι, σεξιστές, πιονέροι του αντεργκράουντ, μυστικιστές, ιδιόρρυθμοι εθνικιστές, αιθεροβάμονες και πολλά άλλα», γράφει ο Κώστας Μανδηλάς που δεν φαίνεται να έχει μετανιώσει για τίποτα.
Αντίθετα, περηφανεύεται για όλη αυτήν τη δεκατριάχρονη διαδρομή των ανθρώπων της «Ανοιχτής Πόλης»: «Μπορεί σε εκείνο το ταξίδι να μη βρήκαμε τα περάσματα που ψάχναμε, αλλά τουλάχιστον χαρήκαμε τις περιπέτειες του εγχειρήματος […] Η “Ανοιχτή Πόλη”, που έκλεισε οριστικά το 1993 έχοντας καταθέσει 33 τεύχη, δεν έκλεισε γιατί υπήρχαν διαφωνίες, αλλά γιατί απλώς είχε κάνει τον κύκλο της. Οι εποχές είχαν αλλάξει και μαζί είχαμε αλλάξει κι εμείς […] Μια ζορισμένη συνέχεια του περιοδικού θα αναιρούσε ίσως την ταυτότητά του. Το έντυπο αντιθέαμα που πρόσφερε κινδύνευε να ξεπέσει σε θέαμα. Έτσι, ο καθένας πήρε ό,τι πήρε και τράβηξε το δικό του ταξίδι, “για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ”».