ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο προηγούμενος δίσκος του Παύλου (και πολύ συνειδητοποιημένα αναφέρομαι σε αυτόν ως «Παύλο» και όχι ως «Παυλίδη», ακριβώς γιατί όσοι και όσες τον ακούμε τόσα χρόνια τον νιώθουμε δικό μας άνθρωπο) ξένισε ίσως κάποιους, καθώς χαρακτηρίστηκε ως «μινιμαλιστικός» και «εσωστρεφής». Το γεγονός αυτό μου φάνηκε καθ’ όλα παράδοξο, καθώς έτσι μπορούν να χαρακτηριστούν όλες ανεξαιρέτως οι δουλειές του Παύλου. Και αυτό γιατί ακόμα και οι πιο ηλεκτρικές στιγμές του διαθέτουν αυτή την ήρεμη εσωτερικότητα και την λιτή εικονοπλασία, ανεξάρτητα από το πόσο λεπτοδουλεμένες είναι οι μελωδίες τους και από το πόσο πολύς δυναμισμός χαρακτηρίζει το παίξιμο των B-Movies.
Ένα μόλις χρόνο λοιπόν μετά το «Στον Διπλανό Ουρανό», ο Παύλος μας χαρίζει έναν καινούριο δίσκο, ομολογουμένως πιο αβίαστο, εξωστρεφή, ματζόρε και «ανεβαστικό», κάτι που προοικονομείται εξάλλου και από τα έντονα χρώματα στο artwork. Στο τελευταίο έχει συμβάλει και ο ζωγράφος Στέφανος Ρόκος, όπως και στο «Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει» του 2010. Περιέχει τραγούδια που ηχογραφήθηκαν κατά το ίδιο διάστημα με αυτά που αποτέλεσαν την τελευταία δουλειά του, ο ίδιος όμως προτίμησε να τα κυκλοφορήσει φέτος σαν μια ενιαία δουλειά για λόγους ενότητας ως προς το ύφος και τον ήχο τους.
Σε αυτόν το δίσκο, ο Παύλος κάνει για μια ακόμα φορά αυτό που ξέρει να κάνει πάρα πολύ καλά με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο. Και αυτό δεν είναι άλλο από το να μοιράζει απλόχερα τόνους συναισθημάτων στην μικρή χρονική διάρκεια ενός τραγουδιού, πάντα συνεπικουρούμενος από τις εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και τη δεξιοτεχνία στο παίξιμο των B-Movies.
Και στον δίσκο αυτό, ο Παύλος δημιουργεί τον ήχο της άνοιξης. Η τελευταία αποτελεί το κατ’ εξοχήν σύμβολο της αναγέννησης της φύσης – και κατ’ επέκταση, της ζωής – μέσα από αιώνια σταθερές διεργασίες. Τα δέντρα ανθίζουν, ο ήλιος λάμπει χωρίς να τυφλώνει, τα λουλούδια μοσχοβολάνε, οι νύχτες γίνονται πιο γλυκές - μα όλα αυτά δεν γίνονται ποτέ πανομοιότυπα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο λοιπόν ο Παύλος χρησιμοποιεί τα δικά του σταθερά μοτίβα και τους προσωπικούς του άξονες αναφοράς για να δημιουργήσει έναν κόσμο οικείο, σε καμία περίπτωση όμως επαναλαμβανόμενο.
Άδειοι σταθμοί όπου το επόμενο τρένο πάει στο τέλος του κόσμου, διακριτικές μπασογραμμές, λόγια που ανατινάζονται όπως άλλοτε το φως της Κυριακής τα μεσημέρια, φωτεινές ποπ μελωδίες σε ορισμένα σημεία και ευαίσθητες κλειστοφοβικές μουσικές σε κάποια άλλα, η Θεσσαλονίκη με τους πύργους, το λιμάνι και την παραλία της, η φρίκη και η αγωνία στις ακτές του παραδείσου (των νησιών όπου φτάνουν κάθε μέρα τυραννισμένοι άνθρωποι ή της Χαλκιδικής όπου το χρυσάφι γίνεται δηλητήριο;), αιθέρια και ταξιδιάρικη ατμόσφαιρα ακόμα και χωρίς στίχους στο φινάλε του δίσκου, πουλιά, ποτάμια και αστέρια, ηλεκτρικές κιθάρες σε πρώτο πλάνο και μια κοπέλα που βγαίνει ξανά στον ίδιο δρόμο και, αντί να κοιτάξει να τον αστυνόμο που κοιτάζει τα παιδιά, βλέπει έναν κήπο με κάτι άγνωστα λουλούδια. Όλα είναι εδώ για άλλη μια φορά, χωρίς ποτέ να είναι ίδια. Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης άλλωστε.
Σε τελική ανάλυση, θα έλεγα ότι και σε αυτόν το δίσκο, ο Παύλος κάνει για μια ακόμα φορά αυτό που ξέρει να κάνει πάρα πολύ καλά με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο. Και αυτό δεν είναι άλλο από το να μοιράζει απλόχερα τόνους συναισθημάτων στην μικρή χρονική διάρκεια ενός τραγουδιού, πάντα συνεπικουρούμενος από τις εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και τη δεξιοτεχνία στο παίξιμο των B-Movies. Τόσο απλά και τόσο πηγαία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μια πυρκαγιά ανάβει, καίει και μαίνεται μέσα σε ένα σπιρτόκουτο.
Info:
To Μια πυρκαγιά σ' ένα σπιρτόκουτο κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Inner Ear
Η Μαριάννα Βασιλείου γράφει για μουσική στο www.mic.gr
σχόλια