ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ του τιμητικού Όσκαρ για την καριέρα του κατά τεκμήριο μεγαλύτερου σταρ των καιρών μας, ο Τομ Κρουζ έδωσε εμφατικά τις ευλογίες του και παρακίνησε το κοινό να δει τον Μπραντ Πιτ στο «F1, Η Ταινία». Τόνισε μάλιστα, πως ο καλός του φίλος οδηγεί στ’ αλήθεια καταπληκτικά. Το ξέρει γιατί τρέχανε go carts μαζί, στο περιθώριο των γυρισμάτων τους στην ταινία «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα», στα γκαζωμένα 90ς, τότε που οι «Μέρες Κεραυνού» προσπάθησαν, αλλά κόλλησαν, όπως άλλωστε και οι περισσότερες supercar περιπέτειες, με μοναδική εξαίρεση το «Ford vs Ferrari».
Ο σκηνοθέτης του «Top Gun» και του «F1» είναι ο Τζόζεφ Κοζίνσκι και δεν είναι τυχαίο που η υπόθεση του εντυπωσιακού μελοδράματος, η επιστροφή του ασώτου, πάλαι ποτέ αστέρα της Φόρμουλα 1 στο προσκήνιο, δίπλα σε έναν νεαρό, ανερχόμενο, πολύ ανταγωνιστικό και αναμενόμενα φιλόδοξο οδηγό, θυμίζει το «Maverick» με μια γερή δόση από την ταινία κινουμένων σχεδίων «Cars» στην εξίσωση. Ο Κοζίνσκι φορτίζει τις κούρσες με τρομερή ενέργεια, γκαζώνει από το δοκιμαστικό γύρο και βάζει τον θεατή κανονικά στη θέση του οδηγού. Εμείς το είδαμε σε IMAX, κάτι που πολλαπλασιάζει σημαντικά την οπτικοακουστική απόλαυση.
Μπορεί ο Χέϊζ του Πιτ να μην έχει να φάει, αλλά δεν παρεκκλίνει από το coolness που κληρονόμησε από τον Πολ Νιούμαν και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, εκείνη τη δηλωτική δύναμη της πόζας μπροστά στο φακό, για λίγα, ατελείωτα δευτερόλεπτα, ικανά να χωρίσουν τον σταρ από τους υπόλοιπους
Δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για το σενάριο. Η ανάπτυξη της πλοκής μοιάζει με αγγαρεία που απλώνεται επαγγελματικά και αναπτύσσεται με σιλουέτες ανθρώπων, παρά με αληθινούς χαρακτήρες. Ο Μπραντ Πίτ λέγεται Σόνι Χέϊζ, που στα αγγλικά ακούγεται σαν λογοπαίγνιο με τις λέξεις sunny / haze, σπόντα στο αμφίσημο θυμικό του θρύλου των Γκραν Πρι που τραυματίστηκε σοβαρότατα 30 χρόνια πριν κι έκτοτε έβγαζε τα προς το ζην ως ταξιτζής στη Νέα Υόρκη και κυρίως τζογάροντας, πριν επιστρέψει σε περιστασιακές κούρσες εκτός επίσημου προγράμματος και λίγκας, έτσι, για να διασκεδάσει και λίγο τους πιτσιρικάδες με τις ρισκέ τακτικές του.
Φίλος από τα παλιά και συνοδηγός στα νιάτα του, ο Ρούμπεν (Χαβιέρ Μπαρδέμ) είναι πλέον ιδιοκτήτης μιας νεοσύστατης ομάδας, όπου κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του νεφελώδους αφεντικού Μπάνινγκ (Τομπάϊας Μένζις) τον προσκαλεί να ηγηθεί ενός φιλόδοξου ντεμπούτου, πλάϊ στον ικανό, νεαρό Τζόσουα Πιρς (Ντάμσον Ίντρις). Το δίδυμο σκοντάφτει με το καλημέρα, εξαιτίας της διαφορετικπής δυναμικής και της καχυποψίας για τον Σόνι και το παρελθόν του. Κάποιος τον αποκαλεί λεχρίτη και όσο κι αν το παρουσιαστικό του δεν παραπέμπει σε μαράζι και αυτολύπηση, δεν παύει να μένει σε βανάκι και να θεωρείται από τους τιμωρητικούς κύκλους του αθλήματος, ένας ξοφλημένος που παίζει τα ρέστα του χωρίς προοπτική για μια σοβαρή δεύτερη ευκαιρία.
Μεγάλη κουβέντα: ακόμη και στα χειρότερά του, ο Πιτ (που πρέπει να διασκέδασε πολύ με τη συνεχή αναφορά στα pits των σέρβις κατά τη διάρκεια των γύρων), ο Αμερικανός ηθοποιός δεν διασταυρώθηκε με ρημαγμένο ρόλο (στους «12 Πιθήκους» ακροπατούσε στην τρέλα, εναρμονισμένος με τον υψηλό παραλογισμό του Γκίλιαμ), είτε επειδή δεν έτυχε στο δρόμο του, ή γιατί φρόντισε να τον προσπεράσει για κάποιον με χάρη, ομορφιά και τραχιά, πάντα φωτογενή απειλή, και στο πιο ακραίο σενάριο, γελοία πλάκα, όπως στο «Burn after Reading», και τις σύντομες εμφανίσεις του στο «Deadpool 2» και το ατυχές «Lost City».
Αντίθετα με τον πάντα τεταμένο, σπανιότατα ψύχραιμο Κρουζ, είτε χορεύει φαλακρός ή ελαφρά ενδεδυμένος, είτε σπριντάρει για να αποσοβήσει άλλη μια επικείμενη καταστροφή, κατοικώντας μόνιμα στη δική του αποστολή, καμιά προθανάτια αγωνία δεν λύγισε τα ακατάβλητα ζυγωματικά του Πιτ. Γεννήθηκε αυτό που οι Αμερικανοί λένε «dreamboat», μια αρσενική ρομαντική ουτοπία συνοδευμένη από ελαφρύ αναστεναγμό.
Παραμένει άσκιαχτος ακόμη και στις ατέλειες των χαρακτήρων που ενσαρκώνει, συχνά δείχνει έκπληκτος στην αυθάδεια και παίρνει λίγο τον χρόνο για να απαντήσει κατάλληλα (εδώ βάζει τον «κόκορα» Πιρς στη θέση του όσες φορές χρειαστεί) και διαθέτει διδακτορικό στην τέχνη της αβίαστης σαγήνης, έχοντας μια φυσική αλλεργία στις κοπιώδεις απόπειρες εκβιασμού της συμπάθειας. Μπορεί ο Χέϊζ του Πιτ να μην έχει να φάει, αλλά δεν παρεκκλίνει από το coolness που κληρονόμησε από τον Πολ Νιούμαν και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, εκείνη τη δηλωτική δύναμη της πόζας μπροστά στο φακό, για λίγα, ατελείωτα δευτερόλεπτα, ικανά να χωρίσουν τον σταρ από τους υπόλοιπους.
Η έννοια του star, τα έχουμε ξανασημειώσει, μπορεί να είναι αμφισβητούμενη, αυθαίρετη και ως ένα βαθμό σόλοικη, αλλά το σινεμά έχει έναν τρόπο να την καλλιεργεί, ίσως και να την υποθάλπει σα να πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα με θύμα τον έκθαμβο θεατή, υπηρετώντας την παρακαταθήκη του υπεραιωνόβιου μύθου του. Ο Τιμοτέ Σαλαμέ και ο Τζέϊκομπ Ελόρντι καραδοκούν, αλλά ο χρόνος θα δείξει.
Μετά τον Τιτανικό, ο μοναδικός μνηστήρας του τίτλου που τα δυο σέξι βαμπίρ του Νιλ Τζόρνταν αγκαζάρισαν χωρίς διάθεση να αποβάλλουν, αποφάσισε πως δεν ενδιαφέρεται. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο απώλεσε με ηθελημένη μεθοδικότητα τα στοιχεία που συνιστούν το stardom, επιλέγοντας ιδιωτικότητα ειρωνικά αντίστοιχη με τον ρόλο του στο Celebrity και μια αλά Ντε Νίρο δυσθυμία να χτίσει μια φήμη διαφορετική από εκείνη του ταπεινού ηθοποιού που αφιερώνεται αποκλειστικά στο όραμα του σκηνοθέτη του. Η περίπτωση του Πιτ, όπως, φευ, και της Αντζελίνα Τζολί, είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την εμφάνισή του: του προσώπου του φυγείν αδύνατον, αλλά είναι και το απαράλλαχτο σώμα του που ενισχύει μια τελειότητα βγαλμένη από χρυσές χολιγουντιανές εποχές. Από τη φανέλα που έβγαλε ο κασκαντέρ Ρικ στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», ως την άψογα χορογραφημένη απόπειρά του να φτιάξει την κεραία, μέχρι τη γυμνασμένη φιγούρα που επιδεικνύει ο Σόνι, παρά τις κακουχίες, την κακή ζωή και τον παρά τρίχα θανάσιμο τραυματισμό του, ο Πιτ πλησιάζει τα 62 σαν καθαρόαιμο άλογο που αισθάνεται πως δεν χρειάζεται να ιδρώσει, ούτε βέβαια να κάνει τα χατίρια στους επίδοξους αναβάτες του. Πάντα καλοντυμένος, τους κάνει να αναρωτιούνται πώς θα τον θολώσουν, και τους σνομπάρει σαν άτακτος έφηβος.
Όταν ρώτησα τον Ζαν Ντυζαρντέν σε ποιόν από τους συνυποψήφιούς του θα έδινε το Όσκαρ, τη χρονιά που το κέρδισε για το «Artist», χωρίς δεύτερη σκέψη πρότεινε τον Πιτ στο «Moneyball», «γιατί είχε στο βλέμμα του την επόμενη σκηνή, χωρίς να χρειαστεί να αθρώσει λόγο, ή να χειρονομήσει».
Ως πρωταγωνιστής του F1 ξεκινά θεωρητικά ως outsider, ένας παίχτης με προθεσμία και υπό αίρεση, αν και ο Πιτ υπονοεί, με παύσεις, λακωνικές απαντήσεις ή απλά το λοξό χαμόγελο που γνωρίζουμε καλά, κι ένα μυστήριο που αφήνει να πλανάται για την επόμενη κίνηση, πως θα διαδραματίσει σοβαρότερο ρόλο από αυτόν που όλοι, πλην του Ρούμπεν, υπολογίζουν οτι θα έχει. Στο τέλος εξηγεί το μάντρα του, αλλά οι θεατές το ξέρουν, γιατί τον Πιτ έχουν έρθει να θαυμάσουν.
Ακριβώς για όλο το αυτονόητο της υπόθεσης πασχίζει να δικαιολογήσει την πλοκή της η ταινία που συνέγραψαν ο Κοζίνσκι με τον Έρεν Κρούγκερ. Όσο κι αν ο Πιρς αργεί να καταλάβει το κλασικό «η ισχύς εν τη ενώσει», ο Ρούμπεν του φιλότιμου Μπαρδέμ με τις πιο μπανάλ ατάκες, τον κοιτάζει στα μάτια για να αποτρέψει το μοιραίο, και η Κέρι Κόντον («Τα Πνεύματα του Ινισέριν»), τεχνική διευθύντρια της εταιρείας Apex, μπαίνει σφήνα στο ανδροκρατούμενο κινητήριο σύμπαν για να αμβλύνει την τεστοστερόνη με ένα, δύσκολο να το πιστέψεις, φλερτ.
Εκεί που η ταινία, απόλυτα και επίσημα συνδεδεμένη με το brand της Formula 1 (ο Λιούις Χάμιλτον είναι παραγωγός, ο Φερστάπεν ο επικίνδυνος είναι ο αγαπημένος του Σόνι προφανώς επειδή μοιάζουν, και η Φεράρι πείσθηκε πως η Mercedes δεν θα μονοπωλήσει το focus), λειτουργεί θριαμβευτικά και αποζημιώνει για την υπεραπλουστευμένη ελαστικότητα των χαρακτήρων που την εκφράζουν, είναι στην ίδια την πίστα, προσπερνώντας εύκολα στις στροφές το προβλέψιμο δράμα. Το διακύβευμα μεγεθύνεται από την κλιμάκωση της δράσης, που μιλά από μόνη της, ειδικά στις κλειστές στροφές και τις στενές επαφές.
Ο Μπραντ Πιτ, σε έναν μεγαλειώδη αναχρονισμό σε σύγκριση με τους ζορισμένους άνδρες του σύγχρονου κινηματογράφου, παίζει την ψυχούλα που όλοι φανταζόμαστε στο F1, ένας (καθόλου σκοτεινός) ιππότης της ασφάλτου, ριψοκίνδυνος για το fun της ιστορίας, σε πλήρη έλεγχο της κατάστασης, όπως ο φίλος του ο Κρουζ, πιστός στο σχεδόν ερωτικό του ραντεβού με τον φακό. Με το αναλλοίωτο look και τα χαρακτηριστικά του άθικτα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κρεμαστεί από διθέσιο αεροπλάνο για να αποδείξει την υπεροχή του.