Στο «F1», o Μπραντ Πιτ θυμίζει τους σταρ μιας άλλης εποχής

Στο «F1», o Μπραντ Πιτ θυμίζει τους σταρ μιας άλλης εποχής Facebook Twitter
Ο Πιτ παραμένει άσκιαχτος ακόμη και στις ατέλειες των χαρακτήρων που ενσαρκώνει.
0

ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ του τιμητικού Όσκαρ για την καριέρα του κατά τεκμήριο μεγαλύτερου σταρ των καιρών μας, ο Τομ Κρουζ έδωσε εμφατικά τις ευλογίες του και παρακίνησε το κοινό να δει τον Μπραντ Πιτ στο «F1, Η Ταινία». Τόνισε, μάλιστα, πως ο καλός του φίλος οδηγεί στ’ αλήθεια καταπληκτικά. Το ξέρει γιατί τρέχανε go carts μαζί, στο περιθώριο των γυρισμάτων της ταινίας «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα», στα γκαζωμένα ’90s, τότε που οι «Μέρες Κεραυνού» προσπάθησαν αλλά κόλλησαν, όπως άλλωστε και οι περισσότερες supercar περιπέτειες, με μοναδική εξαίρεση το «Ford vs Ferrari».

Ο σκηνοθέτης του «Top Gun» και του «F1» είναι ο Τζόζεφ Κοζίνσκι και δεν είναι τυχαίο που η υπόθεση του εντυπωσιακού μελοδράματος, η επιστροφή του ασώτου, πάλαι ποτέ αστέρα της Φόρμουλα 1 στο προσκήνιο, δίπλα σε έναν νεαρό, ανερχόμενο, πολύ ανταγωνιστικό και αναμενόμενα φιλόδοξο οδηγό, θυμίζει το «Maverick», με μια γερή δόση από την ταινία κινουμένων σχεδίων «Cars» στην εξίσωση. Ο Κοζίνσκι φορτίζει τις κούρσες με τρομερή ενέργεια, γκαζώνει από τον δοκιμαστικό γύρο και βάζει τον θεατή κανονικά στη θέση του οδηγού. Εμείς το είδαμε σε IMAX, κάτι που πολλαπλασιάζει σημαντικά την οπτικοακουστική απόλαυση.

Μπορεί ο Χέιζ του Πιτ να μην έχει να φάει, αλλά δεν παρεκκλίνει από το coolness που κληρονόμησε από τον Πολ Νιούμαν και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, εκείνη τη δηλωτική δύναμη της πόζας μπροστά στον φακό, για λίγα, ατελείωτα δευτερόλεπτα, ικανά να χωρίσουν τον σταρ από τους υπόλοιπους.

Δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για το σενάριο. Η ανάπτυξη της πλοκής μοιάζει με αγγαρεία που απλώνεται επαγγελματικά και αναπτύσσεται με σιλουέτες ανθρώπων, παρά με αληθινούς χαρακτήρες. Ο Μπραντ Πιτ λέγεται Σόνι Χέιζ, που στα αγγλικά ακούγεται σαν λογοπαίγνιο με τις λέξεις sunny / haze, σπόντα στο αμφίσημο θυμικό του θρύλου των Γκραν Πρι που τραυματίστηκε σοβαρότατα 30 χρόνια πριν κι έκτοτε έβγαζε τα προς το ζην ως ταξιτζής στη Νέα Υόρκη και κυρίως τζογάροντας, πριν επιστρέψει σε περιστασιακές κούρσες εκτός επίσημου προγράμματος και λίγκας, έτσι, για να διασκεδάσει και λίγο τους πιτσιρικάδες με τις ρισκέ τακτικές του.

Φίλος από τα παλιά και συνοδηγός στα νιάτα του, ο Ρούμπεν (Χαβιέρ Μπαρδέμ) είναι πλέον ιδιοκτήτης μιας νεοσύστατης ομάδας, όπου κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του νεφελώδους αφεντικού Μπάνινγκ (Τομπάιας Μένζις) τον προσκαλεί να ηγηθεί ενός φιλόδοξου ντεμπούτου, πλάι στον ικανό, νεαρό Τζόσουα Πιρς (Ντάμσον Ίντρις). Το δίδυμο σκοντάφτει με το καλημέρα, εξαιτίας της διαφορετικής δυναμικής και της καχυποψίας για τον Σόνι και το παρελθόν του. Κάποιος τον αποκαλεί λεχρίτη και όσο κι αν το παρουσιαστικό του δεν παραπέμπει σε μαράζι και αυτολύπηση, δεν παύει να μένει σε βανάκι και να θεωρείται από τους τιμωρητικούς κύκλους του αθλήματος ένας ξοφλημένος που παίζει τα ρέστα του χωρίς προοπτική για μια σοβαρή δεύτερη ευκαιρία.

Μεγάλη κουβέντα: ακόμη και στα χειρότερά του, ο Πιτ (που πρέπει να διασκέδασε πολύ με τη συνεχή αναφορά στα pits των σέρβις κατά τη διάρκεια των γύρων), δεν διασταυρώθηκε με ρημαγμένο ρόλο (στους «12 Πιθήκους» ακροπατούσε στην τρέλα, εναρμονισμένος με τον υψηλό παραλογισμό του Γκίλιαμ), είτε επειδή δεν έτυχε στον δρόμο του, είτε γιατί φρόντισε να τον προσπεράσει για κάποιον με χάρη, ομορφιά και τραχιά, πάντα φωτογενή απειλή και, στο πιο ακραίο σενάριο, γελοία πλάκα, όπως στο «Burn after Reading» και στις σύντομες εμφανίσεις του στο «Deadpool 2» και το ατυχές «Lost City».

Αντίθετα με τον πάντα τεταμένο, σπανιότατα ψύχραιμο Κρουζ, είτε χορεύει φαλακρός ή ελαφρά ενδεδυμένος, είτε σπριντάρει για να αποσοβήσει άλλη μια επικείμενη καταστροφή, κατοικώντας μόνιμα στη δική του αποστολή, καμιά προθανάτια αγωνία δεν λύγισε τα ακατάβλητα ζυγωματικά του Πιτ. Γεννήθηκε αυτό που οι Αμερικανοί λένε «dreamboat», μια αρσενική ρομαντική ουτοπία συνοδευμένη από ελαφρύ αναστεναγμό.

Παραμένει άσκιαχτος ακόμη και στις ατέλειες των χαρακτήρων που ενσαρκώνει, συχνά δείχνει έκπληκτος στην αυθάδεια, παίρνει λίγο τον χρόνο του για να απαντήσει κατάλληλα (εδώ βάζει τον «κόκορα» Πιρς στη θέση του όσες φορές χρειαστεί) και διαθέτει διδακτορικό στην τέχνη της αβίαστης σαγήνης, έχοντας μια φυσική αλλεργία στις κοπιώδεις απόπειρες εκβιασμού της συμπάθειας. Μπορεί ο Χέιζ του Πιτ να μην έχει να φάει, αλλά δεν παρεκκλίνει από το coolness που κληρονόμησε από τον Πολ Νιούμαν και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, εκείνη τη δηλωτική δύναμη της πόζας μπροστά στον φακό, για λίγα, ατελείωτα δευτερόλεπτα, ικανά να χωρίσουν τον σταρ από τους υπόλοιπους.

Η έννοια του σταρ, τα έχουμε ξανασημειώσει, μπορεί να είναι αμφισβητούμενη, αυθαίρετη και ως έναν βαθμό σόλοικη, αλλά το σινεμά έχει έναν τρόπο να την καλλιεργεί, ίσως και να την υποθάλπει σαν να πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα με θύμα τον έκθαμβο θεατή, υπηρετώντας την παρακαταθήκη του υπεραιωνόβιου μύθου του. Ο Τιμοτέ Σαλαμέ και ο Τζέικομπ Ελόρντι καραδοκούν, αλλά ο χρόνος θα δείξει.

Μετά τον «Τιτανικό», ο μοναδικός μνηστήρας του τίτλου που τα δυο σέξι βαμπίρ του Νιλ Τζόρνταν αγκαζάρισαν χωρίς διάθεση να αποβάλουν αποφάσισε πως δεν ενδιαφέρεται. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο απώλεσε με ηθελημένη μεθοδικότητα τα στοιχεία που συνιστούν το stardom, επιλέγοντας ιδιωτικότητα ειρωνικά αντίστοιχη με τον ρόλο του στο «Celebrity» και μια αλά Ντε Νίρο δυσθυμία να χτίσει μια φήμη διαφορετική από εκείνη του ταπεινού ηθοποιού που αφιερώνεται αποκλειστικά στο όραμα του σκηνοθέτη του. Η περίπτωση του Πιτ, όπως, φευ, και της Αντζελίνα Τζολί, είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την εμφάνισή του: του προσώπου του φυγείν αδύνατον, αλλά είναι και το απαράλλαχτο σώμα του που ενισχύει μια τελειότητα βγαλμένη από χρυσές χολιγουντιανές εποχές. Από τη φανέλα που έβγαλε ο κασκαντέρ Ρικ στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», ως την άψογα χορογραφημένη απόπειρά του να φτιάξει την κεραία, μέχρι τη γυμνασμένη φιγούρα που επιδεικνύει ο Σόνι, παρά τις κακουχίες, την κακή ζωή και τον παρά τρίχα θανάσιμο τραυματισμό του, ο Πιτ πλησιάζει τα 62 σαν καθαρόαιμο άλογο που αισθάνεται πως δεν χρειάζεται να ιδρώσει, ούτε βέβαια να κάνει τα χατίρια στους επίδοξους αναβάτες του. Πάντα καλοντυμένος, τους κάνει να αναρωτιούνται πώς θα τον θολώσουν και τους σνομπάρει σαν άτακτος έφηβος.

Όταν ρώτησα τον Ζαν Ντιζαρντέν σε ποιον από τους συνυποψήφιούς του θα έδινε το Όσκαρ, τη χρονιά που το κέρδισε για το «Artist», χωρίς δεύτερη σκέψη πρότεινε τον Πιτ στο «Moneyball», «γιατί είχε στο βλέμμα του την επόμενη σκηνή, χωρίς να χρειαστεί να αρθρώσει λόγο ή να χειρονομήσει».

Ως πρωταγωνιστής του «F1» ξεκινά θεωρητικά ως outsider, ένας παίχτης με προθεσμία και υπό αίρεση, αν και ο Πιτ υπονοεί, με παύσεις, λακωνικές απαντήσεις ή απλά το λοξό χαμόγελο που γνωρίζουμε καλά, κι ένα μυστήριο που αφήνει να πλανάται για την επόμενη κίνηση, πως θα διαδραματίσει σοβαρότερο ρόλο από αυτόν που όλοι, πλην του Ρούμπεν, υπολογίζουν ότι θα έχει. Στο τέλος εξηγεί το μάντρα του, αλλά οι θεατές το ξέρουν, γιατί τον Πιτ έχουν έρθει να θαυμάσουν.

Ακριβώς για όλο το αυτονόητο της υπόθεσης πασχίζει να δικαιολογήσει την πλοκή της η ταινία που συνέγραψαν ο Κοζίνσκι με τον Έρεν Κρούγκερ. Όσο κι αν ο Πιρς αργεί να καταλάβει το κλασικό «η ισχύς εν τη ενώσει», ο Ρούμπεν του φιλότιμου Μπαρδέμ με τις πιο μπανάλ ατάκες τον κοιτάζει στα μάτια για να αποτρέψει το μοιραίο, και η Κέρι Κόντον («Τα Πνεύματα του Ινισέριν»), τεχνική διευθύντρια της εταιρείας Apex, μπαίνει σφήνα στο ανδροκρατούμενο κινητήριο σύμπαν για να αμβλύνει την τεστοστερόνη με ένα, δύσκολο να το πιστέψεις, φλερτ.

Εκεί που η ταινία, απόλυτα και επίσημα συνδεδεμένη με το brand της Formula 1 (ο Λιούις Χάμιλτον είναι παραγωγός, ο Φερστάπεν ο επικίνδυνος είναι ο αγαπημένος του Σόνι προφανώς επειδή μοιάζουν, και η Φεράρι πείσθηκε πως η Mercedes δεν θα μονοπωλήσει το focus), λειτουργεί θριαμβευτικά και αποζημιώνει για την υπεραπλουστευμένη ελαστικότητα των χαρακτήρων που την εκφράζουν, είναι στην ίδια την πίστα, προσπερνώντας εύκολα στις στροφές το προβλέψιμο δράμα. Το διακύβευμα μεγεθύνεται από την κλιμάκωση της δράσης, που μιλά από μόνη της, ειδικά στις κλειστές στροφές και τις στενές επαφές.

Ο Μπραντ Πιτ, σε έναν μεγαλειώδη αναχρονισμό σε σύγκριση με τους ζορισμένους άνδρες του σύγχρονου κινηματογράφου, παίζει την ψυχούλα που όλοι φανταζόμαστε στο «F1», έναν (καθόλου σκοτεινό) ιππότη της ασφάλτου, ριψοκίνδυνο για το fun της ιστορίας, σε πλήρη έλεγχο της κατάστασης, όπως ο φίλος του ο Κρουζ, πιστό στο σχεδόν ερωτικό του ραντεβού με τον φακό. Με το αναλλοίωτο look και τα χαρακτηριστικά του άθικτα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κρεμαστεί από διθέσιο αεροπλάνο για να αποδείξει την υπεροχή του.

Οθόνες
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

6 αποκαλυπτικά ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τον κόσμο που ζούμε τώρα

Οθόνες / 6 αποκαλυπτικά ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τον κόσμο που ζούμε τώρα

Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου πρόβαλε φέτος ταινίες πολιτικά φορτισμένες που οραματίζονται ένα μέλλον χωρίς σύνορα. Έξι από αυτές έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση χάρη στην αισθητική και την προβληματική τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βίκι Κριπς στη LIFO: «Καθένας επιλέγει το δικό του δηλητήριο»

Οθόνες / Βίκι Κριπς: «Καθένας επιλέγει το δικό του δηλητήριο»

Η ηθοποιός που στάθηκε σαν ίση προς ίσο απέναντι σε ολόκληρο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις μιλάει στη LiFO σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης με αφορμή την κυκλοφορία του «Hot Milk», που συμπεριλαμβάνει γυρίσματα στη χώρα μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο ξεχασμένος απαγωγέας Τόνι Κυρίτσης, που ενέπνευσε τον Γκας Βαν Σαντ για το Dead Man's Wire

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Dead Man’s Wire»: Η χλιαρή επιστροφή του Γκας βαν Σαντ

Μετά από πέντε χρόνια ο Αμερικανός σκηνοθέτης επανέρχεται με την ξεχασμένη ιστορία ενός απαγωγέα, κάνοντας μια βιογραφία με νόημα, που όμως δεν προσθέτει κάτι στη φιλμογραφία του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
To αριστουργηματικό Ran του Κουροσάβα και 8 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Οθόνες / To αριστουργηματικό Ran του Κουροσάβα και 8 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, η επιστροφή του Ντάρεν Αρονόφσκι, η καλύτερη ταινία του Κουροσάβα σε επανέκδοση και το τέταρτο μέρος της σειράς ταινιών θρίλερ «Το Κάλεσμα» – Τι παίζει από σήμερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
THE LIFO TEAM
«Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ζωντανεύει στη Βενετία

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ζωντανεύει στη Βενετία

Έκκληση από τους συντελεστές της ταινίας της Κάουτερ Μπεν Χάνια να σταματήσουν επιτέλους οι δολοφονίες παιδιών στη Γάζα, με αφορμή το σπαρακτικό τηλεφώνημα της 6χρονης Παλαιστίνιας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
A House of Dynamite

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «House of Dynamite»: Η Κάθριν Μπίγκελοου πατάει το κουμπί – και μας κόβει την ανάσα

Με χειρουργική ακρίβεια, η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με Όσκαρ σκηνοθεσίας μας πείθει ανατριχιαστικά για τον επικείμενο πυρηνικό όλεθρο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο μάγος του Κρεμλίνου

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Ο μάγος του Κρεμλίνου»: Ο ρυθμιστής του Πούτιν δεν χωρά σε ταινία

Πίσω από το ψυχρό πρόσωπο της εξουσίας, κρύβεται ο ψίθυρος ενός σύγχρονου Ρασπούτιν. Ο Ολιβιέ Ασαγιάς τον ακολουθεί – αλλά μήπως τον πρόδωσε η φόρμα;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
No other choice

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «No other choice»: Η ταινία που θα οδηγήσει τον Παρκ Τσαν-γουκ στα Όσκαρ

Ο Κορεάτης σκηνοθέτης παραμένει ένας από τους μεγάλους σύγχρονους κινηματογραφιστές, αν και η αντικαπιταλιστική του σάτιρα «No other choice» δεν είναι η καλύτερή του ταινία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Είναι σαν να κάνεις τον Δράκουλα χορτοφάγο»: Γιατί το σέξι τέρας του Φρανκενστάιν που παίζει ο Τζέικομπ Ελόρντι είναι λάθος

Οθόνες / Γιατί το σέξι τέρας του νέου «Φρανκενστάιν» είναι λάθος

Στη διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος της Μέρι Σέλεϊ από τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο πρωταγωνιστεί ο «εξωφρενικά όμορφος» Τζέικομπ Ελόρντι στον ρόλο του τέρατος – πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα μια ταινία χωρίς ειρμό. 
THE LIFO TEAM
O Στίβεν Κινγκ στο σινεμά: Οι 10 καλύτερες μεταφορές

Οθόνες / O Στίβεν Κινγκ στο σινεμά: Οι 10 καλύτερες μεταφορές

Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός διασκευών του έργου του δημοφιλούς συγγραφέα που θα δούμε στο πανί, στο γυαλί και στο σανίδι, κι αυτό στάθηκε αφορμή για ένα αφιέρωμα στις καλύτερες ταινίες που ενέπνευσαν τα γραπτά του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Φρανκενστάιν: Ένα θεσπέσιο μελόδραμα που σε παρασύρει και σε ματώνει

Ανταπόκριση από τη Βενετία / Φρανκενστάιν: Ένα θεσπέσιο μελόδραμα που σε παρασύρει και σε ματώνει

O Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο θα έκανε την Μέρι Σέλεϊ περήφανη. Ο δικός του Φρανκενστάιν κατορθώνει να μην προδώσει το πνεύμα του πολυδιασκευασμένου μυθιστορήματός της.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
After the Hunt: Το #MeToo στα χέρια του Λούκα Γκουαντανίνο είναι μια μπερδεμένη υπόθεση

Ανταπόκριση από τη Βενετία / After the Hunt: Το #MeToo στα χέρια του Γκουαντανίνο είναι μια μπερδεμένη υπόθεση

Ο Λούκα Γκουαντανίνο νοσταλγεί τη χαμένη τέχνη του διαλόγου, αλλά το After the Hunt χάνει το δίκιο του στην ακαδημαϊκή φλυαρία και τις σεναριακές αστοχίες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ