Οι «Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη: Η τριλογία που συγχωρεί αυτούς που από έρωτα εκπέσανε

Οι «Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη: Η τριλογία που συγχωρεί αυτούς που από έρωτα εκπέσανε Facebook Twitter
Άνδρες και γυναίκες στη βάρκα του Τσιώλη είναι αλληλοεξαρτημένοι και ισότιμοι συνεπιβάτες στα ταξίδια του στην Ελλάδα που μετέφερε μέσα από τις ιστορίες του. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
0

Η νέα ταινία του Σταύρου Τσιώλη, Γυναίκες που Περάσατε από Δω, περιγράφεται στον υπότιτλό της ως «ακίνητη ταινία δρόμου». Το οξύμωρο δικαιολογείται εύκολα, αφού οι δυο πρωταγωνιστές της έχουν αράξει σε ένα συγκεκριμένο σημείο της Αθήνας και γύρω τους περαστικοί περιγράφουν τα ταξίδια τους στον χωροχρόνο.

Κάπως έτσι είχε τοποθετήσει ο Τσιώλης και δύο αντίστοιχους ήρωες, 26 χρόνια πριν, σε μια εκκλησία στην ορεινή Αρκαδία όπου γύρω τους συνέβαινε μια σειρά από σουρεαλιστικά γεγονότα. Ήταν η αρχή μιας παράδοξης τριλογίας, από τις σπάνιες περιπτώσεις στο ελληνικό σινεμά που ένας σκηνοθέτης επιχειρούσε κάτι τέτοιο.


Η περίπτωση του Τσιώλη άλλωστε μοιάζει μοναδική στο εγχώριο σινεμά μας. Παιδί της Φίνος Φιλμς, βοηθός του Δαλιανίδη, έκανε δικές του ταινίες στα τελευταία μεγάλα χρόνια της εταιρείας, σταμάτησε για μια 15ετία όπου εργάστηκε κυρίως ως πωλητής ειδών λαϊκής τέχνης.

Επανήλθε στον χώρο το 1985 με το Μια Τόσο Μακρινή Απουσία που θριάμβευσε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και συνέχισε κάνοντας πολύ προσωπικές δουλειές, όχι όμως αυτό για το οποίο του είχαν πει κάποτε στη Φίνος, ότι είναι δηλαδή γεννημένος για κωμωδίες και θα έπρεπε να ασχοληθεί σοβαρότερα με αυτές. Η φιλία που ξεκινά με τον Χρήστο Βακαλόπουλο αλλά και τον Αργύρη Μπακιρτζή τους φέρνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αρκαδία, όπου στα βουνά της φτιάχνουν μια κωμωδία που όμοια με τη δική της ήταν δύσκολο να βρεις.

Η τριλογία του, βαθύτατα ελληνική και σχεδόν αδύνατο να μεταφραστεί επαρκώς σε άλλη γλώσσα, είναι ένα πολύτιμο δώρο του ίδιου προς το κοινό, δοσμένο με τις βασικές αρχές που έμαθε στον Φίνο, τη μεθοδολογία δηλαδή για ένα αξιοσέβαστο και εύστροφο λαϊκό (και διόλου λαϊκίστικο) σινεμά, πλημμυρισμένο από τη δική του τάση για διαρκείς αφηγήσεις με έναν τρόπο τόσο ξεχωριστό που γίνεται εύκολα trademark. 


Το Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε (μια «έγχρωμη κωμωδία») είναι η ιστορία του Θεοφάνη και του Θεοδόση (Δημήτρης Βλάχος, Αργύρης Μπακιρτζής αντίστοιχα), δυο αγιογράφων που τους περιμένουν οι επίτροποι της εκκλησίας ενός χωριού με ανυπομονησία. Άφραγκοι και περιφερόμενοι ως νομάδες, θα σταματήσουν το ταξίδι τους σε μια παλιά εκκλησία και θα εγκατασταθούν προσωρινά εκεί.

Κατά τη διαμονή θα εμφανιστούν στο καταφύγιό τους γυναίκες που προσπαθούν να ξεχάσουν το παρελθόν τους και ψάχνουν μια νέα ζωή, ντόπιοι μικροπωλητές που σπρώχνουν από κλεμμένα πικάπ μέχρι θρόνους του Βασιλιά Γεωργίου, τσοπάνηδες, λαϊκά μουσικά σχήματα, φιλαρμονικές ορχήστρες, μέχρι και το φάντασμα μιας ηλικιωμένης.

 

Σκηνή από το «Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε»


Οι διάλογοι δεν είναι ακριβώς σπαρταριστοί αλλά διακρίνεις μέσα τους ένα υπόγειο, ραφινάτο χιούμορ, εντελώς ξένο με τις μορφές που το εκφέρουν, και η αντίθεση αυτή δένει υπέροχα με τη διττή υπόσταση των πρωταγωνιστών. Κατεργάρηδες αλλά και έντιμοι, μπατίρηδες αλλά και αριστοκράτες, κλέφτες παγκαριού αλλά και θεοσεβούμενοι, μιλούν απαξιωτικά και ταυτόχρονα με ύμνους για το γυναικείο φύλο.

Το τελευταίο χαρακτηριστικό γίνεται σήμα κατατεθέν των επόμενων ταινιών του, η ασταμάτητη ανάγκη για την κατανόηση του γυναικείου ψυχισμού από μια σειρά ετερόκλητων ανδρών που όσο υποτιμητικά και αν μιλήσουν γι' αυτές, στο τέλος αντιλαμβάνονται πως υπήρξαν απλά τυφλωμένοι από τον έρωτά τους.


Έξι χρόνια αργότερα, το 1998, ο Τσιώλης υπογράφει την ταινία που έμελλε να είναι η δημοφιλέστερή του μέχρι σήμερα. Το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες («μια καλοκαιρινή μακεδονική κωμωδία») ακολουθεί 3 μπατζανάκηδες (Ζουγανέλης, Μπακιρτζής, Μπουλάς) που φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη για τη Θάσο όπου τους περιμένουν οι γυναίκες τους για καλοκαιρινές διακοπές, αλλά δεν φτάνουν ποτέ, ζώντας μια νεοελληνική Οδύσσεια, γεμάτη από γυναίκες-μάγισσες, καζίνο, ΠΑΣΟΚ και μουσική από CD (όχι ραδιόφωνο), χαμένοι ανάμεσα σε υπαρξιακές και πολιτικές αναλύσεις.

Η ταινία ήταν πετυχημένη στην εποχή της, κανείς όμως δε μπορούσε να διανοηθεί αυτό που θα ξεκινούσε να συμβαίνει περίπου 10 χρόνια αργότερα και συνεχίζεται ως τώρα.

 

«Ας περιμένουν οι γυναίκες»


Το φιλμ ξεπέρασε κατά πολύ το όνομα και το έργο του Τσιώλη, καθώς το ανέβασμα των κορυφαίων στιγμών του σε μικρά βίντεο στο Διαδίκτυο, παράλληλα με την ξαφνική τάση επιστροφής στο καλτ που ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, μετέτρεψε Μπουλά και Σία σε προφήτες, και ο εύστοχος (για τα βελούδινα late '90s) λόγος του Τσιώλη έγινε κάτι σαν εθνικό κειμήλιο.

Η λατρεία αυτή αναπτύχθηκε από ένα κοινό που είχε ανάγκη να βρει αυτούς που «τα έλεγαν τότε αλλά δεν τους ακούγαμε», πάνω περίπου στην ίδια λογική που από τη διάδοση ενός καλτ βίντεο έφερε στη βουλή τον Λεβέντη.

Χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό η ίδια η ταινία, που κατά το μεγαλύτερο μέρος της είναι απολαυστική, έγινε εξαιρετικά δημοφιλής σε κόσμο που πιθανά και να μην την έχει δει ολόκληρη, αλλά ούτε και να έχει μπει στον κόπο να βρει άλλη ταινία του σκηνοθέτη.


Πριν ζήσει η ταινία αυτή τη δεύτερη ζωή της, ο Τσιώλης συνέχισε το δρόμο του με το Φτάσαμεε! (2004) και από τότε παρέμενε κινηματογραφικά σιωπηλός. Η είδηση των γυρισμάτων του Γυναίκες που Περάσατε από Δω (για τα οποία δημιουργήθηκε και καμπάνια crowdfunding) έφερνε και το εύλογο ερώτημα. Θα έκλεινε μια τριλογία ή θα βλέπαμε ένα remake του Ας Περιμένουν οι Γυναίκες λόγω της πρωτοφανούς δημοφιλίας του;

Έντιμος κινηματογραφικά, ο Τσιώλης ασχολήθηκε αποκλειστικά με την πρώτη αποστολή, την ολοκλήρωση δηλαδή ενός σύμπαντος πονεμένων και συμπονετικών αμαρτωλών ανδρών, αιώνια ερωτευμένων με το γυναικείο φύλο και αδύναμων στο να χειριστούν αυτό το συναίσθημα.

 

Τρέιλερ της ταινίας: «Γυναίκες που Περάσατε από Δω»


Οι πρωταγωνιστές του εδώ, Κωνσταντίνος Τζούμας και Ερρίκος Λίτσης, χρησιμοποιούν τον χώρο σε αντιστοιχία με τους αγιογράφους της πρώτης ταινίας. Το δικό τους καταφύγιο είναι δυο καρέκλες και ένα τραπέζι, όπου με θέα την Αθήνα ακούν ιστορίες για αταίριαστα προξενιά, σατράπηδες συζύγους που δεν έχουν καταλάβει πόσο τυχεροί είναι και έρωτες βγαλμένους από τον μαγικό ρεαλισμό. Αστειεύονται, χαμογελούν φιλικά και στοχάζονται για τη ζωή και τον έρωτα, έχοντας πάντα στο τέλος έναν καλό λόγο για τους πρωταγωνιστές των περιπετειών.

Η περίφημη ατάκα του Μπακιρτζή από το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες, «διότι οι άνθρωποι δε συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε», είναι η βασική πρωταγωνίστρια στα όσα δράματα εξιστορούνται εδώ, με τη γραφή του Τσιώλη να χρησιμοποιεί λόγια-βάλσαμο προς τους ηττημένους ήρωές του.


Λειτουργώντας και απολογιστικά, η ταινία του υπενθυμίζει τις βασικές αρχές όσων προσπάθησε να πει ο σκηνοθέτης από τα όρη της Αρκαδίας πριν από 25 χρόνια. Ότι η ζωή μας φέρνει συχνά αντιμέτωπους, συναισθήματα και συμφέροντα δημιουργούν κρίσεις και δράματα, στο τέλος όμως η συγχώρεση είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Άνδρες και γυναίκες στη βάρκα του Τσιώλη είναι αλληλοεξαρτημένοι και ισότιμοι συνεπιβάτες στα ταξίδια του στην Ελλάδα που μετέφερε μέσα από τις ιστορίες του.

Η τριλογία του, βαθύτατα ελληνική και σχεδόν αδύνατο να μεταφραστεί επαρκώς σε άλλη γλώσσα, είναι ένα πολύτιμο δώρο του ίδιου προς το κοινό, δοσμένο με τις βασικές αρχές που έμαθε στον Φίνο, τη μεθοδολογία δηλαδή για ένα αξιοσέβαστο και εύστροφο λαϊκό (και διόλου λαϊκίστικο) σινεμά, πλημμυρισμένο από τη δική του τάση για διαρκείς αφηγήσεις με έναν τρόπο τόσο ξεχωριστό που γίνεται εύκολα trademark. Τον ευχαριστούμε πολύ.

Info

Η ταινία «Γυναίκες που Περάσατε από Δω» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους την Πέμπτη 13/12, από την Tulip Entertainment.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι η «Κιούκα» η «ελληνική ταινία της χρονιάς»;

The Review / Τι είναι αυτό που κάνει την ταινία «Κιούκα» να συζητιέται τόσο;

O Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με τη Βένα Γεωργακοπούλου για την ταινία «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού» του 31χρονου Κωστή Χαραμουντάνη. Πώς καταφέρνει το όραμα ενός millennial σκηνοθέτη να ξεχωρίζει στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά — και γιατί αξίζει την προσοχή μας;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ρίτσαρντ Γκιρ: Η αβάσταχτη γοητεία της σεμνότητας 

Οθόνες / Ρίτσαρντ Γκιρ: Η αβάσταχτη γοητεία της σεμνότητας 

Με αφορμή την έξοδο του «Oh, Canada» στις εγχώριες αίθουσες, ανατρέχουμε στο σύνολο της καριέρας ενός σταρ που οι περισσότεροι θεωρούμε δεδομένο, ίσως επειδή όσα κάνει στην οθόνη φαντάζουν τόσο ανεπιτήδευτα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Κάν’ το όπως ο Γκοντάρ

Ανταπόκριση από τις Κάννες / Κάν’ το όπως ο Γκοντάρ

Ως άλλος Αμερικανός στο Παρίσι του ’60, ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με τη φετινή του συμμετοχή, το ασπρόμαυρο «Nouvelle Vague», αποτίνει φόρο τιμής στον θρυλικό auteur του γαλλικού Νέου Κύματος, υπενθυμίζοντάς μας την τέχνη (και το θράσος) της νεότητας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Στις σχολικές γιορτές ο Θοδωρής Σελέκος ζήλευε τα φτερά αγγέλου που είχε ο φίλος του ο Παναγιώτης

Οθόνες / Στις σχολικές γιορτές ο Θοδωρής Σελέκος ζήλευε τα φτερά αγγέλου που είχε ο φίλος του ο Παναγιώτης

Ο Θοδωρής Σελέκος μεγάλωσε στο Νέο Ηράκλειο και ασχολείται με τον κινηματογράφο . Στα πρώτα του βήματα ήταν μέρος της κολεκτίβας ATH KIDS. Έχει σκηνοθετήσει βιντεοκλίπ για καλλιτέχνες όπως ο Ethismos, ο Saske, οι Sworr και διαφημιστικά για brands όπως η Muerte Inc. Παλιότερα άκουγε περισσότερη hip-hop μουσική. Τώρα ακούει jazz και soul. Η πρώτη ταινία μικρού μήκους του ονομάζεται «Can you water a garden with tears?». Του αρέσει η ησυχία και οι αργές ταινίες.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΚΟΥΛΑΚΗ
Χολιγουντιανή απόβαση στην Κρουαζέτ, μια πολιτική διαμαρτυρία αλλά και «ψαλίδι» στο γυμνό

Κάννες 2025 / Χολιγουντιανή απόβαση στην Κρουαζέτ, μια πολιτική διαμαρτυρία αλλά και «ψαλίδι» στο γυμνό

Στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Καννών, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο εξαπέλυσε για ακόμη μία φορά σφοδρή κριτική κατά της αμερικανικής πολιτικής, μια μικρή γαλλική ταινία εγκαινίασε το φεστιβάλ, ενώ οι λαμπερές σταρ υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τις ημίγυμνες εμφανίσεις τους στο κόκκινο χαλί.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιος είναι τελοσπάντων αυτός ο Λεός Καράξ;

Οθόνες / Λεός Καράξ: Ποιος είναι ο σκηνοθέτης του Holy Motors;

«Δεν είμαι εγώ», δηλώνει ο ασυμβίβαστος Γάλλος δημιουργός στον τίτλο της φιλμικής του αυτοβιογραφίας, εντείνοντας το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του και προσθέτοντας ακόμη μία ψηφίδα σε ένα συναρπαστικό καλλιτεχνικό work in progress.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Ένκε Φεζολλάρι

Μυθολογίες / «Όποτε θέλω να κλάψω, βλέπω το The Hours»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Ένκε Φεζολλάρι

Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα ήρθε με το Persona του Μπέργκμαν. Όταν είδε το Happy Together του Wong Kar-Wai, ήθελε να ουρλιάξει. Τα παθιασμένα συναισθήματα έχουν τον πρώτο λόγο στην κινηματογραφική λίστα του ηθοποιού και σκηνοθέτη.
«Becoming Led Zeppelin»: Το χρονικό του βαρύτερου ροκ συγκροτήματος όλων των εποχών

Pulp Fiction / Led Zeppelin: Ένα ντοκιμαντέρ για το «βαρύτερο» ροκ συγκρότημα όλων των εποχών

Το ντοκιμαντέρ «Becoming Led Zeppelin» του Μπέρναρντ ΜακΜάχον παρουσιάζει την ιστορία του θρυλικού hard rock συγκροτήματος, φωτίζοντας το background των μελών του και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην ίδρυσή του, φτάνοντας μέχρι και την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους και την απαρχή της απόλυτης δόξας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
movies

Οθόνες / Η Σταχτοπούτα αλλιώς και 5 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Το διάσημο παραμύθι γίνεται ταινία τρόμου, εφηβικά δράματα και η καινούργια σκηνοθετική δουλειά του διεθνούς φήμης Έλληνα διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ – Τι παίζει από σήμερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
THE LIFO TEAM
Φαίδων Παπαμιχαήλ: «Παντού με περνούν για ξένο, δεν έχω πλέον μητρική γλώσσα»

Pulp Fiction / «Παντού με περνούν για ξένο, δεν έχω πλέον μητρική γλώσσα»

Με αφορμή τη νέα του ταινία, ο σημαντικός διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης Φαίδων Παπαμιχαήλ αφηγείται στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο τη συναρπαστική διαδρομή της ζωής του από τα πρώτα του βήματα μέχρι τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
El Eternauta: Το θρυλικό κόμικ μεταφέρθηκε στο Netflix σε μια σειρά υψηλών προδιαγραφών

Daily / El Eternauta: Το θρυλικό κόμικ μεταφέρθηκε στο Netflix σε μια σειρά υψηλών προδιαγραφών

«Ο κοσμοναύτης του απείρου» έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές μέρες, σε μια μεταφορά αντάξια του θρύλου που συνοδεύει τόσο το έργο όσο και τον δημιουργό του, ο οποίος βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια της αργεντινής χούντας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ