Ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή σκηνοθέτες, αν και χωρίς Όσκαρ και μεγάλες διακρίσεις, ο Μάικλ Μαν έχει υπογράψει αριστουργήματα που αγαπήθηκαν, όπως το «Thief» και ο «Τελευταίος των Μοϊκανών», περιπέτειες με «Ένταση» και σασπένς που σιγοβράζει, σπουδές του πολύπλοκου ανδρικού ψυχισμού σε οριακές καταστάσεις («Collateral») ή μυθικές συγκρούσεις («Άλι»), από την αυγή της τεράστιας επιτυχίας του με το τηλεοπτικούς «Σκληρούς του Μαϊάμι» μέχρι το πιο πρόσφατο έπος του για την απατηλή λάμψη της ταχύτητας, στο passion project του «Φεράρι». Ανακουφισμένος που παρουσίασε στο κοινό μια ταινία για την οποία πάλευε εδώ και 30 χρόνια και στοίχισε 100 εκατομμύρια δολάρια με ανεξάρτητη χρηματοδότηση, ο Μαν διαφωνεί με τον τιμητικό τίτλο του κατεξοχήν visual σκηνοθέτη που τον συνοδεύει και μιλάει γι' αυτό που τον εξιτάρει περισσότερο στο σινεμά (του).
— Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ταινία σας συναισθηματική. Το θέμα και η προσωπικότητα του Ένζο Φεράρι υπαγόρευσε κάτι τέτοιο; Ή μήπως εσείς έχετε αλλάξει με τον καιρό;
Τίποτε από τα δύο, νομίζω. Η ταινία σάς έδωσε προφανώς αυτήν τη εντύπωση γιατί περιέχει ισχυρά αισθήματα. Οι δυνάμεις που περικύκλωναν τον Φεράρι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το 1957, συγκρούονταν συνεχώς: ό,τι ήταν τότε με τους στόχους που ονειρευόταν πως θα μπορούσε να πετύχει. Βρισκόμαστε στη μεταπολεμική Ιταλία, κόσμος ψωνίζει ελάχιστα αγαθά, ο πληθωρισμός καλπάζει, το εργοστάσιό του έχει βομβαρδιστεί δύο φορές, έχει χάσει τον μεγαλύτερο αδελφό του στον μεγάλο πόλεμο, μετά χάνει και τον γιο του, και πασχίζει να κρατήσει τις ισορροπίες με τους εργαζομένους και τις γυναίκες της ζωής του. Είναι σε τροχιά σύγκρουσης σε όλα τα μέτωπα, ενίοτε σε οπερατικό επίπεδο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συναισθηματικό σκηνοθέτη, αν και πολλές φορές στις ταινίες μου, στον «Τελευταίος των Μοϊκανών» ή στο «Άλι» για παράδειγμα, τα δυνατά αισθήματα αποδεικνύονται σημαντικά στην πλοκή. Στην «Ένταση», ο Ρόμπερτ ντε Νίρο εγκαταλείπει έναν πολύ επιτυχημένο τρόπο πλοήγησης της ζωής του γιατί ερωτεύεται την Έιμι Μπρένεμαν, και αυτό προκαλεί τον τραγικό χαμό του στο φινάλε
Μάλλον περνάω τον περισσότερο χρόνο προετοιμασίας που μου δίνεται συζητώντας με τους ηθοποιούς μου για το πού βρισκόταν ο χαρακτήρας που υποδύονται στα 11 του χρόνια ή τι θα φορέσουν παρά δίνοντας σημασία στο αν είμαι visual director ή όχι.
— Ως πρότζεκτ, το Φεράρι σάς απασχολεί εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες. Πρακτικά, τι σημαίνει αυτό; Το δουλεύατε πάντα ή το αναβάλλατε όταν κάνατε κάτι άλλο;
Από τότε που διάβασα για πρώτη φορά το σενάριο του Τρόι Κένεντι Μάρτιν, ήμουν ενθουσιασμένος με την προοπτική της ταινίας, γι’ αυτό και διατήρησα τον πυρήνα του δικού του στόρι (σ.σ. ο Μάρτιν πέθανε το 2009). Προσπάθησα να στήσω την παραγωγή στα τέλη των '90s, αλλά τίποτα. Μετά, το 2000, ξανά το 2005, και πάλι το 2010, κάθε πέντε χρόνια. Αποτύγχανα, αν και έφτανα στο στάδιο της προπαραγωγής, με συνέπεια να προχωρώ στο επόμενο πρότζεκτ. Αυτό είναι σύνηθες στο επάγγελμα, να αναβάλλεις κάτι, και ακόμα πιο σύνηθες είναι να έρχεται κάτι ενδιαφέρον στο διάβα σου και αν δεν υλοποιηθεί σε 90 ημέρες, να το βάλεις στην άκρη και να ξεχαστεί. Πρέπει να υπάρχει ένας σοβαρότερος λόγος που το «Φεράρι» δεν έφυγε ποτέ από τη σκέψη μου. Και σίγουρα πιο βαθύς από την αγάπη μου για τα αυτοκίνητα ή τις Φεράρι – αν μου αρέσουν τόσο πολύ, θα πάω να αγοράσω μία, δεν θα κάνω ταινία σώνει και καλά! Το έκανα επειδή αυτό που διάβασα στο σενάριο δεν το έχω ξαναδοκιμάσει, και δεν το έχω ξαναδεί. Η ποιότητα του ανθρώπινου δράματος, αυτή είναι η αιτία, και όχι ο ένας ή ο άλλος χαρακτήρας σε συνάρτηση με την έκβαση μιας κούρσας ή του ανταγωνισμού γενικότερα. Δεν έχει να κάνει με το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει αλλά με τα επιμέρους στοιχεία του Ένζο Φεράρι που έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους και τον εμποδίζουν να καταλάβει πώς θα τιμήσει αυθεντικά και σωστά την σύζυγο Λάουρα και πώς θα αναγνωρίσει τον Πιέρο, δίνοντάς του ένα όνομα και τη θέση που του αξίζει. Μόνο σε ταινιούλες οι υποθέσεις λύνονται εύκολα. Με τη Λάουρα ένιωθαν αποστροφή και δέσμευση ταυτόχρονα. Ωστόσο, η Λίνα Λάρντι δεν ήταν απλώς η ερωμένη του. Μαζί της ο Ένζο ένιωθε άνετα, πουθενά αλλού δεν τον βλέπουμε χαλαρό, με ξεκούμπωτο το πουκάμισο, ξαπλωμένο. Στο σπιτικό αυτό δεχόταν σημαντικούς καλεσμένους. Αυτές οι σχέσεις είναι ασυνήθιστες, γι’ αυτό σαγηνεύτηκα.
— Μιλάτε εκτεταμένα για τους χαρακτήρες και τις δραματικές τους αρετές, ωστόσο είσαστε γνωστός, και δικαίως αγαπητός, ως εικαστικός σκηνοθέτης. Αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο της ταινίας ξεπήδησε η ανάγκη σας να ενσωματώσετε οπτικά στοιχεία αφήγησης;
Η παρατήρησή σας είναι εξωτερική και δεν σχετίζεται με τη διαδικασία της ανάπτυξης και της υλοποίησης αυτής ή οποιασδήποτε άλλης ταινίας μου. Δεν διαχωρίζω ποτέ αυτά τα δύο, όλα, η χρωματική παλέτα, τα ηχητικά εφέ, τα σκηνικά, η διεύθυνση ενός ηθοποιού ή το πώς φωτίζουμε, είναι εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου αποκλειστικά και μόνο για να δομήσω δραματικά μια ιστορία. Μάλλον περνάω τον περισσότερο χρόνο της προετοιμασίας συζητώντας με τους ηθοποιούς μου πού βρισκόταν ο χαρακτήρας που υποδύονται στα 11 του χρόνια ή τι θα φορέσουν παρά δίνοντας σημασία στο αν είμαι visual director, ή όχι. Αφήστε που δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει ακριβώς αυτή η ταμπέλα. Οπτικό μέσο δεν είναι το σινεμά ούτως ή άλλως;
— Το ενδιαφέρον σας για τον Φεράρι ξεκίνησε από την προσωπική του ιστορία ή από τα ίδια τα αμάξια;
Κοιτάξτε, ανέκαθεν μου άρεσε η ταχύτητα, η κίνηση. Άλλωστε η πρώτη μου ταινία λεγόταν «Jericho Mile» και αφορούσε έναν δρομέα στις φυλακές. Το πρώτο όχημα που είχα στην κατοχή μου ήταν μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, αλλά ποτέ δεν συνάντησα μια ιστορία που να συνδύαζε το δράμα με την ταχύτητα, όπως το Φεράρι.
— Ποιες είναι οι κρίσιμες αποφάσεις που οφείλετε να πάρετε σχετικά με τους ηθοποιούς; Ποιοι θα είναι και πώς θα παίξουν;
Ένας φίλος, σεφ στο Σαν Φρανσίσκο, άσχετος με το σινεμά, είδε την ταινία και με ρωτούσε επίμονα ποιος ήταν ο Ιταλός ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Ένζο. Αυτό λέει πολλά για τον Άνταμ (Ντράιβερ), έναν σπουδαίο και μάλλον παραγνωρισμένο ηθοποιό. Αρχικά, έχουμε τις γενικές γραμμές όπως το πώς και με ποια προφορά θα τονίσουμε τα αμερικανο-αγγλικά με το ιταλικό ηχόχρωμα. Ωστόσο, το σημαντικό για μένα είναι να καταλάβουμε όλοι ποιος ήταν ο Φεράρι, τι ένιωσε όταν έχανε το πρότυπό του, τον αδελφό του, σε παιδική ηλικία, έμεινε χωρίς εισόδημα, έπρεπε να στηρίξει τη μητέρα και την οικογένειά του και δεν ήταν καθόλου εύκολο να αναβαθμιστεί ταξικά στην αγκυλωμένη Ιταλία της δεκαετίας του '20. Στο μεταξύ, έχει ενθουσιαστεί με την τεχνολογική εφεύρεση της μηχανής εσωτερικής καύσης, αντίστοιχης ριζοσπαστικότητας με την έλευση του .com στα μέσα των '90s. Κάθεται λοιπόν σε ένα παγκάκι, στη βροχή, και αναλογίζεται τι είδους άνθρωπος θέλει να γίνει στη ζωή του. Όλα αυτά βρίσκονται στην αυτοβιογραφία του. Πίστευε πως, όσα εμπόδια κι αν συναντούσε, μπορούσε να τα ξεπεράσει και να αποκτήσει την εικόνα που σχημάτισε στη φαντασία του. Αυτός ήταν ο ρομαντικός Ένζο.
— Σκεφτήκατε το ρίσκο που ενείχε μια αμερικανική παραγωγή για Ιταλούς;
Με ρωτάτε πώς αντιμετώπισα την πρόκληση μιας αυθεντικής παραγωγής που εκτυλίσσεται σε άλλη εποχή, στην Ιταλία, από μη Ιταλούς, και σας απαντάω με σκληρή δουλειά στην κατεύθυνση της σωστής αποτύπωσης της πολιτιστικής ανθρωπογεωγραφίας. Όταν θέλεις να δείξεις κάποιον να κόβει τορτελόνι και να τα μαγειρεύει, καλά θα κάνεις να το έχεις μελετήσει πρώτα το θέμα. Να τοποθετήσεις το κατάλληλο βάζο στο βάθος του πλάνου, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο της εποχής, να βοηθήσεις τον θεατή να νιώσει πως έχει μεταφερθεί στη Μόντενα του '57. Η διαδρομή της καταβύθισης στο παρελθόν είναι περίπλοκη και εξαιρετικά γοητευτική για μένα.
— Ποιο είναι το προτέρημα του Άνταμ Ντράιβερ;
Η σχέση μας ήταν πολύ αρμονική. Δεν έκανε καμία κίνηση που να μην είχε σκεφτεί και μελετήσει διεξοδικά από πριν. Η χειρονομία στον δημοσιογράφο στη συνέντευξη Τύπου, οι παρατηρήσεις του στους οδηγούς, όλα τα είχαμε ρωτήσει και καταγράψει μαζί, από ντόπιους και μελετητές. Ο Άνταμ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ικανότερους και πιο ευαίσθητους καρατερίστες ηθοποιούς σήμερα στον χώρο.
— Πόσο στενά παρακολουθείτε την αγωνιστική αυτοκίνηση;
Όχι και τόσο. Βλέπω Φόρμουλα 1 πού και πού, αλλά όχι φανατικά. Ξέρετε, ο Ένζο Φεράρι είχε αναθέσει σε αρχιτέκτονα την επιλογής του τον σχεδιασμό του εργοστασίου, μεταξύ άλλων και για να φτιάξει το γραφείο του έτσι ώστε να κοιτάζει προς έναν κήπο με πέτρες και φυτά, κάτι που θα τον βοηθούσε να χαλαρώνει και να διαλογίζεται. Ο τρόπος που σκέφτονται ο Λιούις Χάμιλτον, ο Μίκαελ Σουμάχερ, ο Μάικλ Τζόρνταν, οι τεράστιοι αθλητές, με ενδιαφέρει απείρως περισσότερο από το τελικό σκορ.
Η ταινία «Φεράρι» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 25 Ιανουαρίου.