Το λιμάνι των Κεγχρεών, που βρίσκεται στον Σαρωνικό Κόλπο, ήταν το ένα από τα δύο λιμάνια της αρχαίας πόλης-κράτους της Κορίνθου. Μαζί με το δυτικό λιμάνι του Λεχαίου, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τον Ισθμό στον Κορινθιακό Κόλπο, οι Κεγχρεές έπαιζαν κομβικό ρόλο για την ευημερία της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα: ως ναυτικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το λιμάνι έλεγχε τη θαλάσσια κυκλοφορία και τους εμπορικούς δρόμους από το Αιγαίο και την Ανατολία μέχρι τις ιταλικές ακτές και τη δυτική Μεσόγειο, καθώς και από τον βορρά προς τον νότο.
Η μικρή κοινότητα των Κεγχρεών άκμασε από την αρχαϊκή έως τη βυζαντινή εποχή, ενώ τα ίχνη οικισμών που έχουν βρεθεί υποδεικνύουν ότι η ακτή κατοικούνταν αδιαλείπτως επί αιώνες. Εκτός από τη δραστηριότητα του λιμανιού, βυζαντινές πηγές δείχνουν ότι η κοιλάδα που εκτείνεται από την Ακροκόρινθο έως τις Κεγχρεές ήταν εξαιρετικά εύφορη. Πρόκειται προφανώς για μια περιοχή που ευημερούσε από κάθε άποψη.
Το καλοκαίρι του 1966 ήταν πραγματικά εξαιρετικό για την ομάδα ανασκαφών με επικεφαλής τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Robert L. Scranton. Έχοντας διεξάγει έρευνες στην περιοχή των Κεγχρεών για χρόνια υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, η δραστηριότητα επί του πεδίου επικεντρώθηκε κυρίως στα αρχιτεκτονικά και συναφή ερείπια, όπως ο λιμενοβραχίονας, ο μόλος και οι αποθήκες του αρχαίου λιμανιού.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτό το λαμπρό φορτίο χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και έφτασε στις Κεγχρεές από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πιθανότατα δεν πρόλαβε ποτέ να τοποθετηθεί στο κτίριο, καθώς βυθίστηκε κατά τη διάρκεια του σεισμού του 375 μ.Χ.
Εκείνο το καλοκαίρι, οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στην περιοχή γύρω από ένα αψιδωτό οικοδόμημα, το οποίο αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν Ιερό της Ίσιδας, ενώ αργότερα αναγνωρίστηκε ως Νυμφαίο, δηλαδή μνημείο αφιερωμένο στις νύμφες.
Μια έκπληξη περίμενε την ανασκαφική ομάδα καθώς εργαζόταν σε έναν από τους τοίχους του Ιερού: έφεραν στο φως εννέα στοίβες κιβώτια τα οποία περιείχαν ψηφιδωτούς πίνακες φταγμένους με την τεχνική opus sectile από λεπτό αδιαφανές γυαλί. Ήταν κατασκευασμένοι από λασποκονίαμα πάνω σε μεγάλα, τραχιά κεραμικά όστρακα. Ορισμένοι είχαν διαστάσεις περίπου 1,90 μ. επί 1,05 μ., ενώ άλλοι ήταν ελάχιστα μικρότεροι. Το γυαλί ήταν κομμένο σε σχήματα όπως εκείνα που χρησιμοποιούνται στα βιτρό και κολλημένο στην επιφάνεια του γύψινου πίνακα. Οι πίνακες ήταν συσκευασμένοι σε ξύλινα κιβώτια. Κάθε κιβώτιο περιείχε δύο πίνακες, με τις εμπρόσθιες όψεις τους να εφάπτονται. Τα κιβώτια ακουμπούσαν στον τοίχο και το ένα στο άλλο, από τέσσερα έως οκτώ κιβώτια ή και περισσότερα σε κάθε στοίβα.

Τα σχέδια στους πίνακες ποικίλλουν από ιερατικές και γεωμετρικές διακοσμήσεις έως εκθαμβωτικές πολύχρωμες παραστάσεις. Ο Scranton και η ομάδα του διέκριναν συνθέσεις με αιγυπτιακή τεχνοτροπία, ομαδοποιημένες σε οριζόντιες ζώνες. Οι αιγυπτιακές συνθέσεις απεικόνιζαν παπύρους, λωτούς και άλλα λουλούδια, ίριδες και υδρόβια πτηνά −ορισμένα από αυτά με κόκκινα πόδια−όπως πάπιες και φλαμίνγκο, καθώς και κροκόδειλους και άλλα ζώα σε σκηνές βάλτων. Επιπλέον, στις συνθέσεις αυτές, κυρίως νειλωτικού χαρακτήρα, απεικονίζονταν ανθρώπινες μορφές. Άλλοι γυάλινοι πίνακες απεικόνιζαν αρχιτεκτονικές κατασκευές κατά μήκος της θάλασσας, όπως πύργους − πιθανώς παρατηρητήρια ή φάροι. Συμπληρώνοντας αυτές τις θαυμαστές, μοναδικές απεικονίσεις, ορισμένοι πίνακες απεικόνιζαν ψαράδες να ρίχνουν τα δίχτυα ή τις πετονιές τους, με νατουραλιστικές παραστάσεις πλοίων, ψαριών και θαλασσινών.
Εξαιρετικής μοναδικότητας και σημασίας είναι ένας πίνακας που παρουσιάζει την ολόσωμη απεικόνιση ενός άνδρα, ύψους περίπου 1,10 μ., ο οποίος στέκεται πάνω σε βάθρο. Η μορφή περιβάλλεται από κομψό φυτικό περίγραμμα. Σε κάθε μία από τις πλευρές του υπάρχουν τα γράμματα OMH και POC, τα οποία οι ειδικοί ταυτοποίησαν με βεβαιότητα ως απεικόνιση του Ομήρου. Μια πολύ παρόμοια απεικόνιση με την ένδειξη [ΤΩ] ταυτοποιήθηκε ως ο Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων. Ταυτοποιήθηκε επίσης ο Έλληνας περιπατητικός φιλόσοφος και μαθητής του Αριστοτέλη, Θεόφραστος. Αυτές οι τρεις εξέχουσες μορφές αποτελούσαν μέρος ενός εξαιρετικού διακοσμημένου γυάλινου πίνακα δώδεκα μορφών.


Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτό το λαμπρό φορτίο χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και έφτασε στις Κεγχρεές από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πιθανότατα δεν πρόλαβε ποτέ να τοποθετηθεί στο κτίριο, καθώς βυθίστηκε κατά τη διάρκεια του σεισμού του 375 μ.Χ. Οι πίνακες ήταν εντυπωσιακοί σε μέγεθος, καλύπτοντας συνολικά περίπου 150 τετραγωνικά μέτρα και ζυγίζοντας πάνω από 700 κιλά.
Οι πίνακες από τις Κεγχρεές εξακολουθούν να είναι οι μοναδικοί του είδους τους που έχουν ανακτηθεί ποτέ από αρχαιολογικό χώρο. Παρόμοια με την τέχνη του ψηφιδωτού, η οποία ξεκίνησε από τη Μεσοποταμία ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., η τεχνική opus sectile των ευρημάτων των Κεγχρεών είναι λεπτοκομμένο και λειασμένο γυαλί που τοποθετείται ή εντοιχίζεται σε επιφάνειες, όπως δάπεδα ή τοίχοι, για διακοσμητικούς σκοπούς.
Οι πίνακες των Κεγχρεών, οι οποίοι έχουν αποκατασταθεί και εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο των Ισθμίων, μόλις 50' οδικώς από την Αθήνα, δεν είναι απλώς ευρήματα απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας. Αποτελούν ενδείξεις όχι ενός αλλά δύο σημαντικών ορόσημων. Αφενός, σηματοδοτούν τη μετάβαση των Κεγχρεών και της περιοχής της Κορινθίας από την προηγούμενη δόξα τους σε μια λιγότερο εντυπωσιακή ή επιδραστική περίοδο της μακρόχρονης ιστορίας τους. Αφετέρου, το εξαιρετικό ύφος των πινάκων προαναγγέλλει την παρακμή ενός τόσο πολυτελούς είδους διακόσμησης, το οποίο, κατά τη βυζαντινή περίοδο, επρόκειτο να αντικατασταθεί από τα διάσημα εκκλησιαστικά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.