του Μάρκου Φράγκου από το ΜΟΝΟ #5
Το άλμπουμ «Welcome To The Wrecking Ball» ξεκινάει με το «We Can Take Care Of Our Own», ένα σχεδόν «πολεμικό» εμβατήριο κατά των ιθυνόντων της κρίσης στη χώρα του – και σε όλον τον πλανήτη. Λέει στους στίχους:
«Χτυπάω την πόρτα που πίσω της βρίσκεται ο θρόνος
Ψάχνω τον χάρτη που θα με γυρίσει στο σπίτι
Σκοντάφτω σε καλές καρδιές που έχουν πετρώσει
Ο δρόμος των καλών προθέσεων έχει ξεραθεί εντελώς.»
Σαν άλλος «λεοντόκαρδος», ο Bruce Springsteen επιμένει στο μοναχικό ταξίδι του αναζητητή της δικαιοσύνης και της αλήθειας και προκαλεί κύματα λαϊκού παροξυσμού στο πέρασμά του, με όχημα ένα rock βαθιά ζυμωμένο στην αμερικανική επαρχία, ρωμαλέο, στιβαρό και αδιαπραγμάτευτο. Ο Bruce Springsteen επιβεβαιώνει στο δέκατο άλμπουμ της μακράς -σαραντάχρονης πια- καριέρας του, ότι η αφοσίωση και η πίστη στην αγνότητα των «ιγονικών» του είναι η μόνη σίγουρη λεωφόρος της επιτυχίας.
Μιάς επιτυχίας που καταφέρνει να σπάσει διάφορα δύσκολα ρεκόρ στη δράση της: το «Wrecking Ball» είναι το δέκατο άλμπουμ του που ανεβαίνει στο Νο.1 του αμερικανικού chart κάνοντάς τον να μοιραστεί την τρίτη θέση στην κατάταξη των καλλιτεχνών με τα περισσότερα No.1 άλμπουμ, μαζί με τον Elvis Presley, αλλά πίσω από τους Beatles που παραμένουν πρώτοι με 19 albums και τον rapper Jay Z στην δεύτερη θέση με 12. Επιπλέον, το «Wrecking Ball» είναι το άλμπουμ που έριξε από την κορυφή την υπερεξαμηνιαία κατάληψη που είχε κάνει εκεί η Adele με το ολοφάνερων εμπορικών διαστάσεων, «21». Βέβαια, η νίκη του είναι μάλλον πύρρεια αφού το «Wrecking Ball» πούλησε μόλις 201.000 αντίτυπα (σε φυσικό ή ψηφιακό προϊόν) έναντι των 192.000 αντιτύπων που πούλησε η Adele τη συγκεκριμένη εβδομάδα της κυκλοφορίας του πρώτου.
Μέσα σε μία δεκαετία, τα έργα του Springsteen, σταδιακά, χάνουν σε δύναμη πραγματικών αριθμών αλλά συνεχίζουν να ντεμπουτάρουν στο Νο.1 του chart, αφού αυτή η σταδιακή πτώση των πωλήσεων, είναι απολύτως ανάλογη με τη σμίκρυνση της συνολικής πίτας της μουσικής αγοράς: το «Rising» (2002) είχε ανέβει στο Νο.1 με 520.000 αντίτυπα, το «Magic» (2007) άνοιξε στην κορυφή με 335.000 αντίτυπα και το «Working On A Dream» (2009) εκτοξεύτηκε στο No.1 με 224.000 αντίτυπα.
Ρομπέν των Δασών
Ωστόσο, ακόμα και με λιγότερες πωλήσεις από τις προσδοκώμενες, ο Bruce Springsteen επικυρώνει την κυριαρχία του λαϊκού rock, αυτού που δεν έχει ανάγκη το στιλ και τις συνιστώσες της τεχνολογικής επεξεργασίας της εικόνας του για να καταφέρει να συγκινήσει. Και αυτή είναι όλη η δυναμική στην οποία, επί δεκαετίες τώρα, εστιάζει για να παραμένει ακμαίος και κορυφαίος εμπορικά. Η εικόνα ενός Ρομπέν των Δασών της παγκοσμιοποίησης, ενός τελάλη ακρίτα της λαϊκής συνείδησης, είναι το μόνο εργαλείο marketing που χρειάζεται ο Springsteen για να διατηρήσει σταθερή τη φήμη του αγέλαστου συνοφρυωμένου rocker που βρίσκεται εδώ για να λειτουργήσει ως καθρέφτης μίας κοινωνίας που ασφυκτιά. Σε αυτό το ταξίδι του, ο Springsteen φυσικά, δεν παράγει σύνθετο πολιτικό λόγο, ούτε διεκδικεί δάφνες κοινωνικού σωτήρα που προσφέρει λύσεις.
Αν εξετάσει κανείς τη στιχουργική θεματική του μέσα στα χρόνια, θα μπορέσει να διαπιστώσει ότι ο Boss αρκείται στο να εξαπολύει ένα καλά ισορροπημένο κράμα εσωτερικού πάθους, που συνήθως εκφέρεται ως κάτι που δεν γίνεται να κρατηθεί άλλο μέσα του, κάθετου, αδιαπραγμάτευτου θυμού που φτάνει στα όρια του αλόγιστου παρορμητισμού, μίας επικής, «πανοραμικής» θεώρησης του αντικειμένου του (της χώρας του, της κοινωνίας, της μιζέριας και του κρυφού ονείρου για έξοδο προς την ελευθερία) και ενός ερωτισμού άγουρου και πρωτογενούς που συγκινεί επειδή ακριβώς ταυτίζεται με την άδολη, τη στεντόρεια αγάπη.
Στο «Wrecking Ball» όλη αυτή η δυναμική του Springsteen αγγίζει καινούργια, πιο ακραία όρια: το πάθος εκφράζεται με ρολαριστά, καλοπαιγμένα rockers που επαναφέρουν τις μνήμες από το εμβληματικό «Born To Run» των 70’s, ο θυμός φαντάζει μεγαλύτερος (ανάλογος της πολύ πιο πιεστικής κοινωνικής συγκυρίας που τον γεννάει), η επική ματιά του γίνεται ακόμα πιο δραματική, επικαλούμενος ακόμα πιο έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στην παρατήρηση της δυστυχίας και της προσδοκίας της λύτρωσης και ο ερωτισμός του αναψοκοκκινίζει ακόμα περισσότερο αφού προβάλλει ως το μόνο καταφύγιο και πηγή κουράγιου και δύναμης. Είναι ίσως ο δίσκος στον οποίο, ο Springsteen προσφέρεται πιο αποτελεσματικά, από κάθε άλλη πρόσφατη δουλειά του, να γίνει αντικείμενο παρατήρησης από τους… κοινωνικούς ανθρωπολόγους: το ευρύ, μαζικό κοινό χρειάζεται όχι μόνο λακωνικές, εύηχες ιαχές για να συγκινηθεί, έχει ανάγκη να «γκελάρει» κάπου με ασφάλεια, την αλήθεια του, έχει πραγματική αγάπη σε αυτόν που θα λειτουργήσει σαν καθρέφτης στον καημό του.
Πάντα ο Springsteen είχε πολύ ψηλά στον κατάλογο των χαρακτηριστικών της ταυτότητάς του, όχι μόνο τη λαϊκότητα, αλλά και την ικανότητά του να «συναισθάνεται» με απίστευτη ακρίβεια την αισθηματική ενέργεια του ακροατή του.
Σοσιαλιστικός ρεαλισμός
Στο «Easy Money» ντύνεται τα ρούχα του λαϊκού που ονειρεύεται το «εύκολο χρήμα» στην πόλη, έστω με παραβατικούς τρόπους (πορνεία ή τζόγος), προκειμένου να ανασάνει οικονομικά. Στο «Shackled And Drawn» τσεκάρει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό του, θυμίζοντας ότι κάποιοι δουλεύουν νυχθημερόν για ψίχουλα και κάποιοι άλλοι κάνουν πάρτι μέσα στην αφθονία («ο τζογαδόρος ρίχνει τα ζάρια, ο εργάτης πληρώνει το λογαριασμό, όλα είναι εύκολα και άφθονα στη γειτονιά του τραπεζίτη»). Στο «Jack Of All Trades» γίνεται ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ένας καπάτσος που τελικά καθησυχάζει την καλή του, ότι όλα θα πάνε καλά παρότι, τώρα βρισκόμαστε μέσα στην «πλημμύρα» και δεδομένου ότι θα ισχύει πάντα η νομοτέλεια, «ο τραπεζίτης πάντα να παχαίνει και ο εργάτης πάντα να αδυνατίζει». Στο «Death To My Hometown» περιγράφει δραματικά ότι ο θάνατος χτύπησε την πόλη του, όχι με όπλα και βόμβες αλλά αθόρυβα, νύχτα, από τους «ληστρικούς βαρόνους», όπως αποκαλεί τους στρατιώτες του οικονομικού πολέμου.
Μάλιστα παρακινεί τους εναπομείναντες στην πόλη, να εκδικηθούν, αφανίζοντας τους βαρόνους, όποτε ξαναεμφανιστούν. Στο «Depression» δίνει έμφαση στο ότι πάντα υπήρχε η κατάθλιψη της φτώχειας αλλά ποτέ τόσο έντονη και ασφυκτική, ζητώντας στην αγκαλιά της καλής του λίγο κουράγιο. Στο «You’ve Got It» διαβεβαιώνει ότι το μόνο μη-δοτό, μη-τεχνικό αγαθό είναι η αγάπη και γιορτάζει την ύπαρξή της ως κάτι που όχι μόνο δεν αντικαθίσταται, αλλά και ως το μόνο αποτελεσματικό παυσίπονο. Στο «Rocky Road» επικαλείται τον κακοτράχαλο δρόμο, έναν ανηφορικό Γολγοθά, για να παροτρύνει το ποίμνιο να εντείνει τις προσπάθειές του να προσέξει τον γκρεμό, σε ένα gospel που θέλει να παίξει λυτρωτικό ρόλο.
Στο «Land Of Hope And Dreams» παροτρύνει για απόδραση από τον βρωμερό τόπο για έναν άλλο πιο φωτεινό – μία προπαγάνδα τυφλής ελπίδας. Στο μακάβριο «We’re Alive» επικαλείται τα πνεύματα των νεκρών προγόνων που πέθαναν πάνω στη δουλειά και δεν πρόλαβαν να ζήσουν την ελευθερία τους, για να εμψυχώσει τους σημερινούς αντίστοιχους και να τους θυμίσει ότι τουλάχιστον παραμένουν ζωντανοί. Τέλος, στο «American Land» αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής στα πνιγμένα όνειρα των κάθε φυλής μεταναστών που κατέφτασαν στην Αμερική με όνειρα πλούτου και αφθονίας, για να πεθάνουν οι περισσότεροι από αυτούς μέσα σε άθλιες συνθήκες.
Πουθενά σε όλη αυτή τη στιχουργική θεματολογία που περιστρέφεται γύρω από τον ανώνυμο, άμοιρο εργάτη -ο οποίος όμως θέλει να πιστέψει σε μία μοίρα- ο Springsteen δεν παρεκκλίνει από τα συστατικά της αφοσίωσης στα πραγματικά αισθήματα (αυτά -και μόνο- έχουν σημασία, σαν να λέει), της πίστης σε ένα όνειρο που είναι πιο φωτεινό από το ρεαλιστικό σκοτάδι και της ευλάβειας (τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα) σε έναν θεό που κυρίως, ενδιαφέρεται για τη δικαιοσύνη.
Σημειολογικά, όλα τα όπλα της φαρέτρας του βρίσκονται εδώ: η ανοιχτή λεωφόρος που θα μας πάει μακριά στην επιθυμία μας. Οι κακοί που αλλάζουν μορφές και πάντα βρίσκουν τρόπους να νικούν σε όλα εκτός από το να νικήσουν την ελπίδα. Οι πρόθυμοι έρωτες που μοιράζονται την καρτερία, το μαρτύριο και το από καρδιάς χαμόγελο. Οι παραβάτες που ταυτίζονται με την εξαθλίωση. Ο παχύς τραπεζίτης και ο καταβεβλημένος εργάτης.
Λιονταρίσια κραυγή
Ο Springsteen επί σαράντα χρόνια, απλά θυμίζει την παρουσία του σε ένα τακτικό, επαναλαμβανόμενο, χρονικό μοτίβο. Δεν παρεκκλίνει από τα λόγια του –τα παραλλάσσει κάθε φορά- και δεν συμβιβάζει τον ήχο του –τον ανακυκλώνει πάντα με διακριτικές ενέσεις από την επικαιρότητα, με folk, jazzy, gospel ή όποια άλλα στοιχεία εξυπηρετούν το λαϊκό όραμά του. Και βασίζεται πάντα σε αυτό το «yawp» την κραυγή που ζητούσε ο καθηγητής Keating από τους διστακτικούς, γονατισμένους μαθητές του στον «Κύκλο Των Χαμένων Ποιητών». Όταν οι μαθητές του, εκφράζουν επαρκώς δυνατά, εντέλει ένα λιονταρίσιο «yawp», τότε ο «καθηγητής» Bruce είναι σίγουρος ότι μετά από δύο ή τρία χρόνια, οι μαθητές του θα τον αναζητήσουν ξανά, αφού θα ξαναϋπάρξουν οι λόγοι για να αναζητήσουν κουράγιο και εμψύχωση…
σχόλια