Στη χώρα μας, για γνωστούς λόγους της πρόσφατης Iστορίας (Eμφύλιος, δεξιός αυταρχισμός, δικτατορία), δόθηκε για καιρό η εντύπωση πως νεολαία και αριστερά είναι ένα και το αυτό: ότι ένας μαθητής ή ένας φοιτητής θα ήταν «αφύσικο» να μην ανήκει στον αριστερό και προοδευτικό χώρο με τη σημασία που πήρε αυτός ο όρος για δεκαετίες. Έτσι, το βασικό θέμα συζήτησης ήταν αν απλώς ο νέος θα μείνει «απολιτίκ» (αδιάφορος και ανενημέρωτος για τα δημόσια και πολιτικά ζητήματα) ή αν θα αποκτούσε «αγωνιστική συνείδηση».
Θεωρούνταν σχεδόν αυτονόητο ότι το αγωνιστικό θα ήταν αριστερόστροφο και πάντως όχι ακροδεξιό. Πολύ λίγο απασχόλησε η πιθανότητα να υπάρξει μια κουλτούρα νεανικής κινητοποίησης που μπορεί να είχε ριζικά άλλο προσανατολισμό.
Το ριζοσπαστικό και το αντισυστημικό ήταν κάτι σαν τους στίχους των τραγουδιών του «αιώνιου έφηβου» Βασίλη Παπακωνσταντίνου: ένα παιχνίδι εξέγερσης πάνω στις καθιερωμένες ράγες του αντιφασισμού και του αντισυστημισμού της αριστεράς. Ο Παπακωνσταντίνου, οι Τρύπες και αργότερα το κοινωνικό χιπ-χοπ (σε αντιδιαστολή με τις όψιμες λούμπεν, μισογυνικές και καπιταλιστικές εκδοχές του) έγιναν κομμάτια της άγουρης «κοινωνικής αφύπνισης» των μαθητών τις τελευταίες δεκαετίες.
Στις απεργίες, φυσικά, ή σε άλλες κινητοποιήσεις των ενηλίκων αυτός ο μαθητικός αριστερόστροφος αντισυστημισμός συναντούσε τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου και τη φωνή της Φαραντούρη, τις ιστορίες δηλαδή και τα βιώματα των γονιών του. Προοδευτικοί καθηγητές και γονείς ευλογούσαν με μια δόση συγκινητικής ζήλιας και νοσταλγίας τα «νιάτα» που προχωρούσαν σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις και φθινοπωρινές (συνήθως) καταλήψεις.
Από αυτό το υλικό και την εικονογραφία του φτιάχτηκε μια ρουτίνα, μαζί βεβαίως με τις συνηθισμένες αντιδράσεις που ξεσήκωνε: επιδοκιμασία απ' όσους μισούν «τον καναπέ», αποδοκιμασίες και σκανδαλισμένα σχόλια για τους πιο συντηρητικούς και θεσμικούς.
Φυσικά, όταν γράφει κανείς στον τοίχο του σχολείου «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία μας» προφανώς είναι πολύ κοντά ή και μέσα στη Χρυσή Αυγή. Εδώ μιλάμε πραγματικά για φασιστικό λόγο. Είναι, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο αν ένας τέτοιος λόγος μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνθήματα του τύπου «έξω οι ναζί από τα σχολεία».
Μέχρι που ήρθε ο Δεκέμβρης του 2008 και η εποχή της Αγανάκτησης και των συναισθημάτων της: η εποχή που στη δημόσια σφαίρα και στα κοινωνικά μέσα βρήκε τεράστια διάδοση η ιδέα της ταπείνωσης της Ελλάδας από τις εγχώριες και ξένες ελίτ. Είναι η ίδια εποχή που στις οικογένειες των λαϊκών και μεσαίων τάξεων θα εμφανιστούν πολλές ματαιώσεις και μια πραγματική ανασφάλεια η οποία δεν υπήρχε τον καιρό της ανόδου των μεσοαστικών στρωμάτων.
Τα χρόνια αυτά, λοιπόν, ένα περιθωριακό φιλοναζιστικό κομματίδιο έγινε παράταξη και οργανωμένος χώρος με πανελλαδικό άπλωμα. Ακολούθησε το 2015 και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση σε συμμαχία με ένα κόμμα που αποτελεί την πιο ανάγλυφη έκφραση της συμβατικής ελληνικής ιδεολογίας και των μύθων της (εθνική περικύκλωση, θυματοποίηση, σωτηριολογικές ελαφρότητες).
Στο μεγάλο κάδρο, φυσικά, εδώ και κάποια χρόνια σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, στη βόρεια, στην ανατολική αλλά και στην Ιταλία και στη Γαλλία, γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη στροφή πολλών νέων στον ριζοσπαστικό δεξιό εθνικισμό.
Στις ΗΠΑ η φιγούρα του δεξιού νεαρού που γελάει με τις liberal και αριστερές «αφέλειες» των γονιών ή των παππούδων του έχει περάσει από χρόνια στην ποπ κουλτούρα και στις δημόσιες συζητήσεις. Νέοι που κατηγορούν τους πειραματισμούς και τις παιδαγωγικές και πολιτικές ουτοπίες της γενιάς του '68 είναι συνηθισμένο θέμα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Τώρα, λοιπόν, και με αφορμή το Μακεδονικό, το να κινητοποιούνται μαθητές γυμνασίου με ριζοσπαστικά εθνικιστικά συνθήματα δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Διότι, βεβαίως, η ιδέα πως η νεότητα ταυτίζεται σώνει και καλά με την αριστερά ήταν εξαρχής λάθος, τουλάχιστον αν κοιτούσε κανείς τον μακρύ χρόνο.
Στις αρχές του 20ού αιώνα νεολαία ήταν αυτή που υπερασπιζόταν μαχητικά τον αρχαϊσμό και τον γλωσσικό συντηρητισμό, στον Μεσοπόλεμο νέοι και έφηβοι ήταν η πλειονότητα των εθνικιστικών και φασιστικών οργανώσεων, στη δεκαετία του '60, εκτός από τους Λαμπράκηδες, υπήρχε και η ΕΚΟΦ και οι νέοι της εθνικοφροσύνης.
Οι μεταπολιτευτικές δεκαετίες είναι ουσιαστικά ένα είδος παρένθεσης όπου άνθησαν πολλές έτοιμες ιδέες και πλάκωσαν την πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς ψύχραιμα πόσοι απ' τους σιωπηλούς ή απέχοντες μαθητές και φοιτητές του 1976 ή του 1978 ήταν στην πραγματικότητα «καταπιεσμένοι» δεξιοί και ακροδεξιοί ‒ που τότε απλώς δεν είχαν τη δυνατότητα να εμφανιστούν γιατί το κοινωνικοπολιτικό κλίμα ήταν εναντίον τους. Δεν μπορούμε να το ξέρουμε, μόνο να το υποθέσουμε.
Σήμερα, όμως, ξέρουμε κάποια πράγματα. Βλέπουμε πως σε διάφορες μεριές του πλανήτη οι λαϊκές αντιδράσεις περνούν κυρίως μέσα από την εκτροπή του μπανάλ εθνικισμού (ο οποίος πανηγυρίζει απλώς τα εθνικά σύμβολα μιας ομάδας ή μιας νίκης) σε ταυτοτικό ριζοσπαστισμό.
Φυσικά, όταν γράφει κανείς στον τοίχο του σχολείου «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία μας» προφανώς είναι πολύ κοντά ή και μέσα στη Χρυσή Αυγή. Εδώ μιλάμε πραγματικά για φασιστικό λόγο. Είναι, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο αν ένας τέτοιος λόγος μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνθήματα του τύπου «έξω οι ναζί από τα σχολεία».
Γιατί; Μα, επειδή, δυστυχώς, πολλοί απ' όσους πρόβαλαν τον αντιφασισμό τα τελευταία χρόνια (με τις δικές τους καταλήψεις και το δικό τους ρεπερτόριο αιτημάτων) έπαιξαν και οι ίδιοι με την άποψη ότι δεν έχουμε δημοκρατία (αλλά μια χούντα με άλλο πρόσωπο) ή ότι αυτό που είχαμε ήταν σάπιο και πρέπει να γκρεμιστεί.
Οπότε, ποια δημοκρατία και ποιους θεσμούς να υπερασπιστείς από τους εχθρούς τους; Με ποιον τρόπο να αποκηρύξεις και κυρίως να αποδομήσεις στον μαθητή την εθνικιστική κατάληψη, όταν εσύ ο ίδιος έχεις μετατρέψει μια σοβαρή μορφή πάλης σε εποχικό παιχνίδι αντικυβερνητικής πολιτικής ή σε αφορμή για χάσιμο ωρών μαθήματος; Πώς να πεισθεί ο μαθητής πως μετέχει σε κάτι επικίνδυνο, όταν για χρόνια κάποιοι του ζητούν να βγει από τον απολίτικο ατομικισμό του, αλλά καταλαβαίνουν πως κάτι έχει πάει στραβά μόνο όταν αυτός ο μαθητής κάνει ήρωα τον Κατσίφα και τραγουδάει το «Μακεδονία ξακουστή»;
Θέλω να πω ότι η προσπάθεια απόκρουσης των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων στις μικρότερες ηλικίες είναι δύσκολη και πολύπλοκη υπόθεση. Δεν μπορεί να γίνει με υλικά από τους αντιφασισμούς του Μεσοπολέμου ή της δεκαετίας του '60. Ούτε όμως με φρόνιμες σιωπές και δημαγωγικό παιχνίδι με τα «πληγωμένα εθνικά αισθήματα των νέων».
Σε αυτό το τελευταίο σπορ διακρίνονται, δυστυχώς, κάποια κομμάτια της θεσμικής δεξιάς και άλλων μηχανισμών που δεν θέλουν να πάρουν την ευθύνη της χάραξης ενός δημοκρατικού συνόρου ανάμεσα στον αντιδημοκρατικό εθνικισμό και στη σχολική ζωή. Αυτό το σύνορο, άλλωστε, έχει πάντα και αξία και νόημα.
Για κατι παντως εχει αδικο ο αρθογραφος: ειναι λογικο σημερα η πρωτοπορια των 60ς (σεξουαλικη απελευθερωση, με τις απαραιτητες δοσεις ρομαντισμου ιδεαλισμου και μεσιανισμου κλπ) να αντιμετωπιζεται με περιγελο. Δεν μπορει αυτα τα οποια απευθυνονταν ως σοκ στην γενια των ανθρωπων γενημενων το 1920 να απευθυνονται ως σοκ και σε αυτους που γενηθηκαν 80 χρονια μετα.
Οπότε, όλα όσα σοκάριζαν τότε, σήμερα θεωρούνται τόσο αυτονόητα ώστε δεν σοκάρουν κανένα, ούτε και κανένας επιθυμεί να σοκάρει κανέναν με αυτά.
Συνεπώς, αφού είναι πλέον αυτονόητα, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με περίγελο.
Φυσικά η αφέλεια και ο ρομαντισμός εκείνης της εποχής μας προκαλούν συχνά ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, αλλά και μια αχνή ζήλια για μια εποχή όπου μπορούσε να είναι κανείς τόσο αθώος...
Με περιγελο αντιμετωπιζεις το να ζουνε αυτοι το ιδιο γεγονος ξανα και ξανα σαν αλλοι Δον Κιχωτες: και δωστου για την Εκκλησια και δωστου για τους "ακροδεξιους μηχανισμους στο Στρατο" και δωστου για το "παρακρατος της δεξιας" (Ελεος μιλαμε αυτοι που εχουν επισημο ταγμα εφοδου τον Ρουβικωνα - που εβαλε στο ματι το Χαμπιμπι και αυτος εκτελεστηκε μετα απο καποιους μηνες ή τους 20 νεκρους της 17Ν) και δωστου οι πρωτοποριακοι και ανατρεπτικοι καλλιτεχνες για τηςν αγια ελληνικη οικογενεια (με παραστασεις χορηγουμενες απο ιδρυματα πρεσβειες πλουσιους και το ιδιο το κρατος) και δωστου το ενα δωστου το αλλο
τελικα καταληγουμε να δινουμε μαχες των πατεραδων τους και των παπουδων τους(η πλεον καταπτυστη μορφη φυγομαχιας) αντι να δινουμε τις μαχες για τα αυτονοητα στο καιρο μας.
Ετσι παμε πισω οχι μπροστα. Και ο περιγελος σε αυτη τη σταση ειναι υγιης οχι ισοπεδωση.
πολύ κόμπλεξ
έχουμε βαριά ψυχολογικά θέματα
Στην Ελλάδα είναι εν πολλοίς αντανακλαστική αντίδραση στη χρόνια αυθαιρεσία της αριστεράς που με τη σειρά της ήταν αντίδραση στη χρόνια αυθαιρεσία της δεξιάς. Σκοπός δεν είναι να είμαστε ένας εκκρεμές που πάει από τέρμα δεξιά τέρμα αριστερά και τούμπαλιν (καίτοι παρατήρησα ότι ενώ χρησιμοποιείται ο όρος "ακροδεξιά" δεν υπάρχει πουθενά ο όρος "ακροαριστερά" λες και μόνο οι μεν έχουν ακραίους).
Σκοπός είναι να δομήσουμε μια δημοκρατία που θα σέβεται τον εαυτό της. Για να σέβεται τον εαυτό της πρέπει -δίχως κόμπιασμα ή δισταγμό- να μπορεί να σέβεται το Σύνταγμα. Τι λέει το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος;
"Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα".
Εμείς γουστάρουμε τον λαό αλλά θεωρούμε ότι το έθνος είναι κάτι κακό διότι παράγει τη λέξη "εθνικισμός". Όταν ξεπεράσουμε αυτό το αριστερό κόμπλεξ, όταν μπορέσουμε απρόσκοπτα να μιλήσουμε για δύο άκρα και όχι για "ακροδεξιούς" αλλά "προοδευτικούς αριστερόστροφους" που είχαν κάποιες αστοχίες, όταν αρχίσουμε να γουστάρουμε τους θεσμούς και όχι τις ιδέες (μας) τότε θα μπορέσουμε να λύσουμε τα θέματά μας.
Αναφορικά με τις ΗΠΑ προφανώς και πέφτει γέλιο με τη μνεία στην προοδευτικότητα του παρελθόντος η οποία ταριχευμένη αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικότητα σήμερα, 60 χρόνια μετά. Έχει οδηγήσει σε λογικά εκτρώματα όπως ο ακτιβιστικός δικαιωματισμός. Το γέλιο είναι η πιο ήπια αντίδραση.
Μια πορεία κατά του φασισμού δεν νικάει τον φασισμό. Μια πορεία κατά της πείνας δεν γεμίζει τα στομάχια.
Ο Καμυ τα εχει γραψει 70 χρονια πριν αλλα ποιος τον διαβαζει.
Το πλέον γελοίο είναι ότι εκτός από τους ναζί χαρακτηρίζουν φασίστες ακόμα και τους φιλελεύθερους δημοκράτες ακριβώς όπως οι μέντορες τους σταλινικοί με ζωντανό παράδειγμα ότι ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Απλοποιώντας τελικά τη σκέψη προκύπτει ότι τα δύο άκρα στοχεύουν και αντιμάχονται διεκδικώντας το ίδιο κοινό με αρχέτυπα χαρακτηριστικά που δεν διαφέρουν στη βάση τους παρα μόνο σε σημειολογικά στοιχεία lifestyle. Ένα κοινό χαμηλών δυνατοτήτων που περιμένει τον κάθε μεσια να του λύσει προβλήματα που δεν μπορεί να διαχειριστεί ατομικά .
Το καύσιμο ενεργοποίησης ειναι το μίσος απέναντι στους άλλους με προτεραιότητα φυσικά τους βασικούς ανταγωνιστές που διεκδικούν διαχρονικά το συγκεκριμένο κοινό.
Δεν φταίει ο Στάλιν.
Όσο δεν βασίζεσαι σε διαδικασίες με διαφάνεια (θεσμούς) αλλά είσαι υπέρ του θυμικού και της εξέγερσης και της επανάστασης θεωρώντας ότι ο λαός (ο οποίος κάθε φορά ορίζεται διαφορετικά και κατά το δοκούν) όταν είναι αυθόρμητος έχει το αλάθητο τότε είσαι καταδικασμένος να κάνεις τα ίδια και τα ίδια.
Δεν είναι τυχαίο ότι όπου έχει εφαρμοσθεί αυτό το σύστημα έχει καταλήξει σε ανελευθερία. Δεν είναι τυχαίο ότι παντού οι υποστηρικτές λένε εκ των υστέρων "ναι μεν εφαρμόστηκε αλλά δεν ήταν η ΣΩΣΤΗ εφαρμογή".
Αν δεν είσαι δυνατόν να παραθέσεις κάποιο απόσπασμα (πράγμα όντως δύσκολο), μπορείς τουλάχιστον να μας παραπέμψεις σε κάποιο βιβλίο του;
Δύο παρατηρήσεις μικρής σημασίας μεν επί της ουσίας, αλλά μου αρέσει η ακρίβεια:
- Ο Στάλιν δεν εξόντωσε τους πολιτικούς αντιπάλους του (και όλους όσους μέσα στην παράνοιά του θεωρούσε αντιπάλους του ή αντιφρονούντες) στο όνομα του αντιφασισμού αλλά στο όνομα της εφαρμογής του μαρξισμού και του λενινισμού, και κυρίως της εδραίωσης της προσοπωλατρείας. (Αρα, επ' αυτού του σημείου, το σχόλιό σου είναι, είτε εκτός θέματος, είτε μια συνειδητή τρολιά για να πεταχτεί η μπάλα στην εξέδρα)
- Στον αριθμό των 20 εκατομμυρίων "εξοντωμένων αντιφρονούντων" έχω την εντύπωση ότι περιλαμβάνεις, ακολουθώντας πιθανόν την "Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού" ή άλλα παρόμοια πονήματα, και τους νεκρούς του Εμφυλίου με τους Λευκούς, αλλά και τα εκατομμύρια θύματα του λιμού που προκλήθηκε, τόσο από την αποδιοργάνωση που επέφερε ο Εμφύλιος, όσο και από την ανικανότητα των μπολσεβίκων και την ιδεοληπτική και αγκυλωμένη στάση τους στη διαχείριση της οικονομίας. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, προφανώς ο αριθμός που επικαλείσαι είναι φούσκα (έστω και αν απλά και μόνο η εκτέλεση ενός αντιφρονούντα αρκεί για να αμαυρώσει το όνομα ενός πολιτικού)
Εχει ξαναγραφει ειτε εδω ειτε στην Καθημερινη μου φαινεται (απο τον αρθογραφο που "προοδευτικοι" της σειρας κατηγορουν ως συντηρητικο) οτι ο Καμυ που ειχε ζησει φτωχεια και ηταν πραγματικος προλεταριος ηταν απεναντι στον Σατρ ο οποιος ηταν ενας μοσχοαναθρεμενος τυπος.
Αλλα ειπαμε ο Καμυ ειναι ενας πολυ κουλ τυπος για φωτο αλλα μαλλον οχι για να τον διαβαζει πλεον. Η πολιτικη του κληρονομια εχει πληρως συκοφαντηθει.
@Γραφων και Network για τον Σταλιν: οντως εχουμε τον Σταλιν σαν το ιστορικο παραδειγμα, αλλα αλλωστε εφαρμοζοντας τον ντερμινισμο του "επιστημονικου" σοσιαλισμου ή οπως λεγεται σημερα, αλλα κυριως συνδυαζοντας το με εμπειρικα δεδομενα θα καταληξουμε στο εξης συμπερασμα: οτι καθε φορα που καποιος υποσχεται αλαθητα, λαοκρατιες κλπ ειναι μια Τυρανιδα μεταμφιεσμενη, τοσο μεγαλυτερο οσο μεγαλυτερο το αλαθητο πουυποσχεται. Ο Σταλιν αποτελει το φυσικο αποτελεσμα καθε διαδικασίας κομουνιστικής ή αναρχοκομουνιστικης εξουσιας.
Οσον αφορά τον ισχυρισμό σου ότι ο εθνικισμός είναι "νέο φρούτο" στην Ελλάδα, αποτελώντας αντίδραση στην αριστερά, να σου υπενθυμίσω ότι ο εθνικισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο του ελληνικού κράτους και της επίσημης νεοελληνικής ιδεολογίας από την εποχή της Μεγάλης ιδέας. Τι άλλο ήταν η πανίσχυρη Εθνική Εταιρία τον 19ο αιώνα (πολύ πριν εμφανιστεί στη χώρα άξια του λόγου αριστερά); Η οποία μάλιστα Ε.Ε. χτύπησε το κατεξοχήν όργανο του (τόσο προσφιλούς σε εσένα) φιλελευθερισμού εκείνης της εποχής, την Ακρόπολη του Βλάσση Γαβριηλίδη.
Αυτός ο εθνικισμός είναι νέο φρούτο. Κι είναι ανιδεολογητος. Διότι είναι αντανακλαστικός.
"Στις αρχές του 20ού αιώνα νεολαία ήταν αυτή που υπερασπιζόταν μαχητικά τον αρχαϊσμό και τον γλωσσικό συντηρητισμό Πηγή: www.lifo.gr"
Δεν ήταν η "νεολαία", δεν ήταν ολόκληρη η νεολαία, ήταν η νεολαία των ελάχιστων φοιτητών και των λιγοστών τότε αποφοίτων λυκείου που ήταν σε θέση να μιλήσει σωστά την σκληρή καθαρεύουσα, δηλαδή η ελίτ της νεολαίας που είχε επενδύσει σε ένα εργαλείο κοινωνικής ανόδου και ταξικής επιβολής επί της "πλέμπας" που μιλούσε επιδιδόμενη σε " βαρβαρισμούς" .