Ποιες είναι οι πιο μεγάλες σου φοβίες;

3

Θοδωρής Αντωνόπουλος

Οι φοβίες και οι φόβοι του καθενός δεν είναι πάντα δεδομένοι. Άλλοτε παραμένουν μόνιμοι άλλοτε ξεπερνιούνται, και είτε εκλείπουν σταδιακά είτε αντικαθίστανται από άλλους. Άλλα πράγματα εξάλλου είθισται να φοβάσαι, ή να μη φοβάσαι, στην πιο αψιά και ατρόμητη συνήθως εφηβεία, άλλα στην ευδαίμονα και κραταιά ή αγωνιώδη και επαχθή ωριμότητα, άλλα στα πιο γαληνεμένα και κατασταλαγμένα –άμα, βέβαια, τα φτάσεις και ευτυχήσεις να 'ναι καλά‒ γηρατειά.


Κάποιοι φόβοι φαντάζουν ρεαλιστικοί, άλλοι πιο επιπόλαιοι, παράλογοι ή αστείοι, τίγρεις από χαρτί. Ο φόβος π.χ. πως μπορεί να σβήσεις υποφέροντας, άρρωστος, φτωχός και μόνος έχει μια βαρύτητα, όσο να πεις. Ο φόβος πως ουδέποτε θα γίνεις οικονομημένος, επιτυχημένος, αγαπητός κ.λπ. σύμφωνα με τα κοινωνικά στάνταρ είναι καταρχάς ύβρις απέναντι στα όσα ήδη έχεις καταφέρει και που ίσως είναι περισσότερα και ουσιαστικότερα απ' όσο τα θεωρείς.


Ακόμα και με την ιδέα του θανάτου –το ύψιστο δέος– συμβιβάζεται κανείς, αρκεί να μην είναι άθλιος, φρικτός κι επώδυνος. Πιο πολύ και απ' το μοιραίο τρέμουμε, θαρρώ, τον πόνο, το βάσανο, την ανημπόρια. Αντέχεις π.χ. να φανταστείς τον εαυτό σου καθηλωμένο από ασθένεια ή ατύχημα, με μερική ή ολική παραλυσία, ανίκανο να αυτοεξυπηρετηθείς, ποιος, εσύ, που έστυβες την πέτρα, που στη δράση, την περιπέτεια και στις ηδονές κάθε λογής απλόχερα δινόσουν;


Προσωπικά, θα προτιμούσα σίγουρα, όπως μάλλον οι περισσότεροι, το μια κι έξω. Όμως κι αυτό ύβρις ακούγεται: γιατί να δικαιούμαι ένα τέτοιο «προνόμιο»; Θα ένιωθα, απεναντίας, προνομιούχος αν κάποτε υπερνικούσα τον φόβο όχι να μην αγαπηθώ –σε αυτό είχα ως τώρα μια κάποια τύχη‒ αλλά να μου διαφεύγει μέχρι τέλους τι σημαίνει να αγαπάς στ' αλήθεια.

Ως κλινικά αρρωστοφοβικός που ήμουν για αρκετό καιρό ‒μέχρι και πριν από κάποια χρόνια‒ ο μεγάλος μου φόβος δεν ήταν πως θα κολλήσω ή πως θα εμφανίσω κάποια ασθένεια αλλά ότι την είχα ήδη. Το Ίντερνετ, φυσικά, ήταν ο βασικός μου σύμμαχος στην ακούραστη προσπάθειά μου να τρελαθώ. ― Αρης Δημοκίδης

Άρης Δημοκίδης

Ως κλινικά αρρωστοφοβικός που ήμουν για αρκετό καιρό ‒μέχρι και πριν από κάποια χρόνια‒ ο μεγάλος μου φόβος δεν ήταν πως θα κολλήσω ή πως θα εμφανίσω κάποια ασθένεια αλλά ότι την είχα ήδη. Το Ίντερνετ, φυσικά, ήταν ο βασικός μου σύμμαχος στην ακούραστη προσπάθειά μου να τρελαθώ.


Κάθε σύμπτωμα που είχα, και που ήδη είχα μεγαλοποιήσει στο μυαλό μου, το έψαχνα στο Ίντερνετ και χωρίς πολύ κόπο επιβεβαίωνα τον ενδόμυχο φόβο μου: Καθετί ήταν καρκίνος! Αυτό που θα αποδεικνυόταν τσίμπημα κουνουπιού το έβρισκα online ως μελάνωμα. Ένα ανεπαίσθητο «κρακ» που έκανε το σαγόνι μου καθώς χασμουριόμουν σήμαινε λέμφωμα. Ένα χαλάζιο σήμαινε καρκίνος του βλεφάρου (ναι, υπάρχει κι αυτό).


Ζούσα μια εξωφρενικά τυχερή ζωή που δεν χαιρόμουν στο φουλ επειδή κάθε λίγο και λιγάκι διακοπτόταν από το άγχος συμπτωμάτων, το άγχος του θανάτου. Πατιόταν το pause και δεν μπορούσα να ησυχάσω και να συνεχίσω τη ζωή μου μέχρι να λυθεί το πρόβλημα, να αποδειχτεί ότι είμαι υγιής. Κι όταν λυνόταν το πρόβλημα, φυσικά εστίαζα σε κάποιο άλλο ψυχοσωματικό σύμπτωμα, κι άντε πάλι απ' την αρχή.


Πολύ κακώς άργησα να το κόψω μαχαίρι, θεωρούσα σημάδι αδυναμίας να παραδεχτώ ότι ταλαιπωριόμουν τόσο, επέμενα να προσπαθώ να το ελέγξω ο ίδιος, με το μυαλό μου. Εννοείται, βέβαια, ότι ο μόνος τρόπος να ελεγχθεί ήταν με ψυχοθεραπεία (που βρήκε τι μου έφταιγε στ' αλήθεια) και φαρμακευτική αγωγή για αγχώδη διαταραχή.


Και τώρα ζω χωρίς κάποια φοβία (ή μεγάλο φοβο). Μου φαίνεται ακόμα περίεργο: από κει που φοβόμουν 24 ώρες το 24ωρο, τώρα είναι λες και έχω την υπερδύναμη της γενναιότητας.

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Φοβάμαι πως θα ξυπνήσω σε έναν κόσμο απόλυτου συντηρητισμού. Το φταίξιμο είναι δικό μου: εδώ και χρόνια αγνοώ, ή προσπερνώ, τρανταχτά σημάδια και ορατά συμπτώματα. Ακούω συνομηλίκους, ή και νεότερους, να μιλάνε μια πεθαμένη γλώσσα, να περιγράφουν αντί να διεισδύουν, να χάνουν το χιούμορ τους και να το γυρίζουν στην πλάκα.


Βλέπω αναμασήματα και επαναλήψεις, την τέχνη στο περιθώριο και το θέαμα παντού, πλειοψηφίες παραδομένες στην παθητική επιδίωξη της αόριστης ευθυμίας. Και δεν μιλάω για οράματα, όνειρα και ιδεολογίες, αφηρημένες έννοιες και φιλοσοφίες ή τα αντικειμενικά προβλήματα στον πλανήτη, αλλά για τις συνήθειες του 21ου αιώνα που χρησιμοποιούν την τεχνολογική εξέλιξη για placebo οικόσιτη διασκέδαση, γαρνιρισμένη με ατελείωτη παράθεση πληροφοριών.


Ελάχιστοι νιώθουν τι πραγματικά συμβαίνει κι αυτό που εισπράττω είναι πως δεν τους αφορά, το πετάνε γρήγορα από πάνω τους και επιστρέφουν στην κομπλεξική θέση του σιωπηλού παρατηρητή που παρηγορείται με τη selfie ψευδαίσθηση του στιγμιαίου πρωταγωνιστή. Φοβάμαι μήπως κι εγώ έχω πέσει θύμα απαγωγής. Και πως δεν το έχω πάρει χαμπάρι. Την αισθητική παρακμή την έχει προλάβει η αισθηματική χρεοκοπία.

Δημήτρης Κυριαζής

Μεγαλωμένος με λακωνικές αρχές, για χρόνια θεωρούσα τον φόβο κάτι κατώτερο, μιαρό. «Οι άνδρες δεν φοβούνται» σκεφτόμουν και έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να το αποδείξω. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι βρήκα το αντίθετο αυτής της φιλοσοφίας στις ίδιες λακωνικές αρχές.


Διάβασα κάπου πως ένας αρχαίος Σπαρτιάτης στρατιώτης που επέδειξε υπέρμετρη ανδρεία στη μάχη και πολέμησε κυριολεκτικά ατρόμητα, χωρίς να φυλάγεται, εκτελώντας παράτολμες κινήσεις κ.λπ., όταν επέστρεψε στη Σπάρτη, μαστιγώθηκε επιδεικτικά. Γιατί η ουσία δεν είναι να μη φοβάσαι αλλά να υπερνικάς τους φόβους σου. Να κάνεις ειρήνη με τα δαιμόνιά σου.


Ναι, μπορείς να φοβάσαι τις αναταράξεις στο αεροπλάνο για παράδειγμα, αλλά να μη σε εμποδίζει αυτό να πετάς όσο συχνά χρειάζεται. Δεν ξέρω αν αυτό θα διαρκέσει για πάντα, αλλά σε αυτήν τη φάση της ζωής μου αισθάνομαι πως έχω κάποιους μικρούς φόβους, που δεν ξεμυτάνε στο φως.

Χριστίνα Γαλανοπούλου

Είμαι κάπου 7-8 χρονών, στο εξοχικό μας, παίζω κρυφτό με τα παιδάκια της γειτονιάς. Νομίζω ότι έχω βρει την τέλεια κρυψώνα (μεγάλη πλάνη) κάτω από το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας που μένουμε, εκεί όπου βρίσκονται τα ρολόγια της ΔΕΗ. Έχει πορτάκι με μάνταλο και χωράει ένα παιδί στην ηλικία μου.


Μπαίνω χωρίς δισταγμό κι ακούω το κοριτσάκι που τα φυλάει να λέει «φτου και βγαίνω». Παραφυλάω να ακούσω πόσους έχει βρει. «Να, ένας Αλέξανδρος! Κωστάκη, σε βλέπω! Ελευθερία, βγες, σε βρήκα». Τους μετράω όλους στα σκοτεινά, τους έχει βρει όλους.

Με φωνάζει, ψάχνει παντού, η φωνή της απομακρύνεται. Ετοιμάζομαι να βγω. Πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Το πορτάκι δεν ανοίγει. Το μάνταλο έχει πέσει. Οι φωνές των άλλων παιδιών ξεμακραίνουν. Τα ακούω και χτυπάω με αγωνία να μου ανοίξουν. Κάτω από το κλιμακοστάσιο δύσκολα ακούγομαι. Χτυπάω –χτυπιέμαι για την ακρίβεια‒, φωνάζω, η καρδιά μου σπάει, έχω ιδρώσει, αρχίζω να κλαίω.


Το παιχνίδι διαλύεται, είναι μεσημέρι. Ακούω να λένε «θα έφυγε, θα βαρέθηκε» ‒ναι, το έκανα αυτό‒, χτυπάω πιο δυνατά, έχω ματώσει χέρια, πόδια, μετά σκοτάδι. Με βρίσκει ο πατέρας μου, νομίζω αιώνες μετά, λιπόθυμη, κατατρομαγμένη, καταχτυπημένη.


Από τότε, έχω κάνει πολλή δουλειά, νομίζω. Μπαίνω σε ασανσέρ, αλλά αλίμονο αν σταματήσει. Αυτομάτως με λούζει κρύος ιδρώτας, χάνω την αναπνοή μου και η λιποθυμία με γλιτώνει από τον υπόλοιπο εφιάλτη. Δεν μπαίνω ούτε γι' αστείο σε υπόγεια, σε σπήλαια, μου πήρε χρόνια να μπω στο μετρό χωρίς να τρέμω, αλλά όχι πάντα. Στο σπίτι θέλω ανοιχτά παράθυρα και ψηλά ταβάνια και από κάπου να μπαίνει πάντα λίγο φως.


Όταν αγχώνομαι ο 7χρονος εαυτός μου επιστρέφει. Ποτέ δεν μάθαμε αν το μάνταλο έπεσε μόνο του ή αν κάποιο πιτσιρίκι της παρέας ήθελε να κάνει πλάκα. Έχω αποδεχτεί την κλειστοφοβία όχι μόνο ως φοβία αλλά και ως φόβο που με κυνηγάει στις σχέσεις, στις φιλίες, παντού. Θέλω πάντα την πόρτα ανοιχτή (κι ας μη φύγω). Τι να γίνει τώρα; Έτσι είμαι.

Γιάννης Κωνσταντινίδης

Φοβάμαι ότι θα απογοητεύσω, επειδή το να εκλέξω τον μεγαλύτερο από τους φόβους μου αποδείχτηκε μεγάλη σπαζοκεφαλιά και εγκατέλειψα την προσπάθεια. Όμως, με την ευκαιρία, «γκρούπαρα» πρόχειρα ομοειδείς φόβους μου και οδηγήθηκα σε κάποια αποτελέσματα, βαρομετρώντας ανά κατηγορία.


Στο «μεταφυσικό φάσμα», λοιπόν, θεωρώ ότι δεν με τυραννά ο πατροπαράδοτος φόβος της Κολάσεως αλλά φοβάμαι πως, μετά θάνατον, θα ξεμείνω ‒ως φάντασμα‒ να περιφέρομαι τις νύχτες στην Αθήνα και με στόμφο Οιδίποδα επί Κολωνώ να βγάζω άηχες ιαχές που θα αποκρυπτογραφούνται σε ένα μελοδραματικό: «χωρίς να θέλω έζησα δυστυχίες και υπέφερα», υπονοώντας ότι αυτό συνέβη μάλλον επειδή υπέγραψα ψυχική αποδοχή κληρονομιάς τους.


Στην κατηγορία με τους «φόβους για κίνδυνο που δεν αντίκρισα ποτέ», θα όριζα ως φιναλίστ τις επιθέσεις καρχαριών, τις γενετικές τροποποιήσεις επί του σώματός μου και τον φόβο του ιλίγγου της απόλυτης ελευθερίας. Οπότε, θα πρόκρινα μάλλον τους καρχαρίες, επειδή, από διαίσθηση, θεωρώ πιο σίγουρο ότι κάποια στιγμή, κι ενώ θα κολυμπώ αμέριμνα, θα με κατασπαράξει ένα ανόητο κήτος.


Μεταξύ «φόβων που επειδή σε ακινητοποιούν χάνεσαι εξαιτίας σαστιμάρας», με ανατριχιάζουν οι αφανισμοί λόγω εγκληματικής απερισκεψίας ή αμέλειας ύποπτου τρίτου (π.χ. επιβατηγό «Εξπρές Σάμινα»). Ενώ, μεταξύ «φόβων ατυχημάτων αμφιβόλως μοιρασμένης υπαιτιότητας» υπερισχύει η αγωνία μου ότι θα «πάω» από πάτημα μπανανόφλουδας ή από πτώση ακροκέραμου ασυντήρητου νεοκλασικού, ως εκδίκηση της πόλης για τη σταθερή προτίμησή μου στον αρχιτεκτονικό μοντερνισμό.

Τέλος, ο μεγαλύτερός μου φόβος στην κατηγορία «προσωπική αλλοίωση» είναι η γεροντική άνοια που θα με έφερνε σε σημείο να φοβάμαι διαρκώς, χωρίς να κατανοώ ή να θυμάμαι τι ακριβώς φοβάμαι.

M.Hulot

Όταν ήμουν πιο μικρός  ο πιο μεγάλος μου φόβος ήταν μην πάθω άνοια  και πάψω να θυμάμαι τους ανθρώπους που αγαπάω. Όσο μεγαλώνω, αρχίζω να θεωρώ τύχη την άνοια, γιατί τουλάχιστον ξεχνάς τον φόβο.

Ο πιο μεγάλος μου φόβος αυτήν τη στιγμή είναι μην καταλήξω γέρος, μόνος και ανήμπορος, στο έλεος μιας νοσοκόμας. Κυρίως αυτό. Και επειδή δεν πιστεύω σε μεταθανάτια ζωή, Παράδεισο και Κόλαση, μερικές φορές η ιδέα του θανάτου με παραλύει.

Ποιες είναι οι πιο μεγάλες σου φοβίες; Facebook Twitter

Για κάποια χρόνια έγινα καλός πελάτης των εξωτερικών ιατρείων του Λαϊκού ή, επειδή δεν είχα υπομονή, πολλών ιδιωτικών ιατρείων του κέντρου. Συμπτώματα καρδιακά, δέκατα που επέμεναν για βδομάδες, πανικόβλητες αυτοψηλαφήσεις που γινόταν βεβαιότητες περί του επικείμενου τέλους. ―Νικόλας Σεβαστάκης

Νικόλας Σεβαστάκης

Έπαθα ό,τι ανέκαθεν φοβόμουν. Φοβόμουν ότι θα γεράσω, και γέρασα. [Aντώνης Ζέρβας]

Άλλο ο φόβος γενικά και άλλο οι δικοί μου/μας φόβοι. Ο πρώτος είναι θέμα πολυδαίδαλο, βαθέως φιλοσοφικό και ανθρωπολογικό. Οι άλλοι φόβοι, αυτοί που κλίνονται σε πρώτο πρόσωπο, δεν απαλύνονται από τις εξηγήσεις που εφευρίσκουμε για να τους «εξημερώσουμε». Οι δικοί μου φόβοι δεν είχαν –νομίζω‒ κυρίαρχο μοτίβο. Αλλάζουν μέσα στα χρόνια μαζί με το σώμα, τις διαθέσεις και τις συγκυρίες.


Κάποτε, μετά το πτυχίο της Παντείου και για λίγα χρόνια που βολόδερνα με μισές, κακοπληρωμένες δουλειές στην Αθήνα, έπεσε πάνω μου μια σκληρόπετση αρρωστοφοβία. Για κάποια χρόνια έγινα καλός πελάτης των εξωτερικών ιατρείων του Λαϊκού ή, επειδή δεν είχα υπομονή, πολλών ιδιωτικών ιατρείων του κέντρου.


Συμπτώματα καρδιακά, δέκατα που επέμεναν για βδομάδες, πανικόβλητες αυτοψηλαφήσεις που γινόταν βεβαιότητες περί του επικείμενου τέλους. Όταν λύθηκε, κάπως, το θέμα του βιοπορισμού και μπήκα σε έναν δρόμο, αυτοί οι φόβοι υποχώρησαν και στη θέση τους αναδύθηκε η αδιαφορία.


Αργότερα, πάλι, όταν γεννήθηκε η κόρη μου κι εγώ ήμουν περασμένα σαράντα, είχα τον φόβο μη συμβεί κάτι και δεν τη χορτάσω. Τόσα και τόσα άκουγα γύρω μου, ιδίως για ανθρώπους που, σαν κι εμένα, δεν πρόσεχαν καθόλου το σώμα τους για δεκαετίες και η μοναδική τους άθληση ήταν οι ποδαρόδρομοι με τσιγάρο.


Τα τελευταία χρόνια, πάντως, ένας άλλος φόβος έχει έρθει και, μάλλον είναι ο πιο παραλυτικός. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου αλλά ο φόβος πως αυτά που έκανα και κάνω στη ζωή δεν είναι όσα θα μπορούσα να κατορθώσω. Ας τον ονομάσω φόβο για τις βαθύτερες αποτυχίες και αστοχίες ‒ μήπως αυτές έχουν την τελευταία λέξη. Ελάχιστες βεβαιότητες, μεγαλύτερες ανησυχίες τα πρωινά, πριν σηκωθούν οι άλλοι στο σπίτι: εδώ, ας πούμε, ότι σιγοβράζουν οι πιο πρόσφατοι φόβοι.

Αλέξανδρος Διακοσάββας

Ο φόβος της μοναξιάς είναι απόρροια αδυναμίας να αντιμετωπίσω κατά πρόσωπο τον εαυτό μου, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Το δουλεύουμε. O δισταγμός για υπερέκθεση και η έλλειψη κοινωνικότητας αντιμετωπίζεται καθημερινά μέσω της δουλειάς μου – συνειδητή επιλογή, κυρίως λόγω ενσυναίσθησης που αποκτήθηκε σε αρκετά πρώιμο στάδιο της ζωής μου. Η απώλεια, ο πόνος και ο θάνατος θεωρώ ότι είναι καταστάσεις που επηρεάζουν τον οποιονδήποτε, ειδικά αν έχεις την τύχη στα 30 σου να μην είσαι ακόμα εξοικειωμένος μαζί τους.

Η απραξία όμως με συνθλίβει: ο (σχεδόν) παθολογικός φόβος τού να μην είμαι δημιουργικός, να μην έχω λόγο το πρωί να σηκωθώ από το κρεβάτι, φόβος που εκπορεύεται πρωτίστως από τις λανθασμένες και ανέτοιμες ακαδημαϊκές επιλογές του παρελθόντος και τις στιγμές (χρόνια!) που συνδέθηκαν με αυτές, αυτός ο σχεδόν αυτοτιμωρητικός μπαμπούλας μιας όχι γεμάτης μέρας με πολύ (και σαφώς μη διαχειρίσιμο) ελεύθερο χρόνο στον οποίο θα χρειαστεί να επιδοθώ ξανά σε tavani spotting, ορίζει ενστικτωδώς τις κατευθύνσεις μου.

Η ψυχαναλύτριά μου μού είπε στο προχθεσινό μας session ότι είμαι πλέον σε φάση εσωτερικής αναζήτησης και σύνδεσης των πραγμάτων που φάνταζαν μέχρι πρότινος ασύνδετα. 

Χρήστος Παρίδης

Να μην προλάβω. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου. Να μην προλάβω να κάνω όλα όσα είχα στο μυαλό μου όταν ξεκινούσα τη ζωή μου και όλα όσα κατέστρωνα παιδί ακόμα σε ένα μπλοκ ζωγραφικής με σχεδιαγράμματα ότι θα κάνω όταν μεγαλώσω. Θα μου πείτε, δεν ενηλικιώθηκες; Δεν προσγειώθηκες στην πραγματικότητα; Ναι, βέβαια προσγειώθηκα (νομίζω) και κατάλαβα ότι πολλά από αυτά που ήθελα ήταν ανεδαφικά, σχεδόν δονκιχωτικά.


Έλα όμως που μέσα από τις ονειροβασίες μου αρκετά ή κάποια παρόμοια με όλα εκείνα πραγματοποιήθηκαν. Κι ας έχασα πολύτιμο χρόνο εδώ κι εκεί, κι ας παραδόθηκα για πάρα πολλά χρόνια σε νυχτερινές κραιπάλες, κι ας εργάστηκα και ξοδεύτηκα σε πράγματα που δεν με συγκινούσαν, ενώ ο χρόνος στο μεταξύ έτρεχε.


Από αναβολή σε αναβολή χάθηκε μισή ζωή χωρίς να αποπειραθώ ούτε τα μισά απ' όσα είχα στον νου μου. Μετά είπα, «δεν βαριέσαι, δεν ήταν για να γίνουν», έτρεφα αυταπάτες. Τότε ήρθαν έτσι τα πράγματα που μέσα από τρομερές συμπτώσεις, όχι πάντα χωρίς δυσκολίες, αργοπορημένα βέβαια, σαν να ήταν το πλήρωμα του χρόνου και, ως ανταμοιβή για κάποιες εμμονές και το πείσμα μου, κάποια πράγματα συνέβησαν!


Αλλά και πάλι, όχι με την τόλμη και την αποφασιστικότητα που όφειλα στον εαυτό μου. Τώρα είναι (ελπίζω όχι αμετάκλητα) αργά πια, πρέπει να κάνω αγώνα δρόμου να προλάβω. Αν καταφέρω να αφήσω στην άκρη τις γενικότερες «ακίνδυνες» φοβίες μου, όπως ο περφεξιονισμός που τόσο με άγχωνε πάντα, ίσως προλάβω. Αλλά προλαβαίνει κανείς ποτέ σε μια ζωή; Και τι να πρωτοπρολάβει;

Γιάννης Πανταζόπουλος

Στη λέξη «φόβος» οι πρώτες σκέψεις που έρχονται στο μυαλό μου αφορούν την υψοφοβία ή την ακροφοβία. Έχω βιώσει πολλές φορές την αυξημένη ροή του αίματος, των καρδιακών παλμών, την εφίδρωση, την αγωνία και το ρίγος. Όμως, πρόκειται για μια σχετικά εύκολη φοβία, η οποία είναι αντιμετωπίσιμη. Ακόμη και τότε αισθάνεσαι άτρωτος, άφθαρτος και ζωντανός. Εξάλλου, ο φόβος είναι έμφυτος σε όλα τα ζωντανά όντα και είναι πάντα αποτέλεσμα πολύπλοκων σκέψεων.


Αναλογιζόμενος, λοιπόν, λίγο περισσότερο το ερώτημα, διαπιστώνω ότι εκείνο που με φοβίζει περισσότερο είναι το αιφνίδιο, το ξαφνικό, το απρόβλεπτο και το αναπάντεχο, ειδικά όταν σχετίζεται με την απώλεια και τον θάνατο. Ένα τηλεφώνημα, μια ανακοίνωση, ένα μήνυμα, μια σιωπή που δεν μπορείς να διαχειριστείς. Ο φόβος για τον θάνατο των άλλων. Εκείνη η διαρκής απειλή που δίνει νόημα, αξία και περιεχόμενο στην ύπαρξή μας.


Αλλά και ο φόβος για τον θάνατο τον δικό μας. Η συναίσθηση του κινδύνου, η ενστικτώδης αντίδραση και το λογικό που εξελίσσεται σε παράλογο. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Ή να αμυνθεί έναντι του αναπότρεπτου. Αυτή είναι η τυραννία του απρόοπτου. Η χρονική στιγμή που η διαδρομή, η γεμάτη από λύπες και χαρές, αναμνήσεις, στόχους, επιθυμίες, αισθήματα, όνειρα, εμπειρίες, βιώματα, πρόσωπα και αγάπη σταματά.


Όταν, ξαφνικά, όλα μπορεί να τελειώσουν και τίποτα δεν θα έχει σημασία. Όταν το ζεστό σώμα έχει γίνει κρύο και άψυχο. Κι εσύ αποτελείς το χθες στο παρόν των άλλων. Όταν η παρουσία εξελίσσεται σε απουσία. Η ύστατη ανάσα, η αρχή της παύσης των βιολογικών λειτουργιών. Το μόνιμο κλείσιμο των ματιών. Η έσχατη αναπνοή. Το σημείο όπου η διάρκεια του βίου διακόπτεται, ο χρόνος μηδενίζει. Το τέλος. Αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος.

Άκης Κατσούδας

Όλοι θα σου πουν «έλα, μωρέ, γιατί φοβάσαι τον θάνατο; Αφού, όταν έρθει εκείνη η ώρα, δεν θα καταλάβεις τίποτα». Ε, όχι, λοιπόν, φοβάμαι τον θάνατο. Βασικά, δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο που δεν φοβάται εκείνη τη ‒μακρινή, ελπίζω‒ μέρα. Πιο πολύ, όμως, φοβάμαι τον αιφνίδιο θάνατο. Εκείνον που ποτέ δεν περιμένεις πως θα 'ρθει.


Θα σου πει ο συνήγορος του διαβόλου, που εδώ ίσως να αποκτά και κυριολεκτική έννοια, πως καλύτερα να πεθάνεις μια κι έξω, παρά να τυραννιέσαι καιρό μ' αυτή την ιδέα. Για μένα είναι λάθος. Όταν βλέπεις να έρχεται ο θάνατος, σκέφτεσαι, αναλογίζεσαι, στοχάζεσαι το τέλος.


Πώς θα είναι, αν και τι υπάρχει μετά ‒ είσαι δεν είσαι άθεος. Αν, όμως, ο θάνατος είναι βίαιος και αιφνίδιος, δεν σκέφτεσαι τίποτα. Η ζωή κόβεται απότομα, χωρίς να το 'χεις συνειδητοποιήσει, χωρίς να 'χεις σκεφτεί τίποτα. Ε, αυτό το αιφνίδιο με τρομάζει.

Κορίνα Φαρμακόρη

Σε πρώτη ανάγνωση είμαι μάλλον χαλαρός τύπος, αν το καλοσκεφτώ, όμως, έχω κι εγώ τις φοβίες μου. Καταρχάς, έχω ακροφοβία, υποθέτω, καθώς με πιάνει ένας μικρός πανικός όταν βρίσκομαι κοντά στα κάγκελα σε πολύ ψηλά μπαλκόνια, αλλά και όταν κάθομαι στις οικονομικές θέσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη και στην Aίθουσα Σταύρος Νιάρχος ‒ λίγο κάτω από το ταβάνι.


Επιπλέον, έχω και μια μικρή κλειστοφοβία που εκδηλώνεται μόνο σε περιπτώσεις πολύ μεγάλου συνωστισμού σε κλειστούς χώρους αλλά και κάθε φορά που επιδιώκω να μπω στο Σπήλαιο του Ευριπίδη, στη Σαλαμίνα.

Όσο για τους φόβους μου, το μόνο που πραγματικά με φοβίζει είναι η ασθένεια και η απώλεια των ανθρώπων που αγαπώ. Όλα τα άλλα τα θεωρούσα πάντα «λεπτομέρειες» και θεωρώ ότι τελικά είχα δίκιο.

Βαγγέλης Λιακόγκονας

Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί, αλλά αν και σε γενικές γραμμές δεν έχω φόβους για αρρώστιες, τραυματισμούς, ύψη και πολυκοσμία, ένα είναι αυτό που με ταράζει, με κάνει να ανησυχώ και κάποιες νύχτες με κρατάει ξάγρυπνο, ο φόβος ότι μπορεί να χάσω την (όποια) δύναμή μου. Αναφέρομαι σε αυτήν που με κρατά ικανό να αντεπεξέρχομαι στην καθημερινότητα, τις προσωπικές και επαγγελματικές μου υποχρεώσεις.


Είμαι βέβαιος ότι ο φόβος αυτός πηγάζει από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τελευταίων ετών σε κοινωνικό, πολιτικό, άρα και βιοτικό επίπεδο. Γιατί μία είναι, δυστυχώς, η λέξη που συμπυκνώνει το τι ζούμε στην Ελλάδα το τελευταίο μεγάλο χρονικό διάστημα, «ένδεια».


Κι όμως, υπάρχει άλλη μία λέξη, πάλι από «ε», που μας καθοδηγεί, θυμίζοντάς μας ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε ποτέ να αναζητάμε στηρίγματα, εναλλακτικές, έμπνευση και, τελικά, την πολυπόθητη αυτή δύναμη. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη λέξη «ελπίδα».

Και η οποία, σημειωτέον (κατά το απίθανο αυτό κλισέ) «πεθαίνει πάντα τελευταία». Ακόμα πιο απλά; Φοβάμαι μην υποκύψω στη μάστιγα των καιρών, την κατάθλιψη.

Μαρία Δρουκοπούλου

Όταν ήμουν πέντε χρονών έτυχε να χαθώ από μια λάθος συνεννόηση με τον μεγάλο μου αδελφό μου και μια φίλη μας – κατόπιν εξόρμησης σε κοντινό περίπτερο, συμφωνήσαμε να γυρίσουμε σπίτι από διαφορετικούς δρόμους. Εγώ έστριψα λάθος και στην προσπάθειά μου να βρω τον σωστό δρόμο ξεμάκραινα ολοένα περισσότερο.


Ενώ τη δεδομένη στιγμή διατήρησα την ψυχραιμία μου και βρήκα τρόπο να ειδοποιήσω την οικογένειά μου, έκτοτε, και για πολλά χρόνια, φοβόμουν να απομακρυνθώ από μέρη οικεία, κυρίως χωρίς να έχω κάποιον μαζί που να θεωρώ αρκετά αξιόπιστο, ο οποίος δηλαδή, ό,τι και να γινόταν ‒τι θα γινόταν, άραγε;‒ θα έβρισκε τον δρόμο για τον γυρισμό.


Πόλη, χωριό, νησί ή εξοχή, μέρος μεγάλο, πυκνοκατοικημένο ή απομονωμένο, όλα ήταν ίδια για μένα ως προς τον βαθμό επικινδυνότητας. Η προοπτική της περιπλάνησης σε άγνωστες περιοχές ήταν απλώς βασανιστική, ισοδυναμούσε με έναν λαβύρινθο χωρίς έξοδο, γι' αυτό και πάντα προσπαθούσα να αποκλείω το ενδεχόμενο.


Το πρόβλημα άρχισε να λύνεται κάπως όταν ήρθα στην Αθήνα, όπου αναγκαστικά έπρεπε να κυκλοφορώ μόνη μου σε μέρη που όχι μόνο μού ήταν άγνωστα αλλά και χαοτικά σε σχέση με ό,τι είχα συνηθίσει ως τότε. Βεβαίως, πάντα φρόντιζα να αποτυπώσω στο μυαλό μου τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσω και για μεγαλύτερη ασφάλεια κουβάλαγα μαζί μου τον χάρτη της πόλης, του οποίου το βάρος δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Όταν αυτό άρχισε να με κουράζει και το εφέ της τουρίστριας στην πόλη της να μη μου φαίνεται και τόσο χαριτωμένο, απλώς έκοβα τη σελίδα με την περιοχή στην οποία κατευθυνόμουν και τη συμβουλευόμουν διακριτικά.


Τώρα, πια, μπορώ να πω ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί πολύ. Δεν είναι ότι δεν νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια παραπάνω ανασφάλεια όταν πρέπει να κινηθώ μόνη μου κάπου που δεν έχω ξαναβρεθεί, απλώς έχω μάθει να δείχνω περισσότερη εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και πίστη στην «καλοσύνη των ξένων».

Άγγελος Κλείτσικας 

Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται εντελώς διαφορετικά την έννοια της λέξης «φόβος». Στο δικό μου μυαλό ο φόβος είναι ένα εντελώς αόριστο, άμορφο, βουβό και απλωμένο στον χρόνο συναίσθημα. Δεν μπορώ να τον συσχετίσω με στιγμιαίες, αντιμετωπίσιμες ανησυχίες ή τρόμους, όπως η αγοραφοβία ή η εντομοφοβία, παρόλο που είναι απόλυτα υπαρκτές και καθορίζουν τις ζωές κάποιων ανθρώπων.


Ίσως γιατί δεν έχω κάποια από τις συνηθισμένες, εκτός από τον φόβο για τα αυτοκίνητα και την οδήγηση, που ευτυχώς κατάφερα να ξεπεράσω τη στιγμή που έπρεπε.


Όταν, όμως, σκέφτομαι τον φόβο, ασυναίσθητα, σχεδόν αυτόματα, φαντάζομαι τον εαυτό μου 40-50 χρόνια μεγαλύτερο, να μην έχει κανέναν τριγύρω του εξαιτίας συγκεκριμένων επιλόγων, να νιώθει απόλυτη μοναξιά, να βασανίζεται συνεχώς απ' όλα αυτά που θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικά και να είναι, πια, πάρα πολύ αργά για να αλλάξει το οτιδήποτε.


Μοιάζει με μια ανούσια προβολή σε ένα εφιαλτικό μέλλον, αλλά στην πραγματικότητα νιώθω πως επηρεάζει μεγάλο μέρος των αποφάσεων που παίρνω στο παρόν. Παρόλο που είμαι εκ φύσεως μοναχικός άνθρωπος, επιδιώκω συνεχώς την ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, για να κατατροπώσω, φαντάζομαι, ένα ζοφερό μέλλον.


Ίσως όλοι αυτοί να είναι υποσυνείδητοι μηχανισμοί που υπάρχουν απλώς για να σχηματοποιήσουν τις επιλογές, τις πράξεις και τις αποφάσεις μου, να δώσουν ίσως ένα μοτίβο στο χάος της ύπαρξης, αλλά ο φόβος για ένα παρόν που δεν έζησα ποτέ και σε κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου που γλιστράει γίνεται παρελθόν καραδοκεί.


Ίσως, δηλαδή, αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι πως κάποια μέρα θα μετανιώσω για όλα αυτά που δεν έκανα ποτέ, εξαντλώντας τα στο πλαίσιο της φαντασίας μου.

Άννα Κόκορη

Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι να μη γλιστρήσω και πέσω. Πιο συγκεκριμένα φοβάμαι μην πέσω και σπάσω το σαγόνι μου.

Επίσης είμαι κατ' ανάγκην αρρωστοφοβική. Βέβαια δεν αφήνω το άγχος να με κυριεύει και δεν κάνω doctor shopping. Παραμένω ψύχραιμη κι επισκέπτομαι μόνιμα τους ίδιους γιατρούς, από τότε που ήμουν 13, για να με διαβεβαιώσουν ότι δεν θα ξαναπάθω καρκίνο.

Υγεία & Σώμα
3

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η γενιά του άγχους: Πώς τα smartphones δηλητηρίασαν τα παιδιά μας και πώς να το αντιμετωπίσουμε

Υγεία & Σώμα / Η γενιά του άγχους: Πώς τα smartphones δηλητηρίασαν τα παιδιά και πώς να το αντιμετωπίσουμε

Το πιεστικό ερώτημα, ωστόσο, είναι: τι μπορούμε να κάνουμε; Ζούμε σε έναν κόσμο που είναι πλήρως κορεσμένος από τα smartphones: είναι σχεδόν αδύνατο, πλέον, να διεκπεραιώσουμε την καθημερινή μας ζωή χωρίς αυτά, ούτε φυσικά μπορούμε να κρατάμε τα παιδιά μας μακριά τους για πάντα.
THE LIFO TEAM
«Πάρε τον καρκίνο μακριά και πες του να μην ξανάρθει»

Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας / «Πάρε τον καρκίνο μακριά και πες του να μην ξανάρθει»

Η Τζούλη Αγοράκη συναντά τη Φιορίτα Πουλακάκη, διευθύντρια της Κλινικής Μαστού του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, διακεκριμένη μαστολόγο, η οποία χειρούργησε και την ίδια όταν περνούσε τη δική της περιπέτεια με τον καρκίνο.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
H λειτουργία των αναμνήσεων: Πώς το άγχος και ο ύπνος επηρεάζουν τη μνήμη μας

Υγεία & Σώμα / H λειτουργία των αναμνήσεων: Πώς το άγχος και ο ύπνος επηρεάζουν τη μνήμη μας

Ο νευροεπιστήμονας Charan Ranganath εξηγεί πως όταν συναντά κάποιον για πρώτη φορά, συχνά τον ρωτούν «Γιατί δεν έχω καλή μνήμη και ξεχνάω εύκολα;». Όμως, η απάντηση που εκείνος δίνει είναι πως τον ενδιαφέρει περισσότερο τι θυμόμαστε, παρά τι ξεχνάμε.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΤΖΙΝΙΩΛΗ
Οι ογκολογικοί ασθενείς χρειάζονται ολιστική στήριξη, μαζί με τη θεραπεία τους

Υγεία & Σώμα / Οι ογκολογικοί ασθενείς χρειάζονται ολιστική στήριξη, μαζί με τη θεραπεία τους

Με το πρόγραμμα «Φώφη Γεννηματά» περισσότερες από 15.000 γυναίκες που πιθανόν να ανακάλυπταν πολύ αργότερα ότι η υγεία τους κινδυνεύει διαγνώστηκαν με ευρήματα και έλαβαν θεραπεία έγκαιρα.
ΑΛΕΞΙΑ ΣΒΩΛΟΥ
Η αξία του προσυμπτωματικού ελέγχου σε συχνές μορφές καρκίνου

Υγεία & Σώμα / Η αξία του προσυμπτωματικού ελέγχου σε συχνές μορφές καρκίνου

Η Ελλάδα, σύμφωνα με την Κορίνα Πατέλη - Bell, μπορεί να πάρει τα δεδομένα των πιλοτικών προγραμμάτων που εφαρμόστηκαν σε 42 περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου και οδήγησαν στη μετατόπιση των ασθενών σε πρωιμότερα στάδια διάγνωσης
ΑΛΕΞΙΑ ΣΒΩΛΟΥ

σχόλια

3 σχόλια
Εξαιρετικό άρθρο. Απόλαυσα τις καταθέσεις των περισσότερων συντακτών, ιδίως των μεγαλύτερων και ωριμώτερων. Πλέον στα 44 μου βασανίζομαι κι εγώ από τον φόβο να μην προλάβω: Να χαρώ την οικογένειά μου, τα παιδιά μου, τα μελλοντικά εγγόνια μου (?) , αυτά που θέλω να κάνω και είναι τόσα πολλά.Σε πολλές καθημερινές δραστηριότητες πλέον μπαίνει το αμείλικτο ερώτημα: Πόσο ακόμη;
Διαβάζοντας τις σκέψεις κάποιων, αισθάνθηκα ότι δεν είμαι η μόνη που έχω τη φοβια του θανάτου η της αρρώστιας. Ήταν κάτι που δεν είχα μοιραστεί με κανέναν από φόβο (πάλι) να μην με θεωρησουν παλάβη οι φίλοι μου. Συγχαρητήρια για το άρθρο σας.