Όταν ξεμένει κανένας πολυτραυματίας στο σαλόνι ή όταν μου χτυπάνε το κουδούνι αξημέρωτα για ιώδια και χανζαπλάστ, βγάζω την Μαρία Μήτσορα απ' το Φαρμακείο και τους διαβάζω το κομμάτι με τον τρελάρα που έγινε κουκουβάγια (για να τακτοποιήσει κάτι "υπόθεσες ψυχικές", τάχα μου) και μετά δεν μπορούσε να ξεκουκουβαγιέψει κι ήταν του θανατά, αλλά στο τέλος λύνονται τα μάγια και ξαναγίνεται άνθρωπος και όλα σούπερ και τον περιμένει και το κορίτσι του που'χει σπάσει όλα τα κοντέρ στα σπορ αναμονής.
Δεν ξέρω αν υπάρχει στ' αλήθεια τέτοιο Θαβωροπαραμύθι (μάλλον η Μήτσορα το έβγαλε τελείως απ' το λαμέ μυαλό της) αλλά κάθε φορά που το διαβάζω στους κοπιώντες και τους πεφορτισμένους κλείνουν οι πληγές και μοσχοβαλάνε τα δαγκώματα και γενικώς βγαίνει ο Ιούλιος χωρίς εκείνες τις μεγάλες γρατζουνιές στην καρδιά.
Γιατί η Μήτσορα την χαρίζει απλόχερα την ελπίδα στους απελπισμένους που περιμένουν σαρανταπέντε αιώνες στο όρος Θαβώρ κάποιον Αντώνη ή κάποιον Νίκο ή κάποιον Ιησού Χριστό. Σου λέει η Φαρμακοποιός Μαρία: "βγάλτον εσύ απ'το μυαλό σου και τότε θα τον συναντήσεις". Κι έτσι όπως είσαι ντάγκλα απ΄τα οξυζενέ και τα ιώδια και τις γάζες δεν σκέφτεσαι τίποτα –παρά μόνο το μαύρο σου το χάλι– και ξαφνικά χτυπάει η πόρτα και νάτος ο Λεγάμενος με γλαδιόλες και δαχτυλίδι κοτρόνα για τ'αρραβωνιάσματα.
Μια αυγή η κουκουβάγια κοιτάζοντας προς το όρος Θαβώρ μέσα στον θαλασσί καθρέφτη είδε τη μούρη της. Τι κατάντια Θεέ μου, σκέφτηκε κάνοντας μηχανικά την υπόκλισή της. Κι έτσι ανέλπιστα έγινε και πάλι άνθρωπος. Και βρήκε γρήγορα την ευτυχία μέσα στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Σου το είπα βέβαια λίγο με δικά μου λόγια.» (...)
Μαρία Μήτσορα,
απόσπασμα απ' το διήγημα "Σε πήρε κάποιος Αντώνης",
Άννα να ένα άλλο, Άκμων, 1978