Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Το παλιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης αποτελούσε πάντα σημείο συνάντησης των Αθηναίων που συνέρρεαν για να γιορτάσουν κάποιο σημαντικό γεγονός, όπως η Απελευθέρωση το 1944, ή για να διαμαρτυρηθούν.
0

Ο Ηλίας Γιαννακάκης είναι σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος ντοκιμαντέρ και ταινιών μυθοπλασίας. Έχει βραβευτεί πάνω από είκοσι φορές για τα ντοκιμαντέρ και τις ταινίες μυθοπλασίας του, πολλές εκ των οποίων έχουν επιλεγεί για ειδικές τιμητικές προβολές σε Ελλάδα και εξωτερικό και έχουν συμμετάσχει σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ.


Η τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους έχει τον τίτλο «Μεταφορά» και επίκεντρό της είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη και η μετακίνησή της στο νέο κτίριο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Όπως επισημαίνει ο ίδιος στη LiFO, πρόκειται για μια «εξαντλητική και επίμονη κινηματογράφηση τεσσάρων ετών με πάνω από 500 ώρες κινηματογραφημένου υλικού με τις πιο αυθεντικές, ζωντανές και αναπάντεχες εικόνες απ' όσα συνέβησαν στα δύο κτίρια και στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας σε μια ευρεία σύνθεση, ένα μεγάλο ψηφιδωτό εικόνων σε συνδυασμό με το σπάνιο αρχειακό υλικό και την αφήγηση της ίδιας της Εθνικής Βιβλιοθήκης».


Και συνεχίζει: «Μέσα από την καταγραφή μας αναδύεται ολόκληρος ο μικρόκοσμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από το συμβούλιο μέχρι τους τελευταίους βοηθητικούς εργαζόμενους. Ένας μικρόκοσμος που αποτελεί πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας της νεότερης Ελλάδας, από την ανεξαρτητοποίησή της και μετά. Δυσκίνητος, γραφειοκρατικός, βρόμικος, παραδομένος στη φθορά, που κρύβει όμως ορισμένους ανεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς στις κατά τα άλλα φτωχές και ρημαγμένες από τις συνεχείς κλοπές μέσα στα χρόνια συλλογές».

Οι μεγαλοπρεπείς δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων επί πολλές δεκαετίες ότι ο πολιτισμός και το πνεύμα είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας αποτελούν ό,τι πιο υποκριτικό έχει ειπωθεί ποτέ από επίσημα χείλη.


Εκτός του ότι μας παραχώρησε σπάνιο οπτικοακουστικό και φωτογραφικό αρχείο αλλά και πλάνα της ταινίας, στη συνέντευξη που ακολουθεί ο γνωστός σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης μας μίλησε και για τη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο νέο κτίριο, τι σηματοδοτεί, τους άξονες της ταινίας, τις αθέατες πλευρές των γυρισμάτων, τις δυσκολίες που συνάντησε και τι κρατά περισσότερο από το εγχείρημά του.

 


— Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κινηματογραφήσετε τη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου περιστοιχίζομαι από βιβλία. Ο πατέρας μου είχε μια αρκετά ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη και συνεχώς ανακάλυπτα ποικίλους θησαυρούς μέσα σ' αυτήν. Μετά τον πρόωρο θάνατο τόσο του πατέρα μου όσο και του αδελφού μου, που την είχε στο μεταξύ κληρονομήσει, η βιβλιοθήκη χάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Έτσι, ξεκίνησα να διαμορφώνω τη δική μου, από τα 18 μου χρόνια, όταν άρχισα να δουλεύω. Εδώ και πολλά χρόνια, λοιπόν, ζω ανάμεσα σε πάμπολλα βιβλία, παλιά περιοδικά, εφημερίδες, φωτογραφίες και έναν τεράστιο όγκο οπτικοακουστικών αρχείων, ταινιών, ντοκιμαντέρ κ.λπ. Κατά συνέπεια, όταν έμαθα για την επερχόμενη, τότε, μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όλα ήρθαν ως φυσική επιλογή, ως προέκταση όλων όσα με ενδιέφεραν πάντα στη ζωή μου.


— Ποιοι είναι οι άξονες της ταινίας και ποιοι οι κεντρικοί ήρωες;

Ήδη από την πρώτη στιγμή της σύλληψης της κεντρικής ιδέας οι βασικοί άξονες ήταν όσα συμβαίνουν εντός της Εθνικής Βιβλιοθήκης, οι μακρόχρονες προετοιμασίες για τη μεταφορά και ο μικρόκοσμος που την αποτελεί σε ένα παράλληλο μοντάζ με όσα συμβαίνουν ακριβώς απέξω. Δηλαδή στην Αθήνα της πολυμορφίας, των αντιφάσεων και της μεγάλης έντασης, δεδομένης της φτωχοποίησης, του διχασμού και της ακρότητας. Σαν να έπρεπε αυτή η Εθνική Βιβλιοθήκη να περάσει από ένα ναρκοπέδιο μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.

Από ένα σημείο κι έπειτα, μετά τον δεύτερο χρόνο γυρισμάτων, συνειδητοποίησα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν είναι απλώς ένα πνευματικό ίδρυμα που θα αλλάξει στέγη αλλά πολύ περισσότερο μια μυθιστορηματική μορφή που ανακαλεί γεγονότα, πάσχει, ελπίζει, θυμώνει και ονειρεύεται.

Γι' αυτό αναδύθηκε η ανάγκη ενός αντισυμβατικού voice over: μια γυναικεία μορφή που την ακούμε να μιλά με τη φωνή της Αμαλίας Μουτούση. Αυτή η άχρονη γυναίκα είναι η κεντρική ηρωίδα σε μια καθαρά υποκειμενική αφήγηση, χωρίς κάτι επίσημο ή βαρύγδουπο στον τόνο της, που περνά διαρκώς από το παρελθόν στο παρόν, σχολιάζοντας τα πάντα, ενοποιώντας τον χρόνο και τον χώρο. Άλλοτε μιλά ως κορίτσι και άλλοτε ως γυναίκα. Ουσιαστικά, η Εθνική Βιβλιοθήκη ταυτίζεται με τη μοίρα της πόλης, της χώρας, με όλους εμάς, καθώς πορεύεται από ένα ταραγμένο παρελθόν προς ένα άδηλο μέλλον.

Εξίσου κεντρικοί ήρωες της ταινίας αναδεικνύονται οι εργαζόμενοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης και οι μεταφορείς, από ένα σημείο και μετά. Όπως και οι περαστικοί, οι τουρίστες, οι άστεγοι, αυτοί που διαδηλώνουν κ.λπ. Από τη μέση της ταινίας και μετά περνάμε και στον καινούργιο χώρο, στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, όπου επικρατεί διαφορετική ατμόσφαιρα, πιο χαλαρή, χαρούμενη, σχεδόν ανέμελη.

Στην ταινία δεν υπάρχουν συνεντεύξεις. Μέσα από εξαντλητική και επίμονη κινηματογράφηση τεσσάρων ετών και πάνω από 500 ώρες κινηματογραφημένου υλικού επιλέγουμε τις πιο αυθεντικές, ζωντανές και αναπάντεχες εικόνες απ' όσα συνέβησαν στα δύο κτίρια και στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, συνθέτοντας ένα ευρύ ψηφιδωτό εικόνων σε συνδυασμό με το σπάνιο αρχειακό υλικό, υπό την αφήγηση της ίδιας της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Ιππήλατο όχημα έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη το 1900.


— Κατά τη γνώμη σας τι σηματοδοτεί ο χώρος της βιβλιοθήκης;

Το παλιό κτίριο της οδού Πανεπιστημίου, με τους νεοκλασικούς κίονες να δεσπόζουν, κουβαλά όλη την προσδοκία του νεαρού τότε ελληνικού κράτους για τη σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν της αρχαίας Αθήνας ως ένα απαραίτητο στοιχείο ταυτότητας, ειδικά όταν ξεκίνησε να χτίζεται, στα τέλη του 19ου αιώνα.

Από την άλλη, το Κέντρο Πολιτισμού, εντός του οποίου στεγάστηκαν μετά τη μεταφορά η Εθνική Βιβλιοθήκη αλλά και η Λυρική Σκηνή, αποτελεί τη σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης. Κοιτάζει προς το μέλλον. Ένα μέλλον εξωστρεφές, πληθωρικό, πολυεθνικό και όχι εθνικό. Πώς θα είναι αυτό το μέλλον για την Εθνική Βιβλιοθήκη δεν το γνωρίζουμε. Γι' αυτό επιλέχθηκε ο όρος «μεταφορά» ως τίτλος στην ταινία. Μια μετάβαση πραγματική, πνευματική και υπαρξιακή, αν δούμε την Εθνική Βιβλιοθήκη ως μια έννοια που μας εμπεριέχει όλους.


Όμως η υπόσταση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, πέρα από αυτό που είναι, ενυπάρχει πολύ περισσότερο σε αυτό που θα μπορούσε να είναι. Είναι ο καθρέφτης των πολιτών της. Αν είναι μίζερη, αντανακλά τη δική τους μιζέρια. Αν κάποια στιγμή γίνει πιο φωτεινή, το φως θα έχει προέλθει από εκείνους. Η έννοια της Εθνικής Βιβλιοθήκης πορεύεται στην πραγματικότητα, αλλά τροφοδοτείται από την oυτοπία. Δεν αποτελεί μόνο κάτι χειροπιαστό.

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Αναγνωστήρια 1954.


— Αν σας ζητούσα να μου πείτε τι σας εντυπωσίασε περισσότερο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, τι θα μου απαντούσατε;

Υπάρχουν κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων που τις θυμάμαι σαν να τις βιώνω τώρα. Θα αναφέρω μόνο μία: ο Γιάννης Κόκκωνας, καθηγητής πανεπιστημίου ειδικευμένος στην ιστορία του βιβλίου, εν όψει της μεταφοράς είχε αναλάβει το δύσκολο έργο να επιλέξει μέσα από το χάος των βιβλιοστασίων του παλιού κτιρίου όλα εκείνα που είναι σπάνια και πολύτιμα, ώστε να πάρουν τη θέση τους, όπως αρμόζει, στο καινούργιο κτίριο. Και να αντιληφθεί, με μια σύντομη εξέταση, σαν να ήταν γιατρός, σε ποια κατηγορία ανήκουν εκείνα τα «τραυματισμένα» βιβλία που δεν έχουν τίτλο ή στοιχεία έκδοσης, καθώς αυτά έχουν αποκοπεί από χρόνια από το υπόλοιπο σώμα.


Στο πρώτο κυριολεκτικά γύρισμα, καθώς προσπαθούσα να καταλάβω τι μου γινόταν μέσα στο χάος, σε συνθήκες ακραίου καύσωνα, τον εντοπίζω να ψάχνει, κρεμασμένο στα ράφια, με το φως να πέφτει κόντρα, αφήνοντας μόνο τη φιγούρα του να διαγράφεται. Εκείνη η πρώτη εικόνα ήταν καθοριστική. Δεν τον γνώριζα, ούτε είχαμε μιλήσει ακόμα. Δεν υπήρχε τίποτα στημένο, όπως ούτε και σε όλη την ταινία.

Εκείνη η εικόνα μού έφερε στο μυαλό τα κείμενα του Μπόρχες για την έννοια της ιδανικής βιβλιοθήκης. Γιατί ένας άνθρωπος ο οποίος, μέσα στο χάος της αταξίας, των κλεμμένων και κατακρεουργημένων βιβλίων που υφίστανται τον ακραίο καύσωνα, προσπαθεί να εντοπίσει τα πολύτιμα και σπάνια είναι ακριβώς αυτό, η ενσάρκωση της ιδανικής βιβλιοθήκης. Μια αυθεντικά ποιητική στιγμή.

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Η κατασκευή του παλιού κτιρίου, 1902


— Σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη προσφέρει αυτό το συνεκτικό στοιχείο στην κοινωνία, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις;

Το παλιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης αποτελούσε πάντα σημείο συνάντησης των Αθηναίων που συνέρρεαν για να γιορτάσουν κάποιο σημαντικό γεγονός, όπως η Απελευθέρωση το 1944, ή για να διαμαρτυρηθούν. Ποτέ, όμως, δεν έμπαιναν μέσα. Σήμερα, στο Κέντρο Πολιτισμού πλέον, τα πλήθη επίσης συρρέουν. Πόσοι, όμως, ενδιαφέρονται ουσιαστικά και αγαπούν τα βιβλία;

Υπάρχει μια πρόσφατη εκπληκτική ταινία-ντοκιμαντέρ για τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης με τίτλο «Ex Libris». Σκηνοθέτης, ο κορυφαίος, ίσως, Αμερικανός ντοκιμαντερίστας όλων των εποχών, ο Frederick Wiseman. Εκεί βλέπουμε πόσο οργανική θέση έχει αποκτήσει η Βιβλιοθήκη στην καθημερινή ζωή και στη συνείδηση των πολιτών. Άντρες και γυναίκες όλων των φυλών, χρωμάτων και κοινωνικών τάξεων συρρέουν στα διάφορα κτίρια της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, που είναι διάσπαρτα στην πόλη της Νέας Υόρκης, είτε για να μελετήσουν, είτε για να παραστούν στην παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής, είτε για να συζητήσουν ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά θέματα που τους απασχολούν. Εκεί η Βιβλιοθήκη είναι τόσο απαραίτητη και οικεία στους πολίτες της όσο και το σούπερ μάρκετ.

Ο Wiseman έφτιαξε μια ταινία όπου η ουτοπία αποτελεί απτή πραγματικότητα. Στέκει πολύ ψηλά, στον Όλυμπο, και κινηματογραφεί με αγαλλίαση. Ενώ η ταινία που φτιάξαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ επιχειρεί να κοιτάξει ή, μάλλον, καλύτερα να φανταστεί, από πολύ χαμηλά, πώς θα μπορούσε η Εθνική μας Βιβλιοθήκη να αγγίξει κάποτε την απτή ουτοπία.


— Γιατί πιστεύετε ότι το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε τόσα χρόνια για τη διαφύλαξη αυτού του πνευματικού θησαυρού;

Διότι, πολύ απλά, πάντα ακολουθούσε τα χαμηλότερα ένστικτα των πολιτών του, οι οποίοι διαχρονικά περιφρονούσαν την Εθνική Βιβλιοθήκη, περιφρονώντας, ουσιαστικά, τον εαυτό τους και τα παιδιά τους. Κανονικά, θα έπρεπε να εμπνεύσει μια διαφορετική γραμμή, ώστε να ακολουθήσουν και οι πολίτες. Οι μεγαλοπρεπείς δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων επί πολλές δεκαετίες ότι ο πολιτισμός και το πνεύμα είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας αποτελούν ό,τι πιο υποκριτικό έχει ειπωθεί ποτέ από επίσημα χείλη.

 


— Ποιες δυσκολίες συναντήσατε μέχρι να ολοκληρωθεί το εγχείρημά σας;

Είναι αυτονόητο, ακόμα και για τους μη γνωρίζοντες την κινηματογραφική διαδικασία, ότι μια ταινία που κρατά τέσσερα χρόνια, με πάμπολλα γυρίσματα, διευρυμένο χρόνο αποπεράτωσης, πολλούς συνεργάτες, πανάκριβο αρχειακό υλικό, με εικόνα και ήχο κινηματογραφικών και όχι τηλεοπτικών προδιαγραφών, κοστίζει πάρα πολύ.


Όσα χρόνια γυριζόταν η ταινία, όλοι θεωρούσαν ότι χρηματοδοτούνταν από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, κάτι που όμως ουδέποτε συνέβη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οργανισμοί, ιδιώτες και χρηματοδοτικοί φορείς να απορρίπτουν σταθερά τη χρηματοδότηση της ταινίας, λέγοντας: «Γιατί δεν πάτε στον Νιάρχο; Αυτούς αφορά η ταινία».

Ακολούθησε η διπλή απόρριψη από τις τότε διοικήσεις της ΕΡΤ, η πρώτη το 2016 και η δεύτερη το 2017. Ήταν μια εντελώς αναπάντεχη εξέλιξη, καθώς στην ΕΡΤ έχω κάνει πάνω από 100 ταινίες, δηλαδή γνώριζαν πολύ καλά τη δουλειά μου. Επιπλέον, καθώς είμαι σταθερά δεμένος συναισθηματικά με την ΕΡΤ, τόσο ως θεατής όσο και ως κινηματογραφιστής, εκείνες οι χωρίς αιτιολόγηση απορρίψεις αποτέλεσαν ένα οδυνηρό σοκ για μένα. Αν δεν στηρίξει η ΕΡΤ μια μη συμβατική ταινία για την Εθνική Βιβλιοθήκη, ποιος θα το κάνει;


Αντιθέτως, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, επίσης οργανισμός του Δημοσίου, ενέκρινε την ταινία παμψηφεί. Και οι τρεις διαφορετικές διοικήσεις του ΕΚΚ, από το 2016 μέχρι και τη σημερινή, που έκλεισε τον φάκελο της ταινίας, αντιλήφθηκαν την ποιότητα και τον όγκο της δουλειάς που καλούμασταν να φέρουμε σε πέρας και μας συμπεριφέρθηκαν με σεβασμό που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Η χρηματοδότηση από το ΕΚΚ, καθώς και οι μικρές, αλλά πολύτιμες ενισχύσεις από τη Βουλή των Ελλήνων και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών της Κρήτης, αποτέλεσαν τους μοναδικούς πόρους για μια αντικειμενικά πολύ ακριβή και απαιτητική ταινία. Η οποία, παρά τα μεγάλα οικονομικά της προβλήματα, έγινε χωρίς την παραμικρή έκπτωση. Μοιραία, αυτό που έμεινε πίσω είναι το βάρος του οικονομικού χρέους.

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Ο Ηλίας Γιαννακάκης με τον Δημήτρη Κορδέλα μοιράστηκαν την κάμερα όλα αυτά τα χρόνια των γυρισμάτων.


— Η μεταφορά της βιβλιοθήκης από το κέντρο στο ΚΠΙΣΝ θεωρείτε ότι θα αφήσει θετικό πρόσημο ή όχι;

Είναι δεδομένο ότι τα παλιό κτίριο, παρά την εντυπωσιακή ομορφιά του και την ιστορία που κουβαλά, είχε εξαντλήσει, εδώ και πολλές δεκαετίες, τη δυνατότητα να στεγάζει μια Εθνική Βιβλιοθήκη, ακόμα και μια τόσο φτωχή όσο η δική μας. Δεν υπήρχαν πλέον χώροι, ο συνωστισμός των βιβλίων ήταν απελπιστικός, ενώ οι συνθήκες θερμοκρασίας και ξηρότητας προκαλούσαν διαρκώς τον τρόμο για την τύχη των βιβλίων και των χειρογράφων.


Το καινούργιο κτίριο είναι, χωρίς αμφιβολία, υπέροχο, καλύπτοντας όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές συντήρησης και φύλαξης των ευαίσθητων τεκμηρίων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλα θα κυλήσουν όπως θα ευχόμασταν. Η Λυρική Σκηνή, ακριβώς δίπλα, έχει έσοδα από τα εισιτήρια. Όπως επίσης τους καλλιτέχνες και τον κόσμο που της προσφέρουν ζωντάνια και προοπτική. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, όμως, αποτελεί κάτι διαφορετικό. Δεν έχει έσοδα από εισιτήρια, άρα είναι οικονομικά εξαρτημένη, με δεδομένη, μάλιστα, την επείγουσα ανάγκη να εμπλουτίσει τις όντως φτωχές συλλογές της.


Η Εθνική Βιβλιοθήκη, μετά την απολύτως επιτυχημένη μεταφορά, ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο, καλείται να βρει έναν βηματισμό που θα εμπεριέχει πνευματικότητα, τεχνοκρατικό πνεύμα και φαντασία. Για την ώρα, στο ΚΠΙΣΝ συναντιούνται δύο κόσμοι, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός, με αμοιβαία καχυποψία. Αυτό είναι φυσιολογικό. Στην ταινία επέλεξα να δείξουμε αυτή την καχυποψία. Οι πιο πολλοί εργαζόμενοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης δεν ήθελαν να πάνε στο καινούργιο κτίριο. Αυτό είναι το υπόστρωμα πίσω από αυτήν τη μεταφορά και θεωρώ ότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Όλα είναι ανοιχτά. Έτσι τελειώνει και η ταινία.

— Με τη δική σας εμπειρία από την πολυετή προετοιμασία της ταινίας πώς θα πείθατε έναν νέο να πάει στην Εθνική Βιβλιοθήκη;

Ο δρόμος προς την Εθνική Βιβλιοθήκη είναι προσωπική υπόθεση τους καθενός και της καθεμίας από μας. Πρωτίστως, πρέπει να αισθάνεσαι αυτή την ανάγκη. Και τότε δεν θα σε ενοχλήσουν ούτε οι κακές συνθήκες, όπως αυτές που επικρατούσαν επί τόσες δεκαετίες στο παλιό κτίριο, ούτε το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει ακόμα γραμμή μετρό για το ΚΠΙΣΝ. Κάθε άνθρωπος, εισερχόμενος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ακόμα και σ' αυτήν τη φτωχή βιβλιοθήκη, θα ανακαλύψει θησαυρούς.

Η βιβλιοθήκη, αν και φαινομενικά αποτελεί κάτι στατικό και σιωπηλό, κρύβει τη μεγαλύτερη ζωντάνια. Οι δυνατότητες μιας συναρπαστικής διαδρομής (πνευματικής, συναισθηματικής, ψυχικής) που ανοίγονται σε μια βιβλιοθήκη ασφαλώς και είναι ατελείωτες στη δική μας. Διότι κάθε άνθρωπος θα ακολουθήσει μέσα εκεί τον δικό του μοναδικό και ιδιαίτερο δρόμο που δεν διδάσκεται και δεν ταυτίζεται με οποιονδήποτε άλλον. Η βιβλιοθήκη είναι πρώτα ιδέα και μετά εξελίσσεται σε πράξη. Κάποια στιγμή ‒και το πιστεύω απολύτως‒ μπορεί να αποτελέσει την πιο ζωντανή κυψέλη της πόλης και της χώρας.

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Γερμανοί στρατιώτες το 1941.


— Τι κρατάτε περισσότερο απ' αυτή την ταινία;

Το ότι ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, όπως αυτή η ταινία, ολοκληρώθηκε με επιτυχία, όπως φαίνεται. Αυτό οφείλεται σε πολλούς ανθρώπους. Πρωτίστως στον Σταύρο Ζουμπουλάκη, πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που με εμπιστεύτηκε και βοήθησε πολύ σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Όπως βοήθησαν γενναία όλοι οι εργαζόμενοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Τη στιγμή που η ταινία ήταν έτοιμη επιτέλους να προβληθεί, τον περασμένο Μάρτιο, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήρθε η πανδημία, ακυρώνοντας όλες τις προβολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τώρα περιμένουμε τον Σεπτέμβριο και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας, και αμέσως μετά μια κανονική κινηματογραφική διανομή, ελπίζοντας ότι θα γίνουν προβολές σε σκοτεινές αίθουσες. Παρά τα τεράστια προβλήματα, όμως, αισθάνομαι μεγάλη χαρά, καθώς υπήρξα έναν προνομιακό αυτόπτη μάρτυρα αυτού του συναρπαστικού μικρόκοσμου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έχοντας στρατοπεδεύσει στα δύο κτίρια και στους γύρω δρόμους της Αθήνας επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια.


Από καθαρά δημιουργική άποψη, η εμπειρία ήταν εξίσου σπουδαία. Εξαρχής στοχεύσαμε σε ένα αποτέλεσμα που δεν θα είχε ευκολίες, ωραιοποιήσεις και συμβάσεις. Που θα καταφέρνει να συγκινεί, παρότι διαχειρίζεται ένα δύσκολο θέμα. Όλοι οι συντελεστές της ταινίας ήταν απλώς εξαιρετικοί.

Με την Αμαλία Μουτούση δουλέψαμε επί έναν χρόνο για την αφήγηση, με πρόβες, ατελείωτες συζητήσεις και αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις. Όπως και στις προηγούμενες συνεργασίες μας, ήταν συγκλονιστική. Ο Δημήτρης Κορδελάς ήταν πολύτιμος και ακούραστος στη χρήση της κάμερας, την οποία μοιραστήκαμε, καθώς δεν θα ήταν εφικτή η διαρκής παρουσία του σε μια διαδικασία συνεχούς κινηματογράφησης επί τόσα χρόνια.


Τον τεράστιο όγκο του υλικού μόνταρε με ιδιαίτερη ευαισθησία και αίσθηση του ρυθμού η Μυρτώ Λεκατσά. Και ασφαλώς ο Δημήτρης Καμαρωτός, με τη μουσική και το ηχητικό σύμπαν που διαμόρφωσε, ήρθε να προσφέρει μια υπέροχη αίσθηση, έναν ενοποιητικό ιστό καθαρής υποβολής στην ταινία.


Υπάρχουν πολλοί ακόμα συνεργάτες που δεν αναφέρω για λόγους οικονομίας, αλλά θα σταθώ ασφαλώς στην Αποστολία Παπαϊωάννου που ανέλαβε, αφανώς, τα πάντα: παραγωγή, βοηθός, δεύτερη κάμερα, κατανομή του υλικού κ.λπ. Πάνω απ' όλα, όμως, ζώντας μαζί, βιώσαμε από κοινού όλη αυτή την τόσο έντονη, συναισθηματικά και πνευματικά, εμπειρία.

Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Το άδειασμα του αναγνωστηρίου.
Η κινηματογραφική «Μεταφορά» της Εθνικής Βιβλιοθήκης Facebook Twitter
Ο λαβύρινθος στα παλιά βιβλιοστάσια.

 

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, κριτικός στο Αθηνόραμα, αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μην ανοίγεις την πόρτα

Οθόνες / «Μην ανοίγεις την πόρτα»: Το χειροποίητο αλλά καθόλου ερασιτεχνικό θρίλερ των Unboxholics

Η πρώτη τους ταινία είναι λογικό να αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών τους αλλά και τόσο παρήγορο να συνορεύει με ένα λιντσικό σύμπαν ψυχολογικού θρίλερ, αντί να αναπαράγει απότομες τρομάρες και δωρεάν ανατριχίλες. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία  στη μνήμη

Daily / The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία στη μνήμη

Σατιρικό δράμα και περιπέτεια κατασκοπίας συγχρόνως, η νέα φιλόδοξη σειρά του HBO διαθέτει, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά της ατού, τον Παρκ Τσαν-γουκ στη σκηνοθεσία και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Pulp Fiction / Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του και σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά. Όμως, το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Εμφύλιος πόλεμος

Οθόνες / «Εμφύλιος πόλεμος»: Μυθοπλαστική εικασία ή ρεαλιστικό σενάριο;

Με μια φιλμογραφία γεμάτη ζόμπι, κλώνους και αποκυήματα φαντασίας, αυτή είναι η λιγότερο αλληγορική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ που επιλέγει να μην εξηγήσει τις αιτίες του διχασμού, επιμένει σε μια πολιτική ασάφεια και δεν κατονομάζει τον Τραμπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Baby Reindeer: Ποτέ η φράση “sent from my iPhone” δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Daily / Baby Reindeer: Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Ισορροπώντας ανάμεσα στο θρίλερ, το κοινωνικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, η αυτοβιογραφική σειρά του Netflix αφηγείται με συνταρακτικό τρόπο μια αληθινή ιστορία κακοποίησης, μαζοχισμού και τραύματος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Οθόνες / Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Το laugh track στις κωμικές σειρές αντιπροσώπευε την ψευδαίσθηση μιας κοινότητας, αλλά τώρα ακόμη κι αυτή η ψευδαίσθηση έχει χάσει τη λάμψη της. Καμία σειρά με γέλιο-κονσέρβα δεν έχει κερδίσει το βραβείο Emmy καλύτερης κωμωδίας εδώ και σχεδόν 20 χρόνια.
THE LIFO TEAM
Σάκης Καρπάς: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Οθόνες / Unboxholics: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Καθώς το «Μην ανοίγεις την πόρτα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες, ο Σάκης Καρπάς μας μιλά για το δάσος και άλλα πράγματα που τους τρομάζουν, για αγαπημένες ταινίες και games τρόμου, αλλά και για την άδικη δαιμονοποίηση των gamers.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των 90s;

Pulp Fiction / Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των '90s;

Είναι η δεκαετία του '90 η καλύτερη όλων στο σινεμά; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συζητά με την κριτικό και αρθρογράφο της LiFO Ειρήνη Γιαννάκη για τη δεκαετία που ξεκίνησε με το «Pretty Woman», το «Goodfellas», το «Χορεύοντας με τους λύκους» και το «Μόνος στο σπίτι» και έκλεισε με τα «Μάτια ερμητικά κλειστά», την «Έκτη αίσθηση», το «Matrix» και το «Fight Club».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Ghostwatch»: H ταινία τρόμου που προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό

Οθόνες / «Ghostwatch»: Γιατί αυτή η ταινία τρόμου προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό το 1992;

H κυκλοφορία του «Late Night with the Devil» στους κινηματογράφους ξαναφέρνει στην επικαιρότητα μια πρωτοποριακή και πέρα για πέρα ανατριχιαστική δημιουργία του BBC, που προκάλεσε πανικό και ακραίες αντιδράσεις στη Βρετανία το 1992, οδηγώντας έναν νεαρό τηλεθεατή στην αυτοκτονία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Οθόνες / Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Ο διάσημος Ελληνογάλλος σκηνογράφος του Χόλιγουντ μιλά στη LiFO για την τέχνη του, για το «Independence Day», το «Dark City», το «Poor Things» και την «Barbie», και για τότε που ο Φίντσερ του ζήτησε να του σχεδιάσει έναν δονητή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Back to Black»: Aξίζει η κινηματογραφική βιογραφία της Έιμι Γουάινχαουζ

The Review / «Back to Black»: Είναι η ταινία για την Έιμι Γουάινχαουζ αντάξια του μύθου της;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Άκης Καπράνος είδαν την ταινία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον μέχρι τέλους, επιβίωσαν και βρέθηκαν στο στούντιο της LiFO για να συζητήσουν για την εμπειρία τους και για τα στοιχεία που κάνουν καλή μια κινηματογραφική μουσική βιογραφία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ