ΑΠΕΡΓΙΑ ΓΣΕΕ

Κι έτσι πηγαίνω από μέρα σε μέρα. Μια selfie από την Άννα Κόκορη

Κι έτσι πηγαίνω από μέρα σε μέρα. Μια selfie από την Άννα Κόκορη Facebook Twitter
H συνεργάτης μας Άννα Κόκορη.
0

 

 

ΑΝΟΙΓΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ και κοιτάζω το ταβάνι. Το φως στο δωμάτιο παραμένει κλειστό. Είμαι μόνη μου.


Κλείνω το ξυπνητήρι και σηκώνομαι με ανύπαρκτη όρεξη για τη μέρα που ξεκινά. Πλησιάζω το παράθυρο και βαριεστημένα ανοίγω τις γρίλιες. Δεν μπαίνει σχεδόν καθόλου φως απέξω, ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, ο άνεμος κοπανάει με λύσσα παραθυρόφυλλα και κάτι σκισμένες τέντες της απέναντι πολυκατοικίας. Τόσος αέρας, αλλά ούτε ίχνος οξυγόνου στην ατμόσφαιρα. Πρωτόγνωρη ερημιά, μπαλκόνια άδεια, δρόμοι το ίδιο, μια γάτα μόνο που πηδάει από σκεπή σε σκεπή και μια κυρία με μάσκα και γάντια που βγαίνει ανά 5 λεπτά να τινάξει τις κουβέρτες. Ήχοι ρυθμικοί και συνεπείς, φιλτραρισμένοι από τη μουντή απομόνωση. Ο χτύπος του ρολογιού, μια ηλεκτρική σκούπα, η μπάλα που κοπανάει στον τοίχο του σαλονιού ο μικρός απέναντι, ένα αμάξι που μόλις πέρασε.


Πάω στο μπάνιο, ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπο, ύστερα στην κουζίνα, ανοίγω το ραδιόφωνο, το κλείνω, βάζω να φτιάξω ένα τσάι, κάθομαι στην άκρη του καναπέ μέχρι να βράσει και χωρίς καμία βιασύνη χάνομαι στο λευκό του απέναντι τοίχου. Είναι Δευτέρα, το τρίτο πρωινό στη σειρά από την έναρξη της καραντίνας.

Είμαστε όλοι ίδιοι, όλοι τρωτοί, όλοι αναλώσιμοι, όλοι το ίδιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο και στον θάνατο. Είμαστε όλοι καθισμένοι στον καναπέ του σπιτιού μας παρέα με αντισηπτικά και μάσκες και σκεφτόμαστε πως μάλλον δεν είμαστε το τελειότερο είδος στο σύμπαν. Είμαστε όλοι μαζί ενωμένα απομονωμένοι, απομακρυσμένοι και κλεισμένοι στα σπίτια μας. Όλοι, μα όλοι στην ίδια θέση. Είμαστε όλοι μαζί μόνοι μας.


Σε λίγο θα ανοίξω το λάπτοπ να δουλέψω ‒ αλλά σε λίγο. Πριν από αυτό έχω όλον τον χρόνο, που πριν από τρεις μέρες δεν είχα, να αναλογιστώ την καθημερινότητα που μέχρι τώρα γνώριζα. Τη καθημερινή μου δραστηριότητα έτσι όπως την είχα έως τώρα διαμορφώσει, στρεσογόνα, αλλά γλυκιά. Με υποχρεώσεις, ενδιαφέροντα, μετακινήσεις, καλημέρες στους συναδέλφους, σπρωξίματα στο μετρό, καθυστέρηση στα ραντεβού, ανυποψίαστη συνύπαρξη με αγνώστους στο ασανσέρ. Με ταξίδια, εξόδους, ποτά, φίλους, βόλτες αγκαζέ, αποτυχημένα night out, λίγο ύπνο. Με αγγίγματα, χειραψίες, αγκαλιές, συναναστροφές. Με συχνές επισκέψεις στον πολυαγαπημένο μου παππού για τσάι και συμπάθεια, χωρίς κανέναν φόβο για το αν θα τον κολλήσω κάτι που μπορεί να του στερήσει τη ζωή. Φορτωμένη ρουτίνα, πολλές φορές αντίθετη με τις επιθυμίες μου, που τώρα, με τη νοσταλγία των τριών ημερών, το μόνο που επιθυμώ είναι απλώς να επαναληφθεί.

Κοιτάω τον λευκό τοίχο, ύστερα την κλειστή τηλεόραση και μετά το κινητό μου. Άπειρα μηνύματα από φίλους που κάθονται περιορισμένοι στο σπίτι. «Δεν την παλεύουμε!» Ηχητικά από φίλες μου που είναι εγκλωβισμένες και φρικαρισμένες στο εξωτερικό, βίντεο από φίλους που κάνουν push-ups στο σαλόνι, αστείες εικόνες για τον κορωνοϊό και σέλφι με background μαξιλάρι και μπολ πατατάκια. Για πρώτη φορά δεν αρέσει σε κανέναν που είδε μια ολόκληρη σειρά στο Netflix το Σάββατο και που κοιμήθηκε δύο ώρες παραπάνω την Κυριακή. Ανησυχία και μια έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στις δουλειές μας, στις ρουτίνες μας κανονικά. Και είναι το τρίτο πρωινό στη σειρά από την έναρξη της καραντίνας. Το τρίτο πρωινό που ο φίλος μου ο Γιώργος φοβάται να ανέβει στον πάνω όροφο να πει ένα «καλημέρα» στον πατέρα του, που έχει καρδιακή ανεπάρκεια. Που η Μελίνα δεν βγαίνει από το δωμάτιό της γιατί η αδερφή της βήχει και φτερνίζεται. Που η Χρύσα τσακώθηκε για 30ή φορά με τους γονείς της στη μικρή κουζίνα.


Σηκώνομαι από τον καναπέ, ανοίγω το λάπτοπ και το ραδιόφωνο ξανά. Παντού ειδήσεις για τον νέο ιό. «Μένουμε σπίτι» φωνάζουν οι περισσότεροι. «Προστατεύουμε τις ευπαθείς ομάδες και τους αγαπημένους μας». Είμαι σπίτι και δουλεύω. Σκέφτομαι, διαβάζω πηγαινοέρχομαι στον διάδρομο, κάνω καμιά ανάποδη στήριξη, ζωγραφίζω, αλλάζω θέση στα βαζάκια με τις μαρμελάδες, μιλάω στο τηλέφωνο, βάζω σκούπα, ψάχνω φωτογραφίες στον σκληρό από διακοπές στο εξωτερικό. Κάθομαι και διαλογίζομαι. Περνάω χρόνο με τον εαυτό μου. Έτσι θα πηγαίνω από μέρα σε μέρα. Μπορεί να κάθομαι μόνη μου, μακριά από τον παππού μου, μακριά από αγαπημένους, μακριά από κόσμο, αλλά δεν νιώθω μόνη. Έχω παρέα τους φίλους, τους συγγενείς, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Κινέζους κι όλους αυτούς που κάνουν ακριβώς το ίδιο, μένουν σπίτι, σε καραντίνα, με τον εαυτό τους.


«Έχουμε ατομική ευθύνη» λέει η φωνή στο ραδιόφωνο. Χαίρομαι. Τα περισσότερα μηνύματα των φίλων αποδεικνύουν ακριβώς αυτό. Την ατομική ευθύνη. Την καθολική ευθύνη. Χαίρομαι για το καθολικό κοίταγμα στο ταβάνι. Για το καθολικό χειροκρότημα στα μπαλκόνια. Για τη συντονισμένη ευαισθησία, για το γεγονός ότι δεν αγνοήσαμε τις εντολές. Είναι ελπιδοφόρο που, ενώ οι περισσότεροι αγνοούσαμε μέχρι τώρα τον εαυτό μας και τους γύρω μας, τώρα καθόμαστε παρέα με τον εαυτό μας για τους γύρω μας. Κοιτάμε τους τέσσερις τοίχους και ξεσκονίζουμε για 100ή φορά τα έπιπλα. Κι έτσι πηγαίνουμε από μέρα σε μέρα.


Κλείνω το λάπτοπ και πίνω λίγο από το τσάι. Σε λίγο θα βάλω να μαγειρέψω ‒ αλλά σε λίγο. Κάθομαι και σκέφτομαι. Είμαστε όλοι ίδιοι, όλοι τρωτοί, όλοι αναλώσιμοι, όλοι το ίδιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο και στον θάνατο. Είμαστε όλοι καθισμένοι στον καναπέ του σπιτιού μας παρέα με αντισηπτικά και μάσκες και σκεφτόμαστε πως μάλλον δεν είμαστε το τελειότερο είδος στο σύμπαν. Είμαστε όλοι μαζί ενωμένα απομονωμένοι, απομακρυσμένοι και κλεισμένοι στα σπίτια μας. Όλοι, μα όλοι στην ίδια θέση. Είμαστε όλοι μαζί μόνοι μας. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον ιό ‒από τον κάθε ιό‒, όπως δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από την «παγκόσμια αδερφοσύνη».


Βάζω να μαγειρέψω, αλλάζω σταθμό για λίγη μελωδία. Καθώς το φαΐ σιγοψήνεται, κάνω μια ανάποδη στήριξη και ύστερα αλλάζω τη θέση στις μαρμελάδες. Έχει σχεδόν νυχτώσει και ο άνεμος έξω έχει κοπάσει. Από τις ανοιχτές γρίλιες μπαίνει το φως από τις λάμπες του δρόμου και τα μπαλκόνια των γειτόνων. Φωτίζει τις πεντακάθαρες επιφάνειες των επίπλων. Χτυπάει το κινητό. Ηχητικό από τη Γιώτα: «Έχω πλέξει δύο κασκόλ και τώρα ξεκινάω μια τσάντα!». Κάθομαι μόνη μου να φάω. Σκέφτομαι, πίνω αργά και απολαυστικά μια τελευταία γουλιά τσάι πριν πέσω νωρίς για ύπνο. Πού ξέρεις, μπορεί από αύριο να μοιράζομαι ένα φλιτζάνι τσάι με κάποιον φίλο ή με τον παππού μου. Κι αυτό περιμένω από μέρα σε μέρα.

Δεν είσαι μόνος
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΓΣΕΕ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πώς οι γονείς μου με βοήθησαν να ξεπεράσω τον καρκίνο

Προσωπικές ιστορίες / Πώς οι γονείς μου με βοήθησαν να ξεπεράσω τον καρκίνο

Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του Παιδικού Καρκίνου, η δημοσιογράφος της LiFO Άννα Κόκορη θυμάται την εφηβεία της με τον καρκίνο και λέει δημόσια ένα ευχαριστώ στους γονείς της, που όχι μόνο την έφεραν στη ζωή αλλά κατάφεραν και να την κρατήσουν.
ΑΝΝΑ ΚΟΚΟΡΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ