Kαλέ, ακριβώς αυτή τη δικαιολογία είχα βρει και εγώ, πάνω στη φούρια μου, όταν η μάνα μου με έπιασε να καπνίζω κρυφά στα 17. Μόνο που η δική μου ήταν ελαφρώς πιο αληθοφανής, γιατί είχα και ανοιχτό παράθυρο εκείνη την ώρα και επίσης τότε κάπνιζα μόνο τα ελαφρύτερα τσιγάρα της αγοράς (δείκτες 1- 0,1 -1). Ήμασταν στο εξοχικό μας, Καλοκαίρι, ήταν μεσημέρι και οι γονείς μου συνήθιζαν πάντα να πέφτουν για μεσημεριανή σιέστα. Εγώ λοιπόν, που έβρισκα την ησυχία μου μέσα στο σπίτι εκείνες τις ώρες, κλείστηκα στο δωμάτιό μου, άνοιξα το μεγάλο παράθυρο και ανέβηκα ιππαστί πάνω στο στενό περβάζι του (αυτή την στάση την είχα δει από τη Valerie στο "Βeverly" που κάπνιζε έτσι καθισμένη στο περβάζι, τις νύχτες στο σπίτι του Brandon, και την είχα ξεσηκώσει), άναψα το τσιγαράκι μου και απολάμβανα κοιτάζοντας τη θέα έξω. Έριχνα και τις στάχτες στον κήπο κάτω (τόσο μου έκοβε)... εν τω μεταξύ είχα και έναν κρυφό φόβο μέσα μου μήπως πέσει καμιά κάφτρα ολόκληρη πάνω σε τίποτα ξερόφυλλα και φουντώσει φωτιά και κάνω παρανάλωμα όλο το οικόπεδο. Ξαφνικά σηκώνεται η μάνα μου και ανοίγει την πόρτα. Πετάω όπως όπως το τσιγάρο από το παράθυρο, ευτυχώς δεν πρόλαβε να το δει γιατί εκείνη την στιγμή το χέρι μου ήταν κρεμασμένο απ'έξω. Και μου λέει "κάτι μου μύρισε σαν τσιγάρο και με ξύπνησε!", πώς στο καλό της μύρισε το τσιγάρο με δύο κλειστές πόρτες ενδιάμεσα-ανοιχτό παράθυρο-ελαφρύ τσιγάρο, με το χέρι έξω και εγώ να φυσάω προς τα έξω και μάλιστα μες στον ύπνο της (!!!), αυτό το ραντάρ που έχει η μάνα μου στη μύτη της δεν το κατάλαβα ποτέ. Εκεί της λέω "Μωρέ, μπαίνει κάπνα απ'έξω, μάλλον καπνίζουν οι διπλανοί σαν φουγάρα...". Εντάξει, ακόμα γελάω.. Ήταν και αλαφιασμένη από τον ύπνο και μάλλον με πίστεψε, πάντως δεν έδωσε συνέχεια.
Σχολιάζει ο/η