Θυμάμαι, ήμουν μικρός με τους γονείς μου σε διακοπές, ένα καλοκαιρινό πρωινό τη δεκαετία τού ογδόντα σε μία πλατεία τού Αργοστολίου στην Κεφαλονιά όταν είδαμε μπροστά μας τον ποιητή με τη γυναίκα του και την κόρη του και τον χαιρετήσαμε αυθόρμητα σα να ήταν ένας πολύ κοντινός μας άνθρωπος. Ο πατέρας μου βέβαια τον θυμότανε από την εξορία, αλλά από σεμνότητα, αφού δεν ήταν μόνος του, δεν τού μίλησε για αυτά. Μετά μας είπε τις αναμνήσεις του. Ο Ρίτσος είχε πολύ εύθραυστη υγεία και οι συγκρατούμενοι για να τον προστατεύσουν είχαν αποφασίσει να μην τον αφήνουν να συμμετέχει στις αγγαρείες και τις χειρωνακτικές δουλειές. Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να το δεχθεί αυτό. Έτσι ήταν πάντα πρώτος σε κάθε δουλειά και η συμμετοχή τού έδινε ιδιαίτερη χαρά. Συγκεκριμένα ο πατέρας μου ανέφερε το κόψιμο των ξύλων σε ένα μέρος που λέγονταν Καψάλα σε κάποιο από τα νησιά τής εξορίας (νομίζω Ικαρία).
Σχολιάζει ο/η