Απεργία την Πρωτομαγιά

@Prince Myshkin 10.8.2013 | 12:57Το λεξικό γράφει:  κασίδα: (οικ.) δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γενική ή κατά τόπους τριχόπτωση. [μσν. κασίδα ίσως > κασίδ(ιν) `κράνος΄ μεγεθ. -α κασίδιον υποκορ. του κάσσις < λατ. cassis `κράνος΄]  κασιδιάρης: (οικ.) 1. που έχει κασίδα. || για ζώο που έχει χάσει το τρίχωμά του || (ως ουσ.). 2. (μτφ., για πρόσ.) ψωροπερήφανος.
Σχολιάζει ο/η