Το ποίημα Η ΣΤΕΡΝΑ του Γ. Σεφέρη περιγράφει, ακριβώς, ένα μπορντέλο.Όσοι θέλετε το διαβάζετε.Η ΣτέρναΕδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρναμονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ' αστέριαδε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέραπληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδικαι παίζει με το φύσημα του ανέμου,μ' ένα ρυθμό που ξεψυχάει στο δείλιφτεροκοπάει ανέλπιδα και σφύζειστο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου.Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχταςπατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν,με το γοργό κροτάλισμα της μοίραςπρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμήκαι σβήνουνται σ' ένα σκοτάδι εβένου.Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτιακυλούν βαλμένα σ' ένα αυλάκι πίκρακαι της μεγάλης μέρας τα σημάδιατις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμάστη μαύρη γης που δε γυρεύει λύτρα.Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπουγια ν' απομείνει η διψασμένη αγάπη•μαρμαρωμένο στ' άγγιγμα του χρόνουτο άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρόκόρφο που το γλυκαίνει αγάλι-αγάλι.Δάκρυα γυρεύει η δίψα της αγάπηςτα τριαντάφυλλα σκύβουν - η ψυχή μας -στα φύλλα ακούγεται ο παλμός της πλάσηςτο απόβραδο σιμώνει σα διαβάτηςύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα ...Μα εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνακρυφή μονιά, ζεστή, που θησαυρίζεικάθε κορμιού το βόγκο στον αγέρατη μάχη με τη νύχτα με τη μέρα,πληθαίνει ο κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης•η απαντοχή με τα ορθάνοιχτα μάτιαόταν βυθίσουν όλα τα πανιάστην άκρη του πελάγου που τη θρέφει.Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθοςμόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθοςκαι τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνοςτα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμοπου ζει μ' ένα κυμάτισμα πικρό.Σαν άνοιξε το κύμα απ' την αγκάληνα 'τανε στην αγκάλη να τελειώσεινα 'τανε την αγάπη στ' ακρογιάλιπριν σπάσει τη γραμμή του να μας δώσειτο κύμα ως έμεινε στην άμμο αφρός.Μια ζεστασιά απλωμένη σαν προβιά,ήμερη σαν το κοιμισμένο αγρίμιπου ξέφυγε ήσυχο το καρδιοχτύπικαι χτύπησε στον ύπνο να ζητήσειτο περιβόλι όπου σταλάζει ασήμι.Κι ένα κορμί κρυφό, βαθιά κραυγήβγαλμένη από το σπήλαιο του θανάτου,σαν το νερό ζωηρό μέσα στ' αυλάκισαν το νερό που λάμπει στο χορτάριμονάχο και μιλεί στις μαύρες ρίζες ...Ω! πιο κοντά στη ρίζα της ζωής μαςαπό τη σκέψη μας κι από την έννοια!Ω πιο κοντά από το σκληρό αδερφό μαςπου μας κοιτάει με βλέφαρα κλεισμένακι από τη λόγχη ακόμα στο πλευρό μας!Ω! ν' απαλύνει ξάφνω στην αφή μαςτο δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμαπου όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,να βγούμε από τη γνώση κι απ' την πείνα!Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μαςνα βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μαςνα βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας,ρόδα ν' ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώταστα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,ν' αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστιαπουκάμισο που αφήσανε τα φίδιακίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια.Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυλύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη,λευκή φτερούγα πάνω απ' το κοπάδισαν απαλή στον κρόταφο παλάμη.Το πέλαγο που σ' έφερε σε πήρεπέρα στις λεμονιές τις ανθισμένεςτώρα που γλυκοξύπνησαν οι μοίρεςχίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδεςστον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες.Σέρνουνε μοιρολόγια οι μυροφόρεςν' ακολουθήσει η ελπίδα των ανθρώπωνστα μάτια σφηνωμένη με τις φλόγεςφωτίζοντας το χώμα το τυφλόπου ιδρώνει από της άνοιξης τον κόπο.Φλόγες του πέρα κόσμου, πυροφάνιαπάνω στην άνοιξη που σήμερα αναβλύζει,ίσκιοι θλιμμένοι στα νεκρά στεφάνιαβήματα ... βήματα ... η αργή καμπάναμια σκοτεινή αλυσίδα ξετυλίγει -"Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!.."Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουνσαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμαξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμμια,καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου......................................................................................................................................................................Περάσανε μακριά, με τον καημό τουςζεστό κοντά στα χαμηλά αγιοκέριαπου γράφανε στο σκυφτό μέτωπό τουςτη ζωή πασίχαρη στα μεσημέριαόταν σβηστούν τα μάγια και τ' αστέρια.Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγήκι η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνειέτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,μια στέρνα που διδάσκει τη σιγήμέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη. Γ. Σεφέρης
Σχολιάζει ο/η