Πολυ καλή παρουσίαση. Για τον Παπακουμπούρα (Κώστα Τζεβελέκα) όμως είναι ελάχιστα τα στοιχεία που έχετε, προσθέτω τα εξής. Ηταν παπάς στο χωριό του, την Κολοκυθιά Φθιώτιδος.Εμεινε χήρος με ένα μικρό παιδί. Ηταν από τους πρώτους που βγήκε στην Αντίσταση και συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας Γοργοποτάμου και σε πολλές μάχες μεταξύ των οποίωντου Μικρού Χωριού. Ιερέας στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Στενός συνεργάτης του Παπαχολέβα πουσυνέβαλε στο συνέδριο της Σπερχειάδας για την ίδρυση της Παγκληρικής.Δυστυχώς χάθηκε πολύ νωρίς με μαρτυρικό θάνατο από ΕΔΕΣΙΤΕΣ (που παρεβίασαν εκεχειρία) στο χωριό Χαλκίοπουλο του Βάλτου.Παρακάτω παραθέτω ένα απόσπασμα απο το βιβλίο του Γιώργου Χουλιάρα (Περικλή) “Ο δρόµος είναι άσωτος…” που έχει πολλά για τον Παπακουμπούρα (Κώστα Τζεβελέκα).<<<<...Στο µεταξύ ο Παπακουµπούρας, που πληροφορήθηκε ότι στο χωριό δεν υπάρχει παπάς, άρχισε µε το κοινοτι-κό συµβούλιο τις προετοιµασίες για την αυριανή Χρι-στουγεννιάτικη λειτουργία, θα λειτουργούσε ο ίδιος. Ο Παπακουµπούρας ήταν ο πρώτος ιερωµένος που ακο-λούθησε τον αγώνα από τις πρώτες µέρες. Ήταν παπάς στο χωριό της Δυτικής Φθιώτιδος την Κολοκυθιά, και λεγόταν Κώστας Τζεβελέκας. Ήταν ένας άντρας γύρω στα 35 µε 40, αρκετά ψηλός και ολόισιος σαν κολόνα. Τα µαύρα ράσα που φορούσε και τα µαύρα µακριά µαλλιά και γένια που είχε τον έκαναν πολύ περισσότε-ρο µελαχρινό απ’ ότι ήταν. Σαν άνθρωπος ήταν καλό-καρδος και σαν παπάς µεγαλόψυχος. Ήταν τολµηρός και ψύχραιµος στις δύσκολες στιγµές κι άντεχε στην πείνα, στο κρύο και σ’ όλες τις κακουχίες. Πάει κι αυ-τός, χάθηκε, αιωνία η µνήµη του. Τον δολοφόνησαν οι Ζερβικοί στις αρχές του Οκτώβρη του 1943 στον Βάλ-το, εκεί που είχε πάει κρατώντας τη λευκή σηµαία για να οργανώσει στα χωριά την Εθνική Αλληλεγγύη (οργάνωση που είχε στόχο την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και υποστήριξης προς όλους τους καταδιωκό-µενους ή φυλακισµένους και στους συγγενείς τους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων). Τον έσφαξε µέσα σ’ ένα κρατητήριο στο χωριό Χαλκίοπουλο ο ο-πλαρχηγός του Ζέρβα υπολοχαγός Χατζάρας. Αποβραδίς λοιπόν την παραµονή των Χριστουγέννων ο Παπακουµπούρας χτύπησε την καµπάνα κι έψαλε τον εσπερινό, κι ενώ ήταν όλα έτοιµα για την αυριανή λει-τουργία, έλλειπε ο αριστερός ψάλτης. Αποφασίστηκε, όπως θέλοντας ο βλάχος να φκιάσει ο ζωγράφος τον Χριστό µε κόκκινα τσαρούχια, να κάνω εγώ τον ψάλτη. Απ’ τα εκκλησιαστικά δεν ήξερα και πολλά πράµατα, θυµόµουν απ’ όταν ήµασταν παιδιά που τις Κυριακές στην Ευαγγελίστρια της Λαµίας ντυνόµασταν τις άσπρες ποδιές και κρατούσαµε το σταυρό και τα ξεφτέ-ρια την ώρα που ‘βγαιναν τ’ άγια και στεκόµασταν κόκκαλο γιατί φοβόµασταν τον Παπαλαναρά που ήταν απότοµος, µη µας µαλώσει. Ήξερα να λέω απ’ έξω το Πάτερ Ηµών και το Πιστεύω και να κρατάω το ίσο στο Αµήν και το Κυρ’ Ελέησον. Πρωί-πρωί, νύχτα ακόµα τη µέρα τα Χριστούγεννα, χτυπήσαµε την καµπάνα και σε λίγη ώρα θες για τη γιορτή, θες γιατί οι άνθρωποι είχαν πολύ καιρό να εκ-κλησιαστούν, γέµισε η εκκλησία χωριανούς και αντάρ-τες, δεν τους χωρούσε όλους και έµειναν κι απέξω. Ο Παπακουµπούρας είπε το Ευλόγησον Δέσποτα και η λειτουργία άρχισε. Έλεγε αυτός, συνέχιζε ο δεξιός ψάλτης, κι όταν ερχόταν η δική µου σειρά, φώναζε όποιος προλάβαινε πρώτος, πότε ο ψάλτης απέναντί µου και πότε ο Παπακουµπούρας απ’ την Ωραία Πύλη,«άνοιξε στην τάδε σελίδα». Και µερικές φορές όταν αργούσα να το βρω, τα ‘λεγε και τα δικά µου ο από απέναντι δεξιός συνάδελφος. Στη διάρκεια της λει-τουργίας ο Άρης (Βελουχιώτης), που βρισκόταν στην εκκλησία, ήρθε και στάθηκε δίπλα µου και κρατούσε το ίσο, ενώ µερικά τροπάρια τα ψέλναµε µαζί σε στυλ τραγουδιού, πρίµο σεγόντο. Έτσι τελειώσαµε. Όλα πήγαν καλά και µείναµε όλοι ευχαριστηµένοι. >>>>
Σχολιάζει ο/η