Η χαμένη τιμή των ελληνικών ΜΜΕ

Η χαμένη τιμή των ελληνικών ΜΜΕ Facebook Twitter
2

Πέσαμε πάλι από τα σύννεφα. Που λέει ο λόγος, δηλαδή! Ούτε δύο στους δέκα Έλληνες δεν εμπιστεύονται πια τις εφημερίδες και την τηλεόραση, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της MRB (ποσοστά 18.6 % και 17.2% αντίστοιχα), με τα ποσοστά να είναι ακόμα χαμηλότερα στις νεότερες ηλικίες και τα ΜΜΕ συνολικά να υποχωρούν στην 15η θέση αξιολόγησης ανάμεσα σε 22 θεσμούς. Σε ελαφρώς καλύτερη θέση φέρεται να είναι το ραδιόφωνο, ενώ αισθητά ανεβασμένο, όπως άλλωστε αναμενόταν, είναι το Διαδίκτυο, παρότι και του νέου αυτού μέσου η φερεγγυότητα δεν είναι πάντα δεδομένη.

 

Εξίσου απογοητευτικές είναι οι εθνικές μας επιδόσεις στην ελευθερία του Τύπου. Σύμφωνα με την παγκόσμια κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) για το 2013, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 99η θέση διεθνώς και την 26η στην ΕΕ, έχοντας κατέβει δεκατέσσερις θέσεις από το 2012 και πενήντα ολόκληρες από το 2007. Ως βασικές αιτίες της τελευταίας κατρακύλας φέρονται το «μαύρο» στην ΕΡΤ, οι απειλές καθώς και οι συχνές επιθέσεις σε ρεπόρτερ κατά την κάλυψη διαδηλώσεων από όργανα της τάξης αλλά κι από διαδηλωτές, ενώ η αναξιοπιστία και η γενικότερη ανυποληψία που χαίρουν τα ελληνικά ΜΜΕ αποδίδονται στη «χρόνια» διαπλοκή τους με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και κέντρα εξουσίας.  

 

Κακά τα ψέματα. Σε μια χώρα διαρκώς ανήσυχη όπου είναι, θεωρητικά, συναρπαστικό να δημοσιογραφείς εφόσον τα σημαντικά γεγονότα και οι έκτακτες επικαιρότητες – για το καλύτερο ή, το συνηθέστερο, για το χειρότερο - δεν λείπουν ποτέ, σε μια χώρα που βρίσκεται στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων τα τελευταία χρόνια, το κύρος του δημοσιογραφικού λειτουργήματος στην κλασική, τουλάχιστον, μορφή του διαβρώνεται διαρκώς, από μέσα κι «απέξω». Από τη μια η διαφθορά, τα σκάνδαλα και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα επιχειρηματιών, πολιτικών και εκδοτών ή καναλαρχών, με την προνομιακή μεταχείριση, τα θαλασσοδάνεια και τις καταγγελίες για προμήθειες από εργολαβίες μεγάλων έργων μέχρι πωλήσεις όπλων. Από την άλλη οι τσαμπουκάδες της εξουσίας απέναντι στους πιο «ενοχλητικούς», καταστάσεις που προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον πολλών μεγάλων ξένων ΜΜΕ. Από τη μια μεγαλοδημοσιογράφοι (αλλά και πιο «μικρομεσαίοι») εξίσου διαπλεκόμενοι, κατευθυνόμενοι, αργυρώνητοι και πολυθεσίτες, από την άλλη μια «πλέμπα» υποχρεωμένη να εργάζεται σε συνθήκες ρωμαϊκής γαλέρας, συχνά αστοιχείωτη και αμειβόμενη από ελάχιστα έως καθόλου. Κι όλοι μαζί να καταγίνονται με νύχια και με δόντια να συντηρήσουν ένα πτώμα που ήδη ζέχνει, αρνούμενοι να δεχτούν ότι η πραγματικότητα τους έχει ήδη ξεπεράσει. Το παράδοξο(;) είναι πως ακόμα και μέσα στην κρίση εξακολουθούν να υπάρχουν δυσανάλογα πολλά για τα μεγέθη της χώρας, την οικονομική κατάσταση των πολιτών της, ακόμα και την ιδιαίτερη «ιδιοσυγκρασία» της εφημερίδες, περιοδικά και ιδιωτικά κανάλια. Πώς χρηματοδοτούνται όλα αυτά, πού βρίσκουν κοινό, πώς αποκομίζουν κέρδος;

 

Αναπολώ καμια φορά τις όχι και τόσο μακρινές εποχές που οι εφημερίδες, τα κανάλια και τα περιοδικά είχαν απήχηση, διαμόρφωναν συνειδήσεις, υπαγόρευαν τρόπους ζωής. Που η δημοσιογραφία φάνταζε μια απασχόληση προνομιούχα, ζηλευτή, είτε ως μια πολλά υποσχόμενη καριέρα είτε σαν «μοχλός» κοινωνικής αλλαγής, όπως παραμυθιαζόμασταν οι πιο ρομαντικοί. Που η απροκάλυπτη προπαγάνδα και η συστηματική καλλιέργεια ενός φοβικού, ενοχικού, εμφυλιοπολεμικού εντέλει κλίματος στον πληθυσμό (ή, αντίθετα, το υστερόβουλο «χάιδεμα αυτιών») δεν πρόβαλλαν ακόμα ως αναγκαιότητες. Οι μέρες της αθωότητας ήταν, βέβαια, μετρημένες και το γνωστό δημοφιλές σλόγκαν «αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι», η οριστική τους ταφόπλακα. Αλήθεια, πόσοι γνωστοί σας εξακολουθούν να ενημερώνονται από τις εφημερίδες ή τη μικρή οθόνη; Ελάχιστοι φαντάζομαι κι αυτοί μιας κάποιας ηλικίας, όπως άλλωστε οι περισσότεροι που θα δεις να χαζεύουν τα κρεμασμένα στα περίπτερα πρωτοσέλιδα - εξαίρεση οι αθλητικές ή μάλλον οι «οπαδικές» εφημερίδες. Ακόμα κι όσοι εξακολουθούν να περιμένουν όπως οι πιστοί τον Εσπερινό τις τηλεοπτικές ειδήσεις των οκτώ, το κάνουν μάλλον για τη δύναμη της εικόνας παρά για το λόγο που τις συνοδεύει, ενώ ο όρος «καθεστωτικά μέσα» χρησιμοποιείται ολοένα συχνότερα και όχι μόνο από κάποιους «ακραίους» αντιεξουσιαστές.

 

Η ραγδαία απαξίωση των συμβατικών ΜΜΕ και ειδικά του ενημερωτικού τους κομματιού οφείλεται όχι μόνο στη διαφθορά, την παρακμή και τον ευτελισμό τους αλλά επίσης στην επέλαση του Διαδικτύου με το οποίο συνδέονται, πλέον, έξι στα δέκα σπίτια. Εκεί παίζεται πια η μεγάλη «μάχη» της πληροφόρησης. Όχι πως το Internet έμεινε απρόσβλητο από τα ελαττώματα των συμβατικών ΜΜΕ – συναντάς κι εδώ απάτες, «διαπλεκόμενα»,  λογοκρισία ακόμα: τελευταία κρούσματα ο «γέροντας Παστίτσιος» αλλά και – σε παγκόσμια «πρώτη»! - η Wikipedia ελέω… Θόδωρου Κατσανέβα. Προσφέρει, ωστόσο, πολύ μεγαλύτερη ευελιξία, αμεσότερη, διαδραστική και σαφώς πλουραλιστικότερη πληροφόρηση, συν την ακαταμάχητη γοητεία του «νέου». Μαζί του αναπτύχθηκε ένα νέο είδος δημοσιογραφίας, τα μπλογκ, που παρά τα εγγενή της μειονεκτήματα (ανώνυμα συχνά δημοσιεύματα, αμφίβολης αξιοπιστίας πηγές, ψηφιακός λαϊκισμός) ανταποκρίνεται πολύ καλύτερα στις σύγχρονες ανάγκες, ακόμα κι όσο αφορά στο αναλυτικό κομμάτι που προβάλλει σαν τελευταίο αβαντάζ ο συμβατικός Τύπος. Γίνονται βέβαια κι εδώ προσπάθειες άρθρωσης ενός λόγου ανεξάρτητου, «αντισυστημικού», με την Εφημερίδα των Συντακτών και περιοδικά όπως το HotDoc και το Unfollow να αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, αν και όχι πάντα επιτυχημένα, όπως φανερώνει η ανακολουθία λόγων και έργων που χαρακτηρίζει ορισμένα από αυτά. Ίσως το επόμενο «κύμα» να είναι περισσότερο ευοίωνο. Αντίθετα τα freepress είτε στην έντυπη, είτε στην ηλεκτρονική τους μορφή φαίνεται να κερδίζουν διαρκώς έδαφος – το ίδιο και κάποιες πραγματικά ρηξικέλευθες εκδοτικές προσπάθειες, όχι απαραίτητα «περιθωριακές», αν κι απ’ αυτές έχουμε επίσης πληθώρα.

 

Το Διαδίκτυο παραμένει, βέβαια, η «αιχμή του δόρατος» κι εκεί θα παιχτεί το στοίχημα. Ο ίδιος ο ρόλος και η έννοια του δημοσιογράφου επαναπροσδιορίζονται. «Μην μισείς τα ΜΜΕ, γίνε εσύ τα ΜΜΕ!», καθώς το έθεσε κι ο Jello Biafra. Δημοσιογράφος πια μπορεί να είναι ο καθένας εφόσον κατέχει κάποιες γνώσεις κι ακολουθεί μια συγκεκριμένη δεοντολογία, ενώ η αμεσότητα και η διαδραστικότητα του μέσου επιτρέπει ταυτόχρονα στον αναγνώστη να συμπληρώσει, να διορθώσει, να συζητήσει, να διαφωνήσει, να διευρύνει ακόμη την οπτική – ένα ιντερνετικό κείμενο δεν νοείται δίχως τις αναδημοσιεύσεις στα κοινωνικά δίκτυα και τα σχόλια που συνήθως το συνοδεύουν. Παραμένει, επιπλέον, και παρά τις άοκνες περί του αντιθέτου προσπάθειες, ένα προπύργιο μιας όχι απόλυτης αλλά πάντως ικανής ελευθερίας καθώς και ισότητας, όπου καμια γνώμη δεν περισσεύει. Κι εδώ, βέβαια, παίζονται συμφέροντα πολιτικά, επιχειρηματικά, διαφημιστικά και άλλα, κι εδώ μπορεί να συναντήσεις σε μικρότερο, έστω, βαθμό ή καλά καμουφλαρισμένες τις παθογένειες των συμβατικών ΜΜΕ. Παράλληλα, όμως, προσφέρει έναν απέραντο ωκεανό ευκαιριών και δυνατοτήτων. Πόσο καλό κολύμπι ξέρεις;   

      

 

 

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

2 σχόλια
Αν δεν κάνουν αληθινά ρεπορτάζ τα site, τότε οι δημοσιογραφικές ιστοσελίδες των mainstream εφημερίδων θα μένουν - όπως είναι - πρώτες. Ακόμη και διαπλεκόμενες κάνουν δουλειά. Όχι copy-paste. Καληνύχτα.
Πολύ καλό άρθρο...πόσο έχουν αλλάξει οι εποχές τω όντι...ακόμα και για τη δική μου 90s γενιά,που παρά το γεγονός ότι μεγαλώσαμε με υπολογιστές και video games προλάβαμε(μαζί με τη δραχμή)κάποια ψήγματα της αίγλης των εντύπων και της φρέσκιας ιδιωτικής τηλεόρασης(με ό,τι αυτή συνεπάγεται),με τα πολύ ευχάριστα διαλείμματα από τις κλασικές αξίες της ΕΡΤ.Εμπιστευόσουν τους δημοσιογράφους,έλεγες θα κάτσω να δω σήμερα τον τάδε,περίμενες να διαβάσεις τη στήλη κάποιου άλλου...Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα πλέον θυμίζει μια ατελείωτη λαϊκη αγορά,με τον κάθε "μικροπωλητή",ανεξάρτητα από το όποιο δημοσιογραφικό του παρελθόν, να φωνασκεί μέχρι λιποθυμίας προκειμένου να ειδωθεί,ακουστεί,διαβασθεί,συκοφαντηθεί γιατί όχι διαφήμιση είναι και αυτό.Ο καθένας αποκτά αξία άμα τη εμφανίσει του...Δυστυχώς όπως συμβαίνει και με την πολιτική,τα ΜΜΕ αποτελούν έναν ακόμα καθρέφτη μας,καθώς είμαστε οι τελικοί αποδέκτες που παρ'οτι γνωρίζουμε τη δύναμη αυτής της ιδιότητας,ξεχνάμε τη δυνατότητα της απόρριψης κι ας κατηγορούμε ύστερα σε κάθε ευκαιρία τα "ενημερωτικά σκουπίδια" παντός τύπου...