Απεργία την Πρωτομαγιά

Η «Περιφρόνηση» ξανά στα θερινά σινεμά Facebook Twitter

Η «Περιφρόνηση» ξανά στα θερινά σινεμά

0

Στην Περιφρόνηση (Il Disprezzo), που εξέδωσε το 1954, ο Αλμπέρτο Μοράβια ανακαλεί την αληθινή επίσκεψή του ως δημοσιογράφου στα στούντιο της Τσινετσιτά, όπου γυριζόταν η υπερπαραγωγή της Οδύσσειας με τον Κερκ Ντάγκλας, τον Άντονι Κουίν και τη Σιλβάνα Μάνγκανο. Ο Ιταλός συγγραφέας δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τους μηχανισμούς της κινηματογράφησης ή την ιστορία του σινεμά.

Μεταφέροντας στην οθόνη αυτό το μάλλον συμβατικό μυθιστόρημα, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ περιβάλλει τις σχέσεις του παραγωγού, του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου και της συζύγου του, και ως έναν βαθμό τη διαλεκτική του έργου με το επικό ποίημα του Ομήρου, με τη δική του εκδοχή της ιστορίας του κινηματογράφου, δημιουργώντας μια συνεχή μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν: ο μοντερνισμός του, μέσα από ασταμάτητες αναφορές και παρεμβατικά ευφυολογήματα και παραβολές, ενώνει ελεγειακά την αγάπη του για το καταρρέον Χόλιγουντ των '50s με το ριζοσπαστικό στυλ που λάνσαρε το 1960 με το Με κομμένη την ανάσα, διακόπτει την αφήγηση και τον προβιβάζει στην κορυφή της σινεφιλίας, στον θρόνο του βασιλιά των κινηματογραφικών παραθέσεων (movie quotations).


Ως κριτικός, ο Γκοντάρ ενδιαφέρθηκε για τις λεπτομέρειες και τη μεγάλη εικόνα, τα μικρά αριστουργήματα και τις τεράστιες αποτυχίες. Διατύπωσε τη φιλοσοφία του, σχολιάζοντάς τα σαν συστηματικός διαρρήκτης που αποκρυπτογράφησε τη γλώσσα και την τεχνική του σινεμά, αλλάζοντάς του τα φώτα, με την πολύ καλή έννοια. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ξεκίνησε να γυρίζει από κει που σταμάτησε να παρατηρεί – η Τζιν Σίμπεργκ θα μπορούσε να είναι η Σεσίλ δύο χρόνια μετά το Καλημέρα Θλίψη, ενώ ο Μπελμοντό στριφογυρίζει την ιδέα του μετενσαρκωμένου, μεταμοντέρνου Γάλλου Μπόγκαρτ.

Αντίστοιχα, στην Περιφρόνηση ο Μισέλ Πικολί φορά το καπέλο του αλά Ντιν Μάρτιν στο Στίγμα του κολασμένου (Some came running), που ο Γκοντάρ είχε δει το 1958, όταν πρωτοπροβλήθηκε. Η δε Μπριζίτ Μπαρντό έμοιαζε να έχει ολοκληρώσει την πρώτη φάση της καριέρας της, όταν πήδησε στο κενό, θολωμένη και λυτρωμένη μετά το μοιραίο φλας των παπαράτσι στην Ιδιωτική Ζωή του Λουί Μαλ, και ο Γκοντάρ την ανασταίνει, προσωρινά τουλάχιστον. Η επιλογή της δεν ήταν δεδομένη.

Η «Περιφρόνηση» ξανά στα θερινά σινεμά Facebook Twitter
Η Μπαρντό ήταν μια εμπορική λύση και ο Γκοντάρ δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη.

Αντίθετα από τη δωρική ψυχρότητα της Βίτι, την προβαρισμένη ηδυπάθεια της Νόβακ ή την προφανή, επιθετική σεξουαλικότητα της Λόρεν, η φυσικότητα της Μπαρντό (αυτή η πρωτοφανής αμεσότητα με το σώμα της) εκδηλώνεται δραματικά και αθόρυβα, στον χρόνο που της προσφέρει το σενάριο.


Ο Ελβετός σκηνοθέτης έβλεπε τον Φρανκ Σινάτρα με την Κιμ Νόβακ, ζευγαρώνοντας έμμεσα δύο από τα είδωλά του, τον Πρέμιντζερ και τον Χίτσκοκ. Ο παραγωγός Κάρλο Πόντι του πρότεινε τον Μαστρογιάνι με τη Λόρεν, αλλά ο Γκοντάρ τους απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη, ενδεχομένως γιατί στο μυαλό του ο επινοητικός δανεισμός δεν έχει καμία σχέση με την ανία της επανάληψης.

Διακρίνοντας τον αέρα αποξένωσης που θα κόντραρε το φωτεινό σκηνικό του, ο Γκοντάρ βολιδοσκόπησε τη Μόνικα Βίτι. Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε πώς θα μετέφραζε την ασπρόμαυρη μελαγχολία της σε μια διαφορετική περιπέτεια, προσθέτοντας την ειρωνεία που ουδέποτε επέδειξε στην τριλογία του Αντονιόνι, αλλά εκείνη απέστρεφε αδιάφορα το βλέμμα στη συνάντησή τους και η συνεργασία δεν συνέβη ποτέ.

Η Μπαρντό ήταν μια εμπορική λύση και ο Γκοντάρ δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Στην αυθεντική Οδύσσεια ο κρυφός, πολύ προσωπικός λόγος που ο ήρωας εγκαταλείπει την πατρίδα του είναι η αδιαφορία στη συζυγική κλίνη. Η Καμίγ της Μπαρντό ενσαρκώνει μια σύγχρονη Πηνελόπη απέναντι στον Πολ Ζαβάλ του Πικολί, ο οποίος δελεάζεται από τα χρήματα και αμέσως την πασάρει στον ανάγωγο, δεσποτικό παραγωγό της ταινίας, τον Πρόκος (ο απολαυστικά χυδαίος Τζακ Πάλανς), όταν εκείνος ζητά, σχεδόν απαιτεί, να τη φιλοξενήσει στο διθέσιο σπορ αμάξι του.

Ο Πολ ακολουθεί με ταξί και εμφανίζεται στη βίλα μισή ώρα αργότερα, ισχυριζόμενος πως είχε ατύχημα στον δρόμο. Την εκχωρεί ή την τεστάρει, παίζοντας ένα κλασικό γκονταρικό παιχνίδι μυαλού; Ο υποψήφιος μνηστήρας δεν αρκεί. Ο Οδυσσέας/Πολ, που δεν είναι αρκετά αξιότιμος για να τον σκοτώσει, δεν επιστρέφει στην εστία, γιατί δεν είναι ικανός να κερδίσει την αγάπη μιας γυναίκας που πληγώνεται από τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση και τους απερίσκεπτους χειρισμούς του. Η μεγάλη σκηνή διαλόγου ανάμεσα στο ζευγάρι, στο διαμέρισμα, αποκαλύπτει τη σχέση και τις προθέσεις τους σε μια ανθολογία σπιτικής οικειότητας και περιφραστικής, σημειολογικής ειλικρίνειας.

Για πρώτη φορά η Μπαρντό βγάζει τον μανδύα της Μπεμπέ και δείχνει αισθήματα και μια πλευρά του χιούμορ που έκρυβε επιμελώς κάτω από το γυμνό σώμα της πρώτης δεκαετίας της εργογραφίας της. Ο θεωρητικός Κριστιάν Μετζ έγραφε πως το είδωλο της γυναίκας στον κινηματογράφο δεν είναι ποτέ η αναπαραγωγή του πραγματικού αλλά ανήκει στον χώρο του φαντασιακού σημαίνοντος.

Με δεδομένο το πολλαπλό αντίκρισμα της Μπαρντό, ο Γκοντάρ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από την αυτοβιογραφική μαρτυρία της ιδιωτικής παρενόχλησης στο Vies Privées και της δίνει όχι μια παραλλαγή της σταρ ή της στάρλετ αλλά κανονικό ρόλο και χώρο για να αποδώσει χαρακτήρα, αυτόν της αδικημένης συντρόφου ενός ευάλωτου διανοούμενου που σκύβει, σφυρίζοντας κλέφτικα, στην προοπτική της δόξας και του χρήματος – μιας παραμερισμένης και μάλλον αδικημένης γυναίκας που γίνεται αντικείμενο, χωρίς η ίδια να προκαλέσει την κακή της τύχη. Μάλιστα, προβάλλει τη δική του επιθυμία, παίζοντας με την εικόνα της δικής του συμβίας, της Άνα Καρίνα, όταν η Μπαρντό εμφανίζεται με μαύρη περούκα.

Η «Περιφρόνηση» ξανά στα θερινά σινεμά Facebook Twitter
To υλικό προώθησης της ταινίας, μόλις κυκλοφόρησε.
Η «Περιφρόνηση» ξανά στα θερινά σινεμά Facebook Twitter

Αντίθετα από τη δωρική ψυχρότητα της Βίτι, την προβαρισμένη ηδυπάθεια της Νόβακ ή την προφανή, επιθετική σεξουαλικότητα της Λόρεν, η φυσικότητα της Μπαρντό (αυτή η πρωτοφανής αμεσότητα με το σώμα της) εκδηλώνεται δραματικά και αθόρυβα, στον χρόνο που της προσφέρει το σενάριο. Η Περιφρόνηση είναι και δική της και απευθύνεται στο όψιμο συμβόλαιο συμβιβασμού που υπογράφει ο Πολ της.

Οι δυο τους ξεκίνησαν μαζί, χωρίς να φανταστούν πως μια ταινία θα τους απομακρύνει τόσο γρήγορα. Η βόλτα τους στην περίφημη Μαλαπάρτε στο Κάπρι επιτείνει τη απόσταση μεταξύ τους: το έμβλημα του ιταλικού μοντερνισμού τούς εκμηδενίζει σαν επιτάφιος χωρίς ζωή με φόντο τα βράχια και το γαλάζιο που κάποτε κρατούσαν μακριά τους ομηρικούς πρωταγωνιστές. Η φύση τούς χωρίζει, το αρχιτεκτονικό θηρίο μοιάζει παράξενα με τον Δούρειο Ίππο, ο ταξιδευτής απουσιάζει και η σχέση διαλύεται.


Ωστόσο, η δυναμική της Μπαρντό με τον Πικολί, η διελκυστίνδα της επιθυμίας, όπως κινηματογραφείται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, δεν αποτελεί παρά το πρόσχημα-μοτέρ της μεγαλύτερης ιστορίας που επιδιώκει ο Γκοντάρ. Η πειραγμένη κινηματογραφική μεταφορά που ενέκρινε ο ανοιχτόμυαλος Μοράβια πραγματεύεται την εικονική κηδεία του παλιού σινεμά και την ουτοπία της καινοτομίας.

Ως λάτρης των δικών του ειδώλων, ο Γκοντάρ παραμένει ένας ρομαντικός μέσα στη σκληρότητα των αφορισμών του. Αν δεν ήταν, δεν θα επιφύλασσε τέτοια τιμή στον Φριτς Λανγκ, ο οποίος υποδύεται τον εαυτό του ως σκηνοθέτη της ταινίας μέσα στην ταινία, της πολύπαθης Οδύσσειας που, ακόμα κι αν ολοκληρωθεί, ποτέ δεν θα ικανοποιήσει ούτε τον ίδιο ούτε, φυσικά, αυτούς που φαντάστηκαν πως θα γυριστεί με τους όρους τους.

Η «Περιφρόνηση» ξανά στα θερινά σινεμά Facebook Twitter
Στην Casa Malaparte

Ο Γκοντάρ τοποθετεί τον εαυτό του ανάμεσα στον Πολ και στον Λανγκ, ένας εξυπνάκιας φτωχοδιάβολος των λέξεων που ονειρεύεται το status του δημιουργού των εικόνων (όπως έχει πει: «Θα ήθελα να γίνω αθάνατος και μετά να πεθάνω»). Γνωρίζει πως απέναντί του θα έχει τους παραγωγούς, τους Πρόκος ενός συστήματος χρηματοδότησης, αλλά διαθέτει το όπλο για να τους εκνευρίζει, γιατί ξέρει το σινεμά καλύτερα από αυτούς. Γι' αυτό σπεύδει να σπάει την πλοκή, θεωρώντας πως η ροή του σινεμά είναι αυτοτροφοδοτούμενη.

Ο νεωτερισμός του Γκοντάρ είναι το πέρασμά του από την παρατηρητική θεωρία στην πρακτική του σχολίου. Κλέβει ιδέες άλλων για να γεννήσει τις δικές του, και το παραδέχεται, όπως ο Πολ Ζαβάλ όταν θέλει να εμπνευστεί παρακολουθώντας ταινίες.

Επηρεασμένη από το καταπληκτικό 45λεπτο Méditerranée των Πολέ/Σλέντορφ της ίδιας χρονιάς, η Περιφρόνηση είναι το πρώτο ολοκληρωτικά meta-φιλμικό γεγονός που δεν ξοδεύεται σε υπαρξιακούς μαιάνδρους. Πνίγει τη λύπη του στη Μεσόγειο, κάνει διάλειμμα για ηλιοθεραπεία και κλείνει πονηρά το μάτι στο Χόλιγουντ, που εκείνη την εποχή αυτοκτονούσε πανηγυρικά στην Τσινετσιτά.

 

 

Η Περιφρόνηση (Le Mépris, 1963)

Σκηνοθεσία: Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Πρωταγωνιστούν: Μπριζίτ Μπαρντό, Μισέλ Πικολί, Τζακ Πάλανς, Φριτς Λανγκ

Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 18/6.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

 

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Οθόνες
0

Απεργία την Πρωτομαγιά

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένα στα γρήγορα με την Taylor Swift

Pulp Fiction / Ένα στα γρήγορα με την Taylor Swift

Τη στιγμή που οι δύο υποψήφιοι Πρόεδροι, ο Μπάιντεν χιουμοριστικά και ο Τραμπ απειλητικά, επικαλούνται την προτίμησή της για να επηρεαστούν οι ψηφοφόροι των προεδρικών εκλογών, η Τέιλορ Σουίφτ ξεφουρνίζει ένα ακόμα μουσικό ημερολόγιο με επικάλυψη μελαγχολικής εκδίκησης έναντι των πρώην της και την ίδια synthpop μονοτονία που επιμένει να σπάει ρεκόρ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, κριτικός στο Αθηνόραμα, αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μην ανοίγεις την πόρτα

Οθόνες / «Μην ανοίγεις την πόρτα»: Το χειροποίητο αλλά καθόλου ερασιτεχνικό θρίλερ των Unboxholics

Η πρώτη τους ταινία είναι λογικό να αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών τους αλλά και τόσο παρήγορο να συνορεύει με ένα λιντσικό σύμπαν ψυχολογικού θρίλερ, αντί να αναπαράγει απότομες τρομάρες και δωρεάν ανατριχίλες. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία  στη μνήμη

Daily / The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία στη μνήμη

Σατιρικό δράμα και περιπέτεια κατασκοπίας συγχρόνως, η νέα φιλόδοξη σειρά του HBO διαθέτει, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά της ατού, τον Παρκ Τσαν-γουκ στη σκηνοθεσία και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Pulp Fiction / Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του και σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά. Όμως, το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Εμφύλιος πόλεμος

Οθόνες / «Εμφύλιος πόλεμος»: Μυθοπλαστική εικασία ή ρεαλιστικό σενάριο;

Με μια φιλμογραφία γεμάτη ζόμπι, κλώνους και αποκυήματα φαντασίας, αυτή είναι η λιγότερο αλληγορική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ που επιλέγει να μην εξηγήσει τις αιτίες του διχασμού, επιμένει σε μια πολιτική ασάφεια και δεν κατονομάζει τον Τραμπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Baby Reindeer: Ποτέ η φράση “sent from my iPhone” δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Daily / Baby Reindeer: Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Ισορροπώντας ανάμεσα στο θρίλερ, το κοινωνικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, η αυτοβιογραφική σειρά του Netflix αφηγείται με συνταρακτικό τρόπο μια αληθινή ιστορία κακοποίησης, μαζοχισμού και τραύματος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Οθόνες / Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Το laugh track στις κωμικές σειρές αντιπροσώπευε την ψευδαίσθηση μιας κοινότητας, αλλά τώρα ακόμη κι αυτή η ψευδαίσθηση έχει χάσει τη λάμψη της. Καμία σειρά με γέλιο-κονσέρβα δεν έχει κερδίσει το βραβείο Emmy καλύτερης κωμωδίας εδώ και σχεδόν 20 χρόνια.
THE LIFO TEAM
Σάκης Καρπάς: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Οθόνες / Unboxholics: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Καθώς το «Μην ανοίγεις την πόρτα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες, ο Σάκης Καρπάς μας μιλά για το δάσος και άλλα πράγματα που τους τρομάζουν, για αγαπημένες ταινίες και games τρόμου, αλλά και για την άδικη δαιμονοποίηση των gamers.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των 90s;

Pulp Fiction / Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των '90s;

Είναι η δεκαετία του '90 η καλύτερη όλων στο σινεμά; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συζητά με την κριτικό και αρθρογράφο της LiFO Ειρήνη Γιαννάκη για τη δεκαετία που ξεκίνησε με το «Pretty Woman», το «Goodfellas», το «Χορεύοντας με τους λύκους» και το «Μόνος στο σπίτι» και έκλεισε με τα «Μάτια ερμητικά κλειστά», την «Έκτη αίσθηση», το «Matrix» και το «Fight Club».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Ghostwatch»: H ταινία τρόμου που προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό

Οθόνες / «Ghostwatch»: Γιατί αυτή η ταινία τρόμου προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό το 1992;

H κυκλοφορία του «Late Night with the Devil» στους κινηματογράφους ξαναφέρνει στην επικαιρότητα μια πρωτοποριακή και πέρα για πέρα ανατριχιαστική δημιουργία του BBC, που προκάλεσε πανικό και ακραίες αντιδράσεις στη Βρετανία το 1992, οδηγώντας έναν νεαρό τηλεθεατή στην αυτοκτονία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ