Μια άλλη Ελλάδα. Έτσι μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την ακμάζουσα παροικία των Ελλήνων στην εύφορη γη του Νείλου από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού, που έτσι κι αλλιώς πάει αιώνες πίσω, καθώς η σχέση των δύο λαών χάνεται στα βάθη της ιστορίας της Ανατολικής Μεσογείου. Για να μη χαθούμε μέσα σε πολέμους και αυτοκρατορίες, μετακινήσεις πληθυσμών και εξουσίες, ας πιάσουμε το νήμα από την άνοδο του Καβαλιώτη Mοχάμεντ Άλι στη θέση του πασά της Αιγύπτου το 1805. Και από κει, δέκα χρόνια μετά, την άφιξη του Mιχαήλ Tοσίτσα, που στα χρόνια που ακολούθησαν έπαιξε τον σημαντικότερο ίσως ρόλο στην άνθηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στην Αίγυπτο.

 

O γουνέμπορος Mιχαήλ Tοσίτσας από την Ήπειρο γνώριζε από την Καβάλα τον καπνέμπορο Mοχάμεντ Άλι και όταν βρέθηκε στη χώρα που η Υψηλή Πύλη είχε αναθέσει στον τελευταίο να διοικεί, άδραξε την ευκαιρία να δράσει. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1833, παντοδύναμος και βαθύπλουτος επιχειρηματίας, χρίστηκε πρώτος πρόξενος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, επί βασιλείας του Όθωνα, στην Αλεξάνδρεια, την πόλη που ίδρυσε ο Μακεδόνας στρατηλάτης και που έμελλε να αποτελέσει για δεύτερη φορά στην Ιστορία μια... σχεδόν ελληνική πόλη, όπου κυριαρχούσε τόσο η ελληνική γλώσσα όσο και το ελληνικό εμπόριο, η βιομηχανία και η πολιτιστική ζωή.

 

Διασχίζοντας σήμερα το ιστορικό κέντρο συναντάς αναπάντεχα το μισοσβησμένο όνομα ενός Έλληνα αρχιτέκτονα στην ταμπέλα κάποιου φαρμακείου, τυπογραφείου ή εστιατορίου. Σπαράγματα και ίχνη τα οποία σε προκαλούν να αναπλάσεις τη ζωή ενός κόσμου και να νιώσεις το περασμένο μεγαλείο αυτής της πολιτείας. H Αλεξάνδρεια είναι μνήμη. Μια μεγάλη πολιτεία που ζει περισσότερο στη φαντασία μας

Δύο ακόμη αδέλφια ακολούθησαν τα χνάρια του μεγάλου αδελφού και η οικογένεια Τοσίτσα, μαζί με τους Στουρνάρη, Ζερβουδάκη και Καβάφη, ήταν από τις πρώτες που διέπρεψαν και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Πολλοί από αυτούς είχαν εκμεταλλευτεί την κρίση του αμερικανικού εμφυλίου και πουλώντας αιγυπτιακό βαμβάκι είχαν κερδίσει αμύθητα ποσά. Έτσι, με χρήματα του Θεόδωρου Τοσίτσα ανοίγει στην Αλεξάνδρεια το πρώτο ελληνικό νοσοκομείο το 1840 και τρία χρόνια αργότερα ιδρύεται η πρώτη ελληνική κοινότητα με επίτιμο πρόεδρο τον Μιχαήλ Τοσίτσα. Μέχρι το 1870, οπότε ο Mένανδρος Zιζίνιας χτίζει το ομώνυμο θέατρο, η κεντρική πλατεία στο πιο αριστοκρατικό σημείο της πόλης κατοικείται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από Έλληνες επιχειρηματίες.

 

Μεταξύ 1859 και 1869 δεκάδες Έλληνες τεχνίτες, μηχανικοί και απλοί εργάτες εργάζονται στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και η παρουσία του ελληνικού στοιχείου σε ολόκληρη τη χώρα αριθμεί πια 40.000 ανθρώπους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς τότε ανοίγει και ελληνικό ταχυδρομείο. Και ενώ με το κίνημα του Άχμεντ Οράμπι το 1882 η Αλεξάνδρεια εκκενώνεται από τους ξένους για να βομβαρδιστεί από τους Άγγλους, με το νέο καθεστώς οι περισσότεροι επιστρέφουν και μια νέα τάξη αγγλόφιλων Ελλήνων παίρνει τα ηνία και θριαμβεύει: Χωρέμης, Μπενάκης, Σαλβάγος, Τσανακλής, Αβέρωφ.

 

Το 1907 οι Έλληνες που κατοικούν από τη Μεσόγειο μέχρι την Άνω Αίγυπτο στον Νότο ξεπερνούν τους 140.000. Μόνο στην Αλεξάνδρεια είναι γύρω στους 50.000. Άλλοι τόσοι σύνολο είναι οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι. Όταν το 1909 εγκαινιάζεται ο Ελληνικός Ναυτικός Όμιλος με πρώτο επίτιμο πρόεδρο τον Εμμανουήλ Μπενάκη, γίνεται το σημείο συνάντησης ολόκληρης της ευημερούσας Αλεξάνδρειας. Και το 1915 ένα τεράστιο πλήθος καλωσορίζει τον Βενιζέλο. Σαν μια ελληνική «αποικία» με αυτόνομη πολιτιστική ανάπτυξη. Δεκάδες εφημερίδες, πρωτοστατούντος του «Ταχυδρόμου», περιοδικά και θίασοι καταφθάνουν από την Ελλάδα και μένουν μεγάλα διαστήματα. Μια κοσμοπολίτικη και καλλιεργημένη παροικία που ανταποκρίνεται. H άφιξη και παραμονή του Γιώργου Σουρή επιβεβαιώνει τη ζήτηση για ελληνικό θέατρο, ενώ τα λογοτεχνικά σαλόνια, οι θρυλικοί «Απουάνοι», πολιτιστικοί σύλλογοι όπως ο «Αισχύλος» και ο «Αρίωνας», τα λογοτεχνικά περιοδικά «Νέα ζωή» και «Γράμματα» και οι έριδες, πολλές εκ των οποίων προκαλούνται για χάρη του Κωνσταντίνου Καβάφη, αποδεικνύουν τη μεγάλη ανάπτυξη των γραμμάτων και του πνεύματος.

 

Όταν το 1921 ξεσπά εθνικιστική εξέγερση και αρκετοί Έλληνες νιώθουν την απειλή του φευγιού, δεν υπολογίζουν τον ερχομό μιας ακόμη φουρνιάς Ελλήνων με τη Μικρασιατική Καταστροφή. O Μεσοπόλεμος βρίσκει τις ελληνικές κοινότητες σε πλήρη άνθηση. Στην Αλεξάνδρεια βρίσκεται και το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο που ασκεί επιρροή σε πλήθη πιστών. Οι βιομηχανίες Ελλήνων, τα μεγάλα καταστήματα, τα καφενεία και οι λέσχες πλαισιώνονται από διάσημα σχολεία, ορφανοτροφεία, σωματεία, βιβλιοθήκες και ισχυρές μασονικές στοές. Τα χοροδιδασκαλεία γεμίζουν από νέες και νέους καλών οικογενειών και οι χοροεσπερίδες και οι βεγγέρες δίνουν και παίρνουν. Ξενοδοχεία όπως τα Cecil και Carlton και τα ζαχαροπλαστεία Αθηναίος, Παστρούδης, Delice, Trianon και Louvre είναι συνδεδεμένα με την πολυτέλεια και την καλοπέραση.

 

Κατά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αιγυπτιώτες πατριώτες τρέχουν να καταταγούν, ο Μπενάκης στέλνει 800 άλογα για τις ανάγκες του ελληνικού πυροβολικού και οι Σαρπάκης, Kουταρέλλης και Kότσικας προσφέρουν στην ελληνική πολεμική αεροπορία τρία αεροπλάνα. Μέρος του περίφημου Kοτσίκειου Νοσοκομείου μετατρέπεται σε ναυτικό νοσοκομείο. Στο Κάιρο μετακομίζει και η ελληνική κυβέρνηση μαζί με τη βασιλική οικογένεια.

 

Όταν το 1947 κάνει την εμφάνισή της μια επιδημία χολέρας, οι επιτροπές που επισκέπτονται 200 ελληνικές οικογένειες σε λαϊκές συνοικίες για ενημέρωση διαπιστώνουν ότι μόλις τρεις είχαν μηνιαίο εισόδημα πάνω από είκοσι λίρες. Άρα στα ηχηρά ονόματα πρέπει κανείς να υπολογίζει και τους φτωχούς, που εργάζονται ως εργάτες και κατώτεροι υπάλληλοι. H συγγραφέας και μεταφράστρια αραβικής λογοτεχνίας Πέρσα Kουμούτση υπογραμμίζει: «Οι εύποροι Έλληνες δεν φέρονταν πολύ καλύτερα στους συμπατριώτες τους εργάτες απ' ό,τι στους Αιγύπτιους. Δεν ήταν ανεκτικοί καθόλου με τους φτωχούς. Δεν ήταν όλοι οι Έλληνες προνομιούχοι». Παρ' όλα αυτά, η ζωή για μια μεγάλη μερίδα συνεχίζει μες στην ευμάρεια. Ελληνικοί θίασοι πλουτίζουν προσφέροντας ευρωπαϊκών προδιαγραφών θέαμα. O ηθοποιός Τέλης Zώτος, που τα έζησε όλα αυτά ως παιδί, λέει: «Σχεδόν κάθε χρόνο ερχόταν ο Λογοθετίδης και έμενε δύο μήνες. Επίσης, Λαμπέτη, Παπάς, Χορν, η κ. Κατερίνα με τον θίασό της, ο Kρίτας με τις Mανωλίδου-Aρώνη. Μια βραδιά, ήμουν πολύ μικρός για να με πάρουν οι γονείς μου, θυμάμαι που ετοιμάζονταν να πάνε να δουν "Ορέστεια" με Κοτοπούλη-Μυράτ, σε διδασκαλία Ροντήρη. Στον Χορό συμμετείχαν η Μελίνα και η Συνοδινού». Εν τω μεταξύ, όποιος βρισκόταν στην Αίγυπτο γύριζε κι από μια ταινία, καθώς στούντιο ακόμη δεν υπήρχαν στην Αθήνα.

 

Το Κάιρο, μπροστά στην απίστευτη ακμή της Αλεξάνδρειας, μοιάζει κάπως δευτεροκλασάτο, αλλά κι εκεί ο ελληνικός πληθυσμός διαπρέπει και γιγαντώνεται. H Πέρσα Kουμούτση λέει: «H Αλεξάνδρεια ήταν μια άλλη πραγματικότητα. Είχε τους βαμβακέμπορους, είχαν όλα τα χρήματα, είχε μεγαλύτερη χλιδή. Το Κάιρο δεν απολάμβανε ανάλογη δόξα. Κανείς δεν κατέγραφε τι γινόταν και όλοι οι συγγραφείς ήταν στην Αλεξάνδρεια. Ελάχιστοι έγραψαν για το Κάιρο. Ούτε είχε μια εμβληματική προσωπικότητα, όπως τον Καβάφη, να το δοξάσει». Ούτε έναν Τσίρκα, αν και γεννημένος στο Κάιρο, ούτε έναν Ντάρελ, θα προσθέταμε. Τη δεκαετία του '50, πάντως, παίρνει και το Κάιρο τα πάνω του και ένα μέρος της ελληνικής επιρροής μετακομίζει εκεί. Πολλά από τα σπίτια στην εύπορη συνοικία των ξένων την Ηλιούπολη ανήκουν σε Έλληνες, οι Aχιλλοπούλειος και Aμπέτειος σχολές βγάζουν γενιές μελλοντικών επιστημόνων και ο Ελληνικός Ναυτικός Όμιλος Καΐρου, τον οποίο ακόμη και σήμερα μπορεί να δει κανείς στις όχθες του Νείλου, προδίδει την πάλαι ποτέ ευμάρεια και αίγλη.

 

Το 1952 ξεσπά νέα επανάσταση. Έπειτα από μια σειρά γεγονότων επικρατεί ο Γκαμάλ Aμπντέλ Nάσερ, ο οποίος ευαγγελίζεται έναν «αραβικό σοσιαλισμό». Τον Ιούλιο του 1956 εθνικοποιεί τη διώρυγα του Σουέζ, την οποία μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν οι Αγγλογάλλοι. Το Σουέζ σφυροκοπείται από βομβαρδιστικά της Αγγλίας και της Γαλλίας και ενώ έχουν ζητήσει από τους ξένους πλοηγούς να απέχουν από τα καθήκοντά τους, οι Έλληνες στέκονται στο πλευρό των Αιγύπτιων συναδέλφων τους. Το γεγονός, αν και εντυπωσιάζει την τοπική κοινωνία, δεν παίζει μακροπρόθεσμα ρόλο στην παρουσία των Ελλήνων στη χώρα. Σύντομα και οι Έλληνες ακολουθούν τη μοίρα των υπόλοιπων ξένων. Οι περιουσίες τους σταδιακά εθνικοποιούνται: Η σαπωνοποιία Zερμπίνη, τα σιγαρέττα Kουταρέλλη, η χαρτοποιία Λαγουδάκη και Νανοπούλου, η υφαντουργία Πιαλοπούλου, τα αεριούχα ποτά Σαλβάγου, η οινοποιία Tσανακλή, περί τις 400 ελληνικές επιχειρήσεις. Όπως και το Kοτσίκειο, που αγοράζεται από το αιγυπτιακό Δημόσιο έναντι 300.000 αιγυπτιακών λιρών. O ηθοποιός Tέλης Zώτος, του οποίου ο πατέρας και οι θείοι διατηρούσαν μία από τις πιο γνωστές ποτοποιίες, θυμάται: «Ενώ σε οποιαδήποτε άλλη επανάσταση οι εθνικοποιήσεις γίνονται σε μια νύχτα, εκεί τους πήρε δέκα χρόνια. Πολλοί Έλληνες είχαν χρεώσει τα εργοστάσιά τους στις τράπεζες τρεις φορές κι έτσι όταν πήγαν να τους τα εθνικοποιήσουν δεν τους πείραξε καθόλου. Τα λεφτά τους βρίσκονταν στην Ελβετία. Και καθώς εθνικοποίησαν τις μεγάλες επιχειρήσεις, έμειναν πίσω οι μικρές, οι οποίες πήραν τις θέσεις τους με ανάλογα κέρδη. Πάντως, δεν έγινε διωγμός Ελλήνων. Άλλωστε δεν φέρθηκαν άσχημα στους ντόπιους, γι' αυτό και η φιλία συνεχίζεται. Απλά, αλλάζοντας τα εργοστάσια διαχείριση, τις θέσεις τους τις έπαιρναν Αιγύπτιοι».

 

Μετά το 1961 ξεκινά η μεγάλη αναχώρηση των Ελλήνων. Πολλά από τα καλλιμάρμαρα σχολεία δεν είχαν πια μαθητές να γεμίζουν τις αίθουσές τους. Έτσι, πωλούνται κι αυτά με τη σειρά τους στο Δημόσιο. H Πέρσα Kουμούτση παρατηρεί: «Πολλοί Έλληνες αρνήθηκαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Το γεγονός ότι έπρεπε να υπακούσουν σε μια νέα νομοθεσία που έλεγε ότι είναι φιλοξενούμενοι ενόχλησε. Οι περισσότεροι είχαν μια έπαρση τέτοιου είδους, καθώς επί χρόνια κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Έτσι, προτίμησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Όσοι δεν είχαν ιδιοκτησίες δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν και παρέμειναν».

 

Σήμερα οι ελληνικές κοινότητες, συσπειρωμένες, αριθμούν περίπου 3.000 –ηλικιωμένους κυρίως– ανθρώπους. H Aχιλλοπούλειος Σχολή συγκεντρώνει τα περισσότερα ελληνόπουλα και ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο προσπαθεί να διατηρήσει τη φλόγα αναμμένη. Στην Αλεξάνδρεια, μέσα από το παράρτημα του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού που στεγάζεται στο «Aβερώφειο», γίνεται μια ανάλογη προσπάθεια. O Mανώλης Mαραγκούλης, ο οποίος διετέλεσε για χρόνια διευθυντής του, λέει: «Διασχίζοντας το ιστορικό κέντρο συναντάς αναπάντεχα το μισοσβησμένο όνομα ενός Έλληνα αρχιτέκτονα στην ταμπέλα κάποιου φαρμακείου, τυπογραφείου ή εστιατορίου. Σπαράγματα και ίχνη τα οποία σε προκαλούν να αναπλάσεις τη ζωή ενός κόσμου και να νιώσεις το περασμένο μεγαλείο αυτής της πολιτείας. H Αλεξάνδρεια είναι μνήμη. Μια μεγάλη πολιτεία που ζει περισσότερο στη φαντασία μας».