ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ πως ένα ξεχασμένο sci-fi μυθιστόρημα, γραμμένο πριν από 30 χρόνια στα γαλλικά από μια άγνωστη Βελγίδα συγγραφέα, θα γινόταν viral στο BookTok, θα χαρακτηριζόταν ως «το “The Handmaid's Tale” της Gen Z», θα συγκέντρωνε πάνω από 350.000 αξιολογήσεις στο Goodreads και θα κατέληγε best seller, με μία και μόνο επανέκδοσή του να έχει πουλήσει 100.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ το 2024;
Ο λόγος για το «Εγώ που δε γνώρισα τους άντρες» ή «Moi qui n’ai pas connu les hommes», όπως είναι o πρωτότυπος τίτλος, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1995 από τη γαλλόφωνη συγγραφέα και ψυχαναλύτρια Ζακλίν Χάρπμαν. Ήταν το πρώτο μυθιστόρημά της που μεταφράστηκε στα αγγλικά – από τον εκδοτικό οίκο Harvill το 1997, με τον τίτλο «Mistress of Silence», σε μετάφραση της Ros Schwartz. Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει και η αμερικανική έκδοση με τίτλο «I who have never known men», ο οποίος θα διατηρηθεί και σε όλες τις μετέπειτα επανεκδόσεις.
Το ενδιαφέρον για το μυθιστόρημα της Ζακλίν Χάρπμαν θα ανακινηθεί αρχικά με μια επανέκδοση από τη βρετανική Vintage το 2019, με αναθεωρημένη τη μετάφραση της Schwartz και εισαγωγή από τη Sophie Mackintosh. Όμως οριστικά στο προσκήνιο θα το επαναφέρει η επανέκδοση από την αμερικανική Transit books το 2022, η οποία θα οδηγήσει στη μεγάλη δημοφιλία του στο BookTok. Μία ακόμα συλλεκτική έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγες μέρες στην Αμερική, με εισαγωγή από τη γνωστή και στο ελληνικό κοινό συγγραφέα Κάρμεν Μαρία Ματσάδο.
«Ασφαλώς, ήταν μια ταραγμένη εποχή, αλλά οι μορφωμένοι άνθρωποι έλεγαν ότι εδώ και καιρό δεν ήξεραν τι θα πει ηρεμία», γράφει σε κάποιο σημείο στο μυθιστόρημα η Χάρπμαν. Οι αναλογίες με το σήμερα είναι προφανείς.
Η Ζακλίν Χάρπμαν (1929-2012) ήταν εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στην πόλη Έτερμπεεκ του Βελγίου, αλλά μετά την εισβολή των ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγε μαζί με την οικογένειά της στο Μαρόκο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία και Ιατρική, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της όταν προσβλήθηκε από φυματίωση. Το γράψιμο μπήκε στη ζωή της το 1954 και το πρώτο της μυθιστόρημα, «Brève Arcadie», κυκλοφόρησε το 1959. Έγραψε περισσότερα από δεκαπέντε μυθιστορήματα, αποσπώντας πολυάριθμα βραβεία, όπως το Prix Médicis για το «Orlanda».

Στην Ελλάδα, το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1997 από τις εκδόσεις Κέδρος, με τίτλο «Εγώ που δε γνώρισα τους άντρες», σε μετάφραση της Στύλβας Πράσσου. Ωστόσο, πέρασε μάλλον απαρατήρητο και παραμένει εκτός κυκλοφορίας εδώ και χρόνια, ενώ αδικήθηκε και από το ατυχές εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης, αισθητικής της δεκαετίας του ’90.
Διαβάζοντάς το κανείς σήμερα, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί για ποιο λόγο το άγνωστο μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα της Χάρπμαν από το μακρινό 1995 εξελίχθηκε σε εκδοτικό φαινόμενο τον 21ο αιώνα. Το βιβλίο μοιάζει να γράφτηκε μόλις σήμερα, και, όπως και στην περίπτωση του «The Hadmaid’s Tale» της Καναδής Μάργκαρετ Άτγουντ, έχει αποκτήσει πλέον μια ετεροχρονισμένη επικαιρότητα. Δεν είναι καθόλου τυχαία η σύγκριση μεταξύ τους. Η φεμινιστική αφύπνιση, η απαγόρευση των αμβλώσεων, η κλιματική κρίση, η εκλογή Τραμπ, η άνοδος της ακροδεξιάς, οι πολιτικοί διχασμοί, η ρατσιστική και πολιτική βία, τα ξεσπάσματα μίσους, το αντι-woke κίνημα και το χάος που μοιάζει να έχει καταλάβει τον πλανήτη φωτίζουν υπό ένα νέο πρίσμα το βιβλίο. «Ασφαλώς, ήταν μια ταραγμένη εποχή, αλλά οι μορφωμένοι άνθρωποι έλεγαν ότι εδώ και καιρό δεν ήξεραν τι θα πει ηρεμία», γράφει σε κάποιο σημείο στο μυθιστόρημα η Χάρπμαν. Οι αναλογίες με το σήμερα είναι προφανείς. Στο περιοδικό «New Yorker» δημοσιεύτηκε πρόσφατα ένα απόσπασμα της εισαγωγής της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, η οποία το περιγράφει ως «ένα βιβλίο που μιλά για το πώς να βρεις τον εαυτό σου στο τέλος του κόσμου».
Για ποιο «τέλος του κόσμου», όμως, μιλά το «Εγώ που δεν γνώρισα τους άντρες;». Μετά από μια ανεξήγητη καταστροφή που ποτέ δεν προσδιορίζεται, σαράντα γυναίκες βρίσκονται έγκλειστες σε υπόγεια φυλακή, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα γιατί τις έχουν φυλακίσει και διατηρώντας μόνο μερικές αμυδρές αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή τους· με μία εξαίρεση: την αφηγήτρια του βιβλίου, η οποία ήταν ακόμα παιδί όταν φυλακίστηκε και είναι η μόνη χωρίς όνομα και χωρίς καμία απολύτως ανάμνηση. Οι βουβοί φύλακες που τις φρουρούν δεν τους απευθύνουν ποτέ τον λόγο και τις τρομοκρατούν κραδαίνοντας μαστίγια, χωρίς, ωστόσο, να ασκούν σωματική βία. Οι κανόνες της φυλακής τους είναι πολύ αυστηροί: δεν επιτρέπεται καμία ιδιωτικότητα, κοιμούνται όλες μαζί, αφοδεύουν η μία μπροστά στην άλλη, απαγορεύεται να αγγίζονται, απαγορεύεται να παραλείπουν το φαγητό ή τον ύπνο, να αυτοκτονούν. Η μόνη προοπτική που έχουν είναι ο θάνατος.
Δεν γνωρίζουν πώς βρέθηκαν εκεί, είναι όμως σίγουρες ότι δεν έγινε πόλεμος αλλά κάτι άλλο. Το μόνο που θυμούνται είναι: «Κραυγές, σπρώξιμο, νύχτα και αμέτρητος φόβος». Κάποτε είχαν μια φυσιολογική ζωή –συζύγους, εραστές, παιδιά–, αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν.
Η αφηγήτρια, που είναι η μόνη χωρίς μνήμη και όταν ξεκινά η αφήγηση είναι πια έφηβη, δεν έχει γνωρίσει τη ζωή αλλά μόνο το παράλογο, όπως λέει. Είναι ουσιαστικά ένα «άγραφο χαρτί» και δεν έχει εγγεγραμμένες μέσα της τις κοινωνικές συμβάσεις, όπως οι συγκρατούμενές της. Η ήβη της δεν αναπτύσσεται καν φυσιολογικά, καθώς δεν έχει εμμηνόρροια και η μήτρα της είναι παντελώς άχρηστη, αφού ζει σε ένα σύμπαν χωρίς άντρες. «Σε τι χρησίμευαν οι άντρες;» θα αναρωτηθεί με αφοπλιστική άγνοια. Ο έρωτας είναι ένα μυστήριο γι’ αυτήν, η διέγερση είναι μια terra incognita, εξίσου με τον κόσμο στον οποίο κατοικεί. Στερείται των εμπειριών που ολοκληρώνουν ένα ανθρώπινο ον. Θα καταφέρει όμως να βρει τον δρόμο της προς μια διαφορετική ολοκλήρωση μέχρι το τέλος του βιβλίου.

Κάποια μέρα, ξαφνικά, μετά από ένα απρόβλεπτο γεγονός, οι φύλακες εξαφανίζονται μυστηριωδώς και οι σαράντα γυναίκες καταφέρνουν να αποδράσουν και να βγουν στην επιφάνεια. Εκεί αντικρίζουν μια αχανή και εντελώς άγονη πεδιάδα, μια έρημο χωρίς βλάστηση, χωρίς υποψία πολιτισμού, όπου δεν υπάρχουν εποχές. Το πιθανότερο είναι πως δεν βρίσκονται καν στη Γη. Τι απέγιναν οι φύλακες; Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι; Ποιος είναι αυτός ο πλανήτης; Θα μάθουν ποτέ για ποιο λόγο βρέθηκαν εκεί; Πώς θα επιβιώσουν; Μια συγκλονιστική περιπέτεια επιβίωσης ξεκινά. Σταδιακά συνειδητοποιούν πως παραμένουν φυλακισμένες σε αυτή την άγνωστη χώρα, όπως και πίσω από τα κάγκελα της φυλακής τους: «Στην πραγματικότητα, απλά αλλάξαμε φυλακή».
Ο άγνωστος πλανήτης που δημιουργεί η φαντασία της Ζακλίν Χάρπμαν δεν είναι παρά η ζωή στην πιο απελπιστική της εκδοχή: στην απόλυτη στέρηση, στην αδήριτη μοναξιά αλλά και στην απεριόριστη ελευθερία.
Εκτός από το τέλος του πολιτισμού, τη μοναξιά και την ελευθερία, το βιβλίο διερευνά και θεματικές όπως η απώλεια και η επανάκτηση της μνήμης, ο τρόπος που ο χρόνος αποτυπώνεται στον άνθρωπο, η αντίσταση στην εξουσία και η εξέγερση, η γυναικεία συντροφικότητα, η καταπίεση και η έμφυλη βία, η επιμονή και θέληση για ζωή, η προσαρμοστικότητα.
Σε ένα περιβάλλον απογυμνωμένο από τις περιοριστικές νόρμες και τους κανόνες του κοινωνικού πλαισίου, η συγγραφέας καταφέρνει να αποκαλύψει τα ανθρώπινα συναισθήματα στην πιο αρχετυπική και αγνή τους εκδήλωση. Όπως, για παράδειγμα, όταν η ηρωίδα ανακαλύπτει για πρώτη φορά αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν «αγάπη» σε μία από τις υπόλοιπες γυναίκες, τη Θαΐδα, ως «εκείνη την εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί αργά μεταξύ μας, εκείνη τη σταθερή προτίμησή μου κι εκείνη τη χαρά κάθε φορά που την ξαναέβρισκα μετά από κάποια εξερεύνηση».
Σαφέστατα μπορούμε να διακρίνουμε ομοιότητες στη γραφή της Χάρπμαν με τα βιβλία της σπουδαίας μορφής της λογοτεχνίας του φανταστικού, της Ούρσουλα Λε Γκεν. Όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, το «Εγώ που δε γνώρισα τους άντρες» θα ήταν ο «Δρόμος» του Κόρμακ ΜακΚάρθι, αν είχε γραφτεί από την Ούρσουλα Λε Γκεν.
Λογοτεχνία του φανταστικού με κοινωνικές προεκτάσεις, λοιπόν; Φεμινιστική αλληγορία; Υπαρξιακό θρίλερ; Το βιβλίο της Χάρπμαν είναι περισσότερο αταξινόμητο και πολυπρισματικό από όσο φαντάζονται οι όψιμοι φαν του. Η απλότητα της γραφής του και το αποστασιοποιημένο ύφος του, το μυστήριο και οι αινιγματικοί συμβολισμοί που υποβάλλονται στον αναγνώστη, σε ένα αφιλόξενο τοπίο που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από το «Dune», τα κρίσιμα ερωτήματα που θίγει για την ανθρώπινη ύπαρξη και ασφαλώς η συναρπαστική αφήγηση εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τι ήταν αυτό που γοήτευσε τους εκπροσώπους της Gen Z. Ας μην ξεχνάμε πως οι νεότερες γενιές τα τελευταία χρόνια «ανακάλυψαν» και το κλασικό «Σιντάρτα» του Έρμαν Έσε των αρχών του προηγούμενου αιώνα, το οποίο μοιάζει να απαντά στο ερώτημα «Ποιος είμαι και πώς μπορώ να βρω την ευτυχία μέσα μου;», όπως εν μέρει και το μυθιστόρημα της Βελγίδας συγγραφέως.
@abbysbooks I Who Have Never Known Men by Jacqueline Harpman #booktok #bookrecommendations #iwhohaveneverknownmen ♬ original sound - abby 🧚
Αν θέλουμε να γίνουμε πιο κυνικοί, αρκετοί από τους στοχαστικούς αφορισμούς του βιβλίου εύκολα μετατρέπονται σε αμφίσημα και catchy quotes για τη γενιά που γαλουχήθηκε μέσα στο fragmentation, όπως: «Και τι νόημα έχει να έχεις ζήσει, όταν δεν ζεις πια;», «Όταν λέμε πως κάποια είναι ωραία, εννοούμε πως είναι ωραία για τους άντρες;», «–Λοιπόν, οι άντρες ήταν πολύ σημαντικοί; –Οι άντρες, μικρή μου, είναι η ίδια η ζωή. Τι είμαστε χωρίς μέλλον, χωρίς απογόνους; Οι τελευταίοι κρίκοι μιας σπασμένης αλυσίδας;».
Ανεξάρτητα από το virality και τους όρους της σύγχρονης αγοράς, το βιβλίο αναμφισβήτητα αξίζει να διαβαστεί σήμερα – και όχι μόνο για τη δυναμική σύνδεσή του με τις σκοτεινές εποχές που ζούμε. Το «Εγώ που δε γνώρισα τους άντρες» αποτελεί πρωτίστως έναν ύμνο στη ζωή και μια συγκλονιστική μαρτυρία περηφάνιας, μοναξιάς, γυναικείας ενδυνάμωσης και αξιοπρέπειας, όπου η ανθρώπινη μοίρα διαγράφεται κρυστάλλινη και απόλυτα διαυγής.
«Τίποτε δεν είναι τετριμμένο από τη στιγμή που το ζούμε». Αυτή η φράση από το βιβλίο συμπυκνώνει ό,τι ακριβώς διακηρύσσει η ιστορία της Χάρπμαν, η οποία επιχειρεί να απαντήσει σε πλήθος ερωτημάτων σχετικά με την ανθρώπινη φύση: Τι είναι τελικά η ανθρώπινη υπόσταση; Τι ορίζει τη γυναικεία ταυτότητα; Πώς μας διαμορφώνει η κοινωνία και τι υπάρχει έξω από την πατριαρχία; Πώς μπορεί να διαφυλαχθεί η αξιοπρέπεια μέσα στις πιο ζοφερές συνθήκες; Πώς στέκεται ο άνθρωπος μπροστά στο χάος της απεραντοσύνης; Τι είναι η ελευθερία και πώς μπορείς να τη δημιουργήσεις;
Και ο Θεός πού βρίσκεται σε όλα αυτά; Η αφηγήτρια καταλήγει δηκτικά στη σκέψη πως «αυτή η ανθρωπότητα, για την οποία αναρωτιέμαι αν είμαι μέλος της, είχε, πραγματικά, πολλή φαντασία». Ο θάνατος θα έρθει να τη βρει στο τέλος με μία σαρδόνια ειρωνεία που δεν θα αποκαλύψουμε.
Τι θα σκεφτόταν άραγε η Ζακλίν Χάρπμαν αν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως 13 χρόνια μετά τον θάνατό της και 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της 20χρονα κορίτσια θα ανέβαζαν βίντεο στο BookTok, κρατώντας το έργο της με ενθουσιασμό και μιλώντας για το πόσο βαθιά τις άγγιξε και για το ότι ήταν αδύνατο να το αφήσουν από τα χέρια τους όσο το διάβαζαν;
Η ειρωνεία είναι πως ήδη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, που ξεκινά από ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο της αφήγησης, η ηρωίδα, αναφερόμενη στους συγγραφείς που διαβάζει, τους ψέγει για τον ναρκισσισμό τους και επειδή στους προλόγους τους προσπαθούν να προκαταβάλουν τους αναγνώστες τους: «Οι συγγραφείς μιλούν με προθυμία για τον εαυτό τους και εξηγούν για ποιους λόγους έγραψαν το έργο που μας προτείνουν». Η απροσδόκητη απήχηση του ίδιου του μυθιστορήματος της Χάρπμαν αποδεικνύει περίτρανα πως οι συγγραφικές προθέσεις είναι εντελώς ανίσχυρες απέναντι στην καταλυτική και σαρωτική δύναμη του χρόνου. Κανείς δεν ξέρει ποιο βιβλίο θα γίνει κλασικό άμα τη εμφανίσει, ποιο θα ανακαλυφθεί εκ νέου μετά από δεκαετίες και ποιο θα χαθεί οριστικά στη λήθη.
Τα αποσπάσματα του βιβλίου στα ελληνικά είναι σε μετάφραση της Στύλβας Πράσσου από το «Εγώ που δε γνώρισα τους άντρες», εκδόσεις Κέδρος, 1997.