Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΡΑΣΙΒΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (1924-1998) υπήρξε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους δευτεραγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, αφού, πίσω από τα μεγάλα ονόματα, έλαμπε πάντα με το γοητευτικό και ανεπιτήδευτο παίξιμό του. Καθιερώθηκε, κυρίως, σε ρόλους «ελαφρούς», αλλά η ευρύτερη παιδεία του (θεατρική και όχι μόνο) θα τον βοηθούσε να ανταπεξέλθει, ιδανικά, ακόμη και σε κόντρα χαρακτήρες.
Ο Βρασιβανόπουλος ξεκίνησε στην αρχή της δεκαετίας του ’50 από το Εθνικό Θέατρο, για να περάσει στην πορεία από διάφορους θιάσους, όπως της Εταιρίας Ελληνικού Θεάτρου του Τζαβαλά Καρούσου, της Κατερίνας (Ανδρεάδη), μα και του Βασίλη Λογοθετίδη, στο τέλος του ’50, καθώς θα εμφανιζόταν δίπλα στον μεγάλο ηθοποιό στις πασίγνωστες παραστάσεις «Ο Γαμπρός μου ο Δικηγόρος» του Στεφάνου Φωτιάδη, «Κάθε πράγμα στον καιρό του» των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Και η γυνή να φοβήται τον άνδρα...» του Γιώργου Τζαβέλλα.
«Θυμάμαι κάποτε στο “σύρμα” (σ.σ. χώρος απομόνωσης) είχα μείνει 15 μέρες. Ποτέ δεν μ’ είχαν τιμωρήσει τόσο πολύ. Είχαν τους λόγους τους. Με κούρεψαν κιόλας με την ψιλή. Και μια μέρα ν’ ανέβαινες απάνω σε κούρευαν. Μόνο που εμείς, σαν ηθοποιοί, είχαμε το προνόμιο να μην πειράζονται τα μαλλιά μας. Δεν είναι δυνατόν να παίζεις και να ’σαι κουρεμένος. Σκέψου να παρασταίνεις τη γυναίκα και να ’σαι γουλί!»
Στη δεκαετία του ’60 ο Βρασιβανόπουλος θα βρεθεί να παίζει στη σκηνή δίπλα στην Βίλμα Κύρου, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, δίνοντας παράλληλα αξέχαστους ρόλους και στον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο. Δεν υπάρχει Έλληνας και Ελληνίδα που να μην θυμάται τον Βρασιβανόπουλο στην ταινία «Η Χαρτοπαίχτρα» (1964) του Γιάννη Δαλιανίδη (από το θεατρικό με τον ίδιο τίτλο του Δημήτρη Ψαθά), στο ρόλο του αφελή και δήθεν γρουσούζη «Γιαννάκη», ενώ και οι μικρότεροι ή οι κάπως μεγαλύτεροι ρόλοι του στις ταινίες του Δαλιανίδη «Κάτι Να Καίη» (1964), «Κορίτσια για Φίλημα» (1965), «Ξυπόλητος Πρίγκηψ» (1965), «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967) και «Όταν η Πόλις Πεθαίνει» (1969) είναι επίσης χαρακτηριστικοί.
Η Χαρτοπαίχτρα (1964) -Ψιτ, Μικρέ, Υπεμονή
Ακόμη ο Βρασιβανόπουλος θα εμφανιζόταν στις ταινίες «Αμφιβολίες» (1964, σκ. Γρηγόρης Γρηγορίου), «Κάτι Κουρασμένα Παληκάρια» (1967, σκ. Ντίνος Δημόπουλος) [έτσι ήταν γραμμένη η λέξη «παληκάρια» στους τίτλους], «Ο Τελευταίος Αιχμάλωτος» (1970, σκ. Άγγελος Γεωργιάδης) [παράξενη ταινία], θα έγραφε σενάρια για το σινεμά, θα είχε τακτική παρουσία στην τηλεόραση (έφθασε να παίζει μέχρι και στο σίριαλ «Σοφία... Ορθή» του ΑΝΤ1, το 1996), θα επιμελείτο παραστάσεις ραδιοφωνικού θεάτρου κ.λπ., συνεχίζοντας τις παρουσίες του σε κινηματογράφο-βίντεο και στα έιτις, ή και πέρα απ’ αυτά.
Οι πιο παλιοί σίγουρα θα τον θυμούνται, επίσης, στις ταινίες του Θόδωρου Μαραγκού (με τον Θανάση Βέγγο) «Από Πού Πάνε για τη Χαβούζα» (1978) και «Θανάση Σφίξε κι Άλλο το Ζωνάρι» (1980) ή ακόμη και από το αγαπημένο «Μάθε Παιδί μου Γράμματα» (1981) – αν και για μένα η ταινία που καταγράφει καλύτερα απ’ όλες το υποκριτικό ταλέντο του Βρασιβανόπουλου ήταν μια... βιντεοταινία.
Θα ήθελα, κάποια στιγμή, να κάνω ένα κείμενο για μερικές από τις αγαπημένες μου βιντεοταινίες, της περιόδου 1985-1990. Να φτιάξω μια δεκάδα... Αν δεν το έχω κάνει μέχρι τώρα είναι γιατί μερικές δεν βρίσκονται εύκολα (θυμάμαι μόνο τους τίτλους τους πια) και δεν μπορώ να γράφω για ταινίες, αν δεν τις έχω δει πρόσφατα. Ελπίζω κάποια στιγμή να μπορέσω να τις δω κι αυτές και τότε θα το επιχειρήσω. Ήδη για τις μισές και πλέον έχω κρατήσει σημειώσεις... Μία, λοιπόν, από τις πολύ καλές βιντεοταινίες, που ξαναείδα πριν από λίγο καιρό, είναι και το αστυνομικό θρίλερ του Θανάση Αντωνίου «Ένας Επικίνδυνος Άνθρωπος» από το 1990.

Το σενάριο είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρεπές, δηλαδή αρκετά καλό, η σκηνοθεσία ανεκτή, ενώ η μουσική έχει ένα θέμα, όπως συνέβαινε σχεδόν με κάθε βιντεοταινία. Πιστεύω ότι οι μουσικές των βιντεοταινιών είναι ό,τι χειρότερο έχουν να επιδείξουν, όχι γιατί είναι χάλια σώνει και καλά (αν τις ακούσεις έξω από τις ταινίες), αλλά γιατί μέσα στις ταινίες είναι... άλλα αντ’ άλλων. Δεν συμβαδίζουν με αυτά που βλέπεις, «πέφτουν» όπου να ’ναι, ακούγονται πολύ δυνατά, ενώ και σαν ηχοχρώματα είναι σχεδόν καταδικασμένες, αφού ακούς σ’ αυτές μόνο σύνθια και ντραμς (για λόγους περιορισμού του κόστους προφανώς). Τέλος πάντων...
Στο «Ένας Επικίνδυνος Άνθρωπος» παρακολουθούμε την εξόντωση μιας συμμορίας από τα ίδια της τα μέλη. Η βιντεοταινία, αν και είναι κάπως αργή στην ανάπτυξή της, δεν σε κάνει να πλήξεις. Έχει σωστή κλιμάκωση κι ένα μάλλον αναπάντεχο τέλος, που είναι όλα τα λεφτά. Ο πρωταγωνιστής Νίκος Γαλανός μπορεί να είναι απλά καλός εδώ, με όλους τους υπόλοιπους ρόλους να είναι από μέτριοι έως καλοί, και με μόνη προς τα πάνω εξαίρεση τον Γιώργο Βρασιβανόπουλο, που δίνει στο «Ένας Επικίνδυνος Άνθρωπος» κάτι σαν ρεσιτάλ ερμηνείας. Καλή είναι, επίσης, η βασική πρωταγωνίστρια, και γενικώς άγνωστη, Αγγελική Βελουδάκη, η οποία ήταν ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου στα έιτις (και αυτό φαίνεται). Τα γράφω όλα τούτα, επειδή θεωρώ και τις βιντεοταινίες κινηματογράφο, και μάλιστα σφόδρα και ανεξέλεγκτα υποτιμημένο, καθώς τις βλέπω και τις παρατηρώ μέσα στο ίδιο πλαίσιο. Για να ξαναπάμε, όμως, πίσω στο χρόνο...

Το 1964, όταν ο Βρασιβανόπουλος έπαιζε στην «Χαρτοπαίχτρα», ήταν 40άρης, δεν ήταν 25άρης, γιατί, όταν ήταν 25άρης, το 1949, ήταν στη Μακρόνησο, καθώς «αναμορφωνόταν» στον «Νέον Παρθενώνα». Αριστερός, και δη τροτσκιστής, ο Βρασιβανόπουλος ασχολήθηκε με το θέατρο στο ξερονήσι, όπως είχαν ασχοληθεί και ο Κατράκης, ο Καρούσος, ο Κούνδουρος, ο Βέγγος και άλλοι διάφοροι, καθώς είχε συμμετάσχει στις παραστάσεις «Μέρες Δίχως Τέλος» του Ευγένιου Ο’ Νηλ, «Γκόλφω» του Περεσιάδη, «Έμπορος της Βενετίας» του Σαίξπηρ, «Μπόρα» του Κωστή Βελμύρα και κάμποσες ακόμη – όπως μαθαίνουμε από τα έντυπα της Μακρονήσου «Η Φωνή της Πατρίδος», «Σκαπανεύς Μακρονήσου» κ.λπ. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο Βρασιβανόπουλος, που είχε βρεθεί στο δεύτερο και τρίτο Τάγμα Σκαπανέων, είχε γράψει για τις περιπέτειές του σ’ εκείνο το... νησάκι του Αιγαίου...
«Θυμάμαι κάποτε στο “σύρμα” (σ.σ. χώρος απομόνωσης) είχα μείνει 15 μέρες. Ποτέ δεν μ’ είχαν τιμωρήσει τόσο πολύ. Είχαν τους λόγους τους. Με κούρεψαν κιόλας με την ψιλή. Και μια μέρα ν’ ανέβαινες απάνω σε κούρευαν. Μόνο που εμείς, σαν ηθοποιοί, είχαμε το προνόμιο να μην πειράζονται τα μαλλιά μας. Δεν είναι δυνατόν να παίζεις και να ’σαι κουρεμένος. Σκέψου να παρασταίνεις τη γυναίκα και να ’σαι γουλί! Μόνο που εκείνη την εποχή είχα φύγει από το θέατρο. Δεν γλίτωσα το κούρεμα. Κάθε μέρα στην πέτρα. Μια βραδιά που γύρισα, πτώμα, στο τσαντίρι ανακάλυψα ότι η αρβύλα μου στο μπρος μέρος είχε ξηλωθεί. Σκέφτηκα πως δεν θα ’ταν κακή ιδέα να την ξηλώσω ως το τακούνι. Πώς να περπατήσεις έτσι; Την άλλη μέρα, στο προσκλητήριο, έδειξα στον δεσμοφύλακα την ξεπατωμένη μου αρβύλα. Χρειαζόταν τσαγκάρη. Εκείνος συμφώνησε, μόνο που μ’ έστειλε στην πέτρα με τη μια αρβύλα!

Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά κουβαλούσα πέτρα μοναχός μου, με τη συνοδεία ενός αλφαμιτάκου (σ.σ. αλφαμίτης: στρατιώτης ή υπαξιωματικός που υπηρετεί στην Αστυνομία Μονάδας του στρατοπέδου). Ανέβαζα την πέτρα ως κάποιο σημείο, την κατέβαζα και πάλι την ξανανέβαζα και πάει λέγοντας. Και με ξυπόλητο το ένα πόδι δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Κι αυτό το βλαχάκι πίσω μου όλο και μου ’δινε με τη ζωστήρα. Έκανε ζέστη. Σίγουρα ούτε σ’ εκείνον θα ’κανε κέφι ν’ ανεβοκατεβαίνει άσκοπα, μόνο και μόνο για να παρακολουθεί αν εκτελούσα σωστά το έργο, που μου είχαν αναθέσει. Έμοιαζε με αγωγιάτη, που καβάλα στο γαϊδούρι τού ’δινε κάθε τόσο κι από μια, όχι δυνατή, αλλά έτσι, για να μην αποκοιμηθεί. Κι ο αλφαμιτάκος μου το ίδιο. Δεν μ’ έδερνε με κακία. Μόνο για να μου θυμίζει ότι έπρεπε να προχωράω. Το πόδι μου κόντευε να πληγιάσει. Κι εκείνο το “χάιδεμα” της ζωστήρας ήταν τόσο εξευτελιστικό.
Ξαφνικά δεν άντεξα. Γύρισα απότομα και ήρθαμε φάτσα με φάτσα. Τα μάτια μου πρέπει να είχαν γεμίσει χολή. Εκείνος τρόμαξε. Έκανε δυο βήματα πίσω. Του είπα μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου: “Μη βαράς ρε!”. Ένοιωσα ότι είχε χεστεί πάνω του. Ίσως φοβήθηκε πως θα του ’φερνα την πέτρα που κουβαλούσα κατακέφαλα. Τόλμησε μόνο και μου είπε ξέψυχα: “Θα σε αναφέρω στη Διοίκηση”.
Τον κοίταξα για λίγο ακόμα και μετά του γύρισα τη ράχη και συνέχισα το ανέβασμα. Δεν τόλμησε να με ξαναγγίξει, μήτε και μου ’πε πως θα ’πρεπε ν’ ανοίξω το βήμα μου». [από το τροτσκιστικό περιοδικό «Σπάρτακος», τεύχος #50, Απρίλης 1998]
Αν, λοιπόν, ξαναδείτε τον «Γιαννάκη» στη «Χαρτοπαίχτρα» ξέρετε τώρα... Για μια στιγμή και μόνο αξίζει να σκύψετε για λίγο το κεφάλι και να κλείσετε τα μάτια. Μόνο δόξα και τιμή σε ανθρώπους που υπέφεραν για τις ιδέες τους, σ’ εκείνα τα εγκληματικά κάτεργα.