Διηγηματογράφοι πέρα από τον ζόφο

Διηγηματογράφοι πέρα από τον ζόφο Facebook Twitter
0

Μιχάλης Γεννάρης: Πρiγκιπες και Δολοφoνοι, εκδόσεις Ίνδικτος. Στην αρχή του, η αφήγηση πιθανόν να σε βρει ανόρεχτο. Το παραλαλητό, έτσι όπως το ακούμε απ’ τα απύλωτα στόματα -πρωινάδικα, βραδυνάδικα, τηλεφωνίτιδες, ακατάσχετες καρδιές κι ό,τι άλλο βάλει ο νους του καθημερινού ανθρώπου- μας έχει κουράσει, δεν έχει ενδιαφέρον ούτε μπορεί να διεκδικήσει τίποτα σοβαρό. Εντούτοις, η λαϊκή λαλιά, αν τύχει να δείξει καλή ανάσα και ακόμη καλύτερη ματιά, όσο κι φαίνεται γνωστή κι εξαντλημένη, καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις και τις συγκινήσεις· σε αφήνει σύξυλο με τη συνοχή της και γίνεται από μόνη της λογοτεχνικό είδος. Το Τρίτο Στεφάνι, για παράδειγμα, ή η Μάνα του σκύλου, καίτοι σκηνοθετημένα δράματα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, αναθέτουν τον κύριο και μοναδικό ρόλο στο λέγε-λέγε, στις ζουρλοπαντιέρες ή στις βασάνισσες, στα δράματα που ψάχνουν στόμα για να τα μιλήσει - όπως στην περίπτωση της Πελαγίας του Γεννάρη, όπου ο στόμας της φέρνει βόλτα όλον τον κόσμο.

Ας την ακούσουμε: «Τίποτε μακρινές συγγένισσες απ’ τη Λαμία θα ’ναι. Εκείθε τραγουδούνε όλες. Το έχουν έθιμο. Σηκώνονται απ’ τις τέσσερις το πρωί και τραγουδούν. Φροντίζουν τα κοτέτσια, ξεσκατίζουν τα μωρά και τραγουδούν. Είναι πασίχαρες όλη τη μέρα οι Λαμιώτισσες. Μέχρι που δύει ο ήλιος και πιάνει δουλειά το παλαβό τριζόνι εκείνες μπεκροπίνουν και τραγουδούν. Εξοχή με κάστρο η Λαμία, δεν έχει έγνοιες των Αθηνών. Εμείς εδώ είμεθα κλειστοί. Δεν τραγουδάμε. Σκουντουφλάμε στις έγχρωμες τηλεοράσεις. Σκληρή πολιτεία η Αθήνα, κύριε, και οι άνθρωποι διστάζουν να τραγουδήσουν μη τους πουν αστείους» (σ. 69).

Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι η λαϊκιά με τα δέκα διπλώματα στη στέρηση και την πουτανιά, αλλά η αναμόχλευση των βασάνων που, από φράση σε φράση και από πολύκλωνο μονόλογο σε κατάρες και φαρμάκια, μεταμορφώνεται σταδιακά σε φωνή των πραγμάτων. Δεν ξέρουμε πόθεν άντλησε ο Γεννάρης όλον αυτό τον πλούτο που δεν είναι απλό υλικό, διότι για να αποδώσει έχει ανάγκη συνεχή ευρήματα, κατάρες και εξωφρενικότητες, πρεζόνια, κλεφτρόνια, ψιλονταβάδες, ομοφυλόφιλους, πουτάνες κι ό,τι βάλει ο νους μας - αρκεί η αφήγηση να θεριεύει και να προχωρά, να κερδίζει νιάτα εκεί που δεν τα περιμένεις.

«Από τα δεκαεπτά έως τα εικοσιπέντε οι γυναίκες ομοιάζουν με την Αφρική που είναι μισοάγρια, μισοεξερευνημένη, από τα εικοσιπέντε ως τα τριανταπέντε σαν την Αμέρικα είναι, ζωηρές, καπάτσες και κατακτώνται εύκολα, από τα τριανταπέντε ως τα σαρανταπέντε μοιάζουν στην Ασία που είναι σκοτεινή και μυστηριώδης, από τα σαρανταπέντε ως τα…», «Ώχου, βάσανα!» (σ. 185-6).

Από την απορία ποιος ή ποια μιλάει μέσα στο βιβλίο ίσαμε αυτά που λέει ανοίγεται μέγα χάσμα, όχι μόνο διότι την αφήγηση τη βάφτισε -προφανώς- τρελός παπάς, αλλά, κυρίως, επειδή ο αναγνώστης φαντάζεται ένα χύμα παραλογητό και βρίσκει τελικά την τελείωσή του σ’ έναν καλοκουρδισμένο μονόλογο με επιγραφή «πατρίς- θρησκεία-οικογένεια» αλλά από την ανάποδη. Θα μας φανεί παράξενο αν αυτό το βιβλίο δεν

ανέβει στη σκηνή κάποιου θεάτρου - όλες του οι αρετές κρυφοκοιτάζουν το παλκοσένικο.

«Σα τα σκυλιά τα ντόπερμαν που κουταβάκια είναι μια χαρά, όσο μεγαλώνουν όμως τόσο περισφίγγονται τα μυαλά τους μέσα στο κρανίο και σκάζει ο εγκέφαλος. Αφρίζει τρέλα. Είναι ντροπή που υπάρχουν ακόμη φυλακές. Έκανες έγκλημα; Σκότωσες; Ντάξει. Πες συγγνώμη και άλλαξε βίο και πολιτεία. Απομακρύνσου. Κάνε προσπάθεια. Τι σε μπουζουριάζουν μέσα; Θα αναστηθεί ο νεκρούλης; Αφού δεν υπάρχει Θεός. Εκεί καταλήξαν οι επιστήμονες. Ούτε Κόλασις και Παράδεισος. Τίποτε δεν υπάρχει. Μόνο σύμπαν και χρόνος. Σχετικότης. Τα πάντα σχετικότης. Φυσικομαθηματικού έπρεπε να γίνω. Αλλά η μάνα δεν μ’ άφησε να πάω σχολείο».

Πρίγκιπες και δολοφόνους διαθέτει πολλούς ο Γεννάρης, κυρίως όμως αξιώνεται ένα ρεύμα ντόπιας ζωής (επαρχιακής και πρωτευουσιάνικης), ντιπ καταντίπ δική μας, που, όσο φτιασιδώνεται και βγαίνει στο κουρμπέτι, άλλο τόσο και περισσότερο νιώθει πολύτεκνη και συνάμα ορφανή. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, για να σωθεί από το αφηγηματικό ντουέντε.

Μαρία Κουγιουμτζή: Άγριο βελούδο, εκδόσεις Καστανιώτη. Παρότι η ηθογραφία απέβη πια αξιομίσητη στα ντόπια ήθη, ό,τι κι αν σκαρώσουμε παραμένει ιστορία ηθών. Μόνο που στην εκλεκτή περίπτωση της Κουγιουμτζή έχουμε μια σειρά καινοτομίες που δίνουν αέρα στα διηγήματά της και πεποίθηση ότι γράφει κάτι που δεν έχει βρει την άξια καταγραφή του. Όταν γυρνάμε το μέσα έξω αρχίζουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, ν’ αντιδρούμε με άλλη καρδιά και ν’ ανακαλύπτουμε έναν εαυτό που δεν γνωρίζουμε. Ενώ, λοιπόν, από το πρώτο ήδη διήγημα -πιθανώς το καλύτερο της συλλογής- αισθανόμαστε ότι το θέμα εμπνέει το ύφος, προχωρώντας και φυλλολογώντας από ιστορία σε ιστορία, συμπεραίνουμε ότι το ύφος δημιουργεί τα μικρά ή εκτενέστερα αφηγήματα.

Αρκεί να σπάσει η χολή ενός συγγραφέα για να του δοθούν τα σπάνια υλικά με τα οποία θα φτιάξει έναν κόσμο; Η αφηγήτρια φαίνεται να έχει βρει το θέμα της στην κλίμακα των κάθε λογής «σχέσεων», ερωτικών, οικογενειακών, μαθητικών, εξευτελιστικών, όπου έχει το ελεύθερο να σπουδάζει τη σκληρότητα και κάθε λογής ψυχική μόλυνση με ακρίβεια παθολόγου κι επίσης φανατισμένου θύματος. Πρόκειται για μια μικρή ανθρωπότητα που έχει χάσει το γέλιο της, αλλά διόλου τα τεχνάσματα, τις επιθυμίες και την ανθρωπομανία. Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με πετρωμένα πρόσωπα, με αδιαπέραστες ψυχές· απεναντίας, στην ατμόσφαιρα συχνά διανεύει κάτι το αγιωτικό που θυμίζει μετανοημένο αμαρτωλό ή τσακισμένη καρδιά που δεν αντέχει τον εαυτό της.

Το σύνδρομο της «χαλασμένης» καρδιάς είναι διμούτσουνο στρατήγημα. Άλλοτε οδηγεί στον ευτελισμό και στην απελπισία, άλλοτε γεννάει μετάνοια και απαθή επιείκεια. «Ήμουν εγώ η δική σου μάσκα, μητέρα; Και γω ποια μάσκα φορώ;». Το πόσο απολαμβάνει η αφηγήτρια τα αδιέξοδα και τις αμαρτίες των προσώπων της δεν λέγεται, πιθανώς γι’ αυτό ακριβώς αρέσκεται στον άγριο ρεαλισμό και περιφρονεί την κάθαρση. Γι’ αυτό στήνει διαρκώς δίκες με ανύπαρκτο ακροατήριο, θηρεύει σκιές ζωντανών και ανάσες πεθαμένων, περιγράφει φόνους και ατιμώρητα αδικήματα, ψυχές παραδαρμένες από το κρίμα, έχει δηλαδή για λογοτεχνικό νοικοκυριό μιαν ιδιωτική Κόλαση την οποία φροντίζει υποδειγματικά.

Όσο για τη χαρακτηρολογία της, μπορούμε να φτιάξουμε κομπολόι ολάκερο από έκτακτα φρασίδια: «Ο Κοσμάς είναι για μένα ο κόσμος όλος, όμως ο Μάκης είναι αυτός που δημιούργησε τον κόσμο του Κοσμά και μπήκα κι εγώ μέσα». «Περπατούσε γλιστρώντας και σε κάθε του βήμα θαρρείς κι έφευγε ένα πέπλο από πάνω του». «Την είχα δει να μου τραβάει τα παπούτσια και να τα βγάζει μαζί με τα πόδια μου». «… με τον τρόπο που ανοίγοντας κανείς μια σαρκοφάγο βλέπει για δευτερόλεπτα ακέραιο το σώμα πριν διαλυθεί η ειδή κι απομείνουν γυμνά τα απρόσωπα οστά… Το μυαλό ανασαίνει όταν σκέπτεται η ψυχή, έλεγε ο παππούς». «Σκιά που σήπονταν και μύριζε. Τώρα μοσχοβολούσε. Όπως η μοσχοζάχαρη που έκαιγε η μαμά μου μαζί με το μοσχολίβανο για να γλυκαίνονται οι ψυχές των πεθαμένων». «Νόμιζα πως με ήξερα. Πως ήμουν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο». «… ένιωσα την πρόστυχη μυρωδιά της ψυχής του». «Μόνο με τον χάροντα μπορώ να παντρευτώ χωρίς να μ’ εμποδίσουν τα σόγια μου…». «Τα μάτια του σε φτύνανε και σε γλείφανε ταυτόχρονα». «Το φιλικό σου χτύπημα στον ώμο μου μ’ ανατριχιάζει, θαρρείς και πέρασε από την πλάτη μου αρουραίος».

Το θηριοτροφείο καλά κρατεί, η τραχύτητα βγάζει λογοτεχνικό μεροκάματο, οι φόνοι πάνε κι έρχονται. Κατά περίεργο τρόπο τόσο ο διηγηματογράφος, που απεχθάνεται τον ζόφο, όσο κι εκείνος που τον αποδέχεται με τιμές αληθείας, ουσιαστικά κάνουν την ίδια δουλειά. Με μιαν αδιόρατη διαφορά: ο «ζοφερός» γραφιάς, επειδή ακριβώς ποντάρει στη φαντασία και την ανθρωποφαγία, τελικά ίσως να νιώθει άγονος, αντίθετα ο άλλος έχει πιο ισχυρό συμβόλαιο με την πραγματικότητα.

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο ντετέκτιβ της Σεβίλλης και οι πλαστοί πίνακες του Ελ Γκρέκο

Ρεπορτάζ / Ο ντετέκτιβ της Σεβίλλης και οι πλαστοί πίνακες του Ελ Γκρέκο

Στο βιβλίο του «Ο πλαστογράφος του Φράνκο», ένας ντετέκτιβ από τη Σεβίλλη ισχυρίζεται πως μεγάλα μουσεία, μεταξύ των οποίων και η ελληνική Εθνική Πινακοθήκη, έχουν αγοράσει πιστά αντίγραφα έργων του Ελ Γκρέκο.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
«Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Lifo Videos / «Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Η Αγλαΐα Παππά διαβάζει ένα απόσπασμα από τις βέβηλες και αμφιλεγόμενες «120 Μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ένα βιβλίο αναγνωρισμένο πλέον ως αξεπέραστο λογοτεχνικό αριστούργημα και χαρακτηρισμένο ως «εθνικός θησαυρός» της Γαλλίας.
THE LIFO TEAM
Το «προπατορικό αμάρτημα» του Τζο Μπάιντεν

Βιβλίο / Ποιο ήταν το θανάσιμο σφάλμα του Τζο Μπάιντεν;

Ένα νέο βιβλίο για τον πρώην Πρόεδρο αποτελεί καταπέλτη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του, που έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τον ραγδαίο εκφυλισμό της γνωστικής του ικανότητας.
THE LIFO TEAM
ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Τζούντιθ Μπάτλερ / «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης μιλά στη LiFO για τo «φάντασμα» της λεγόμενης ιδεολογίας του φύλου, για το όραμα μιας «ανοιχτόκαρδης κοινωνίας» και για τις εμπειρίες ζωής που της έμαθαν να είναι «ένας άνθρωπος ταπεινός και ταυτόχρονα θαρραλέος».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντίνος Κονόμος

Βιβλίο / «Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου…»

Ο Ντίνος Κονόμος, λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας, υπήρξε συνεχιστής της ζακυνθινής πνευματικής παράδοσης στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής παρουσιάζει έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που «δεν ήταν του κόσμου τούτου».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Η ζωή του Καζαντζάκη σε graphic novel από τον Αλέν Γκλικός

Βιβλίο / Ο Νίκος Καζαντζάκης όπως δεν τον είχαμε ξαναδεί σε ένα νέο graphic novel

Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πετρίτης»: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ηχητικά Άρθρα / Πετρίτης: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ο Τζoν Άλεκ Μπέικερ αφιέρωσε δέκα χρόνια από τη ζωή του στην παρατήρηση ενός πετρίτη και έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία της αγγλικής λογοτεχνίας – μια από τις σημαντικότερες καταγραφές της άγριας ζωής που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Κυκλοφόρησε το 1967 αλλά μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι κριτικοί και το κοινό το ανακάλυψαν ξανά.
M. HULOT
Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Ας μην αφήνουμε τον Θεό στους πιστούς» 

Βιβλίο / Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Αν αξίζει ένα πράγμα στη ζωή, αυτό είναι η ομορφιά»

Εν όψει της εμφάνισής του στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στις 21 Μαΐου, ο Λατινοαμερικανός συγγραφέας-φαινόμενο Μπενχαμίν Λαμπατούτ μιλά στη LiFO για τον ρόλο της τρέλας στη συγγραφή, τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας και το μεγαλείο της ήττας – και δηλώνει ακόμα φανατικός κηπουρός και εραστής της φύσης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το πίσω ράφι/ Άντονι Μπέρτζες: «Έρνεστ Χέμινγουεϊ»

Το Πίσω Ράφι / Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένας φωνακλάς νταής αλλά κι ένας σπουδαίος συγγραφέας του 20ού αιώνα

Η βιογραφία «Έρνεστ Χέμινγουεϊ - Μια ζωή σαν μυθοπλασία» του Βρετανού συγγραφέα Άντονι Μπέρτζες αποτυπώνει όχι μόνο την έντονη και περιπετειώδη ζωή του κορυφαίου Αμερικανού ομοτέχνου του αλλά και όλο το εύρος της αντιφατικής προσωπικότητάς του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
21η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Βιβλίο / 21η ΔΕΒΘ: Εξωστρέφεια και καλύτερη οργάνωση αλλά μένουν ακόμα πολλά να γίνουν

Απολογισμός της 21ης ΔΕΒΘ που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά υπό την αιγίδα του νεοσύστατου ΕΛΙΒΙΠ. Σε ποιο βαθμό πέτυχε τους στόχους της και ποια στοιχήματα μένει ακόμα να κερδίσει;
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Η ποίηση όχι μόνο αλλάζει τον κόσμο, τον δημιουργεί» ​​​​​​/Μια νέα ανθολογία ελληνικής queer ποίησης μόλις κυκλοφόρησε στα ισπανικά /11 Έλληνες ποιητές σε μια νέα ισπανική queer ανθολογία /Queer ελληνική ποίηση σε μια νέα δίγλωσση ισπανική ανθολογία

Βιβλίο / Μια Ισπανίδα καθηγήτρια μεταφράζει ελληνική queer ποίηση

Η María López Villalba, καθηγήτρια Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγα, μετέφρασε 11 ελληνικά ποιήματα, σε μια πρόσφατη ανθολογία που προσφέρει στο ισπανόφωνο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει τη σύγχρονη ελληνική queer –και όχι μόνο– ποίηση.
M. HULOT
«Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι»

Βιντσέντζο Λατρόνικο / «Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι»

Ο Ιταλός συγγραφέας και υποψήφιος για το βραβείο Booker, Βιντσέντζο Λατρόνικο, μιλά στη LIFO για το πολυσυζητημένο βιβλίο του «Τελειότητα», στο οποίο αποτυπώνει την αψεγάδιαστη αλλά ψεύτικη ζωή μιας ολόκληρης γενιάς ψηφιακών νομάδων στην Ευρώπη, καθώς και τη μάταιη αναζήτηση της ευτυχίας στην ψηφιακή εποχή.
M. HULOT
Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Ηχητικά Άρθρα / Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Το όνομά της έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας αδίστακτης, σεξουαλικά ακόρεστης και επικίνδυνης γυναίκας. Ένα νέο βιβλίο, όμως, έρχεται να αμφισβητήσει αυτή τη στερεοτυπική αφήγηση και να φωτίσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ