ΕΝΑ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Σεργκέι Αϊζενστάιν, έκανε πρεμιέρα πριν από εκατό χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1925, στο Θέατρο Μπαλσόι της Μόσχας. Μετά την επανακυκλοφορία της στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η ταινία κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στα σημαντικότερα κινηματογραφικά έργα όλων των εποχών και έχει επηρεάσει πολλούς δημιουργούς, από τη διαβόητη Λένι Ρίφενσταλ και τα προπαγανδιστικά ντοκιμαντέρ της για τους ναζί μέχρι τον ζωγράφο Φράνσις Μπέικον, ο οποίος εμπνεύστηκε από τις αγωνιώδεις εικόνες της περίφημης σκηνής στα σκαλιά της Οδησσού, όπως και ο Μπράιαν ντε Πάλμα στη σκηνή στον σιδηροδρομικό σταθμό στην ταινία «Οι Αδιάφθοροι».
Ο Λένιν είχε δηλώσει ότι «απ' όλες τις τέχνες, η πιο σημαντική για εμάς είναι ο κινηματογράφος» και ο Αϊζενστάιν κατείχε υψηλή θέση μεταξύ των πολλών σκηνοθετών που κλήθηκαν να δημιουργήσουν ταινίες για το νέο καθεστώς. Ήταν ακόμα 26 χρονών όταν στα μέσα της δεκαετίας του '20 γύρισε, σε διάστημα 12 μηνών, την «Απεργία» και το «Θωρηκτό Ποτέμκιν», δύο από τις σημαντικότερες ταινίες του βωβού κινηματογράφου.
Η σκηνοθεσία του Αϊζενστάιν, και ιδίως το μοντάζ, δημιουργούν έναν μικρόκοσμο της αδίστακτης αντίδρασης των Αρχών στις λαϊκές εξεγέρσεις σε όλη τη Ρωσία.
Και οι δύο ταινίες είχαν ως στόχο να αποτελέσουν ένα ενθουσιώδες κάλεσμα στα όπλα, ανατρέχοντας στα γεγονότα του 1903 («Απεργία») και του 1905 («Ποτέμκιν») που υπήρξαν προάγγελοι της Ρωσικής Επανάστασης του 1917. Ο Αϊζενστάιν, που εργαζόταν σε μια μελέτη με αντικείμενο τον ρόλο της Πρώτης Στρατιάς Ιππικού στον Εμφύλιο Πόλεμο (1917-1922), ανέλαβε να γυρίσει ένα σενάριο που κάλυπτε την επανάσταση, από τη σύγκρουση με την Ιαπωνία έως τις εσωτερικές ταραχές στη Μόσχα. Ωστόσο, προτίμησε να επικεντρώσει όλη του την προσοχή στην ανταρσία του Ποτέμκιν τον Ιούνιο του 1905.
Ο Αϊζενστάιν και ο βασικός συνεργάτης του, Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ, δημιούργησαν το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» σε πέντε πράξεις, ακολουθώντας το πρότυπο της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Επέκτειναν και επεξεργάστηκαν μια σύντομη, αλλά ηρωική εξέγερση στο ρωσικό ναυτικό, που προκλήθηκε από τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης του στόλου – μια εξέγερση που βλέπουμε στην ταινία να τιμωρείται με μια σφαγή αμάχων και ναυτικών στα Σκαλιά της Οδησσού.
Η αρχική σκηνή, με τίτλο «Άνδρες και σκουλήκια», περιγράφει τη ζωή των ναυτικών στο Ποτέμκιν. Με εκπληκτική δεξιοτεχνία, ο Αϊζενστάιν υφαίνει μια καλειδοσκοπική αφήγηση φτιιαγμένη από πλάνα ναυτικών που κοιμούνται σε αιώρες, κανόνια που καθαρίζονται και γεμίζονται και έναν γιατρό του πλοίου που απορρίπτει τον ισχυρισμό των ανδρών ότι οι μερίδες κρέατος τους είναι γεμάτες σκουλήκια.
Η αγανάκτηση μετατρέπεται σε οργή, ο πλοίαρχος διαπιστώνει ότι οι άνδρες του διστάζουν να πυροβολήσουν τους συντρόφους τους και έτσι, μετά από μια τρομερή μάχη στα ενδιάμεσα καταστρώματα, ο έλεγχος περνά στα χέρια του προλεταριάτου.
Στην Οδησσό, η οποία σήμερα αποτελεί τμήμα της Ουκρανίας, οι κάτοικοι της πόλης συντάσσονται με τους στασιαστές, αποτίουν φόρο τιμής στο μοναδικό νεκρό μέλος του πληρώματος του Ποτέμκιν και μεταφέρουν προμήθειες στο θωρηκτό με τα ψαροκάικά τους. Στη συνέχεια, όμως, βλέπουμε μια φάλαγγα Κοζάκων να κατεβαίνει την μεγάλη μαρμάρινη σκάλα της Οδησσού.
Η σφαγή στα Σκαλιά της Οδησσού παραμένει ένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα μοντάζ στην ιστορία του σινεμά. Κατά ειρωνικό τρόπο, δεν συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα, ήταν όμως ένας συνδυασμός των ταραχών και των σφαγών που συνέβησαν σε ολόκληρη την πόλη. Ωστόσο, η σκηνοθεσία του Αϊζενστάιν, και ιδίως το μοντάζ, δημιουργούν έναν μικρόκοσμο της αδίστακτης αντίδρασης των Αρχών στις λαϊκές εξεγέρσεις σε όλη τη Ρωσία.
Η σκηνή γυρίστηκε απ' όλες τις γωνίες και με τη χρήση πολλών καμερών. Όπως έγραψε ο ιστορικός Τζέι Λέιντα στο βιβλίο του «Kino», «μια χειροκίνητη κάμερα ήταν δεμένη στη μέση ενός (εκπαιδευμένου στο τσίρκο) βοηθού, ο οποίος έτρεχε, πηδούσε, έπεφτε και κυλιόταν στα σκαλιά». Ο Αϊζενστάιν και ο διευθυντής φωτογραφίας του, ο Εντουάρ Τισέ, προσδίδουν ένταση στη σφαγή, με τους Κοζάκους να κατεβαίνουν τις σκάλες σε σχηματισμό, πυροβολώντας αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Αυτή η σκηνή αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του σοβιετικού κινηματογράφου, καθώς αποτελεί μια εκθαμβωτική άσκηση «αριστερής» προπαγάνδας, σε αντίθεση με διαβόητες ταινίες αντιδραστικής προπαγάνδας, όπως «Η γέννηση ενός έθνους» του Γκρίφιθ ή «Ο θρίαμβος της θέλησης» της Ρίφενσταλ.
Ο Αϊζενστάιν αντιμετώπισε την ταινία ως μια ευκαιρία για να δοκιμάσει τις θεωρίες του για το μοντάζ, οι οποίες ήταν πρωτοποριακές για την εποχή. Πίστευε ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την απλή επεξεργασία των πλάνων και ότι ο τόνος και ο ρυθμός του μοντάζ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να επηρεάσουν την πνευματική και συναισθηματική αντίδραση στην τέχνη. Συνεργάστηκε στενά με τον Τισέ για να εξασφαλίσει ότι τα πολύ κοντινά πλάνα των προσώπων των ανθρώπων, παραμορφωμένων από αγωνία ή οργή, θα ασκούσαν τη μέγιστη επίδραση στο κοινό της εποχής. Αλλά και τα μακρινά πλάνα στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν» είναι εξίσου εκφραστικά: πλοία αγκυροβολημένα, μια πένθιμη πομπή που εκτείνεται όσο φτάνει το μάτι κατά μήκος του λιμανιού ενώ σουρουπώνει. Ο Αϊζενστάιν υποστήριξε ότι η ταινία «μοιάζει με ντοκιμαντέρ για ένα γεγονός, αλλά λειτουργεί ως δράμα».
Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» απέσπασε τη διεθνή αναγνώριση μόνο αφού ο Αϊζενστάιν ταξίδεψε στο Βερολίνο και ζήτησε από τον Αυστριακό συνθέτη Έντμουντ Μάιζελ να βελτιώσει τη μουσική επένδυση της ταινίας, δημιουργώντας ξεχωριστή μουσική για κάθε σκηνή. «Χρειάζομαι ρυθμό», είπε ο Αϊζενστάιν στον συνθέτη, «ρυθμό, ρυθμό!». Ο Μάιζελ ανταποκρίθηκε με μια μουσική επένδυση που σε ορισμένα σημεία άγγιζε τους 120 ρυθμούς το λεπτό. Οι «ενδιάμεσοι τίτλοι», που συχνά μοιάζουν ανιαροί στον βωβό κινηματογράφο, εδώ είναι καίριοι και συναρπαστικοί, εξασφαλίζοντας μια αμείωτη δυναμική που προωθεί την ιστορία. Η πλαστική συμμετρία του «Θωρηκτού Ποτέμκιν», η ανθρωπιά του και η παλλόμενη δύναμή του εξακολουθούν να εμπνέουν τον σεβασμό, ενώ ο Σεργκέι Αϊζενστάιν παραμένει ο καλύτερος μοντέρ στην ιστορία του σινεμά.
Με στοιχεία από τη «Wall Street Journal»