Στο μεγάλο τιμητικό αφιέρωμα «ΠΑΝΟΣ Χ. ΚΟΥΤΡΑΣ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ» που θα παρουσιάσει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος μεταξύ 18 και 21 Σεπτεμβρίου στον θερινό κινηματογράφο Λαΐς, εκτός από τις πέντε μεγάλου μήκους ταινίες του πρωτοπόρου σκηνοθέτη, θα παιχτούν πρώτη φορά στην Αθήνα και οι πέντε μικρού μήκους ταινίες του (τέσσερις ταινίες μυθοπλασίας και ένα μουσικό βίντεο) που στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκαν στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, όταν του απονεμήθηκε τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά.
Πρόκειται για ταινίες που γύρισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του: το Ρέψιμο της Λυδίας Φον Μπύρερ / The belch of Lydia Von Bürer (1983, Ηνωμένο Βασίλειο), οι Ομιχλώδεις ημέρες της άνοιξης / Misty Days of Spring (1984, Ηνωμένο Βασίλειο), το Strange Relationship –αποτελεί ένα ανεπίσημο βιντεοκλίπ του ομότιτλου τραγουδιού του Prince, γυρίστηκε σε φιλμ super 8 το καλοκαίρι του 1987 στο Παρίσι και συμμετέχουν οι Κωνσταντίνος Κακανιάς και Γιώργος Νίκας–, η Πτώση και η άνοδος της Λυδίας Φον Μπύρερ / The fall and rise of Lydia Von Bürer (1988, Γαλλία - Ηνωμένο Βασίλειο) και το Afternoon Stars, το οποίο γυρίστηκε σε ένα απόγευμα, το καλοκαίρι του 1989, στην οδό Πατησίων, σε μια λήψη, χωρίς σύγχρονο ήχο, χωρίς σενάριο και χωρίς δικαιώματα για τα τραγούδια. Συμμετέχουν η Άντζελα Μπρούσκου και ο Βαγγέλης Παπαδάκης.
Ο Πάνος Κούτρας έχει πετύχει με παλιά και εν μέρει ευτελή υλικά να δημιουργήσει ένα σύγχρονο σινεμά με υπέροχες ιστορίες και εικόνες που έχουν μείνει ανεξίτηλες και να μιλήσει με χιούμορ και καμιά φορά με ελαφρότητα για σοβαρά πράγματα, σε μια εποχή μεγάλων εξελίξεων και κατακτήσεων.
Όπως σημειώνει η πρόεδρος του Δ.Σ. της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Μαρία Κομνηνού στον κατάλογο του αφιερώματος: «Στα τέλη του 20ού αιώνα, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει στραφεί από την πολιτική των τάξεων στην πολιτική των ταυτοτήτων. Σε αυτό το κλίμα του ο Πάνος Χ. Κούτρας γυρίζει την πρώτη του ταινία, Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, που ξάφνιασε ευχάριστα κριτικούς και κοινό με την camp αισθητική και την ανατρεπτική του ματιά. Ακολουθεί η Αληθινή ζωή, που σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη διαμορφώνει μια ταινία ενηλικίωσης όπου επαναλαμβάνονται κάποια μοτίβα όπως η σύνδεση του οικείου με το ανοίκειο και του μελοδραματικού με την καθημερινότητα: μια λοξή ματιά στην “κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας”».
Οποιοσδήποτε θελήσει να μιλήσει για την εργογραφία του Πάνου Κούτρα, αναγκαστικά θα ανατρέξει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία του 1999 (η οποία χρειάστηκε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί γιατί ξεκίνησε να γυρίζεται το 1995), την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, και τότε πρέπει να αναλογιστεί, να ανασύρει από τη μνήμη του τι ήταν η Αθήνα και η Ελλάδα λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ός αιώνας.

Τότε θα θυμηθεί μια υπέρμετρα αισιόδοξη εποχή, αδικαιολόγητης ευημερίας, ασυδοσίας και αμεριμνησίας που έφτασε μέχρι την Ολυμπιάδα του 2004. Πρωθυπουργό είχαμε τον Κώστα Σημίτη που οδήγησε την Ελλάδα στο ευρώ, με το τρανταχτό σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου να θαμπώνει τη λάμψη της επιτυχίας – μια κατρακύλα που ξεκίνησε την ίδια χρονιά που έκανε πρεμιέρα η ταινία, κάνοντας φτωχότερους χιλιάδες Έλληνες που είχαν πειστεί από τις ανεύθυνες φανφάρες των glossy lifestyle περιοδικών ότι δικαιούνταν να ζουν σαν ήρωες σαπουνόπερας.
Ξημεροβραδιάζονταν σε κλαμπ, μπαρ, μπουζούκια, πάρτι, πισίνες και παραλίες, σπαταλώντας λεφτά λες και δεν υπήρχε αύριο. Σεξουαλικά πιο απελευθερωμένοι από ποτέ, επιδίδονταν σε ευκαιριακό σεξ, ολονύχτιες κραιπάλες, στην υπερβολική κατανάλωση ουσιών. Στο περιθώριο όλων αυτών και τα gay club ζούσαν σε μεγάλες δόξες. Ακριβώς αυτή η Αθήνα αναδύεται και καταγράφεται σε αυτή την αξιομνημόνευτη ταινία, που ευτυχώς δεν στέκεται μόνο σε αυτά αλλά σχολιάζει, ανατρέπει, σατιρίζει και κυρίως τολμάει να φέρει σε πρώτο πλάνο τις διαφορετικές «φυλές» της, όπως έλεγαν τότε.
Ο Μουσακάς, που από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίστηκε καλτ, είχε απροκάλυπτα δάνεια και αναφορές στο κινηματογραφικό σύμπαν του Τζον Γουότερς αλλά και στα αμερικανικά b-movies καταστροφής και επιστημονικής φαντασίας των '50s. Μια σπαρταριστή κωμωδία, λίγο μιούζικαλ, λίγο μελό και ακόμα περισσότερο σαπουνόπερα που ξεχειλίζει από camp χιούμορ, πολύ κιτς και σάτιρα της ελληνικής πραγματικότητας, με πρωταγωνιστές τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον Γρηγόρη Πατρικαρέα και τον Χρήστο Μάντακα, αλλά και τον μακιγιέρ Γιάννη Αγγελάκη ως μια άλλη Divine, να τραγουδάει στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια μια ελληνική εκδοχή του «Walk οn by» της Dionne Warwick.
Στο ανεπανάληπτο καστ συμμετέχουν διάσημα μοντέλα-gay icons της εποχής, με προεξάρχουσα την Τζένη Μπαλατσινού, συον ρόλο εξωγήινων που κατά λάθος μετατρέπουν ένα κομμάτι μουσακά σε γιγαντιαίων διαστάσεων τέρας το οποίο διασχίζει την πόλη σπέρνοντας τον θάνατο. Τα ΜΜΕ υπερθεματίζουν (τα δελτία ειδήσεων τότε είχαν πολύ υψηλή τηλεθέαση, μπουκώνοντας το κοινό με άχρηστη ενημέρωση), προκαλώντας υστερία στους Αθηναίους. Οι αστροφυσικοί του Αστεροσκοπείου, του οποίου διευθυντής είναι ο Χρήστος Μάντακας, είναι όλοι γκέι και φοράνε ροζ στολές, όπως και οι κολλητοί της εκκολαπτόμενης σχεδιάστριας μόδας Τάρα (Γιάννης Αγγελάκης) που ερωτεύεται τον εξέχοντα επιστήμονα.
Απολύτως queer αισθητικής, βρίθει μηνυμάτων αδιανόητων για την εποχή –θυμάμαι στην πρεμιέρα την παρέα μου, πιστούς οπαδούς του Αγγελόπουλου, να αντιδρά έξαλλη, επαναλαμβάνοντας «μα, είναι αυτό σινεμά;»–, εξέπληξε, προκάλεσε, ενόχλησε, εξόργισε, ενθουσίασε.
Η σάτιρα θεσμών όπως ο Εθνικός Ύμνος και η Εκκλησίας είναι ξεκαρδιστική, ενώ το φινάλε, μετά από μια νύχτα καταστροφής και θανάτου, δείχνει εικόνες της Αθήνας το ξημέρωμα, απαλλαγμένης από την απειλή του μουσακά: μια ευτυχισμένη «οικογένεια» μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μια τρανς γυναίκα, ένας γκέι άντρας, ένα ορφανό και μια διάσημη τηλεπερσόνα – χαρακτήρες-προάγγελοι της ιδιότυπης οικογένειας της Στρέλλας λίγα χρόνια μετά. Μετά τη συμμετοχή της στις Νύχτες Πρεμιέρας, παίχτηκε μόνο για μία εβδομάδα στον Δαναό, αλλά είχε αξιοσημείωτη πορεία στο Παρίσι και στο Τόκιο.

Η επόμενη ταινία του ήταν η Αληθινή ζωή του 2004, πάλι με την Μπαζάκα πρωταγωνίστρια, με τους Νίκο Κουρή, Αννέζα Παπαδοπούλου, Μαρίνα Καλογήρου, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Μαρία Πανουργιά, Χρήστο Μάντακα και Άννα Μουγκλαλίς να την πλαισιώνουν. Χωρίς να έχει θεματική ή πλοκή που να σχετίζεται άμεσα με γκέι χαρακτήρες, επιδιώκει να σαρκάσει τη ζωή των μεγαλοαστών. Η Μπαζάκα, ως εγωκεντρική μάνα του Κουρή, είναι άκρως χειριστική, ευνουχιστική, μια πραγματική bitch –το απόλυτο gay icon–, σχεδόν ξεπατικωμένη από τις λαμπερές σαπουνόπερες της αμερικανικής τηλεόρασης μέσα από τη διαθλαστική ματιά ενός Ντάγκλας Σερκ.
Ωστόσο η πλέον εμβληματική ταινία του Κούτρα δεν είναι άλλη από τη Στρέλλα, που συνέγραψε με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ο οποίος είχε συνυπογράψει και την προηγούμενη ταινία. Η Στρέλλα, η οποία μαζί με τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου έχει καταχωριστεί ως ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της σχολής που διεθνώς ονομάστηκε Greek Weird Wave –αν και ο ίδιος δεν συμφωνεί και λέει χαρακτηριστικά «μπορεί το σινεμά μου να είναι weird, αλλά είναι weird ως queer»–, κάνει μια βουτιά στα άδυτα των αδύτων της ελληνικής κοινωνίας και των ανομολόγητων παθών της.
Μια αυθάδικη ταινία για την ελευθερία να ζει κανείς όπως θέλει, χωρίς κοινωνικούς και ηθικούς φραγμούς, να οργώνει την εξαθλιωμένη Αθήνα της κρίσης (τι διαφορά από εκείνη του Μουσακά!) και να διεκδικεί τη χαρά, χωρίς να επιβάλλεται. Μια νεαρή τρανς γυναίκα («Με λένε Στέλλα, αλλά επειδή είμαι τρελή οι φίλοι με φωνάζουν Στρέλλα) συνάπτει ερωτικό δεσμό με έναν μεγαλύτερό της άντρα (Γιάννης Κοκκιασμένος) που μόλις έχει αποφυλακιστεί. Όταν μας αποκαλύπτεται το κοινό τους παρελθόν, βρισκόμαστε μπροστά σε μια σειρά ζητημάτων ηθικών ορίων, συμφιλίωσης, αποδοχής του διαφορετικού.

Μέσα από τη σαφή αναφορά στον Οιδίποδα, σε μια camp εκδοχή χωρίς τραγικό τέλος, ο Κούτρας επενδύει στο μόνιμο αίνιγμα του τι σημαίνει να είσαι ετεροφυλόφιλος και τι ομοφυλόφιλος, πού συγκλίνουν και πού συγκρούονται στην ελληνική σεξουαλικότητα, και αποδομεί την ελληνική οικογένεια καταρρίπτοντας την αδιαμφισβήτητη αξία της – όπως έκανε με τον τρόπο της η Στέλλα του Κακογιάννη στα μέσα του '50.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο μια μοναδική περίπτωση ερασιτέχνιδας τρανς ηθοποιού, η νεαρή Μίνα Ορφανού και δίπλα της, μεταξύ άλλων, η Μπέττυ Βακαλίδου (ιστορική περσόνα του γκέι κινήματος και πρωταγωνίστρια της ομώνυμης ταινίας του Δημήτρη Σταύρακα του 1979). Οι εμφανίσεις της Στρέλλας στο γνωστό κλαμπ «Κούκλες», όπου τρανς περφόρμερ ερμηνεύουν in drag διάσημες τραγουδίστριες, καθορίζουν το πλαίσιο της ταινίας.
Η Στρέλλα, μάλιστα, κάνει εμφάνιση-homage στη Μαρία Κάλλας. Η ταινία έχει ένα πολύχρωμο happy end παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπου συγκεντρώνεται στο σπίτι της πρωταγωνίστριας όλη η ευτυχισμένη «οικογένεια». Αυτό το καθοριστικό και κυρίως χαρούμενο φινάλε ως πολιτική θέση ήταν που εξόργισε μέρος του ελληνικού κοινού, και όχι μόνο. Η Στρέλλα έκανε θριαμβευτική πρεμιέρα στην Μπερλινάλε, ενώ έχει βραβευτεί σε μια σειρά διεθνών φεστιβάλ.

Στο υπέροχο Xenia του 2014, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο παράλληλο πρόγραμμα των Καννών «Un Certain Regard» («Ένα κάποιο βλέμμα»), ένα ανήλικο αγόρι, ο Ντάνι, εγκαταλείπει την Κρήτη μετά τον θάνατο της μητέρας του και ταξιδεύει στην Αθήνα όπου ζει ο αδελφός του Οδυσσέας. Οι δυο τους είναι αλβανικής καταγωγής από μάνα, με Έλληνα πατέρα, τον οποίο αναζητούν ώστε να εξασφαλίσουν ελληνική ιθαγένεια. Ξεκινάνε ένα ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου διασχίζουν την ελληνική επαρχία, μια μικρή οδύσσεια με Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, ένα road movie φυσικού και ψυχικού σθένους.
Ο νεότερος Ντάνι (Κώστας Νικούλι) διαθέτει τολμηρότητα, ωριμότητα αλλά και μια χαλαρή σεξουαλικότητα που συμπεριλαμβάνει ξεκάθαρα τα συνομήλικα αγόρια, ενώ ο Οδυσσέας (Νίκος Γκέλια) είναι ρεαλιστής και μετρημένος.
Καθ’ οδόν για τη Θεσσαλονίκη, όπου έχουν εντοπίσει τον πιθανό πατέρα τους, σταματάνε στη Λάρισα για να φιλοξενηθούν από τον παλιό φίλο της μάνας τους, τον Τάσο (Άγγελος Παπαδημητρίου), ιδιοκτήτη σκυλάδικου που ζει με τον Άραβα εραστή του. Μαζί του θα νιώσουν την οικογενειακή θαλπωρή που η απουσία γονιών τούς έχει στερήσει, σε μία από τις πιο τρυφερές και γουστόζικες σκηνές του ελληνικού queer κινηματογράφου. Θα βρεθούν και σε ένα εγκαταλελειμμένο Ξενία, δείγμα μιας χώρας σε εγκατάλειψη, ενώ, όταν πια συναντούν τον πιθανολογούμενο πατέρα τους, αντιμετωπίζουν την εχθρότητα και την απόρριψη ενός φασιστοειδούς πολιτικάντη.
Λίγο πριν από το τέλος της χαριτωμένης ταινίας εμφανίζεται μια παλιά δόξα του ιταλικού τραγουδιού, η Πάτι Πράβο, προσωπικό ίνδαλμα του Κούτρα, θρυλικό gay icon και, στην ταινία, αγαπημένη τραγουδίστρια της μητέρας των δυο αγοριών. Ο Ντάνι μένει στήλη άλατος όταν την αντικρίζει μέσα σε μια λιμουζίνα, και ο Οδυσσέας δεν τον πιστεύει.
Η ταινία σάρωσε στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αλλά τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο συν-σεναριογράφος αρνήθηκαν τα βραβεία που τους απένειμαν, σεναρίου και καλύτερης ταινίας, ως διαμαρτυρία, μέχρι να ψηφιστεί ο νόμος που να δίνει την ελληνική ιθαγένεια σε μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Το Ντόντο του 2022, σε σενάριο του Κούτρα, αποτέλεσε μια διεθνή συμπαραγωγή και έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών, στο επίσημο τμήμα «Cannes Première». Με αφετηρία το Τελευταίο Ψέμα του Μιχάλη Κακογιάννη, ο Κούτρας στήνει ένα πολύχρωμο στόρι όπως και το ντόντο του τίτλου, είδος πουλιού που έχει εκλείψει εδώ και 300 χρόνια, και εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα κτήμα έξω από την Αθήνα, όπου μια πρώην πλούσια οικογένεια θα γιορτάσει τον γάμο της κόρης της με έναν πλούσιο κληρονόμο. Παρακολουθούμε τα δύο κρίσιμα 24ωρα πριν από τον γάμο, που όλα ανατρέπονται. Παρελαύνει μια πληθώρα πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, πιστοποιώντας τα κοινωνικά μηνύματα που θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης πέρα από την κεντρική ιδέα της ταινίας. Δεν αρκείται στην κριτική της αστικής τάξης ως μία ακόμη λοξή ματιά στην «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», όπως σημειώνει και η Μαρία Κομνηνού, αλλά αποπειράται ένα γενικότερο πολιτικοκοινωνικό σχόλιο για την εποχή στην οποία γυρίστηκε. Το καστ συγκεντρώνει από δημοφιλείς ηθοποιούς όπως η Σμαράγδα Καρύδη, ο Άκης Σακελλαρίους, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Κρις Ραντάνοφ και ο Πολύδωρος Βογιατζής μέχρι νεότερους όπως ο Νίκος Γκέλια, η Νατάσα Εξηνταβελώνη, ο Τζώρτζης Παπαδόπουλος, αλλά και οι ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβίστριες Τζεφ Μοντάνα και Άννα Τζορτζίκια.