καλότυχοι*

καλότυχοι* Facebook Twitter
0

για τη Μάριον Σίβα

Αυτοί που κούνησαν μαντήλια, οι Ξανθούλες που μπήκαν στη βαρκούλα 'ψες αργά, οι υδρόφιλες σκιές του Λορέντζου κι οι ξενιτεμένοι από σώμα του Διονυσάκη, έχουν ψιλοτελειώσει με την επίγεια γραφειοκρατία. Καμιά αναμονή στις ουρές για το φιλί στο στόμα, ούτε πόλεις, ούτε προάστια, ούτε εξοχές αγκάθι στην καρδιά. Αυτή ήταν η κρουαζιέρα, αυτό ήταν το λαβ μπόατ με τον γαλαντόμο πλοίαρχο, τον ντροπαλό γιατρό και τον κεφάτο μπάρμαν κι άλλο δεν έχει επί του παρόντος. Χόρεψαν, έφαγαν, αποχαιρέτησαν με συγκίνηση το ευγενέστατο προσωπικό και πήγαν στο καλό τους.

 

Εμείς πίσω, με τα ποδαράκια μας κολλημένα στο γεωγραφικό σημείο πολλή μακρότης και την πυξίδα στη συναισθηματική κατάσταση με λύπη με χαρά. Βράσε όρυζα, δηλαδή. Αυτό που μας πετάει κατάμουτρα στη Λήθη ο σκληρός από Δρίσκο Μαβίλης κι αυτό που μας φέρνει πιο πλαγίως στην Ξανθούλα ο μαλακωμένος από κολώνια Σολωμός, είναι το ίδιο και το αυτό με τη φόδρα γυρισμένη. Έφυγαν οι Ξανθούλες, τελείωσαν οι διακοπές, με ρέγουλο τα κλάματα, λίγα δάκρυα στην αποβάθρα κι ας τους αφήσουμε να ξεχάσουν με την ησυχία τους.


Εύκολο να το κάνεις σονέτο, στην εφαρμογή σκαλώνουν κι οι πιο ακραιφνείς Μαβιλικοί και τα πιο μικρανήψια του Κόντε. Κλαίνε οι καταψύκτες, κλαίνε οι κούπες, οδύρονται οι πολυθρόνες, τα σκαμπώ, η μεγάλη καριόλα, τα καδράκια με τα εργόχειρα, συνεχίζουν οι κασέτες και τα παλιά σαρανταπεντάρια – ε, σε πιάνουν και σένα τα δάκρυα μεσαύγουστο καιρό που λείπουν όλοι και ποιος να σου τραβήξει τ' αυτί που πάλι παράκουσες τον κύριο Λορέντζο.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ