Δεν παύω να υποστηρίζω ότι τα περιθώρια τουριστικής ανάπτυξης της Αθήνας είναι απεριόριστα. Φτάνω σε αυτό το συμπέρασμα για δύο λόγους: α) σκεπτόμενος ότι όσοι μεν επισκέπτονται για λίγες ώρες ή για 1-2 μέρες την Αθήνα τη βρίσκουν (όχι πάντα, ωστόσο συχνά) άσχημη ή και αποκρουστική, ωστόσο, όσοι έχουν την ευκαιρία να μείνουν λίγο περισσότερο, έστω και για 2-3 μήνες, για λόγους σπουδών, εργασίας κλπ., την αγαπούν και μιλούν με θερμά λόγια μετά την αναχώρησή τους – πράγμα που στη δική μου τουλάχιστον λογική σημαίνει ότι η Αθήνα είναι μια δύσκολη αλλά κατά βάθος ελκυστική πόλη, που απαιτεί χρόνο για να την καταλάβει κανείς, β) αναλογιζόμενος κάποια από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης, που θα μπορούσαν να την κάνουν διακριτό προορισμό –με εντελώς αναγνωρίσιμη ταυτότητα– στον τομέα του city break. Εξηγούμαι: Η Αθήνα εδώ και χρόνια κινείται –σχεδόν– με τον αυτόματο πιλότο στον χώρο του τουρισμού, «πουλώντας» σχεδόν αποκλειστικά Ακρόπολη, Πλάκα, Μουσείο, με ολίγη και από αρχαιολογικό περίπατο και Παναθηναϊκό Στάδιο – και σχεδόν τίποτε άλλο. Δεν έχουν αξιοποιηθεί παρά ελάχιστα η σύγχρονη πολιτιστική κίνηση της πόλης (ελπίζω το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το νέο πολιτιστικό συγκρότημα στο Φάληρο να δώσουν νέα ώθηση), η νυχτερινή της ζωή, βεβαίως και το πολύπαθο παραλιακό της μέτωπο (από τις λίγες μητροπόλεις στην Ευρώπη που έχουν αυτό το προνόμιο). Ακόμα και για το πράσινο ας μου επιτραπεί να μη βλέπω τα πράγματα τόσο μαύρα: ο Εθνικός Κήπος είναι μια απολύτως παρεξηγημένη υπόθεση (και μόνο το γεγονός ότι η χλωρίδα του είναι αειθαλής, τη στιγμή που λαμπρά πάρκα της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης είναι καθ’όλη τη διάρκεια του χειμώνα κατάξερα, του δίνει ένα μοναδικό προνόμιο), ενώ το σύνολο που ξεκινά από το Θησείο και φτάνει ως τις πίσω υπώρειες του Φιλοπάππου το έχουμε μεν συνηθίσει και το θεωρούμε αυτονόητο εμείς οι ίδιοι, ωστόσο δεν είναι καθόλου αυτονόητη η ύπαρξή του σε άλλες μεγάλες πόλεις, πολλώ δε μάλλον σε αγαθή συνύπαρξη με τόσα σημεία ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.Δεν αγνοώ τα προβλήματα. Ορισμένα από αυτά, όπως το κυκλοφοριακό, εν πολλοίς και το κτιριακό, είναι πρακτικώς αδύνατο να επιλυθούν, με δεδομένο τον τρόπο που κτίστηκε και επεκτάθηκε η πόλη. Τα περισσότερα όμως απαιτούν απλώς πολιτική βούληση με όραμα και αποφασιστικότητα και, οπωσδήποτε, ευρεία κοινωνική συναίνεση. Από τις στοιχειώδεις ή τις επαναστατικές αλλαγές που θα κάνουν την πόλη ελκυστική στους ξένους θα επωφεληθεί και ο ίδιος ο αθηναίος πολίτης. Δεν είναι δυνατό να μη διαθέτει η Αθήνα ένα ελκυστικό “lungomare”, δηλαδή έναν αδιάκοπο παραλιακό περίπατο που θα ξεκινά από την Πειραϊκή και θα τερματίζει στη Γλυφάδα – πρόκειται για συλλογική «αυτοκτονία», τη στιγμή που τέτοια δυνατότητα βόλτας διαθέτουν πόλεις πολύ πιο αδιάφορες και χωρίς την ιστορική δυναμική της Αθήνας. Θα βρεθεί ο απαραίτητος χώρος και για τα μαγαζιά και για τις μαρίνες. Το ίδιο ισχύει και με τα μέσα μαζικής μεταφοράς – πρέπει τώρα να μπουν στον προγραμματισμό 2-3 νέες γραμμές μετρό, που θα τέμνουν εγκάρσια (και όχι περιφερειακά) πυκνοκατοικημένες περιοχές του λεκανοπεδίου, όπως η πολυθρύλητη γραμμή 4 – κι ας πραγματωθούν όποτε βρεθούν χρήματα, έστω και μετά από 20 χρόνια. Τέλος, δεν νομίζω ότι χρειάζεται πολλή φαντασία για να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να βελτιωθεί η σχέση ποιότητας και τιμής σε μια σειρά υπηρεσιών που προσφέρονται στην πόλη. Είναι κάτι που γνωρίζουμε και βιώνουμε στο πετσί μας και οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης – άλλωστε, το ευρέως δημοσιοποιημένο παράδειγμα για τις τιμές του καφέ στο Ελ.Βενιζέλος και σε μεγάλο ιταλικό αεροδρόμιο είναι πρόσφατο και τα λέει όλα…Και πάνω από όλα χρειάζεται ενότητα όλων των παραγόντων που κατεξοχήν έχουν συμφέρον από την ενίσχυση του τουριστικού ρεύματος, από τον κρατικό μηχανισμό που έχει ανάγκη εσόδων έως τους επιχειρηματίες που επηρεάζονται ποικιλοτρόπως από τον τουρισμό. Ένα ενιαίο όραμα μπορεί να δώσει ώθηση τόσο για τη σταδιακή επίλυση ορισμένων τουλάχιστον από τα χρονίζοντα προβλήματα όσο και για την καλύτερη προβολή της σύγχρονης εικόνας της πόλης – δυστυχώς σε αυτόν τον τομέα υστερούμε απελπιστικά.
Σχολιάζει ο/η